Ο Αλέξανδρος Τομπάζης ανήκει σε εκείνη την χωρία αρχιτεκτόνων που εκτός της κατά συνθήκην κύριας ιδιότητάς τους προβληματίστηκαν ανεξάρτητα και ασχολήθηκαν συστηματικά με τη ζωγραφική.
Ο Δημήτρης Φατούρος πριν ένα χρόνο παρουσίασε ζωγραφικά έργα μιας τριακονταετίας (1960-1990) και ενώ παλαιότερα (το 1957 και πάλι το 1962) έκανε ατομικές εκθέσεις. Ο Κοσμάς Ξενάκης με τις αδρές μορφές, το καθαρό χρώμα, τις αφηρημένες συνθέσεις και τη μνημειακή γλυπτική του. Ο Άρης Κωνσταντινίδης με τα κολλάζ και τα αφαιρετικά σχέδια (στα Στοιχεία αυτογνωσίας, 1975 και αναδρομική έκθεση στην Εθνική Πινακοθήκη, 1989). (Αντίθετη πορεία, θα μπορούσαμε να πούμε εδώ, ακολουθεί ο γλύπτης και ζωγράφος Γιώργος Ζογγολόπουλος, όταν στη δεκαετία 1930-40, κατασκευάζει και υπογράφει αρχιτεκτονικές μελέτες). Ο Δημήτρης Πικιώνης τέλος, με τις ιδιαίτερες αναζητήσεις για το φως και τις σχετικές συζητήσεις του με τον Παρθένη και με τον λόγο και τη γραφή του για τις «ψυχογραφίες σπιτιών», για τη «συναισθηματική τοπογραφία» και τη ζωγραφική που περικλείει «την αποκάλυψη του κρυμμένου νοήματος των πραγμάτων» ή των «βιωμάτων».
Αυτή η κατάθεση του Πικιώνη για τη «συναισθηματική τοπογραφία», μας κάνει να κατανοούμε το γιατί και ο Τομπάζης θυμάται χρόνια πολλά μετά, στο βιβλίο του Η όμορφη καμηλοπάρδαλη, τις «πλούσιες αποχρώσεις» των παλιών σκουριασμένων πλοίων, που ζωγράφιζε μαθητής δεκαέξι χρονών στον Πειραιά μαζί με τον δάσκαλό του Μιχαήλ Αξελό: «Πολύ περήφανος που ένας επαγγελματίας ζωγράφος μιας κάποιας ηλικίας καταδεχόταν να έχει ένα μαθητούδι σαν κι εμένα δίπλα του». Ο ίδιος ξεχωρίζει την αγάπη του για τη ζωγραφική ως αυτόνομη δημιουργική πράξη, μια ψυχική τάση ανεξάρτητη και ελεύθερη, που υπακούει μόνον σε ατομικές και εσωτερικές βουλήσεις, διακριτή τελείως από την άλλη του δραστηριότητα, αυτή του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού με τις ποικίλες δεσμεύσεις, τους αυστηρούς όρους και τη συλλογική και σύνθετη διαδικασία.
Ο αρχιτέκτονας λοιπόν Αλέξανδρος Ν. Τομπάζης αποφασίζει να παρουσιάσει δημοσίως ζωγραφικά έργα του για πρώτη (αν γνωρίζω καλά) φορά σε ατομική έκθεση το 1999 στην Γκαλερί Ζουμπουλάκη με τον απλό τίτλο «Ακουαρέλες».
Πρόκειται για μια σειρά από χαρτιά ακουαρέλας με γραμμική σχεδίαση χρηστικών αντικειμένων της καθημερινότητάς μας: μπουκάλια, τσαγερά, βάζα, σκεύη κουζίνας, ανθοδοχεία και παράλληλα φρούτα και λουλούδια, όλα σε μια αρμονική διάταξη, όπου αναδεικνύεται η μορφή τους, η ακρίβεια του όγκου τους, η γεωμετρική σχέση τους, η οπτική τους διάσταση. Σε μια άλλη σειρά, θέμα είναι ο εσωτερικός, ατομικός χώρος: ένα αστικό δωμάτιο με παράθυρο, μια κουζίνα με τα ποικίλα σκεύη της και στους αντίποδες εξωτερικά τοπία: αγροί με κυπαρίσσια, πλαγιές με μικρούς οικισμούς, θάμνοι με δέντρα, νησιώτικα λιμάνια με βάρκες και καΐκια.
