Ποιοι δικαιούνται να κρίνουν τη (θεατρική) τέχνη;

Ποιοι δικαιούνται να κρίνουν τη (θεατρική) τέχνη;

Η Γιο­λά­ντα Μπο­νέλ, (κα­τά το ήμι­συ Ιν­διά­να Anishinaabe και κα­τά το άλ­λο ήμι­συ Νο­τιο-ασιά­τισ­σα), συγ­γρα­φέ­ας και ηθο­ποιός από το Βο­ρειο­δυ­τι­κό Οντά­ριο του Κα­να­δά, σε πρό­σφα­τη συ­νέ­ντευ­ξή της στη με­γά­λη εφη­με­ρί­δα του Το­ρό­ντο Globe (21 Φεβρ. 2020), εί­πε ότι η όποια κρι­τι­κή ασκεί­ται στο έρ­γο της εί­ναι κα­λο­δε­χού­με­νη εφό­σον προ­έρ­χε­ται από άτο­μα που γνω­ρί­ζουν σε βά­θος τον ευ­ρύ­τε­ρο κοι­νω­νι­κό και ιδε­ο­λο­γι­κό χώ­ρο μέ­σα στον οποίο γεν­νιέ­ται και αρ­θρώ­νει ένα έρ­γο.
Αφορ­μή για τα σχό­λια αυ­τά ήταν ο τε­λευ­ταίο της θε­α­τρι­κό εγ­χεί­ρη­μά Βug (Κα­τσα­ρί­δα), το οποίο επι­κε­ντρώ­νε­ται στην ιστο­ρία ενός μι­κρού κο­ρι­τσιού το οποίο η Πρό­νοια απο­μα­κρύ­νει από την αλ­κο­ο­λι­κή μη­τέ­ρα και το βά­ζει σε οι­κο­τρο­φείο. Κα­θώς το «Κο­ρί­τσι» (η συγ­γρα­φέ­ας δεν του δί­νει όνο­μα) με­γα­λώ­νει, γί­νε­ται ολο­έ­να και πιο δύ­στρο­πο, επι­κίν­δυ­νο και συ­νά­μα ευά­λω­το. Το τραύ­μα της κα­τα­γω­γής δια­μορ­φώ­νει όλη τη ζωή του και τη ζωή αυ­τών που ακο­λου­θούν.
Μέ­σα από την ει­κό­να της κα­τσα­ρί­δας η συγ­γρα­φέ­ας θέ­λει να δεί­ξει πό­σο δύ­σκο­λη εί­ναι η ζωή των Ιθα­γε­νών (Αυ­το­χθό­νων) γυ­ναι­κών που διαρ­κώς δια­τρέ­χουν τον κίν­δυ­νο να υπο­στούν τη βία των αν­δρών. Ανά πά­σα στιγ­μή, μας λέ­ει, κά­ποιος μπο­ρεί να τις πα­τή­σει, όπως πα­τά­ει μια κα­τσα­ρί­δα. Και διε­ρω­τά­ται τι κά­νει η λευ­κή κοι­νό­τη­τα των «εποί­κων» ώστε να βοη­θή­σει; Τι κά­νει προ­κει­μέ­νου να στα­μα­τή­σει η «συ­στη­μι­κή κα­τα­πί­ε­ση» των Ιθα­γε­νών; Τι κά­νει ώστε πά­ψει να κυ­κλο­φο­ρεί το στε­ρε­ό­τυ­πο που έχτι­σαν γύ­ρω από τον πο­λι­τι­σμό τους οι λευ­κοί;

Ποιοι δικαιούνται να κρίνουν τη (θεατρική) τέχνη;


Σε έν­δει­ξη δια­μαρ­τυ­ρί­ας, η συγ­γρα­φέ­ας, και πρω­τα­γω­νί­στρια του έρ­γου, αρ­νή­θη­κε να κα­λέ­σει τους κρι­τι­κούς που συ­νή­θως κα­λύ­πτουν τις θε­α­τρι­κές πρε­μιέ­ρες, και αντ΄ αυ­τών κά­λε­σε μό­νο έγ­χρω­μους (Αυ­τό­χθο­νες) κρι­τι­κούς και δη γυ­ναί­κες, λέ­γο­ντας ότι επει­δή οι «λευ­κοί έποι­κοι βλέ­πουν την ιν­διά­νι­κη τέ­χνη μέ­σα από ένα συ­γκε­κρι­μέ­νο πρί­σμα …δεν μας εν­δια­φέ­ρει να ενι­σχύ­σου­με ακό­μη πιο πο­λύ αυ­τή την προ­σέγ­γι­ση».
Η στά­ση της, όπως ήταν ανα­με­νό­με­νο, προ­κά­λε­σε έντο­νες αντι­δρά­σεις στις οποί­ες η Μπο­νέλ απά­ντη­σε ότι, ακρι­βώς επει­δή υπήρ­ξε απο­δέ­κτης πολ­λών ρα­τσι­στι­κών κρι­τι­κών στο πα­ρελ­θόν, μία από τις οποί­ες έλε­γε ότι η δου­λειά της εί­ναι κα­τάλ­λη­λη μό­νο για τους κα­ταυ­λι­σμούς των Αυ­το­χθό­νων, εί­ναι πο­λύ επι­φυ­λα­κτι­κή και απαι­τη­τι­κή.
Σχο­λιά­ζο­ντας ει­δι­κά την κα­τά­στα­ση που επι­κρα­τεί στο Το­ρό­ντο, θα πει ότι οι πε­ρισ­σό­τε­ροι κρι­τι­κοί θε­ά­τρου εί­ναι άν­δρες, λευ­κοί, Χρι­στια­νοί, αστοί, οι οποί­οι αντι­με­τω­πί­ζουν την ιν­διά­νι­κη τέ­χνη με τέ­τοιο τρό­πο που μοι­ραία τους οδη­γεί στο εξής συ­μπέ­ρα­σμα (τα λό­για δι­κά της): «Αφού [ως κρι­τι­κός] δεν κα­τα­λα­βαί­νω [αυ­τή τη δου­λειά] ση­μαί­νει ότι δεν εί­ναι κα­λή ή έγκυ­ρη μορ­φή θε­ά­τρου». Και συ­μπλη­ρώ­νει η καλ­λι­τέ­χνι­δα: «Δεν με ενο­χλεί να με κρί­νουν. Αλ­λά του­λά­χι­στο η κρι­τι­κή ας έρ­θει από ένα χώ­ρο της γνώ­σης και της κα­τα­νό­η­σης».

