Χάρης Μωρίκης, Η δημιουργία στο φροϋδικό έργο / Η μετουσίωση: Πρόταση αποκατάστασης μιας επιγραφής, Αρμός 2018
•
Toutes les inscriptions gravées sur la mémoire inconsciente reparurent comme par l'effet d'une encre sympathique
Charles Baudelaire, Οι τεχνητοί παράδεισοι, 1860, σ. 427
1.
Με ύφος περιπάτου. Το κείμενο αυτό μοιάζει θα έλεγα –τώρα που έχω ολοκληρώσει την γραφή του και που γυρνώ να σημειώσω αυτή τη σκέψη εδώ, στη αρχή του, ίσως όμως και πριν την αρχή του– με έναν περίπατο σε μία πόλη φανταστική, με αργή και απολαυστική διαδρομή σε ένα μουσείο μάλλον ιδιωτικό και σκηνοθετημένο για την περίσταση ή με την διαυγή, την ευκρινή εκδοχή ενός ονείρου. Μιας απρόσμενης εκδρομής εντός τους.
Θα προσπαθήσω να παρακολουθήσω, βάζοντάς τες σε μία σειρά, τις σκέψεις και τους συνειρμούς μου, τον δρόμο περίπου που διένυσα κατά την ανάγνωση του πιο πρόσφατου βιβλίου του Χάρη Μωρίκη, το οποίο θεωρώ ως μέρος και εντός του προηγούμενου έργου του συγγραφέα. Κυρίως της δουλειάς του που αφορά τον Λεονάρντο και τον Καβάφη.
Το κείμενό μου θα το αφήσω να επηρεαστεί από την ιδιοσυγκρασία μου. Μια ιδιοσυγκρασία ονείρου. Την σχέση δηλαδή που έχω εγώ με την γραφή. Το ύφος θα είναι περιπλανώμενο. Δεν θα ακολουθήσω το βιβλίο τόσο, όσο το θέμα και τις ιδέες του. Δηλαδή το φαινόμενο της μετουσίωσης, της ψυχανάλυσης και της τέχνης.
Έτσι όπως χλομά ανατέλλουν στον ορίζοντα πάντα ενός άγνωστου σώματος. Μιας πολύ ειδικής πτυχής του. Ή αυτού που αλλού έχει ειπωθεί και ως ενόρμηση.
Τι είναι λοιπόν τέχνη; Τι είναι σώμα;
2.
Η σχέση μου με την ψυχανάλυση υπήρξε έντονη, πυκνή και πάσχουσα. Ξεκίνησε πολλά χρόνια πριν–από τα εφηβικά μου χρόνια– και ελίχθηκε γύρω από τα κείμενα και τα βιβλία του Φρόυντ. Αργότερα με συνεπήραν τα γραπτά άλλων ψυχαναλυτών, αν και πάντα προσελάμβανα την ανάγνωση των ψυχαναλυτικών βιβλίων εντός της αγάπης και της περιέργειάς μου για την φιλοσοφία. Συνέχισα από την μεριά του αναλυόμενου επί μία δεκαετία σχεδόν – εντός ενός μάλλον ήπιου λακανικού ιδιώματος. Και νομίζω ότι συνεχίζει η σχέση αυτή και θα συνεχίσει –διότι ποτίζει πλέον σταθερά, αν και όχι πάντα εμφανώς– τον τρόπο που ακούω, μιλώ, γράφω και προσπαθώ να καταλάβω τους άλλους, τον κόσμο, την γραφή και την τέχνη. Αυτός είναι μάλλον και ο πιο προσωπικός λόγος από τον οποίο αντλώ χαρά και ενδιαφέρον για το θέμα, το κείμενο, αλλά και για την παρουσία μου σήμερα εδώ.
3.
