Στέφανος Πάσχος

Στέφανος Πάσχος (Γιάννενα 1948 - Αθήνα 2017). Φωτογράφος και καθηγητής φωτογραφίας. Σύμφωνα με αναφορές των διεθνών περιοδικών και των ειδικών της φωτογραφίας θεωρούνταν «A Greek Master». Αποφοίτησε από τη Ζωσιμαία Σχολή και σπούδασε φωτογραφία στο Παρίσι. Ιδρυτής και διευθυντής σπουδών του Τμήματος Φωτογραφίας στη Σχολή Κινηματογράφου και Τηλεόρασης Σταυράκου.
Για το έργο του υπάρχουν πολλές αναφορές και αφιερώματα στον ελληνικό και ξένο Τύπο (Avant-Garde, Libération, Le Contact, Le Dictionnaire des photographes aux éditions Seuil, Encyclopédie Internationale des Photographes, Revue Camera Obscura κ.α.) και στα μέσα μαζικής ενημέρωσης της Ελλάδας και του εξωτερικού.
Έργα του φιλοξενούνται στη Biblioteque National de Paris, στο Centre Culturelle de Beaubourg, στη φωτογραφική συλλογή του ΥΠΠΟ, στο Μoυσείο Σύγχρονης Τέχνης Θεσσαλονίκης, στα Φωτογραφικά Κέντρα Αθηνών και Σκοπέλου και σε ιδιωτικές συλλογές στην Ελλάδα και το εξωτερικό.

Στέφανος Πάσχος

———————————————
Ηώ Πάσχου

———————————————

ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΜΕ ΠΟΛΛΑ ΚΛΙΚ

Στα μέσα της δεκαετίας του 1990 ο Στέφανος Πάσχος άρχισε να πειραματίζεται με το γυμνό γυναικείο σώμα σε μεγάλες φωτογραφικές εκτυπώσεις. Η αναζήτηση για μια καινούρια ερμηνεία της φωτογραφικής ύλης τον οδήγησε στην τεχνική της emulsion liquide σε χαρτί ακουαρέλας. Η συγκεκριμένη μέθοδος στηρίζεται στη λογική των τεχνικών σκοτεινού θαλάμου ήδη στις απαρχές της φωτογραφίας τον 19ο αιώνα, δηλαδή στη μετατροπή μίας μη φωτογραφικής επιφάνειας σε υλικό για εκτύπωση.
Μεγάλο μέρος της ενότητας αυτής υπήρξε η αφετηρία για τους μετέπειτα πειραματισμούς του δημιουργού πέρα από την emulsion liquide. Πρόκειται για σκηνοθετημένες εικόνες, ή καλύτερα καταστάσεις, που ο Στέφανος Πάσχος δημιουργούσε στον χώρο του εργαστηρίου του στην Αθήνα, ή αλλιώς «στο στούντιο», όπως έλεγε εκείνος. Η τεχνική του φωτογράφου δεν περιορίζεται στη διαδικασία της λήψης – συνεχίζεται, επεκτείνεται, μεταμορφώνεται κατά την επίστρωση της emulsion liquide, κατά την εμφάνιση της φωτογραφίας, και ολοκληρώνεται με την τελική παρουσίαση σε ειδικά κατασκευασμένα μεταλλικά κάδρα, ή σωστότερα μεταλλικά πλαίσια.
Το γυναικείο σώμα υπήρξε για τον Στέφανο Πάσχο ο κεντρικός άξονας στη φωτογραφική του αναζήτηση από το 1980 έως το θάνατό του στις αρχές του 2017. Δεν σταμάτησε να αναρωτιέται πώς και γιατί το πιο αρχετυπικό θέμα στην ιστορία της τέχνης μοιάζει να ανακαλύπτει διαρκώς διαφορετικούς τρόπους έκφρασης από την αναλογική μέχρι την ψηφιακή φωτογραφία.
Το 1997 στο πλαίσιο του Μήνα Φωτογραφίας Αθήνας που διοργάνωσε το Ελληνικό Κέντρο Φωτογραφίας ο Στέφανος Πάσχος παρουσίασε για πρώτη φορά στην γκαλερί Τitanium την ενότητα «Πορτρέτα ΙΙ». Η πρόθεση ήταν ξεκάθαρη: να παραπέμπουν στα φαγιούμ, να παραπέμπουν δηλαδή σε συγκεκριμένη εποχή και σε μία συγκεκριμένη συνθήκη, το μεταθανάτιο πορτρέτο. Για τον λόγο αυτό επέλεξε προσεκτικά ένα ένα τα υλικά που θα χρησιμοποιούσε και πάνω στα οποία με ευλάβεια θα ενσωμάτωνε –σαν σύγχρονες αγιογραφίες– τις φωτογραφίες: ξύλο, γάζα, φύλλα χρυσού, μέρη από κορμούς δέντρων.
Οι φωτογραφίες της ενότητας αυτής προκύπτουν από δύο διακριτές τεχνικές: την emulsion liquide πάνω σε γάζα και την επικόλλησή της σε ξύλο, και το polaroid transfer, τεχνική κατά την οποία η emulsion του polaroid αποκολλάται και τοποθετείται σε άλλο επιλεγμένο υλικό.
Αν και χρησιμοποιήθηκε φωτογραφική μηχανή για τη λήψη των πορτρέτων αυτών, η λογική του δημιουργού ήταν να θυμίζουν προσωπογραφίες, ή σωστότερα να αποτελέσουν έναν ύμνο στη νεότητα, στο άφθαρτο της φωτογραφικής αποτύπωσης, στη μνήμη την ίδια. Δεν είναι τυχαίο πως, τότε, εκείνη την έκθεση την αφιέρωσε «στην Όλγα, τη δασκάλα» την μητέρα του, τη γιαγιά μου.