Ποιοι δικαιούνται να κρίνουν τη (θεατρική) τέχνη;
Savvas 0 Dybois

Ένα εξί­σου πρό­σφα­το και σχε­τι­κό πα­ρά­δειγ­μα, εί­ναι η κρι­τι­κή που δέ­χτη­κε ο επί­σης κα­να­δός σκη­νο­θέ­της Ρο­μπέρ Λε­πάζ με αφορ­μή την πα­ρά­στα­ση Κα­να­δάς (Kanata, συμ­με­τεί­χε στο Φε­στι­βάλ Αθη­νών το κα­λο­καί­ρι του 2019). Κα­τη­γο­ρή­θη­κε, πά­λι από τους Αυ­τό­χθο­νες του Κα­να­δά, για πο­λι­τι­στι­κή προ­σάρ­τη­ση (άλ­λοι μί­λη­σαν για «υφαρ­πα­γή», «πα­ρα­ποί­η­ση» κ.λπ), κα­θώς και για το γε­γο­νός ότι δεν με­ρί­μνη­σε προ­κει­μέ­νου να υπάρ­χει στη δια­νο­μή επαρ­κής εκ­προ­σώ­πη­ση αυ­το­χθό­νων. Περ­νώ­ντας στην αντε­πί­θε­ση η Αριάν Μνου­σκίν, η οποία φι­λο­ξέ­νη­σε τον σκη­νο­θέ­τη πα­ρα­χω­ρώ­ντας του την ομά­δα της στο Θέ­α­τρο του Ήλιου, θα πει:

«Οι πο­λι­τι­σμοί δεν εί­ναι ιδιο­κτη­σία κα­νε­νός. Κα­νέ­νας λα­ός, ακό­μα και ο πιο απο­μο­νω­μέ­νος, δεν μπο­ρεί να διεκ­δι­κή­σει την από­λυ­τη αγνό­τη­τά του. Οι ιστο­ρί­ες των λα­ών, των εθνών, των φυ­λών δεν εί­ναι προ­στα­τευ­μέ­νες πε­ριο­χές. Η με­γά­λη αν­θρώ­πι­νη ιστο­ρία εί­ναι το πε­δίο της τέ­χνης, όλοι οι πο­λι­τι­σμοί εί­ναι οι πη­γές μας, πί­νου­με από αυ­τούς με σε­βα­σμό και ευ­γνω­μο­σύ­νη και δεν επι­τρέ­που­με σε κα­νέ­ναν να μας το απα­γο­ρεύ­σει. Θα ήταν ένας τρο­μα­κτι­κός πνευ­μα­τι­κός, καλ­λι­τε­χνι­κός και πο­λι­τι­κός κα­τή­φο­ρος».

Λί­γο πριν από αυ­τό, ο Λε­πάζ εί­χε υπο­στεί την επί­θε­ση μαύ­ρων ακτι­βι­στών, οι οποί­οι εί­χαν απο­φαν­θεί για το Slav (συμ­με­τεί­χε στο Μου­σι­κό Φε­στι­βάλ του Μο­ντρε­άλ), και μά­λι­στα χω­ρίς καν να έχουν δει την πα­ρά­στα­ση, ότι ήταν απα­ρά­δε­κτη η επι­λο­γή του να χρη­σι­μο­ποι­ή­σει μια λευ­κή τρα­γου­δί­στρια για να απο­δώ­σει τρα­γού­δια που αφο­ρού­σαν την ιστο­ρία της δου­λεί­ας. Σχο­λί­α­σαν την κί­νη­σή του ως μια ακό­μη «ρα­τσι­στι­κή πο­λι­τι­στι­κή προ­σάρ­τη­ση» εκ μέ­ρους ενός ισχυ­ρού λευ­κού άν­δρα.
Στα πά­μπολ­λα πα­ρα­δείγ­μα­τα που έχου­με από τη θε­α­τρι­κή ιστο­ρία, στέ­κο­μαι και σε άλ­λο ένα σκό­πι­μα πα­λαιό­τε­ρο πλην όμως σχε­τι­κό με το θέ­μα της φυ­λής. Ανα­φέ­ρο­μαι στις τέσ­σε­ρις αρ­χές γα ένα «νέο νέ­γρι­κο θέ­α­τρο» που πρό­τει­νε ο ιστο­ρι­κός και ακτι­βι­στής Ντι Μπουά (W.E.D. DuBois — κα­τ’ άλ­λους Ντι­μπόι), αρ­χές οι οποί­ες εί­χαν κυ­ριαρ­χή­σει στους θε­α­τρι­κούς κύ­κλους των Αφρι­κα­νο Αμε­ρι­κα­νών στα χρό­νια της «Ανα­γέν­νη­σης του Χάρ­λεμ» (δε­κα­ε­τία του 1920 και όχι μό­νο): «theatre about us, by us, for us, near us: θέ­α­τρο που να αφο­ρά εμάς, από εμάς, για εμάς, κο­ντά σ’ εμάς».
Για να απο­δώ­σου­με τα του Καί­σα­ρος τω Καί­σα­ρι, η ακραία δια­τύ­πω­ση της Μπο­νέλ ή οι αντι­δρά­σεις των μαύ­ρων ακτι­βι­στών, τό­τε και τώ­ρα, δεν στε­ρού­νται ερει­σμά­των. Το αντί­θε­το. Επα­νει­λημ­μέ­να έτυ­χαν άδι­κης αντι­με­τώ­πι­σης. Να θυ­μί­σω ότι το σώ­μα της θε­α­τρι­κής κρι­τι­κής (ανα­φέ­ρο­μαι πιο πο­λύ στον δυ­τι­κό κό­σμο που γνω­ρί­ζω κα­λύ­τε­ρα), σχε­δόν στο σύ­νο­λό της το εκ­προ­σω­πού­σαν για πολ­λές δε­κα­ε­τί­ες άντρες λευ­κοί, με­σο­α­στοί, από­φοι­τοι τμη­μά­των θε­α­τρι­κών σπου­δών ή φι­λο­λο­γί­ας, με συ­γκε­κρι­μέ­νο πρό­γραμ­μα μα­θη­μά­των και συ­γκε­κρι­μέ­νη φι­λο­σο­φία πε­ρί θε­ά­τρου. Αυ­τοί όλοι εκ των πραγ­μά­των έκρι­ναν επι­λε­κτι­κά ορι­σμέ­να πράγ­μα­τα με βά­ση επι­χει­ρή­μα­τα και κα­νό­νες που γνώ­ρι­ζαν και ασπά­ζο­νταν, ενώ κά­ποια άλ­λα τα πα­ρέ­καμ­πταν ως ασή­μα­ντα ή απλώς δεν τα εντό­πι­ζαν καν όντας πέ­ρα από το εύ­ρος των απο­δε­κτών κρι­τι­κών τους θέ­σε­ων.