Τι είναι ομιλία; Τι είναι η ομιλία εντός της ανάλυσης; Πώς ξεκινάει το αδύνατο; Πώς αρχίζει κανείς; Και όταν ο αναλυόμενος είναι και συγγραφέας ξέρει κάτι περισσότερο ή κάτι λιγότερο; Και από ποιόν;
Ο Ζωρζ Περέκ στην πρώτη του συνεδρία, παρουσιάζει αμέσως τον εαυτό του με την παρακάτω φράση στον αναλυτή του: «Δεν έχω ούτε μία ανάμνηση από την παιδική μου ηλικία». Αφάνιση, εξαφάνιση. Έλλειψη ομιλητική, απουσία μνήμης ή ένα βουβό και απόρθητο κενό;
Το 1969 γράφει την Εξαφάνιση, ένα μυθιστόρημα από όπου απουσιάζει εντελώς το γράμμα e του γαλλικού αλφαβήτου. Εκτός από το όνομα του συγγραφέα, όπου εμφανίζεται δύο φορές. Είναι άλλο πράγμα η έλλειψη και άλλο το κενό.
Το 1974, τελικά, εμφανίζεται το βιβλίο Le Souvenir d'enfance (Αναμνήσεις από την παιδική ηλικία).
Τι είναι λοιπόν ομιλία; Τι είναι η ομιλία εντός της ανάλυσης; Πώς ξεκινάει το αδύνατο; Η γραφή οδηγεί ή ακολουθεί; Πώς αρχίζει κανείς; Και όταν ο αναλυόμενος είναι και δημιουργός; Τι πρόκειται να συμβεί;
Άγνωστο. Ευτυχώς άγνωστο. Αυτή η αργή και απροσδόκητη πορεία από το γνωστό προς το άγνωστο ‒ δεν είναι η διαδρομή κάθε δημιουργού, της ίδιας της δημιουργίας και δεν είναι άλλωστε και η διαδρομή κάθε ανάλυσης;
4.
Ιδού δύο θέσεις, που βρέθηκαν εξ αρχής στον πυρήνα, στο κέντρο του κειμένου αυτού. Στην αρχή του. Ιδού λίγες λέξεις, που δεν μπόρεσε να τις «μετουσιώσει» ακριβώς το κείμενο αυτό. Απ’ τις οποίες όμως γεννήθηκε. Οι οποίες στάθηκαν ικανές να το γράψουν. Και λάμπουν κάπως ασύνδετες, κενές, εκτός κειμένου και για αυτό τις κρατώ. Ιδού λίγες λέξεις λοιπόν.
Η φοβερή σκιά του αντικειμένου, όπως ολισθαίνει επί του εγώ. (Φρόυντ)
Η δύστροπη ολίσθηση του κειμένου επί του άηχου εκείνου γκρεμού που λέγεται αντικείμενο.
5.
Lo
sguardo
di
Michelangelo [https://www.youtube.com/watch?v=Fd_WsQwXtUE] (2004).*
Το βλέμμα του Μικελάντζελο. Η τελευταία ταινία του Aντονιόνι. Τι περίεργο, λέω, ο Aντονιόνι απέρχεται, αποχωρεί με μία ταινία για τον Μωυσή. Γιατί; Αλλά και για τον Μικελάντζελο. Τον Μωυσή του Μικελάντζελο, ένα μνημειώδες γλυπτό. Και κάπως κατοπτρικά παιγνιώδες. Τον ίδιο αυτόν Μωυσή που αγαπά και επισκέπτεται και ο Φρόυντ, στον Άγιο Πέτρο in Vincoli, στην Ρώμη. Τι περίεργο. Τον πιο απόκρημνο, τον πιο απωθημένο Μωυσή της αιώνιας πόλης. Χρειάζεται να ανέβεις πολλά σκαλοπάτια μέχρι να προσεγγίσεις την είσοδο του ναού. Γιατί;
Ο Aντονιόνι παίζει ο ίδιος στην ταινία. Δεν μιλάει καθόλου. Απόλυτη σιωπή. Δεν τον βλέπουμε, αλλά τον ακούμε μόνο στην αρχή. Ακούμε κάποιον που περπατά, τον ήχο από τα βήματά του. Παιχνίδι με το φως ή μάλλον με το ημίφως. Γωνιώδεις σκιές. Και μετά και ένα σώμα άλλα τόσο ανετάριστο που μοιάζει μάλλον με σκιά ή κηλίδα. Μετά γίνεται σώμα. Το σώμα ενός μεγάλου άντρα. Και αμέσως μετά είναι ήδη μία πέτρα. Από τη σκιά στην πέτρα. Από το φως στον λίθο. Ηλίθιο φως. Aντονιόνι, Φρόυντ, Μωυσής. Από τον έναν άντρα στον άλλον, από την μία σκιά στην άλλη.
