Το θαυμαστό έργο του Θόδωρου Τερζόπουλου

Αισχύλου, «Πέρσες». Σκην. Θ. Τερζόπουλος, Βυζαντινή εκκλησία Αγ. Ειρήνης, Κωνσταντινούπολη, Μάιος 2006, στο πλαίσιο της 4ης Θεατρικής Ολυμπιάδας “Πέρα από τα σύνορα”, συμπαραγωγή του Θεάτρου Άττις, του Διεθνούς Φεστιβάλ Κωνσταντινούπολης, του Φεστιβάλ Αθηνών-Επιδαύρου και της 4ης Θεατρικής Ολυμπιάδας –δίγλωσση παράσταση (ελληνικά και τουρκικά)- (φωτ.: Johanna Weber)
Αισχύλου, «Πέρσες». Σκην. Θ. Τερζόπουλος, Βυζαντινή εκκλησία Αγ. Ειρήνης, Κωνσταντινούπολη, Μάιος 2006, στο πλαίσιο της 4ης Θεατρικής Ολυμπιάδας “Πέρα από τα σύνορα”, συμπαραγωγή του Θεάτρου Άττις, του Διεθνούς Φεστιβάλ Κωνσταντινούπολης, του Φεστιβάλ Αθηνών-Επιδαύρου και της 4ης Θεατρικής Ολυμπιάδας –δίγλωσση παράσταση (ελληνικά και τουρκικά)- (φωτ.: Johanna Weber)



Το ελληνικό θέατρο έχει να επιδείξει σπουδαίους σκηνοθέτες, όμως κανένας δεν έχει πετύχει αυτά που πέτυχε με τις προσεγγίσεις του, τις προτάσεις του, την υποκριτική του μέθοδο και τις διεθνείς συνεργασίες του, ο Θόδωρος Τερζόπουλος. Μακράν ο πλέον πολυταξιδεμένος και διεθνώς αναγνωρισμένος σκηνοθέτης στην ιστορία του νεοελληνικού θεάτρου, ο Τερζόπουλος αποτελεί ένα ξεχωριστό κεφάλαιο. Μονίμως ανήσυχος και μονίμως στις επάλξεις, υπηρετεί επί σαράντα και πλέον χρόνια το θέατρο, και δη το αρχαίο, με εντυπωσιακή συνέπεια, όραμα, πείσμα, πίστη και συγκρότηση. Με τις πρωτοπόρες και ιδιαίτερα τολμηρές για την εποχή εκείνη επιλογές του ως διευθυντής των Διεθνών Συναντήσεων Αρχαίου Θεάτρου στους Δελφούς, όχι μόνο μας γνώρισε σημαντικούς καλλιτέχνες από όλο τον κόσμο, αλλά ήταν και η αφορμή να αρχίσει να καλλιεργείται ανάμεσα στους εγχώριους θεατρικούς κύκλους ένα κλίμα πιο εξωστρεφές, πιο ερευνητικό και πιο τολμηρό.

Το ελληνικό θέατρο, και εμείς, οι θεατές του, του οφείλουμε πολλά γι' αυτό το πολυδαίδαλο έργο που χρόνια τώρα μας γοητεύει, μας ταξιδεύει και μας παιδεύει∙ γι' αυτή τη γόνιμη και πρωτόγνωρη θεατρική Οδύσσεια∙ γι' αυτή την επίπονη και επίμονη αναζήτηση των αρτηριών που οδηγούν το αρχαίο σώμα στο σύγχρονο και το σύγχρονο στο αρχαίο.

Το θέατρο του Τερζόπουλου είναι μια αριστοτεχνική βύθιση στην άγνωστη χώρα των σημείων και του ψυχισμού, ένα οδοιπορικό που αναζητεί την πραγματικότητα πέρα από την πλαισιωμένη ορατότητα του ρεαλισμού: ταξίδι στα έγκατα της Γης, στα σωθικά των κειμένων, των μύθων και του Εαυτού. Ταξίδι προς ένα «μετά» (τη γλώσσα, τον χώρο, τον χρόνο, τον τόπο, το Εγώ).

