Ο πρώτος, ο Θεόδωρος Παπαδημητρίου, δήλωνε απλώς: γλύπτης και του άρεσε να τον φωνάζουν «Θόδωρο» , ο άλλος, ο Κωνσταντίνος Ξενάκης, εικαστικός και προτιμούσε το «Constantin». Γεννήθηκαν τον ίδιο χρόνο το 1931. Βρέθηκαν και οι δύο στα χρόνια του ’60 στο Παρίσι για σπουδές, στην École Supérieure des Beaux Arts και École des Arts Modernes – Design αντίστοιχα. Εκεί παρουσίασαν και τις πρώτες δημιουργίες τους, environments και performances, όπως το απαιτούσε η εποχή. Την επόμενη δεκαετία ο Θόδωρος έζησε στο Σαν Φρανσίσκο και ο Κωνσταντίνος στο Βερολίνο. Το 1970-71 εκθέτουν στο Εργαστήρι Σύγχρονης Τέχνης στο Ινστιτούτο Γκαίτε, ένα δραστήριο και πρωτοποριακό θεσμό στην γκρίζα ατμόσφαιρα της τότε Αθήνας.
Από τα 1980 και εξής θα αρχίσουν να διαμορφώνουν το πλέον προσωπικό, χαρακτηριστικό τους ιδίωμα, που έχει να κάνει με τα γνωρίσματα μιας μετα-βιομηχανικής κοινωνίας, ηλεκτρονικά διαμορφωμένης, πληθωρικά επικοινωνιακής, οπτικοακουστικά διαδικτυακής, ταχύτατα ψηφιακής και τις αντινομίες ή τα προβλήματα που δημιουργεί στα μέλη της.
«Αυτός ο ανταγωνιστικός καταιγισμός πληροφοριών που συσσωρεύονται στο αστικό περιβάλλον συντελεί στην επιπεδοποίηση του νοήματος της επικοινωνίας με βαθύτερες επιπτώσεις στις πολιτισμικές ισορροπίες. Γιατί όσο επεκτείνεται η κυριαρχία της εικόνας στις εφήμερες και επίκαιρες επιφάνειες της κοινωνίας τόσο συρρικνώνεται και φτωχαίνει το βάθος πεδίου της Επικοινωνίας» γράφει κάπου ο Θόδωρος και αυτές οι διαπιστώσεις υπήρξαν κινητήριες στο έργο και των δύο.
Και αλλού: «Όταν ο χώρος της επικοινωνίας κατακλύζεται από οπτικοακουστικές πληροφορίες, πού θα βρεθεί τόπος για τη γλυπτική; Όταν η Γλυπτική εννοείται η πλαστική γλώσσα με απτά υλικά, που εκπέμπει σε άλλους ρυθμούς, στη διαχρονικότητα, πέρα από την εφήμερη επικαιρότητα της εικόνας. Ιδού το κρίσιμο ερώτημα: Πώς μπορεί ένας γλύπτης στην εποχή μας να διαπεράσει τις οθόνες της «ατοπικής εικόνας» για να λειτουργήσει στο διαχρονικό «βάθος πεδίου» της τέχνης ως επικοινωνίας που δίνει περιεχόμενο στον πολιτισμό;»
Αυτός ο προβληματισμός του Θόδωρου, για τη θέση της γλυπτικής στη σύγχρονη κοινωνία, για μια γλυπτική με «μέτρο» και «απτά υλικά», για μεταμοντέρνες μορφές «σε άλλους ρυθμούς», που θα αντισταθούν στο επικαιρικά εφήμερο, τον οδηγούν στα φυσικά υλικά: ξύλο, σίδερο, μπρούντζο, πέτρα, μάρμαρο, σκοινί και στις απλές μορφές: κύκλος, ακτίνα, σφαίρα, παραλληλεπίπεδα, όγκοι μετέωροι, που τείνουν στη «διαχρονικότητα», καθώς ισορροπούν ανάμεσα στο παρελθόν και το μέλλον, αλλά και που θέτουν ερωτήματα ανοικτά προς έναν θεατή – «δέκτη ενεργό».