Η πέτρα, το βλέμμα, το φως. Τι σχέση μπορεί να έχει η μετουσίωση λοιπόν με το φως; Την σκιά, της πέτρας το σώμα;
Και με την ενοχή; Απότομα και συνεχή close up. Γιατί; Ποια είναι άραγε η σχέση της νεύρωσης με το μοντάζ;
Ο Μικελάντζελο και η αφή. Ο Aντονιόνι χαϊδεύει με τα χέρια του την επιφάνεια του αγάλματος, κάθε πτυχή της. Με το βλέμμα του χαϊδεύει το φως. Όλες τις πτυχώσεις του μέχρι το ύψιστο βλέμμα του πατρός. Του κανενός. Του πατρός πριν τον νόμο. Ενός σώματος πριν την γλώσσα. Υπάρχει το σώμα πριν την γλώσσα; Μιας αμετάφραστης πέτρας πριν το φως.
Η σιωπή. Η απόλυτη έλλειψη λόγου. Η ύπαρξη όμως του ήχου. Ο ήχος του χώρου. Ο χώρος ηχεί. Αλλά δεν μιλά. Κανείς δεν μιλά παρά μόνο ο χώρος. Υπάρχει κάτι εκεί. Κάτι σαν φως. Ανάμεσα στο φως και την γλώσσα.
Σκηνική κίνηση του σώματος. Ο ήχος και πάλι κυριαρχεί. Η είσοδος, η έξοδος. Ξαφνική μουσική. Η φωνή. Η μουσική διάσταση της ενοχής. Ή μήπως η ύστατη κραυγή … Le Cri de la langouste.
6.
Σε ένα ιδιαίτερο βιβλίο, το οποίο είναι ένας διάλογος με τον Φιλίπ Σολέρ, τον σύντροφο της ζωής της, που φέρει τον τίτλο Ο γάμος ιδωμένος ως καλή τέχνη, η Τζούλια Κρίστεβα, ψυχαναλύτρια, συγγραφέας και θεωρητικός, μιλάει για την διαδικασία της δημιουργίας, για την φύση της γραφής και την ιδιαιτερότητα της ψυχανάλυσης. Έχοντας ζήσει και η ίδια το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της εντός μιας ξένης γλώσσας, σε μια ξένη χώρα, την Γαλλία, επιμένει ότι ο δημιουργός είναι ένας αποσυνάγωγος και η γραφή μία περίεργη εξορία ή μια ιδιότυπη επιστροφή. Μία ειπωμένη αποτυχία. Που σιγά σιγά γράφεται. Μία εξορία πέραν του συνόρου εκείνου που κάποιες φορές ονομάζουμε άνθρωπο. Μία αδύνατη γραφή. Η συζήτηση αφορά ένα ρήμα. Ένα ρήμα του Δάντη:
«Αυτή [η αίσθηση της ξενότητας] είναι η εμπειρία με την κυριολεκτική έννοια της λέξης. Το ρήμα που χρησιμοποιεί ο Δάντης, trasumanar, σημαίνει "να περάσεις πέρα από τον άνθρωπο" […] Υπό αυτήν την έννοια το γράψιμο είναι μία εμπειρία εξορίας. Κάθε συγγραφέας το αισθάνεται αυτό όταν αποσπά τον εαυτό του από την λεγόμενη κανονική ανθρωπότητα και καινοτομεί, αλλά μόνο ο Δάντης το διατύπωσε με τέτοια απόλυτη ακρίβεια. Ο Mallarmé θα πει το ίδιο πράγμα με άλλο τρόπο…»