Η «Συναισθηματική τοπογραφία» ενός αρχιτέκτονα
Μερικές σκέψεις για τη ζωγραφική του Αλέξανδρου Τομπάζη
Ζωγραφίζει με εκτεταμένες μονοκοντυλιές, αφαιρετικά περιγράμματα, γεωμετρικές σχηματοποιήσεις. Επιζητά την ελεύθερη, χωρίς δεσμεύσεις πλαστική απεικόνιση μιας πραγματικότητας που «βιώνεται», μιας πραγματικότητας που προσεγγίζεται με έμπνευση και μυθοπλαστική ικανότητα, ιδιότυπη, ασυνήθιστη, με μαγική διάθεση για τα πιο συνηθισμένα αντικείμενα ή τις πιο κοινές όψεις ενός τοπίου.
Χρησιμοποιεί το χρώμα επιλεκτικά, δεν το δεσμεύει στα περιγράμματα αλλά το απλώνει κατά τόπους, σε ελεύθερες κηλίδες, θέλοντας έτσι να τονίσει τις αντιθέσεις με τη διαφάνεια της δομής και το ευαίσθητο παιχνίδισμα των μαύρων γραμμών.
Λίγο αργότερα, το 2005, σε ένα βιβλίο για το αρχιτεκτονικό κυρίως έργο του, θα εγκατασπείρει παρόμοιες ακουαρέλες και θα μιλήσει για τη ζωγραφική του: «….Αφιερώνω ώρα για να ζωγραφίζω. Αυτό που βρίσκω τόσο θετικό στη ζωγραφική, είναι το ότι την ώρα εκείνη είμαι τελείως μόνος μου, απομονωμένος από ο,τιδήποτε άλλο. Αισθάνομαι τόσο ελεύθερος, χωρίς δεσμεύσεις…Μπορώ, στο τέλος-τέλος, να κάνω ο,τιδήποτε μ΄αυτό που φτιάχνω…». Νομίζω πως εδώ, κάτω από τις λέξεις αυτές, κρύβεται μια ακόμη προσέγγιση της «συναισθηματικής τοπογραφίας», για την οποία πρώτος μίλησε ο Πικιώνης.
Το 2007 στην Αίθουσα Τέχνης ΖΗΤΑ – ΜΙ στη Θεσσαλονίκη, θα επαναλάβει εν πολλοίς την έκθεση του 1999 εμπλουτισμένη με κάποιες νέες ακουαρέλες τοπίων κυρίως. Εδώ, ο τίτλος είναι αποκαλυπτικός: «Προσεγγίζοντας το χώρο γύρω μας – φύση, πόλη, νεκρή φύση». Ό,τι βλέπουμε, δηλαδή, η ζωγραφική του Αλέξανδρου Τομπάζη, είναι η προσέγγιση μια επιλεκτικής, βιωματικής, προσωπικής και, εν δυνάμει, συναισθηματικής τοπογραφίας.
Το 2010, στην Γκαλερί Ζουμπουλάκη πάλι, στην ατομική έκθεση με τίτλο «Τόπος κοινός», παρουσιάζει νέα έργα πλαισιωμένα από γλυπτικές και φωτογραφικές συνθέσεις. «Τόπος κοινός» είναι εδώ η κρυφή σύνδεση των τριών ειδών εκθεμάτων προφανώς με την αρχιτεκτονική. Όμως μένοντας στα ζωγραφικά και αντιδιαστέλλοντάς τα με ό,τι προηγουμένως έχουμε δει η έκπληξή μας είναι μεγάλη. Γιατί δεν πρόκειται πια για τις γνωστές ιδιότυπες ακουαρέλες με τις γραμμικές απεικονίσεις, αλλά για κάτι εντελώς άλλο.