«Οι πολιτισμοί δεν είναι ιδιοκτησία κανενός. Κανένας λαός, ακόμα και ο πιο απομονωμένος, δεν μπορεί να διεκδικήσει την απόλυτη αγνότητά του. Οι ιστορίες των λαών, των εθνών, των φυλών δεν είναι προστατευμένες περιοχές. Η μεγάλη ανθρώπινη ιστορία είναι το πεδίο της τέχνης, όλοι οι πολιτισμοί είναι οι πηγές μας, πίνουμε από αυτούς με σεβασμό και ευγνωμοσύνη και δεν επιτρέπουμε σε κανέναν να μας το απαγορεύσει. Θα ήταν ένας τρομακτικός πνευματικός, καλλιτεχνικός και πολιτικός κατήφορος». — Αριάν Μνουσκίν
Savvas 0 Kontoreby8

Πο­λι­τι­κά ορ­θός λό­γος

Η κα­τά­στα­ση σή­με­ρα στον χώ­ρο της κρι­τι­κής εί­ναι πο­λύ πιο σύν­θε­τη, σε σύ­γκρι­ση με το πώς ήταν κά­ποιες δε­κα­ε­τί­ες πριν. Και ένας ση­μα­ντι­κός πα­ρά­γο­ντας που θα επη­ρε­ά­σει, εί­ναι η σα­ρω­τι­κή κυ­ριαρ­χία του πο­λι­τι­κά ορ­θού λό­γου —και όλα τα πα­ρα­πά­νω πα­ρα­δείγ­μα­τα αυ­τόν τον Λό­γο επι­κα­λού­νται.
Η πο­λυ­διά­σπα­ση του κοι­νω­νι­κού σώ­μα­τος, η χα­λά­ρω­ση των ορί­ων και η συ­να­κό­λου­θη εμ­φά­νι­ση στο προ­σκή­νιο πολ­λών νέ­ων κοι­νω­νι­κών ομά­δων με βα­σι­κό αί­τη­μα πε­ρισ­σό­τε­ρη δη­μο­κρα­τία σε ό,τι αφο­ρά τα δι­καιώ­μα­τά τους, θα οδη­γή­σει και στην ανά­γκη επα­να­δια­πραγ­μά­τευ­σης των συ­στα­τι­κών του ίδιου του Λό­γου και των ιδε­ο­λο­γη­μά­των του. Πώς εκ­φρα­ζό­μα­στε (ή κρί­νου­με) ώστε να μην απο­κλεί­ου­με ή να πε­ρι­θω­ριο­ποιού­με ή να προ­σβάλ­λου­με ομά­δες ατό­μων που μειο­νε­κτούν κοι­νω­νι­κά ή γί­νο­νται εις βά­ρος τους δια­κρί­σεις;
Για πα­ρά­δειγ­μα, πώς αντι­με­τω­πί­ζου­με πα­ρα­μύ­θια με τί­τλους μειω­τι­κούς που ανα­φέ­ρο­νται στην εξω­τε­ρι­κή εμ­φά­νι­ση, όπως Ο Κο­ντο­ρε­βι­θού­λης ή η Το­σο­δού­λα ή διό­λου κο­λα­κευ­τι­κά ονό­μα­τα από πα­ρα­μύ­θια όπως «Φρι­κα­τέ­λα», «Ασχη­μό­πα­πο» και «Μη­τριά» ή γνω­στά προ­σβλη­τι­κά στι­χουρ­γή­μα­τα όπως «Στρα­βός βε­λό­να γύ­ρευε μέ­σα σε αχυ­ρώ­να και ο κου­φός του έλε­γε πως άκου­σ’ ένα κρό­το» ή απα­ξιω­τι­κές λέ­ξεις όπως «κα­ρά­φλας» «αόμ­μα­τος», «σα­κά­της», «πρω­τό­γο­νος», «γύ­φτος»;

Δεν χω­ρά αμ­φι­βο­λία πως αυ­τή η με­τα­τό­πι­ση προς τον χώ­ρο του «άλ­λου» θα λει­τουρ­γή­σει ευ­ερ­γε­τι­κά, για­τί θα δώ­σει φω­νή, πα­ρου­σία και αξιο­πρέ­πεια σε άτο­μα και κα­τα­στά­σεις που βρί­σκο­νταν στο πε­ρι­θώ­ριο και εν­νο­εί­ται αξί­ζουν του σε­βα­σμού μας (για­τί εί­ναι και πολ­λές ομά­δες που βρί­σκο­νται στο πε­ρι­θώ­ριο και δεν αξί­ζουν του σε­βα­σμού μας, π.χ. βα­σα­νι­στές, δο­λο­φό­νοι, παι­δε­ρα­στές κ.λπ.).
Πα­ράλ­λη­λα, θα ενι­σχύ­σει και την απαί­τη­ση των καλ­λι­τε­χνών αυ­τών των ομά­δων να κρί­νο­νται από άτο­μα που δεν εχθρεύ­ο­νται τις θέ­σεις τους ή έστω τις αντι­λαμ­βά­νο­νται κα­λύ­τε­ρα ή για ποι­κί­λους λό­γους (προ­σω­πι­κούς, φυ­λε­τι­κούς κ.λπ) εί­ναι πιο κο­ντά σε αυ­τές. Αυ­τό που επι­κα­λεί­ται η Μπο­νέλ: ισό­τι­μη αντι­με­τώ­πι­ση.
Την ίδια στιγ­μή, όμως, αυ­τή η κα­θ’ όλα σε­βα­στή απαί­τη­ση για δί­καιη με­τα­χεί­ρι­ση θα πυ­ρο­δο­τή­σει με τη σει­ρά της επι­πλέ­ον ερω­τή­μα­τα σχε­τι­κά με τον
τρό­πο άσκη­σης μιας έγκυ­ρης κρι­τι­κής. Για πα­ρά­δειγ­μα:
Ποιος εγ­γυά­ται ότι το χρώ­μα του δέρ­μα­τος ή το φύ­λο ή η κα­τα­γω­γή ή οι σε­ξουα­λι­κές προ­τι­μή­σεις ή η οι­κο­νο­μι­κή επι­φά­νεια ή η σω­μα­τι­κή διά­πλα­ση ή η κα­τα­γω­γή του κρι­τι­κού δια­σφα­λί­ζουν και την ποιό­τη­τα ή την εγκυ­ρό­τη­τα ή το βά­θος της κρι­τι­κής;

Αντιλαμβάνομαι το πλεονέκτημα της καταγωγής που επικαλούνται, όμως διερωτώμαι: μήπως τελικά η στάση αυτή πιο πολύ θα συντείνει στην απομόνωση παρά στη διεθνή ανάδειξη και δικαίωση του αρχαίου ελληνικού θεάτρου; Η ιστορία έδειξε δυστυχώς πως μάλλον αυτό ακριβώς συνέβη.
Savvas 0 Eco