2 Fayioum Emulsion Liquide 1997 Jpg 4  Polaroid Sur Bois 1997Jpg 9 Olga Polaroid Sur Bois 1997 10 Metaplasis 1994 6 Metaplasis004 1994 8 Metaplasis004 1994 13 1994 13A1994 14 Metaplasis 1994 20 15 Metaplasis 1994 17 Selfportrait Emulsion Liquide 1997 18 Nude Emulsion Liquide 1995 19 Nude 1990

 

 

———————————————
Γιάννης Πάσχος

———————————————

ΝΥΝ ΚΑΙ ΑΕΙ

Για τον Στέφανο

Την επόμενη μέρα που έπεσαν τα μπετά του σπιτιού οι εργάτες κλείσανε τη σκάλα που οδηγούσε στο δεύτερο όροφο με σανίδες μη τυχόν και ανέβουμε στην ταράτσα να παίξουμε και πέσουμε στο κενό. Την ίδια μέρα το απόγευμα βγάλαμε μια από τις σανίδες και περάσαμε στην ταράτσα, τα ξαδέρφια μου, ο Στέφανος, ο Ιπποκράτης, η μικρή μου αδερφή η Αγγελική κι εγώ, καθίσαμε ακριβώς στην άκρη των μπετών με τα πόδια κρεμασμένα στο κενό και κοιτούσαμε τον ήλιο που έδυε.

«Ο ήλιος» είπε ο Στέφανος, μεγαλύτερος από όλους μας και αρχηγός της παρέας «δεν είναι στρόγγυλος, φαίνεται στρόγγυλος, δεν είναι φωτεινός, φαίνεται φωτεινός, δεν είναι ήλιος, είναι το κεφάλι μια ξανθιάς νεράιδας που αγάπησε τους ανθρώπους και δεν ήθελε να τους αποχωριστεί. Οι θεοί για να την τιμωρήσουν της έκοψαν το κεφάλι και το πέταξαν στον αέρα, ανέμισαν τα ξανθά της μαλλιά και το κεφάλι της ανυψώθηκε λες κι είχε φτερά στον ουρανό, από τότε συντροφεύει τη γη που τόσο πολύ αγάπησε». Η αδερφή μου άρχισε να κλαίει και να λέει ότι δεν θέλει όταν μεγαλώσει να γίνει νεράιδα και θέλει να γίνει ακροβάτης σε τσίρκο. Άλλο που δεν θέλαμε, με εντολή του αρχηγού, τη βάλαμε μέσα σε ένα σιδερένιο καροτσάκι από αυτά που κουβαλούσαν οι εργάτες τη λάσπη και αρχίσαμε να την περιφέρουμε τρέχοντας γύρω-γύρω στην άκρη (μα εντελώς στην άκρη) της ταράτσας. Νικητής ήταν αυτός που έκανε τον καλύτερο χρόνο σε έναν πλήρη γύρο στην περιφέρεια της ταράτσας. Ρολόι δεν είχαμε, στο περίπου υπολογίζαμε, ο χρόνος ήταν σχετικό μέγεθος, ίσως να μην υπήρχε. Η αλήθεια είναι ότι ο χρόνος δεν υπήρχε, τον είχε καλά φυλαγμένο ο μάγος Βακάντρα (κατά κόσμον Στέφανος) και οι βοηθοί του Ιπποκράτης και Ιωάννης.
Ο μάγος Βακάντρα με τους βοηθούς του εμφανιζόταν κάθε Κυριακή σε δυο παραστάσεις στην ξύλινη κρεβάτα του πατρικού μας σπιτιού, μια πρωινή μετά την εκκλησία και μια απογευματινή μετά τον αγώνα ποδοσφαίρου. Ιπτάμενα τραπουλόχαρτα, ακέφαλα σώματα, εξαφανίσεις περιστεριών, αιωρούμενα μαχαιροπήρουνα, ο μάγος Βακάντρα εντυπωσίαζε μικρούς και μεγάλους. Εντυπωσίαζε επίσης και με τις αεροπορικές πτήσεις του, όταν ανεξαρτήτως καιρού μας πήγαινε οικογενειακώς υπερατλαντικά ταξίδια. Συνήθως απογειωνόμασταν από την αυλή του σπιτιού μέσα από τις ανθισμένες αμυγδαλιές και τις καταπράσινες βερικοκιές, ακολουθώντας πιστά μια στρατιωτική πυξίδα, δώρο της Δάφνης και της αδερφής της που τους άρεσαν οι νυχτερινές πτήσεις μετά το φροντιστήριο. Πτήσεις μικρής διάρκειας, μέχρι να ακουστεί η φωνή της μάνας τους, πάντα η άτιμη το άκουγε το βουητό της απογείωσης, όσο και αν είχαμε τις μηχανές στο ρελαντί, φοβόταν για τις κόρες της μη και συμβεί κάποιο εναέριο ατύχημα. Το σκάφος δυστυχώς το έφαγε η βροχή, τα χάρτινα φτερά του έλιωσαν, οι συρματένιες μηχανές του σκούριασαν όταν ο κυβερνήτης και ο συγκυβερνήτης έφυγαν για την Αθήνα. Ποτέ δεν κατάφερα να ξεπεράσω αυτόν τον αποχωρισμό, ούτε και η Δάφνη, ούτε η αδερφή της.