Το πολύ ενδιαφέρον, αλλά και πολύ ιδιαίτερο, με το θέατρο του Τερζόπουλου είναι ότι, μολονότι βαθύτατα ανθρώπινο, δεν είναι εύκολο στην υποδοχή του. Ή, διατυπωμένο κάπως διαφορετικά: είναι δύσκολο γιατί είναι βαθιά ανθρώπινο. Είναι ένα θέατρο «αποκαλυπτικό» που συνωμοτεί εναντίον της ερμηνευτικής μας ευκολίας, της διεκπεραιωτικής αντιμετώπισης∙ ένα θέατρο που μας προκαλεί και μας προσκαλεί να δούμε τον κόσμο από την αρχή, πέρα από βολικά κλισέ και αυτοματοποιημένες αντιδράσεις, που σημαίνει να τον δούμε κάθετα και όχι οριζόντια, να τον δούμε σαν να τον βλέπουμε για πρώτη φορά. Και προς αποφυγή παρερμηνειών, δεν χρειάζεται να έχει κανείς διδακτορικά ή ειδικές γνώσεις για να απολαύσει αυτό το θέατρο της αποκαλυπτικής αποδόμησης. Εκείνο που χρειάζεται είναι να αφήσει τη φαντασία του να την παρασύρουν τα ηχοχρώματα, οι κινήσεις, οι ανάσες, οι σωματικοί όγκοι και η ροή των σχηματισμών των ηθοποιών, προκειμένου να φτάσει στα ανοιχτά διαμερίσματα του νου, της κατανόησης και της γλώσσας, εκεί όπου περιμένουν και άλλοι απρόσμενοι σχηματισμοί και άλλες ακροβασίες. Μιλάμε για μια ολική τελετουργία αποφλοίωσης του πλασματικού που εντέλει δεν περιγράφεται. Απλά βιώνεται

Σε ένα από τα ποιήματά του ο Αμερικανός ποιητής John Ashbery γράφει πως ο μόνος τρόπος να διαφυλάξει κανείς το στιγμιαίο πέρασμα της ζωής είναι να μην αποδεχτεί τον φευγαλέο χαρακτήρα της. Όποιος παρακολουθεί τη δουλειά του Θόδωρου Τερζόπουλου αισθάνεται αυτήν ακριβώς την περίεργη μονιμότητα του φευγαλέου (της παράστασης, της ζωής, της εμπειρίας). Αισθάνεται να τον πολιορκούν θραύσματα που αναβλύζουν ασταμάτητα από τα σωθικά κειμένων, σωμάτων, τοπίων και λόγων, αληθειών και μυθευμάτων∙ θραύσματα που εμφανίζονται στη σκηνή χωρίς προστατευτικό φλοιό, εντυπωσιακά μέσα στην απόλυτη υλικότητα της γύμνιας τους. Θραύσματα διαρκώς παρόντα σε χώρους και χρόνους της Ανθρωπότητας και της ιστορίας της. Θραύσματα «εδώ και τώρα» που καθώς τα υποδεχόμαστε αισθανόμαστε να αγγίζουν τη βιολογική μας παρακαταθήκη, εκείνον τον «άνθρωπο-ζώο», που ακόμη κουβαλάμε μέσα μας και τον οποίο ο εκκοινωνισμός μας τον έχει φιμώσει. Εκτιμώ πως δεν είναι τυχαίο που οι παραστάσεις αρχαίας τραγωδίας τις οποίες υπογράφει ο Τερζόπουλος αποκτούν άλλη διάσταση και άλλη δυναμική όταν μας «συστήνονται» σε ανοικτά θέατρα, όπως στους Δελφούς στην Επίδαυρο, στους Φιλίππους, στο Θέατρο Δάσους στη Θεσσαλονίκη, στο Κούριο, στην Ου Τσεν και αλλού. Εκεί, κάτω από τον ολύμπιο τρούλο του ουρανού, το «αριστοτελικό ζώο» που όλοι κρύβουμε μέσα μας ενώνεται με τη Φύση, προικίζοντας τα δρώμενα με έντονες οικολογικές και οικουμενικές αποχρώσεις. Εκεί, στην απεραντοσύνη του ανοικτού τοπίου, οργιάζει ένας απόλυτα διονυσιακός Τερζόπουλος, κατανοητός και ακατανόητος, σκοτεινός και φωτεινός, μεταμοντέρνος και κλασικός ταυτόχρονα. Εκεί, κάτω από το διεισδυτικό βλέμμα των μύθων και των πολιτισμών, τα σώματα των ηθοποιών καταδύονται επίμονα και βασανιστικά στα άδυτα των πολιτισμών και των μύθων, χωρίς όμως ποτέ να χάνουν την επαφή τους με τη γη, την υλικότητά τους. Το αντίθετο συμβαίνει. Η μέθοδος του Τερζόπουλου τα οδηγεί με ακρίβεια ελβετικού ρολογιού σε γήινες και συνάμα σπειροειδείς επιτελέσεις ώστε να βγάλουν στο φως το τρομερό ερωτηματικό που κρύβει στην καρδιά της η κάθε τραγωδία και το κάθε δράμα (που είναι και η ζωή μας).

Ο Τερζόπουλος δεν φοβάται το άγνωστο και το άφατο («υπο-κείμενο») που κρύβουν τα κείμενα, ο χρόνος, οι μύθοι και γενικά η ιστορία. Μάλλον τον συναρπάζει, γιατί τον ωθεί να εφευρίσκει διαρκώς τρόπους υπέρβασης, προκειμένου να εισχωρήσει στα αχανή και σκοτεινά βάθη αυτής της terra incognita και να δημιουργήσει διαύλους ταύτισης με τον σύγχρονο θεατή, ώστε να αισθανθεί και να φανταστεί, παρά να εκλογικεύσει την εμπειρία αυτού που βιώνει.