Πολλοί προσπάθησαν να μιλήσουν για την δημιουργία. Ο Δάντης έφτιαξε μία καινούργια λέξη ‒ για εκείνη την στιγμή που κάποιος, παίρνοντας την θανάσιμη απόφαση, γράφει, συνθέτει, ομιλεί. Ο Δάντης κατασκευάζει μία λέξη που δεν υπήρχε. Που υπάρχει από τότε, που την κατασκεύασε και την χρησιμοποιεί. Την χρησιμοποίησε στο βιβλίο του «Παραδείσου», το τρίτο και τελευταίο βιβλίο της Θείας Κωμωδίας. Άλλωστε ήταν ο ίδιος που έφτιαξε και μία καινούργια γλώσσα για τους Ιταλούς. Είναι ο πρώτος που γράφει τα ιταλικά, που γράφει στα ιταλικά. La Vita Nuova, η Νέα ζωή (1295).
7.
Στο ποίημα με τίτλο «Ἐν τῷ μηνὶ Ἀθὺρ» ο Κωνσταντίνος Καβάφης επιχειρεί την ανάγνωση ενός επιτύμβιου επιγράμματος που προέρχεται από τα πρωτοχριστιανικά χρόνια της Αιγύπτου. Η πέτρα είναι φθαρμένη, η γραφή δυσανάγνωστη: ένας νεαρός άντρας, 27 ετών, πέθανε στην Aλεξάνδρεια, τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες, προκαλώντας μεγάλο πόνο στους φίλους του που τον είχαν αγαπήσει πολύ.
Η ιδιαιτερότητα του ποιήματος έγκειται στο γεγονός ότι το επίγραμμα αυτό είναι δημιούργημα του ποιητή, ότι δηλαδή το γεννά το ποίημα που ο ίδιος γράφει. Δεν υφίσταται καμία επιγραφή πριν το ποίημα. Ενώ και το ποίημα και ο ποιητής σκαλώνουν, εμφανίζονται και εξαφανίζονται εντός των κενών της, των κατεστραμμένων στίχων της, των απολεσθέντων γραμμών της. Ιδιότυπη σχέση και ιδιότυπη συνδεσμολογία.
«Ἐν τῷ μηνὶ Ἀθὺρ»: Ο χρονικός αυτός προσδιορισμός δίνεται με βάση το αιγυπτιακό ημερολόγιο. Ο μήνας Αθύρ κάλυπτε την περίοδο Οκτωβρίου – Νοεμβρίου και είχε πάρει την ονομασία του από τη θεά Αθώρ, η οποία για τους Αιγύπτιους είχε θέση ανάλογη με την Αφροδίτη των Ελλήνων.
EN TΩ ΜΗΝΙ ΑΘΥΡ
Με δυσκολία διαβάζω στην πέτρα την αρχαία.
«Κύ[ρι]ε Ἰησοῦ Χριστέ». Ένα «Ψυ[χ]ὴν» διακρίνω.
«Ἐν τῷ μηνὶ Ἀθὺρ» «Ὁ Λεύκιο[ς] ἐ[κοιμ]ήθη».
Στη μνεία της ηλικίας «Ἐβί[ωσ]εν ἐτῶν»,
το Κάππα Ζήτα δείχνει που νέος εκοιμήθη.
Μες στα φθαρμένα βλέπω «Aὐτό[ν]... Ἀλεξανδρέα».
Μετά έχει τρεις γραμμές πολύ ακρωτηριασμένες·
μα κάτι λέξεις βγάζω — σαν «δ[ά]κρυα ἡμῶν», «ὀδύνην»,
κατόπιν πάλι «δάκρυα», και «[ἡμ]ὶν τοῖς [φ]ίλοις πένθος».
