Χάρτης 13 - ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 2020
https://dev.hartismag.gr/hartis-13/klimakes/krhtika-prwtoxroniatika-kalanta
Η μεσαιωνική λέξη κάλαντα
ανάγεται στο μεταγενέστερο καλάνδαι, από το λατινικό Calendae «οι πρώτες μέρες κάθε μήνα», τις γνωστές καλένδες. Οι αρχαϊστές προτιμούσαν την προφορά κάλανδα, όπως όμως ήταν επόμενο, επικράτησε ο τύπος της δημοτικής.[1] Στο λεξικό Δημητράκου δίνεται το ερμήνευμα: «ευχετήρια και εγκωμιαστικά ή εορταστικά άσματα αδόμενα υπό παίδων κατά τας παραμονάς των Χριστουγέννων, του Αγίου Βασιλείου και των Θεοφανίων». Ορισμένα από τα νεότερα λεξικά επαναλαμβάνουν κατά κανόνα τα ίδια πράγματα, χωρίς να λάβουν υπόψη την επαναλαμβανόμενη κάθε χρόνο είδηση: «Τα πρωτοχρονιάτικα κάλαντα έψαλλαν στους πολιτικούς αρχηγούς και στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας μέλη Συλλόγων και χορωδιών από όλη την Ελλάδα». Η πρωτοτυπική σημασία του όρου είναι πράγματι η εικόνα παιδιών και σπανίως εφήβων, μεμονωμένων ή σε μικρές ομάδες 2-3 ατόμων, με το γνωστό μεταλλικό τρίγωνο στο χέρι που το χτυπούν χαρμόσυνα και ψάλλουν τα κάλαντα σε μαγαζιά και σε συγγενικά ή φιλικά σπίτια της γειτονιάς. Γι’ αυτό το λόγο στο Χρηστικό Λεξικό της Ακαδημίας Αθηνών προστίθεται η πληροφορία «συνήθως από παιδιά». Δεν υπάρχουν μόνο μικροί, αλλά και μεγάλοι καλαντιστές.[2]
Τα κάλαντα, όπως και ο αγερμός,[3] γνωστός ήδη από την αρχαιότητα με τη σημασία «συγκέντρωση χρημάτων για τους θεούς», ανήκουν στην κατηγορία των ευετηριακών εθίμων με κυρίαρχο θέμα τις εορταστικές ευχές και τους επαίνους. Ψάλλονται κυρίως την παραμονή των Χριστουγέννων, των Φώτων και της Πρωτοχρονιάς. Τα κάλαντα του Λαζάρου και των Βαΐων έχουν σχεδόν εξαφανιστεί.
Τα κάλαντα συνδέονται αναπόσπαστα με τη χριστιανική παράδοση. Σε ορισμένες όμως περιπτώσεις η ιερότητα μεταβάλλεται σε ιλαρότητα ή παρωδία. Ενδεικτικό είναι το παρακάτω δίστιχο από κάλαντα της Μυκόνου:
Άγιος Βασίλης έρχεται και στο ντουλάπι πάει
να βρει τα ξεροτήγανα να κάτσει να τα φάει.
Ειδική κατηγορία αποτελούν τα επίκαιρα κάλαντα τα οποία δημοσιεύονται παραμονές των σχετικών εορτών στον ημερήσιο τύπο και στο διαδίκτυο με κύριο γνώρισμα τον έντονα καταγγελτικό λόγο, την πικρή σάτιρα ή τη λεπτή αίσθηση του χιούμορ. Στο επίκεντρο βρίσκεται συχνά το οικονομικό αδιέξοδο των αγροτών και του απλού λαού:
Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά,
το λάδι έχει δεκαεννιά [εννοείται δραχμές]
κι η ζά– κι η ζάχαρη δεκάξι,
κι ο φτωχός – κι ο φτωχός θα τα τινάξει!
Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά, θ’ ανέβει και ο Φ.Π.Α.