Ήταν χειμώνας, γυρίζαμε άσκοπα στην Βάρκιζα με ένα μηχανάκι, ο ουρανός ήταν καθαρός, ήμασταν οι δυο μας. Αυτός οδηγούσε, έκανε κρύο, κάτι μου είπε για το φως, για το κρύο που γεννά τη σκιά, για τον κόσμο που είναι πέρα από τον κόσμο, για τις γυναίκες που γεννούν φως, για τη σκοτεινιά πίσω από τα άστρα, το μηχανάκι αναπήδησε, τον κράτησα γερά από τη μέση, κυλίσαμε στην αθέατη μεριά της ζωής, εκεί που ακούγεται κάθε τόσο ένα κλικ, κλικ, κλικ, σα να ξεκλειδώνουν οι ψυχές των ανθρώπων. Ήταν μοναχικά τότε στη Βάρκιζα, το σπίτι δεν είχε ακόμη ρεύμα, με το φως των κεριών προσπαθούσε να συναρμολογήσει μια παλιά φωτογραφική μηχανή που είχε αγοράσει από το Μοναστηράκι. Το ξημέρωμα τον είδα ανεβασμένο στη στέγη να εστιάζει προς την θάλασσα.

Αθήνα, Νέος κόσμος, οδός Υπάρχου, ένα κλικ δίπλα του ήταν η Βάσω και δυο κλικ πιο πέρα το Παρίσι. Ένα ενδιάμεσο κλικ η Χαλκιδική, οι τρεις μας, Στέφανος, η Βάσω κι εγώ, Βουρβουρού, απέραντη θάλασσα, υπνόσακοι, είκοσι μέρες δεν θυμάμαι αν τρώγαμε, δεν θυμάμαι τη θάλασσα, τα κύματα, τον Ιούνιο, δεν θυμάμαι αν ζούσαμε, μόνο το κεφάλι της νεράιδας θυμάμαι φλογερό να το κυνηγά ο μάγος Βακάντρα, αυτό τρώγαμε όλη μέρα και τη νύχτα δεν κοιμόμασταν σαν όλα τα ζωντανά, ιστορίες λέγαμε για τον πύργο της Βαβέλ, για τις πυραμίδες που τις πολιόρκησαν οι Σαρακηνοί και πως ο Στέφανος με τα μαγικά του τους νίκησε. Δεν με βρήκαν ποτέ οι απόγονοι των Σαρακηνών για να με εκδικηθούν, μας είπε, ήμουν καλά κρυμμένος μέσα σε ένα σκοτεινό θάλαμο. Είχε κουνούπια, μπήκαμε στους υπνόσακους ανάποδα, οι πατούσες ήταν εκτεθειμένες, ο Στέφανος έβαλε τα βατραχοπέδιλα, η Βάσω μια πορτοκαλί και μια κόκκινη κάλτσα και εγώ ένα ζευγάρι πλεχτά χρωματιστά γάντια.