Εμείς και οι αρ­χαί­οι

Και για να με­τα­φέ­ρου­με λί­γο τη συ­ζή­τη­ση στα κα­θ’ ημάς. Η ιστο­ρία δι­καί­ω­σε ή διέ­ψευ­σε τις έντο­νες (συ­χνά ρα­τσι­στι­κές) αντι­δρά­σεις εκεί­νων των κρι­τι­κών μας οι οποί­οι, με αφορ­μή ξέ­νες σκη­νο­θε­σί­ες πα­ρα­στά­σε­ων αρ­χαί­ων κει­μέ­νων, υπο­στή­ρι­ζαν (ορι­σμέ­νοι με πο­λε­μι­κό πά­θος) ότι εί­μα­στε οι πιο κα­τάλ­λη­λοι να δια­χει­ρι­στού­με τα κλα­σι­κά κεί­με­να και να τα δι­καιώ­σου­με μέ­σα από τις κρι­τι­κές μας, για­τί ακρι­βώς εί­μα­στε πο­λι­τι­στι­κά, φυ­λε­τι­κά και γλωσ­σι­κά πιο κο­ντά στις πη­γές τους;
Αντι­λαμ­βά­νο­μαι το πλε­ο­νέ­κτη­μα της κα­τα­γω­γής που επι­κα­λού­νται, όμως διε­ρω­τώ­μαι: μή­πως τε­λι­κά η στά­ση αυ­τή πιο πο­λύ θα συ­ντεί­νει στην απο­μό­νω­ση πα­ρά στη διε­θνή ανά­δει­ξη και δι­καί­ω­ση του αρ­χαί­ου ελ­λη­νι­κού θε­ά­τρου; Η ιστο­ρία έδει­ξε δυ­στυ­χώς πως μάλ­λον αυ­τό ακρι­βώς συ­νέ­βη.
Με άλ­λο­θι ότι έτσι προ­στα­τεύ­ουν την ποιό­τη­τα και την ακε­ραιό­τη­τα μιας έν­δο­ξης πα­ρά­δο­σης από άσχε­τους «επαρ­χιώ­τες» (όπως απο­κά­λε­σε τον Γε­ωρ­για­νό και σπου­δαίο σκη­νο­θέ­τη Ρό­μπερτ Στού­ρουα ο Κ. Γε­ωρ­γου­σό­που­λος), οι κρι­τι­κοί εκεί­νοι που για χρό­νια εί­χαν κυ­ρί­αρ­χη θέ­ση στα πράγ­μα­τα, συ­νέ­τει­ναν και αυ­τοί ώστε το θέ­α­τρό μας να μεί­νει μα­κριά από τον διε­θνή διά­λο­γο και τα φώ­τα της διε­θνούς σκη­νής, με απο­τέ­λε­σμα ακό­μη και σή­με­ρα, αρ­κε­τά χρό­νια με­τά, να μην έχει ακό­μη κα­τορ­θώ­σει να δια­σφα­λί­σει τη θέ­ση που δι­καιού­ται. Εάν εξαι­ρέ­σει κα­νείς τον Θ. Τερ­ζό­που­λο που πλέ­ον ανή­κει στη διε­θνή κοι­νό­τη­τα, δεν εί­ναι τυ­χαίο που οι ξέ­νοι, όταν ανα­φέ­ρο­νται σε σύγ­χρο­νες πα­ρα­στά­σεις αρ­χαί­ων κει­μέ­νων, πο­λύ σπά­νια πα­ρα­πέ­μπουν στις ελ­λη­νι­κές προ­σπά­θειες. Δεν τις γνω­ρί­ζουν καν. Και εί­ναι πο­λύ άδι­κο, το ξα­να­λέω, για­τί όντως γί­νο­νται αξιό­λο­γα πράγ­μα­τα που όμως περ­νούν απα­ρα­τή­ρη­τα για­τί πλη­ρώ­νου­με ακό­μη το τί­μη­μα της εσω­στρέ­φειας και ρα­τσι­στι­κής μο­να­δι­κό­τη­τας που χα­ρα­κτή­ρι­ζε με­γά­λο μέ­ρος του θε­α­τρι­κού και κρι­τι­κού Λό­γου για πολ­λές δε­κα­ε­τί­ες.