Σε μεγάλα λευκά φύλλα χειροποίητου χαρτιού απλώνεται, καταλαμβάνοντας μικρή επιφάνεια, καθαρό το χρώμα, σε λωρίδες, κηλίδες, στάλες ή τετράγωνα σε μια δυναμική αντίθεση με το υπόλοιπο λευκό του βάθους. Δεν υπάρχουν οι αφηγηματικές, απεικονιστικές έντονες μονοκοντυλιές αλλά μια αφαιρετική, μονοχρωματική, ενίοτε κυβιστική σύνθεση με χρήση του μαύρου, μπλε, κόκκινου και πιο σπάνια γκρι και πράσινου gouache.
Το γραμμικό περίγραμμα έχει εξαφανιστεί και το χρώμα, που έτσι κι αλλιώς στις ακουαρέλες, επιζητούσε την ανεξαρτησία, εδώ την έχει πλήρως κατακτήσει. Η ματιέρα του χρώματος κυριαρχεί και μας οδηγεί με τους έντονους και αντίθετους χρωματικούς τόνους σε μια «συναισθηματική τοπογραφία», καθαρά πλέον εσωτερική, ατομική και υποσυνείδητη. Ίσως εδώ μπορούμε να υποθέσουμε και μια βαθιά, κρυφή επιρροή του δάσκαλού του Μιχαήλ Αξελού, που, εξαιρετικός κολορίστας, μετεωρίστηκε μεταξύ φοβισμού και κυβισμού.
Όπως κι αν έχει, η στιβαρή σύνθεση του κλειστού πια χώρου, του εργαστηρίου, που προφανώς εξωτερικεύει ένα ψυχικό φορτίο, μπορούμε να πούμε πως αποκαλύπτει το ζωγραφικό «πάθος» του αρχιτέκτονα.
Το 2007, τέλος, εκδίδει τον μικρό τόμο για την Εκκλησία της Αγίας Τριάδας στη πόλη Φάτιμα της Πορτογαλίας. Πρόκειται ουσιαστικά για μια σειρά από σκίτσα (όχι σχέδια) του τόπου και της μεγάλης εκκλησίας που το αρχιτεκτονικό γραφείο Τομπάζη ανέλαβε να κατασκευάσει εκεί. Τα σκίτσα αυτά είναι στο γνώριμο ύφος, της επιδέξιας γραμμικής απεικόνισης της κλίμακας των όγκων, της σύνθεσης των περιγραμμάτων, της απόδοσης των διακοσμητικών λεπτομερειών, της επιλεκτικής χρήσης του χρώματος, που τονίζει ένα σημείο ή με την απουσία του προβάλλει την διαφάνεια των μορφών. Εικονίζονται πάλι, εξωτερικές όψεις, λεπτομέρειες και εσωτερικά μιας εκτεταμένης τώρα αρχιτεκτονικής δομής, που όμως και εδώ σπεύδουν να διαμορφώσουν και να κρατήσουν «τις αναμνήσεις, … τις συγκινήσεις, …το πνεύμα μιας θαυμάσιας εμπειρίας, το πνεύμα ενός τόσο ιδιαίτερου τόπου», όπως ο ίδιος σημειώνει αποκαλυπτικά στον πρόλογο.
Έτσι ξανασυναντάμε τον αρχιτέκτονα Αλέξανδρο Ν. Τομπάζη, που σκιτσάρει και ζωγραφίζει το ίδιο το αρχιτεκτονικό έργο του, προκειμένου να αποτυπώσει στα μπλοκ του με το ξεχωριστό του στυλ τα ζωγραφικά ερεθίσματα, τα οπτικά του «βιώματα» και να δομήσει μιαν ακόμη «συναισθηματική τοπογραφία».
(Με αφορμή την πρόσφατη «Τιμητική εκδήλωση για τον Αλέξανδρο Τομπάζη» στο βιβλιοπωλείο του εκδοτικού οίκου Μέλισσα)
ΒΡΕΙΤΕ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΣΤΟΝ ΙΑΝΟ:
Οικολογική σκέψη και αρχιτεκτονική του Αλέξανδρου Τομπάζη