Κλικ, κλικ, Παρίσι, έχω ακόμη κάρτες και φωτογραφίες από το Παρίσι, η Βάσω, η Βάσω, Αυτός, Αυτός και η Βάσω, πύργος του Άιφελ, Λούβρο, η Βάσω έγκυος, στην αυλή του πανεπιστημίου, Paris VIII, η Ηώ νεογέννητη, Polaroid, Leica, περίπατο στους κήπους του Λουξεμβούργου με την Ηώ αγκαλιά, ο Αλέξανδρος ήταν στη Θεσσαλονίκη, ευρυγώνιος, τηλεφακός, μη με ξεχνάς, ο χωρισμός από τον θάνατο δυσκολότερος εστί, σ΄αγαπώ…

Αθήνα, στούντιο, φωτογραφικό κέντρο, εκθέσεις, μοντέλα, εκθέσεις, μόδα, Max, Elle, Marie Claire, Playboy, Greek master, Greek master με ακούς; Στούντιο, αφιερώματα, Avant-Garde, Libération, Le Contact, Le Dictionnaire des photographes aux éditions Seuil, Encyclopédie Internationale des Photographes, Revue Camera Obscura, Φωτογράφος, καθηγητής, φοιτητές, Δάσκαλε μη μας ξεχνάς, silver nitrate, κανείς άνθρωπος δεν στέκεται μόνο σε δυο πόδια, Άγιο Όρος, Λευκωσία, Παρίσι, Βουκουρέστι, Μπρατσισλάβα, Νέα Υόρκη, Λονδίνο, Βαρκελώνη, Γιάννενα, Κουτσελιό, Πληκάτι, Πυρσόγιαννη, διαδρομές, εκθέσεις, συναντήσεις, μοντέλα, η πιο ωραία θάλασσα είναι στο μεγαλύτερο υψόμετρο, Κωνσταντίνε, Αθηνά, Ιωάννα, Ηρώ, Film: Kodak Professional TRI-X 400, emulsion lift, cross process, OK! Look at me.

Οδός Λυδίας, nude is not naked, στοπ, κλικ, πολλά κλικ, τσιγάρα, μουσική, ακόμη ένα ποτό, λουλούδια, αρώματα, στο μπαλκόνι ένας σκύλος, όλο το βράδυ το πέρασε μαζί του, ο κτηνίατρος είπε δεν έχει σωτηρία, αυτός πήρε τον σκύλο αγκαλιά, ο σκύλος τον κοιτούσε στα μάτια όλο το βράδυ, δεν θα πεθάνεις του είπε, δεν θα σε αφήσω να πεθάνεις, την άλλη μέρα αγόρασε ένα δερμάτινο λουρί και πήγαν βόλτα στο πάρκο. Αναβάλαμε τη δουλειά. Την επομένη ξεκινήσαμε για φωτογράφηση στην Αίγινα. Μηχανές, βαλιτσάκια, τσάντες, τρίποδες, κλικ, κλικ, κλικ, προβολείς, στην οροφή του αυτοκινήτου είχε δεμένο ένα χαλί, είναι μαγικό μου είπε, στο πίσω κάθισμα ένα κομμάτι ήρεμης θάλασσας, δίπλα ακριβώς δυο μεγάλα κύματα, ένα ουράνιο τόξο, δυο κύκνοι, δυο κιλά πανσέληνο φως, τρεις τόνοι βροχή, ένας χιονάνθρωπος, δυο σκύλοι, πουλιά εξωτικά, πέντε κιλά αναγεννησιακά πατσουλιά, εικοσιτέσσερις μουσικές και δυο καφάσια μπύρες. Δεν χωράμε του είπα, σήκωσε τους ώμους, το αυτοκίνητο έφυγε, εμείς πήγαμε με τα πόδια, μετά κολυμπώντας και μετά ξανά με τα πόδια, κάναμε δυο μέρες να ξεφορτώσουμε τα πράγματα και η αγωνία μας έτρωγε μήπως λιώσει ο χιονάνθρωπος πριν έρθουν τα μοντέλα. Ευτυχώς, όλα πήγαν καλά, ήταν χειμώνας ακόμη κι έκανε κρύο.