Κερ­μα­τι­σμέ­νος πο­λυ­πο­λι­τι­σμός

Σε όλες αυ­τές τις πε­ρι­πτώ­σεις λοι­πόν (και πολ­λα­πλά­σιες άλ­λες) η προ­σκόλ­λη­ση σε φυ­λε­τι­κά κρι­τή­ρια λει­τούρ­γη­σε, σε βά­θος χρό­νου, αρ­νη­τι­κά. Σή­με­ρα ο πο­λι­τι­σμός του πλα­νή­τη βρί­σκε­ται σε ένα με­τα­βα­τι­κό και αβέ­βαιο στά­διο. Πολ­λά έχουν ήδη αλ­λά­ξει και θα αλ­λά­ξουν ακό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρο στο προ­σε­χές διά­στη­μα, ιδί­ως με­τά και τη με­γά­λη παν­δη­μι­κή κρί­ση. Κα­νείς δεν μπο­ρεί να προ­βλέ­ψει με σι­γου­ριά πώς θα δια­μορ­φω­θεί το θε­α­τρι­κό το­πίο και κυ­ρί­ως πως θα δια­μορ­φω­θούν οι αν­θρώ­πι­νες σχέ­σεις και καλ­λι­τε­χνι­κές συ­νευ­ρέ­σεις. Πολ­λοί μι­λούν για ακό­μη πιο έντο­νη μο­να­χι­κό­τη­τα. Εί­ναι το πιο πι­θα­νό. Ήδη έχει προ­λειαν­θεί το έδα­φος από τις ίδιες τις με­θο­δεύ­σεις της πα­γκο­σμιο­ποί­η­σης, με­θο­δεύ­εις οι οποί­ες αντί να ενι­σχύ­ουν τις αν­θρώ­πι­νες συ­γκλί­σεις ενι­σχύ­ουν ακό­μη πιο πο­λύ τις απο­κλί­σεις, οι οποί­ες εδώ και τρεις-τέσ­σε­ρις πε­ρί­που δε­κα­ε­τί­ες στα­θε­ρά πυ­κνώ­νουν. Αυ­τό φαί­νε­ται άλ­λω­στε και από την ίδια τη φυ­σιο­γνω­μία που απο­κτούν τα συ­στα­τι­κά πολ­λών κρα­τών, όπου εί­ναι ολο­έ­να και πιο αι­σθη­τή η πα­ρου­σία και δυ­να­μι­κή των εθνο­τι­κών κυ­ψε­λών ή αν προ­τι­μά­τε των εθνο­τι­κών αφη­γη­μά­των, που δια­μορ­φώ­νο­νται ως απά­ντη­ση στο ένα, στο ενιαίο με­γά­λο εθνι­κό αφή­γη­μα. Και εί­ναι λο­γι­κό μέ­σα από αυ­τές τις κυ­ψέ­λες να ανα­δύ­ε­ται και να διεκ­δι­κεί ένας εξί­σου κερ­μα­τι­σμέ­νος κρι­τι­κός θε­α­τρι­κός Λό­γος ο οποί­ος, όσο περ­νά ο και­ρός, απο­κτά τη μορ­φή πο­λυ­φω­νι­κού κο­λάζ που συν­θέ­τουν πολ­λά μι­κρά θραύ­σμα­τα, κά­θε ένα από τα οποία το χα­ρα­κτη­ρί­ζει κά­ποια κοι­νή γλώσ­σα ή ιδε­ο­λο­γία ή ηθι­κή ή σε­ξουα­λι­κός προ­σα­να­το­λι­σμός ή σω­μα­τι­κή ιδιαι­τε­ρό­τη­τα ή ιδρυ­τι­κός μύ­θος κ.λπ.
Δη­λα­δή, από την πά­λαι πο­τέ μία τα­ξι­νο­μι­κή και απο­κλει­στι­κή βαθ­μί­δα στον χώ­ρο της κρι­τι­κής τώ­ρα έχου­με τις βαθ­μί­δες πά­μπολ­λων «φυ­λών», κά­τι σαν τις διοι­κη­τι­κές διαι­ρέ­σεις του ρω­μαϊ­κού κρά­τους (tribus), διευ­ρυ­μέ­νες «οι­κο­γέ­νειες» που αξιο­λο­γούν σύμ­φω­να με έναν συ­γκε­κρι­μέ­νο κώ­δι­κα αξιών, που εί­ναι ο δι­κός τους.
Όπως ήδη σχο­λί­α­σα, από πολ­λές από­ψεις πρό­κει­ται για μια από­λυ­τα κα­τα­νοη­τή τά­ση απα­γκί­στρω­σης από τις έγκρι­τες θέ­σεις, πολ­λές από τις οποί­ες ήταν άδι­κες απέ­να­ντι σε συ­γκε­κρι­μέ­να άτο­μα και ομά­δες. Από την άλ­λη, συ­νε­χί­ζω να διε­ρω­τώ­μαι: πώς δε­χό­μα­στε και κα­τα­ξιώ­νου­με συγ­γρα­φείς που γρά­φουν ιστο­ρί­ες πέ­ρα από τα προ­σω­πι­κά τους βιώ­μα­τα, πέ­ρα από το οι­κείο εθνο­τι­κό ή φυ­λε­τι­κό ή έμ­φυ­λο ή σε­ξουα­λι­κό πε­ρι­βάλ­λον τους, και δια­τη­ρού­με επι­φυ­λά­ξεις για τη δυ­να­τό­τη­τα του κρι­τι­κού εν προ­κει­μέ­νω να κά­νει το ίδιο;
Πώς δε­χό­μα­στε τα συ­μπε­ρά­σμα­τα στα οποία κα­τα­λή­γει ο Αρ­τώ για το θέ­α­τρο των Αυ­το­χθό­νων του Με­ξι­κού και καλ­λιερ­γού­με δεύ­τε­ρες σκέ­ψεις για την ικα­νό­τη­τα του κρι­τι­κού να κρί­νει αλ­λό­τριες εμπει­ρί­ες και σώ­μα­τα; Όταν η Μπο­νέλ λ.χ. αρ­νεί­ται να δε­χτεί κρι­τι­κή από λευ­κούς, μή­πως αυ­τό δεν συμ­βάλ­λει στη διαιώ­νι­ση της όποιας «άγνοιας» η ίδια θε­ω­ρεί ότι έχουν για το «άλ­λο θέ­α­τρο»; Ταυ­τό­χρο­να, ποιος μας λέ­ει ότι ένας Αυ­τό­χθο­νας, εν προ­κει­μέ­νω, κρι­τι­κός κα­τα­λα­βαί­νει κα­λύ­τε­ρα την ιν­διά­νι­κη τέ­χνη από ό,τι ένας λευ­κός Κα­να­δός;
Ακό­μη: Πό­σο έγκυ­ρες εί­ναι εκεί­νες οι φε­μι­νι­στι­κές κρι­τι­κές που εκ­θειά­ζουν έρ­γα αμ­φι­βό­λου ποιό­τη­τας απλά και μό­νο για­τί στη­ρί­ζουν θέ­σεις και αι­τή­μα­τα γυ­ναι­κών ή για­τί τα έγρα­ψαν γυ­ναί­κες; Ή πώς αντι­με­τω­πί­ζει κα­νείς έρ­γα τα οποία δεν αντέ­χουν σε κα­μιά ποιο­τι­κή αξιο­λό­γη­ση, όμως βλέ­πουν τα φώ­τα της σκη­νής και ει­σπράτ­τουν τη θε­τι­κή και γεν­ναιό­δω­ρη αντι­με­τώ­πι­ση του πο­λι­τι­στι­κού ρε­πορ­τάζ (με­τα­ξύ άλ­λων) απλά και μό­νο για­τί αγ­γί­ζουν ένα τρέ­χον θέ­μα (λ.χ ο πό­λε­μος στη Συ­ρία, το με­τα­να­στευ­τι­κό, η πα­τριαρ­χία, η ομο­φο­βία κ.λπ);
Θέ­τω όλα αυ­τά τα ρη­το­ρι­κά ερω­τή­μα­τα, για να κα­τα­λή­ξω στο εξής ένα: τε­λι­κά, σε μια επο­χή «δια­σπο­ρι­κή» όπως η δι­κή μας, ποιο θα μπο­ρού­σε να εί­ναι το πρώ­τι­στο συ­στα­τι­κό μιας κα­λής και ου­σια­στι­κής κρι­τι­κής, πέ­ρα από τις όποιες επι­μέ­ρους ιδιαι­τε­ρό­τη­τες του ίδιου του καλ­λι­τε­χνι­κού γε­γο­νό­τος/αντι­κει­μέ­νου;

Εδώ αντι­λαμ­βά­νε­στε ότι μπαί­νει στη συ­ζή­τη­ση το μέ­γα θέ­μα της ερ­μη­νεί­ας της λέ­ξης «ποιό­τη­τα». Τι ση­μαί­νει; Πώς ση­μαί­νει και για ποιους; Για­τί ναι μεν όλοι ανα­φε­ρό­μα­στε σ’ αυ­τήν, όμως ο κα­θέ­νας αντι­λαμ­βά­νε­ται και αι­τιο­λο­γεί το σύ­νο­λο των χα­ρα­κτη­ρι­στι­κών της που οδη­γούν στην αξιο­λό­γη­σή της, δια­φο­ρε­τι­κά.