μαζί και νέοι φόροι, ποιος θ’αντέξει τέτοιο ζόρι;
Στο πλαίσιο ερενητικής αποστολής που μου ανέθεσε η Ακαδημία Αθηνών, επισκέφτηκα το καλοκαίρι του 1981 τις Γωνιές Ηρακλείου Κρήτης, ένα ορεινό χωριό, με υψόμετρο 620 μ., που ανήκει σήμερα ως δημοτικό διαμέρισμα στο δήμο Τυλίσου. Η γλωσσική και λαογραφική συγκομιδή υπήρξε εντυπωσιακά πλούσια.[4] Η Κατερίνη Σγουρού, 86 ετών, μου υπαγόρευσε τα πρωτοχρονιάτικα κάλαντα, όπως τα έλεγε όταν ήταν μικρό παιδί:
Αύριο είν’ Αρχιμενιά, πρώτη αρχή του χρόνου,
απού γεννήθηκε ο Χριστός, στη γης/στη γη-ν επεριπάτει
και πήγε κάτω στο γιαλό, κάτω στο περιγιάλι
κι εκειά βρήκε το Βασιλειό κι ελάλιε το ζευγάρι.[5]
Καλά τα κάνεις Βασιλειό, πόσα μουζούρια σπέρνεις[6] [καλό ζευγάρι έχεις].
Σπέρνω σιτάρι δώδεκα, κριθάρι δεκαπέντε[7]
ταγή και ρόβι δεκοχτώ κι από νωρίς στο στάβλο.[8]
Ασήμι να ’ν’ τ’ αλέτρι σου, χρυσάφι ο ζυγός σου[9]
τ’ απανωζεύλια του ζυγού βασιλικού κλωνάρι.
Τα βουκεντράκια που βαστάς, σαφή μαργαριτάρι
μα σ…… με [απού ’καμες] τα πετρωτά τα πράσινα λιβάδια[10]
κι εκειά εμαζωχτήκανε λαγούδια και περδίκια[11]
και στ’ αποπερδικίσματα βγάλαμε χίλια μόδια[12]
και στ’ αποπάθια τ’ αλωνιού εβγάλαμε τσι σπόρους.
Μα ’πόπαμε του ζευγαριού [γρ. Βασιλειού], να πούμε και τ’ αφέντη
τα πάθαμε να πέσομε [παίξομε, φτάξομε] στ’ αφέντη μας τσι πόρτες.
απού ’χει αυλές μαρμαρωτές και πόρτες ρουκουνάτες[13]
και παραθυροκάμερα γενούσι [γρ. γεμούσι] το λογάρι[14]
και το μαζώνει η μάνα ντου κι έχει χαρά μεγάλη.
Και στον ανθό του λογαριού κοιμάται νιος αφέντης[15]
και ποιος θα βγει και ποιος θα μπει να μας τονε ξυπνήσει.[16]
Κι απηλογάται η βάγια ντου, η ογλήγορή του βάγια:[17]
Φέρετε μήλα δώδεκα, κυδώνια δεκαπέντε
και μπότζες το ροδόσταμο να ραίνω [να ραίνουν] τον Αφέντη[18]
κι εγώ δα μπω κι εγώ δα βγω να σας τονε ξυπνήσω.[19]
Ξύπνησ’ αφέντη, ξύπνησε κι οι γι εκκλησές σημαίνουν
κι οι γι Αρχαγγέλοι λειτουργούν, του λόγου σου ανιμένουν.[20]
Οι δέκα στρώνουν το φαρί κι οι δεκοχτώ παρακρατούν.[21]
Αφέντη το σπαθάκι σου τ’ Αγιοκωσταντινάτο,
στη μέση γράφει το σταυρό, στην άκρη τον Άι Γιάννη
κι εκειά που το χεροκρατείς γράφει τη Θεοτόκο.
και συ Κερά πανάγαθη, βλέπε και φύλασσέ το.
Μα ’πόπαμε τ’ αφέντη μας, να πούμε τση κυράς μας.[22]
Κερά μαρμαροτράχηλη κι αργυροπιγουνάτη[23]
και κρουσταλίδα [κρουσταλένια] του νερού και πάχνη από τα χιόνια.[24]
Κερά, κλησάρχα να γενείς με τσ’ αργυρωτές καμάρες.[25]
Κάθε καμάρα το κερί σε κάθε [κάθα] δυο το λάδι,[26]
σε κάθα τρεις και τέσσερις ασερνικό λιβάνι.
Μα ’πόπαμε και τση κεράς να πούμε και τση βάγιας.