Την άνοιξη του 2016, αν θυμάμαι καλά, έβαλε μπροστά το «Darkroom creative project», τεχνικές του 19ου αιώνα, Archival Processing, Virages, Gum Bichromate, Cyanotype, Albumin, Salted Paper, Emulsion Silver Nitrate, Platimum Printing, πώς να χωρέσει το αναλογικό σου κορμί στο ανατομείο των pixels. Δάσκαλε να ντύνεσαι («δυσαναπλήρωτο κενό αφήνει στο καλλιτεχνικό και δημιουργικό προσκήνιο της Ελλάδας ο θάνατος του επιφανούς φωτογράφου Στέφανου Πάσχου» περιοδικό ΦΩΤΟγράφος), καλά θα ντύνομαι, δεν έχω τσιγάρα γαμώτο… Δεν υπάρχουν γυμνά σώματα φίλε, παρά μόνον ψυχές που αποκαλύπτονται μπροστά στο φακό… («Ο δάσκαλος, ο εμπνευστής, ο φίλος ήταν εδώ στο εργαστήρι μας –studio Μελενίκου– γεμάτος χαρά, να κινείται ανάμεσα στους μαθητές του και εγώ να ζηλεύω που δεν είμαι μαθητής, να νιώσω αυτό που νιώθουν αυτοί βλέποντας έναν θρύλο δίπλα τους». Γιώργος Σκλαβούνος, από το Fmag)

Το καλοκαίρι ψάρευε το πρωί στο Σούνιο με την Μαρία-Ινές και το δειλινό μετρούσαν τα καράβια που ταξίδευαν στο Αιγαίο. Ο καπετάνιος φορά άσπρη στολή Ινές αλλά δεν τον βλέπουμε είναι στο τιμόνι, κοιτά μακριά, πολύ μακριά, εκεί που σμίγει η θάλασσα με τον ουρανό, σε αυτή τη γραμμή πάνω χορεύουν τα πιο όμορφα κορίτσια, σαν εσένα! Ο παππούς λέει ότι είμαι όμορφη πολύ και χορεύω εκεί που σμίγει η θάλασσα με τον ουρανό, μόνο ο καπετάνιος με βλέπει, φώναζε η Ινές και φορούσε το λευκό φορεματάκι της και πόζαρε (παρακαλώ Salted Paper οκ! Δάσκαλε) ξαπλωμένη μέσα στη παλάμη του. Τις απόκριες η Ινές ντύθηκε πειρατίνα, ονομαστή σε όλα τα πελάγη με το όνομα Ρούμπυ!

Πότε πέφτουν οι απόκριες με ρώτησε, σήμερα του απάντησα, φορέσαμε κάτι μεταξωτά φορέματα και καθίσαμε στον καναπέ ενός άγνωστου σπιτιού. Αυτός, ο Ιπποκράτης ο αδερφός του και δυο φίλοι του από τα παλιά, ο Νίκος και ο Γιώργος. Στη γιορτή μου στις 27 του Δεκέμβρη θα το γιορτάσουμε μου είπε ψιθυριστά, μη στενοχωριέσαι, ανέβαλε τη γιορτή, μας κάλεσε όμως όλους, συγγενείς, φίλους παλιούς και νέους, Έλενα και Σπύρο σας ευχαριστώ, μαθητές, φωτογράφους του γνωστού και άγνωστου κόσμου, στις 2 του Γενάρη του 2017, στο παρκάκι λίγο πιο κάτω από την οδό Κόνωνος στο Παγκράτι αργά το βράδυ. Λίγο πριν το ξημέρωμα μας μοίρασε από ένα κόκκινο λουλούδι, αυτός μύριζε γιασεμί, να σας συστήσω τον Iggy Pop είπε και άρχισε να τραγουδά το «The Passenger», ανέβηκε σε ένα δένδρο –αν και το πόδι του το δεξί δεν τον βοηθούσε– έβγαλε μια παλιά φωτογραφική μηχανή από το αριστερό του παπούτσι, όπλισε, analogue camera : Canon Eos 3, είπαν δυο μαθητές του αστειευόμενοι, κάποιοι δάκρυσαν, άρχισε τραγουδώντας να μας φωτογραφίζει, από δυο ταράτσες πίσω του άναψαν πολλοί προβολείς, το φως μας τύφλωσε, διαδοχικά κλικ, κλικ, κλικ, ακούγονταν.
«Ρούμπυ ωραία πειρατίνα, φώναξε δυνατά, που έχεις αραγμένο το πειρατικό σου καράβι; Μόνος θέλω να ταξιδέψω».
Αυτό είπε κι έφυγε χαμογελώντας. Πέρασαν καιρός και δεν επέστρεψε ακόμη.