Πε­ρί ποιό­τη­τας και απο­δο­μι­σμού

Πριν από εκα­το­ντά­δες χρό­νια ο Πλά­τω­νας εί­χε πει ότι η ποιό­τη­τα εί­ναι συν­δε­δε­μέ­νη µε την αρε­τή, την ηθι­κή, πνευ­μα­τι­κή και φυ­σι­κή υπε­ρο­χή του αν­θρώ­που. Σή­με­ρα, η ποιό­τη­τα ορί­ζε­ται πλέ­ον σε ένα με­γά­λο βαθ­μό πε­λα­το­κε­ντρι­κά, δη­λα­δή με­τρά­ται με βά­ση τη συμ­μόρ­φω­ση προς ορι­σμέ­νες δε­δο­μέ­νες προ­δια­γρα­φές και την εκ­πλή­ρω­ση των προσ­δο­κιών του «πε­λά­τη» και την κα­ταλ­λη­λό­τη­τα της χρή­σης.
Η λο­γι­κή της σχε­τι­κό­τη­τας («Σέ­βο­μαι τη δι­κή σου αλή­θεια, σέ­βε­σαι τη δι­κή μου, άρα κα­νείς δεν γνω­ρί­ζει ή κα­τέ­χει τη ‘μί­α’ αλή­θεια»), που ήρ­θε, μα­ζί με τον πο­λι­τι­κά ορ­θό λό­γο, να αντι­κα­τα­στή­σει τη λο­γι­κή της απο­κλει­στι­κό­τη­τας και μο­να­δι­κό­τη­τας (εί­τε/εί­τε), έχει προ­κα­λέ­σει μια εμ­φα­νή ανα­στά­τω­ση, κα­θι­στώ­ντας οποια­δή­πο­τε μορ­φή γε­νι­κής διά­κρι­σης/κρί­σης/αξιο­λό­γη­σης πο­λύ ολι­σθη­ρή («ποιος εί­σαι εσύ από την Ευ­ρώ­πη που θα με κρί­νεις εμέ­να στην Ασία;» και το αντί­θε­το κ.λπ).
Η έν­νοια της ποιό­τη­τας έχει χά­σει τον οι­κου­με­νι­κό της χα­ρα­κτή­ρα και πλέ­ον ερ­μη­νεύ­ε­ται ως το σύ­νο­λο των χα­ρα­κτη­ρι­στι­κών ενός λο­γο­τε­χνή­μα­τος ή μιας κρι­τι­κής που ικα­νο­ποιούν τό­σο τις δε­δο­μέ­νες όσο και τις ανα­με­νό­με­νες ανά­γκες μιας ομά­δας. Και για να προ­λά­βω πα­ρερ­μη­νεί­ες να προ­σθέ­σω το εξής. Φυ­σι­κά κα­λω­σο­ρί­ζω όλα τα εί­δη κρι­τι­κής και κυ­ρί­ως εκεί­νης που ελέγ­χει τα κα­κώς κεί­με­να. Αυ­τό άλ­λω­στε απαι­τεί και ένας υγι­ής και πο­λι­τι­κά ορ­θός Λό­γος: την ελεγ­κτι­κή πε­ριε­κτι­κό­τη­τα και όχι την ανε­ξέ­λεγ­κτη απο­κλει­στι­κό­τη­τα ή την απο­λυ­τό­τη­τα. Μα­κά­ρι και στην Ελ­λά­δα να με­γα­λώ­σει ο όγκος των κρι­τι­κών που να κα­τα­πιά­νε­ται με όλες τις εκ­δο­χές του θε­ά­τρου, πο­λυ­πο­λι­τι­σμι­κές, πο­λυ­θρη­σκευ­τι­κές, πο­λυ­φυ­λε­τι­κές κ.λπ.
Εκεί­νο που βρί­σκω ανη­συ­χη­τι­κό εί­ναι η ολο­έ­να και πιο έντο­νη ρι­ζο­σπα­στι­κο­ποί­η­ση του κρι­τι­κού λό­γου, μια με­ρο­λη­πτι­κή όσο και επι­κίν­δυ­νη αντι­με­τώ­πι­ση της τέ­χνης που πε­ρί­που κα­τα­λή­γει στη γνω­στή ρή­ση: ο σκο­πός αγιά­ζει τα μέ­σα – κά­θαρ­ση και απο­κα­τά­στα­ση πα­ντί τρό­πω. Ο Ου­μπέρ­το Έκο μι­λά για δια­φαι­νό­με­νο «Φο­ντα­με­ντα­λι­σμό», για εκτρο­πή του Λό­γου και συμ­μόρ­φω­ση στις απαι­τή­σεις ομά­δων πί­ε­σης.

Η συ­ντη­ρη­τι­κή βρε­τα­νι­κή εφη­με­ρί­δα Daily Mail μι­λά για «τρε­λα­μέ­νη πο­λι­τι­κή ορ­θό­τη­τα» — political correctness gone mad). Η νο­μπε­λί­στρια Doris Lessing, μι­λά για την πο­λι­τι­κή ορ­θό­τη­τα ως μια από τις «νοη­τι­κές συ­μπε­ρι­φο­ρές που άφη­σε πί­σω του ο Κομ­μου­νι­σμός».
Γε­νι­κά, στα αμε­ρι­κα­νι­κά πα­νε­πι­στή­μια οι συ­ντη­ρη­τι­κοί κύ­κλοι μι­λούν για «αρι­στε­ρό εκλε­κτι­κι­σμό» και κα­τάρ­γη­ση της ελευ­θε­ρί­ας της έκ­φρα­σης και πολ­λοί άλ­λοι, από τον χώ­ρο της Νέ­ας Αρι­στε­ράς, για ερ­γα­λείο ανά­δει­ξης της προ­ο­δευ­τι­κής σκέ­ψης.

Ποιοι δικαιούνται να κρίνουν τη (θεατρική) τέχνη;
Savvas 0 Lyn

Σε κά­θε πε­ρί­πτω­ση, αυ­τή τη στιγ­μή, στη Δύ­ση του­λά­χι­στον με τα γνω­στά προ­βλή­μα­τα ταυ­τό­τη­τας, μαί­νε­ται ένας πό­λε­μος πο­λι­τι­στι­κών και ιδε­ο­λο­γι­κών χα­ρα­κω­μά­των, που προ­φα­νώς αδυ­να­τεί να λύ­σει πο­λι­τι­κά ή κοι­νω­νι­κά θέ­μα­τα, ενι­σχύ­ο­ντας κα­τ’ επέ­κτα­ση τη λο­γο­κρι­σία, την πνευ­μα­τι­κή τρο­μο­κρα­τία και την εμ­μο­νι­κή επί­δει­ξη της κα­θα­ρό­τη­τας αυ­τών που τον ασκούν, με κίν­δυ­νο στο τέ­λος η γλώσ­σα να γε­μί­σει (ήδη εί­ναι μι­σο­γε­μά­τη) με λί­στες (δε­ξιά και αρι­στε­ρά του ιδε­ο­λο­γι­κού φά­σμα­τος) από απα­γο­ρευ­μέ­να βι­βλία, απα­γο­ρευ­μέ­νες σκέ­ψεις, εκ­φρά­σεις κ.λπ.
Δη­λα­δή, εάν δεν ελεγ­χθεί με σο­βα­ρό­τη­τα η αλ­λη­λε­πί­δρα­ση γλώσ­σας/εξου­σί­ας, η όλη συ­ζή­τη­ση εν­δέ­χε­ται να οδη­γη­θεί πί­σω στις στα­λι­νι­κές αφε­τη­ρί­ες του όρου που πα­ρέ­πε­μπαν στη σκλη­ρή «ορ­θή κομ­μα­τι­κή γραμ­μή» και στις γνω­στές ντι­ρε­κτί­βες λό­γου και δρά­σης, επα­λη­θεύ­ο­ντας πα­νη­γυ­ρι­κά τις προ­βλέ­ψεις του Τζωρτζ Όρ­γου­ελ στο μυ­θι­στό­ρη­μά του 1984, όπου μι­λά για τον «good thinker», τον άν­θρω­πο που εί­ναι εκ­παι­δευ­μέ­νος δια­νοη­τι­κά από μι­κρή ηλι­κία ώστε να ακο­λου­θεί, χω­ρίς να σκέ­φτε­ται, την ορ­θό­δο­ξη άπο­ψη.
Κά­τι τέ­τοιο θα εί­ναι κρί­μα, για­τί στην ατζέ­ντα της πο­λι­τι­κής ορ­θό­τη­τας πε­ρι­λαμ­βά­νο­νται πολ­λά και ση­μα­ντι­κά θέ­μα­τα που ανα­φέ­ρο­νται στον πο­λυ­πο­λι­τι­σμό, στην πα­τριαρ­χία, στην ομο­φο­βία, στην ξε­νο­φο­βία, στην πιο δί­καιη πο­σο­τι­κά πα­ρου­σία των γυ­ναι­κών στον ερ­γα­σια­κό χώ­ρο, στην ανα­θε­ώ­ρη­ση μα­θη­μά­των και εκ­παι­δευ­τι­κών προ­γραμ­μά­των προ­κει­μέ­νου να δο­θεί χώ­ρος και σε άλ­λους λα­ούς και άλ­λες κοι­νω­νι­κές ομά­δες να δεί­ξουν την αξία τους, κ.λπ.
Δυ­στυ­χώς υπερ­βο­λές, που δι­καί­ως γί­νο­νται στό­χος ει­ρω­νι­κών σχο­λί­ων, υπάρ­χουν και εί­ναι πολ­λές και εν­δει­κτι­κές υφι­στά­με­νων τά­σε­ων. Δεν αντι­λαμ­βά­νο­μαι λ.χ. τι θα κερ­δί­σει η δη­μο­κρα­τία αντι­κα­θι­στώ­ντας τη λέ­ξη torture (βα­σα­νι­στή­ριο) με τις ασα­φείς λέ­ξεις enhanced interrogation (ενι­σχυ­μέ­νη ανά­κρι­ση!) ή τη λέ­ξη dwarf (νά­νος), με το απί­στευ­το vertically challenged person (δη­λα­δή άτο­μο που δέ­χθη­κε «κά­θε­τη πρό­κλη­ση!») ή τον όρο «πα­σχα­λι­νά αυ­γά» (Easter eggs) με τις λέ­ξεις spring spheres («ανοι­ξιά­τι­κες σφαί­ρες»), προ­κει­μέ­νου να μην προ­δί­δει τη θρη­σκευ­τι­κή του προ­έ­λευ­ση.