Βαγίτσα, άψε το κερί, άψε και το διπλέρι.[27]
Βάλε το φελλοκάλικο, ανέβα και κατέβα,
να ονοματίζεις και να πεις ίντα θα μας-ε δώσεις.[28]
Για ’πό λαγό για ’πό πέρδικα, για ’π’ αγριμιού κομμάτι,[29]
για ’πο τη μαύρη ν - όρνιθα κανένα αβγουλάκι.[30]
Κι αν είναι από τη γαλανή, ας είναι ζευγαράκι.[31]
Από το βαρελάκι σας απού ’χει το κρασάκι
να μασε δώσετε και μας να βάλουμε στ’ ασκάκι.[32]
Κι από το μεντακάκι σας απού ’χει τα καρύδια[33]
να μασε δώσετε και μας δυο τρία χαχαλίδια.
Κι από το πλαστηράκι σας απού ’χει τα κουλούρια
να μασε δώσετε και μας να βάλομε στη βούργια.
Κι από το σακουλάκι σας απού ’χει τσι παράδες[34]
να μασε δώσετε και μας να παίζομε τσ’ αμάδες.[35]
Ακόμη δεν τον ήσυρες το μάνταλο ν’ ανοίξεις[36]
να μας-ε δώσεις και σ’ εμάς κιαπόι να σφαλίξεις.[37]
Άνοιξε δα τη μπόρτα σου, χρυσή μου περιστέρα,[38]
να μπούμε και στο σπίτι σου να πούμε καλησπέρα.[39]
Τα κάλαντα παρουσιάζουν ιδιαίτερο γλωσσικό ενδιαφέρον καθώς απεικονίζουν κατά κανόνα τον προφορικό λόγο,[40] όπως καταδεικνύουν οι πολλαπλές παραλλαγές που δημιουργεί η αυθόρμητη απαγγελία.[41] Αξίζει να μελετηθούν συστηματικότερα και να γίνει κριτική έκδοσή τους με παράλληλη αποκατάσταση των εμφανών σφαλμάτων που προκύπτουν από άγνοια, προχειρότητα της έκφρασης, περιορισμένη απομνημονευτική ικανότητα, απροσεξία της στιγμής και τόσους άλλους λόγους. Χαρακτηριστική είναι η έκφραση ζαχαροκάντιο ζυμωτή αντί ζαχαροκαντιοζύμωτη «που είναι ζυμωμένη με ζάχαρη». Το επίθετο ζαχαροκαρδιοζύμωτη επιβεβαιώνει την άγνοια της λέξης κάντιο
η οποία στα μεσαιωνικά χρόνια δήλωνε την κρυσταλλοποιημένη ζάχαρη.
Εντυπωσιάζει η πληθώρα των σύνθετων λέξεων και των νεολογισμών. Μόνο για την «κυρά» χρησιμοποιούνται δεκάδες κοσμητικά επίθετα: αργυροπιγουνάτη, βλασταρολαιμούσα (και σε παραφθορά γασταρολαιμούσα στη Νάξο), καμαροφρύδα, καστανομαλλούσα, κολώνα τορνεμένη, λιγνή, μαργαροτράχηλη, μαρμαροτράχηλη, φεγγαρομαγούλα, φεγγαροματούσα, ψιλή.
Η προσφώνηση του Αγίου Βασιλείου με τον υποκοριστικό τύπο Βασιλειό[42] δείχνει την τρυφερότητα, αλλά και την οικειότητα που
είχαν οι απλοί άνθρωποι με τους Αγίους. Στην Κρήτη είναι πολύ διαδεδομένα τα υποκοριστικά Γιωργιό, Μανωλιό, Νικολιό, αλλά και Μαριώ (παλαιότερη ορογραφία Μαριό), Λενιώ, Ρηνιώ.
Στην πιο πάνω παραλλαγή υπάρχουν σπάνιες και ορισμένες δυσερμήνευτες λέξεις: αποπάθια, μεντακάκι, παραθυροκάμαρα, πλαστηράκι, φελλοκάλικο και το μεσαιωνικό ρήμα χειροκρατώ. Η λέξη λογάρι σημαίνει «θησαυρός», «αποθησαυρισμένο χρήμα, μετρητά», αλλά και «λογική, λογικό επιχείρημα». Στα κάλαντα είναι γνωστή μόνο η πρώτη σημασία. Αξιοσημείωτο είναι το παρακάτω χωρίο από τον Ερωτόκριτο (Δ, 1939):
Στους παλαιούς καιρούς, .........................................
.................... ετιμούσανε πολλά της αρετής τη χάρη
παρά τσι χώρες, τσ’ αφεντιές,[43] τα πλούτη, το λογάρι.