Μ. Ποντίκα, «Η Κασσάνδρα απευθύνεται στους νεκρούς», σκην. Θ. Τερζόπουλος, Μάιος 2007, Θέατρο Άττις, Αθήνα (φωτ.: Johanna Weber)

Σε κάθε καινούργια δουλειά του ο Τερζόπουλος θέτει εξαρχής το ερώτημα: ποιος είναι ο ρόλος του θεάτρου στο κοινωνικό γίγνεσθαι, ποιες είναι οι σχέσεις ανάμεσα στην κειμενικότητα και την επιτέλεση σωμάτων και ιδεών, ανάμεσα στην τοπικότητα και την χωρικότητα;

Σε αντίθεση με τις μέχρι πρόσφατα επικρατούσες (ελληνικές και όχι μόνο) απόψεις γύρω από την αντιμετώπιση των αρχαίων κειμένων, ο Τερζόπουλος πιστεύει στην επανα-ιστορικοποίηση και αναπόφευκτη επανα-εδαφικοποίησή τους προκειμένου να διατηρήσουν την επικοινωνιακή αμεσότητα και δυναμική τους. Τίποτα δεν σημαίνει από μόνο του. Όπως και τίποτα δεν βρίσκεται εκτός ιστορίας, μας λέει. Τα κείμενα δεν είναι ούτε αυτοκινούμενα ούτε αυτοτροφοδοτούμενα. Το αρχικό συγγραφικό νόημα μπορεί να κατοικοεδρεύει κάπου στο σώμα τους, όμως παράγεται και αναπαράγεται από συγκεκριμένα άτομα και κάτω από συγκεκριμένες κοινωνικο-ιστορικές συνθήκες. Η εξόρυξη γίνεται πάντα σε χρόνο ενεστώτα.

Τα έργα, και ειδικότερα τα κλασικά, παραμένουν σύγχρονα και «δικά μας» όσο επενδύονται σε αυτά τα ερωτήματα και οι αγωνίες της ψυχής της εκάστοτε ιστορικής πραγματικότητας, όσο αναζητούνται τα αίτια του πόνου, του τραύματος και της συμφοράς, το «γιατί» που εκστομίζει ο Οιδίποδας λίγο πριν από το τέλος, ένα γιατί που μπορεί να έχει να κάνει με κάποια πολεμική κατάσταση, με κάποια θεϊκή οργή, μια οικογενειακή κατάρα ή απλά κακή τύχη, δεν έχει σημασία. Εκείνο που έχει σημασία, φαίνεται να μας λέει με το έργο του και γενικότερα τις καλλιτεχνικές επιλογές και πρωτοβουλίες του ο Τερζόπουλος, είναι πως κάθε επένδυση νομοτελειακά θα εξαρτάται κάθε φορά από άλλες ιδεολογικές και αισθητικές αναζητήσεις. Που σημαίνει ότι θα είναι διαρκώς απρόβλεπτη, άρα ανυπάκουη σε αμετακίνητους «προ-ορισμούς». Ο Άγγλος συγγραφέας Edward Bond είχε πει πριν από πενήντα περίπου χρόνια ότι η ιστορία του θεάτρου αρχίζει με την ανυπακοή της Αντιγόνης. Φανταστείτε, μας λέει, εάν η Αντιγόνη έλεγε στον Κρέοντα: «υπακούω». Τότε, συμπεραίνει, η ιστορία της ανθρωπότητας θα ήταν εντελώς διαφορετική∙ και θα ήταν πολύ επώδυνη κυρίως για τους καλλιτέχνες του θεάτρου, των οποίων η βασική αποστολή είναι να στηρίζουν την ελεύθερη σκέψη, το ταξίδι σε τόπους που δεν βλέπουμε. Και αυτό κάνει ο Θόδωρος Τερζόπουλος: σφυρηλατεί διαρκώς έναν «ανυπάκουο» διαλεκτικό συλλογισμό επάνω στον αρχαίο πολιτισμό και τις σχέσεις του με τον σύγχρονο. Ιδωμένο από αυτή τη σκοπιά, το έργο του, κυρίως επάνω στην τραγωδία, δεν είναι μια ανανέωση της γνωριμίας μας με την «ήττα» του ανθρώπου, αλλά μια ανανέωση της δυνατότητας του ανθρώπου να (ξανα)δεί τον κόσμο του αλλιώς. Με όρους της φαινομενολογίας ενός Ricoeur, θα λέγαμε ότι ο Τερζόπουλος «ανα-νοηματοδοτεί» διαρκώς το θεατρικό μας παρόν και μαζί με αυτό πτυχές της έννοιας του «πραγματικού».

Το ελληνικό όσο και το παγκόσμιο θέατρο του οφείλουν πολλά ευχαριστώ γι’ αυτό το ταξίδι στον κόσμο του Είναι και του Φαίνεσθαι, ταξίδι μακρινό, πλούσιο, αναζωογονητικό, γεμάτο εμπειρίες, ταξίδι βαθύτατα θεατρικό γι’ αυτό και τόσο πραγματικό.