Κρι­τι­κός Λό­γος και θε­ω­ρία

Ει­δι­κά στον χώ­ρο της θε­α­τρι­κής κρι­τι­κής που μας απα­σχο­λεί εδώ, η τά­ση να αγνο­εί την ολό­τη­τα του έρ­γου και να σχο­λιά­ζει ό,τι ευ­θυ­γραμ­μί­ζε­ται με τα προ­σω­πι­κά πι­στεύω του κά­θε κρι­τι­κού κρύ­βει πα­γί­δες.
Φυ­σι­κά η κρι­τι­κή ήταν πά­ντα μια ολι­σθη­ρή δο­κι­μα­σία ανά­με­σα στο υπο­κει­με­νι­κό και το αντι­κει­με­νι­κό. Απλώς τώ­ρα, το υπο­κει­με­νι­κό λει­τουρ­γεί κα­τα­λυ­τι­κά, κά­νο­ντας πα­ράλ­λη­λα και ευ­ρεία χρή­ση της θε­ω­ρί­ας, χω­ρίς όμως η ίδια η θε­ω­ρία να υπο­βάλ­λε­ται σε κά­ποια κρί­ση. Συ­νή­θως, περ­νά στο κρι­τι­κό ση­μεί­ω­μα με μια ανώ­δυ­νη δια­τύ­πω­ση του τύ­που, «Σύμ­φω­να με την άπο­ψη του τά­δε ή του δεί­να…», ήτοι περ­νά ως μια με­γά­λη, αυ­τα­πό­δει­κτη αλή­θεια, η πα­ρου­σία της οποί­ας «απο­δει­κνύ­ει» ότι και η άπο­ψη του κρι­τι­κού, από τη στιγ­μή που πλαι­σιώ­νε­ται από ένα γε­ρό θε­ω­ρη­τι­κό μαν­δύα, εί­ναι σω­στή. Κά­πως έτσι απο­κτούν κύ­ρος και έρ­γα τα οποία από μό­να τους ίσως και να μην έχουν κα­μιά ιδιαί­τε­ρη αξία, εξόν ίσως από το γε­γο­νός ότι αγ­γί­ζουν ευαί­σθη­τα τρέ­χο­ντα ή αμ­φι­λε­γό­με­να ή τα­μπού ζη­τή­μα­τα.
Για να γί­νω πιο συ­γκε­κρι­μέ­νος. Ας πά­ρου­με το θε­α­τρι­κό σκη­νι­κό των τε­λευ­ταί­ων ετών. Βλέ­που­με να υπάρ­χει ένα ρεύ­μα εκ­με­τάλ­λευ­σης των κα­κου­χιών των με­τα­να­στών. Και πο­λύ κα­λά υπάρ­χει. Άλ­λω­στε αυ­τή εί­ναι, ανά­με­σα σε όλα τα άλ­λα, η δου­λειά του θε­ά­τρου: να κα­τα­γρά­φει με αμε­σό­τη­τα σο­βα­ρά κοι­νω­νι­κά θέ­μα­τα. Και ενώ δια­βά­ζου­με για τη χ΄ ή ψ΄ πα­ρά­στα­ση πό­σο συ­γκι­νη­τι­κή ήταν σε επί­πε­δο ιστο­ρί­ας, πό­σο «αλη­θι­νή», πό­σο «τρα­γι­κή» κ.ο.κ., σπά­νια θα δια­βά­σου­με μια εμπε­ρι­στα­τω­μέ­νη κρι­τι­κή που να υπερ­βαί­νει το πε­ριε­χό­με­νο και τις πο­λι­τι­κές προ­ε­κτά­σεις του θε­ά­μα­τος και κα­τά συ­νέ­πεια τις προ­θέ­σεις και εν­δε­χο­μέ­νως πο­λι­τι­κές το­πο­θε­τή­σεις του κρι­τι­κού.
Δη­λα­δή, στις πε­ρισ­σό­τε­ρες πε­ρι­πτώ­σεις (οι εξαι­ρέ­σεις πά­ντα υπάρ­χουν) βλέ­που­με να επι­κρα­τεί μια μο­νο­λο­γι­κή διά­θε­ση, για να κα­τα­φύ­γω στον όρο του Μπα­χτίν, πα­ρά δια­λο­γι­κή. Κι όμως, μια κρι­τι­κή που αξιο­λο­γεί μια αλ­λιώ­τι­κη εμπει­ρία, το πρώ­το μέ­λη­μά της πρέ­πει να εί­ναι η αξιο­λό­γη­ση της ποιό­τη­τας της υπέρ­βα­σης των ορί­ων. Πε­ρι­γρά­φο­ντας απλώς την τρα­γι­κό­τη­τα της ιστο­ρί­ας δεν επι­τυγ­χά­νει κά­τι, αφού αυ­τό ήδη το γνω­ρί­ζου­με και από άλ­λα μέ­σα (όπως η τη­λε­ό­ρα­ση).
Όπως ανα­φέρ­θη­κε πιο πά­νω, ο κερ­μα­τι­σμός τό­σο της κοι­νω­νί­ας όσο και των αφη­γή­σε­ών της, έχει δια­μορ­φώ­σει ένα πρό­σφο­ρο έδα­φος ώστε να ανα­δυ­θούν διά­φο­ρα κρι­τι­κά ιδιώ­μα­τα, κά­θε ένα από τα οποία υπη­ρε­τεί τη «φυ­λή» του, την εθνό­τη­τά του, το χρώ­μα του, τις έμ­φυ­λες προ­τι­μή­σεις του, το Υπο­κεί­με­νό του, την «επα­νά­στα­σή» του, την ιδε­ο­λο­γία του.
Η φι­λο­δο­ξία του με­τα­μο­ντερ­νι­σμού να κο­μί­σει, μέ­σα από την κα­τάρ­γη­ση των με­γά­λων αφη­γή­σε­ων, πε­ρισ­σό­τε­ρη και δι­καιό­τε­ρη κα­τα­νο­μή δη­μο­κρα­τί­ας ανά τον πλα­νή­τη, κιν­δυ­νεύ­ει να αλω­θεί από εκα­το­ντά­δες μι­κρές υπο­κει­με­νι­κές αφη­γή­σεις, η κα­θε­μιά με τον δι­κό της κα­τα­στα­τι­κό χάρ­τη αξιών, ποιο­τή­των, δη­μο­κρα­τιών και βε­βαί­ως θε­ά­τρων. Κά­πως έτσι τεί­νει να κα­ταρ­γη­θεί η δια­λε­κτι­κή και πα­ρα­γω­γι­κή σχέ­ση υπο­κει­με­νι­κού-αντι­κει­με­νι­κού. Εί­ναι χα­ρα­κτη­ρι­στι­κή η θέ­ση της [αρι­στε­ρά ει­κο­νι­ζό­με­νης] Αφρι­κα­νο Αμε­ρι­κα­νί­δας θε­α­τρι­κής συγ­γρα­φέ­ως Λυν Νό­τεϊτζ που λέ­ει πως το γε­γο­νός ότι η κρι­τι­κή την αντι­με­τω­πί­ζει ως «άλ­λη» κά­θε άλ­λο πα­ρά τη χα­ρο­ποιεί. Και τού­το για­τί αυ­τή η εμ­μο­νή στην ετε­ρό­τη­τα, διευ­κρι­νί­ζει, δί­νει το δι­καί­ω­μα στον κό­σμο «να μας πε­ρι­θω­ριο­ποιεί και να κά­νει δια­κρί­σεις εις βά­ρος μας με βά­ση το φύ­λο και το χρώ­μα μας».