Η καλοκάγαθη γριούλα που μου απάγγειλε τα κάλαντα στις Γωνιές χρησιμοποίησε τον όρο «ασερνικό (αντί αρσενικό της κοινής γλώσσας) λιβάνι», λιγότερο γνωστό ως «φυσικό δάκρυ» ή «δάκρυα του Ιωσήφ», μεταφέροντας την προφορική παράδοση χιλιάδων χρόνων, χωρίς προφανώς να γνωρίζει τις αρχαίες μαρτυρίες που διέσωσαν ο Διοσκουρίδης και ο Πλίνιος. Το ίδιο ισχύει και για τον ανώνυμο δημιουργό του ριζίτικου:
Πάψε, Χριστέ, τσι θάλασσες και τσι βαριές φουρτούνες,
να φέρω οκάδες το κερί και μίστατα το λάδι
και μες στο πετροκόφινο αρσενικό λιβάνι.
Ο Διοσκουρίδης (περ. 10-90 μ.Χ.) στο περίφημο πεντάτομο έργο του Περὶ ὕλης ἰατρικῆς αναφέρει ότι το αρσενικό λιβάνι είναι το εκλεκτότερο: <λίβανος>· γεννᾶται μὲν ἐν Ἀραβίᾳ τῇ λιβανωτοφόρῳ καλουμένῃ, πρωτεύει δὲ ὁ ἄρρην, καλούμενος σταγονίας. Ο Πλίνιος (23-79 μ.Χ.) στην ονομαστή Φυσική Ιστορία αναφέρει ότι η ποιότητα του λιβανιού κρίνεται με βάση τις ακόλουθες ιδιότητες: λευκότητα, σφαιρικότητα, ευθραυστότητα και ευφλεκτότητα. Τονίζει ότι είναι περιζήτητο το αρσενικό λιβάνι σε μορφή δυο ενωμένων σταγόνων που μοιάζουν με τη θηλή του μαστού.
Όπως όλα στη ζωή, έτσι τα κάλαντα μετασχηματίζονται σταδιακά και προσαρμόζονται στα νέα κοινωνικά δεδομένα. Για παράδειγμα, καλαντιστές σε γνωστό σούπερ μάρκετ συμμετέχουν σε εικοσάλεπτο δρώμενο για μια «ξεχωριστή εορταστική και αγοραστική εμπειρία». Παλαιότερα τα κάλαντα διαρκούσαν μέχρι και ένα δεκάλεπτο. Τώρα τα παιδιά που περιέρχονται κυρίως μαγαζιά και δημόσιους χώρους, τραγουδούν τα κάλαντα εντελώς αποσπασματικά, περιοριζόμενα σε ελάχιστους στίχους, αφού δεν έχουν χρόνο για χάσιμο, ενώ ορισμένοι καταστηματάρχες όχι μόνο δεν ακούν τα κάλαντα, αλλά πριν καλά καλά αρχίσουν να τα λένε οι μικροί καλαντιστές, τους προσφέρουν ένα δυο κέρματα, εκπληρώνοντας έτσι μια κοινωνική υποχρέωση, ενώ το «μας τα είπαν», αποκαρδιώνει τους μικρούς απρόσκλητους επισκέπτες.
Για να μη θεωρηθεί ότι στο παρελθόν ήταν «όλα ωραία και καλά», παραθέτω ένα χαρακτηριστικό δίστιχο από κρητικά κάλαντα «κατ’ αλφάβητον» των αρχών του εικοστού αιώνα (βλ. σημείωση 1, σελ. 24):
Θέλω και παρακαλώ να μη μας βαρεθείτε
και με καρδίαν πείτε μας «Τα Φώτα να ελθείτε».
Τα κάλαντα τελειώνουν συνήθως με την ευχή:
Σ’ αυτό το σπίτι που ’ρθαμε πέτρα να μη ραΐσει
κι ο νοικοκύρης του σπιτιού χίλια χρόνια να ζήσει!
Στις παραδοσιακές ανδροκρατούμενες κοινωνίες στο επίκεντρο ήταν ο νοικοκύρης. Καιρός είναι να αποκατασταθεί και στα κάλαντα η προσωπικότητα της γυναίκας, ανεξάρτητα από τα επίπλαστα «παινέματα» και τα τυποποιημένα κοσμητικά επίθετα.
Σ’ αυτό το σπίτι που ’ρθαμε πέτρες να μη ραγίσουν
κι ο νοικοκύρης κι η κυρά χίλια χρόνια να ζήσουν.
Και του χρόνου!