Ποιοι δικαιούνται να κρίνουν τη (θεατρική) τέχνη;


Συ­μπέ­ρα­σμα

Και για να κλεί­νω: Οποια­δή­πο­τε μορ­φή κρι­τι­κής για να έχει λό­γο ύπαρ­ξης πρέ­πει να εί­ναι πρω­τί­στως κα­λο­προ­αί­ρε­τη, να έχει εύ­ρος και στό­χο τη βελ­τί­ω­ση και του υπο­κει­μέ­νου και του αντι­κει­μέ­νου της κρί­σης.
Ο κρι­τι­κός που ξέ­ρει να γρά­φει εί­ναι εκεί­νος που έχει θε­τι­κές προ­θέ­σεις απέ­να­ντι στο αντι­κεί­με­νο ή στο υπο­κεί­με­νο της κρί­σης του. Εάν σκο­πός εί­ναι η κα­τα­στρο­φή, τό­τε η κρι­τι­κή δεν έχει κα­νέ­να νό­η­μα. Κρι­τι­κή ση­μαί­νει διά­λο­γος με τον κρι­νό­με­νο. Σί­γου­ρα αυ­τό δεν εί­ναι πά­ντα εύ­κο­λο, κυ­ρί­ως όταν ο κρι­νό­με­νος θε­ω­ρεί­ται «αντί­πα­λος» ή «δια­φο­ρε­τι­κός» ιδε­ο­λο­γι­κά, αι­σθη­τι­κά, πο­λι­τι­κά κ.λπ.
Ο κρι­τι­κός που επι­λέ­γει να συ­γκε­ντρώ­σει την αλή­θεια του Λό­γου γύ­ρω από τον Λό­γο της «φυ­λής» του, το μό­νο που επι­τυγ­χά­νει εί­ναι η επι­βο­λή του απο­κλει­στι­κού μο­νο­λό­γου, δη­λα­δή, μια επι­στρο­φή του παι­γνί­ου της δύ­να­μης, που ενώ αμ­φι­σβη­τεί μέ­σα από την απο­δό­μη­ση την «αντι­κει­με­νι­κή αλή­θεια» ή την «αιώ­νια αν­θρώ­πι­νη αλή­θεια», την ίδια στιγ­μή προ­βάλ­λει ως «αλη­θι­νές» τις δι­κές του αλή­θειες, τις οποί­ες μά­λι­στα δια­χέ­ει προς πά­σα κα­τεύ­θυν­ση ώστε να τις επι­βά­λει ως πα­γκό­σμιες.
Το ση­μα­ντι­κό για έναν κρι­τι­κό (ή έναν καλ­λι­τέ­χνη) δεν εί­ναι να υπη­ρε­τεί κά­ποια ντι­ρε­κτί­βα «φυ­λής» (και μοι­ραία τις όποιες αγκυ­λώ­σεις της), αλ­λά να διαι­σθά­νε­ται, ως ελεύ­θε­ρος και ευαί­σθη­τος νους, τις υπό­γειες δο­νή­σεις, όπως τις κα­τα­γρά­φει ένας σει­σμο­γρά­φος, και να προει­δο­ποιεί ή να ενη­με­ρώ­νει το κοι­νό (και τον ανα­γνώ­στη). Το έρ­γο του, δη­λα­δή, εί­ναι να με­τα­φέ­ρει τις δια­φαι­νό­με­νες αλ­λα­γές ή ανά­γκες μέ­σα στην κοι­νω­νι­κή δο­μή. Και εδώ ακρι­βώς έγκει­ται και η έν­νοια της όποιας πρω­το­πο­ρί­ας: το ότι γνω­ρί­ζει αυ­τά που ο υπό­λοι­πος κό­σμος αγνο­εί. Και πά­νω σε αυ­τή τη γνώ­ση δη­μιουρ­γεί/αρ­θρώ­νει δη­μό­σιο Λό­γο, ευ­ερ­γε­τι­κό για όλους και όχι για κά­ποια τά­ξη ή φυ­λή ή φύ­λο ξε­χω­ρι­στά. Και αυ­τή εί­ναι η απά­ντη­σή μου και στα σχό­λια της Κα­να­δής συγ­γρα­φέ­ως/ηθο­ποιού που ήταν και το ερέ­θι­σμα γι’ αυ­τό το κεί­με­νο.

ΒΡΕΙ­ΤΕ ΤΑ ΒΙ­ΒΛΙΑ ΤΟΥ Σάβ­βα Πα­τσα­λί­δη ΣΤΟΝ ΙΑ­ΝΟ.