Με φαίνεται που ο Λεύκιος μεγάλως θ’ αγαπήθη.
Εν τω μηνί Aθύρ ο Λεύκιος εκοιμήθη.
8.
Ο Λεύκιος ήταν νέος, όμορφος και ερωτικός. Μόνο που, αυτό που έχουμε μπροστά μας, είναι τελικά ένα νεκρό σώμα. Είναι ένα σώμα που ενώ είναι εδώ, ενώ βρίσκεται εδώ, είναι ταυτοχρόνως απόν:
Εν τω μηνί Aθύρ ο Λεύκιος εκοιμήθη.
Ή μήπως βρισκόμαστε εντός του ύπνου, εντός του ονείρου; Ένα σώμα γραμμένο, ένα σώμα σκηνοθετημένο, ένα σώμα γραπτό. Σκαλιστό, σκαλισμένο. Στην πέτρα, γλυπτό. Αλλά και σε χαρτί. Ευτελές χαρτί, αλλά τελικά πιο ανθεκτικό. Ένα δυσανάγνωστο σώμα. (Είναι άραγε ο Λεύκιος ή μήπως ο Μωυσής;) Ένα γράμμα θραυσμένο, θριμμένο, θλιμμένο. Αγαπημένο σώμα, αγαπημένο γράμμα. Ακόμη ζεστό.
Ποιος ψεύδεται άραγε λιγότερο; Η πέτρα ή το χαρτί; Και από ποια μεριά θα λέγαμε πως βρίσκεται το πραγματικό;
9.
Παρένθεση, εξομολόγηση ή μικρή εκτροπή: αυτό το ποίημα του Καβάφη, Εν τω μηνί Aθύρ, μου θυμιζε πάντα τον Πόρο. Δεν ξέρω γιατί, αλλά είναι ένας επίμονος συνειρμός μου. Μία άλλη παράδοξη Θύρα, ένα άλλο πέρασμα, τον Πόρο του Μίλτου Σαχτούρη. Αλήθεια –να ένα ερώτημα!– αυτό το ποίημα του Σαχτούρη, είναι ένα ποίημα για την απουσία ή για την παρουσία; Είναι θύρα, πέρασμα, πόρος; Ή θήρα, κίνηση, παιχνίδι, κυνήγι; Ή μήπως πάλι είναι απλώς ένα νησί, η Θήρα, ένα ναυάγιο, μία ανείπωτη καταστροφή;
Ο ΑΝΔΡΕΑΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ ΣΤΟΝ ΠΟΡΟ
Και νά που φάνηκε ο Ανδρέας Εμπειρίκος / στον Πόρο / τα δάχτυλά του κίτρινα καμένα απ’ τα τσιγάρα / τσιγάρα να καίνε σαν κεριά / γύρω γύρω στα τραπέζια / τσιγάρα πάνω στις καρέκλες / τσιγάρα παντού / κι άγρια κόκκινα ποδήλατα να περπατάνε. / Ωραίος σαν αετός ο Εμπειρίκος / τα μάτια του να καίνε. / — Πώς απ’ τον Πόρο, Αντρέα; / εσύ πάντα πήγαινες στην Άνδρο. / — Κι εσύ, Μίλτο, έπρεπε να ήσουνα / στην Ύδρα, γιατί στον Πόρο; / Και τότε έσκασε εκείνο το ωραίο / το φοβερό το γέλιο του· / πετάχτηκαν τρομαγμένα τα σπουργίτια / ένα σύννεφο σπουργίτια / πέρα απ’ το θάνατό του.
10.
Τι σώμα είναι λοιπόν αυτό; Και τι πέρασμα εκείνο που ξέρει και χρησιμοποιεί ο ποιητής; Ο οποίος κοιμάται ή είναι εναργής; Ψεύδεται ή μήπως απλώς σιωπά; Μήπως είναι νεκρός; Και τι δουλειά έχει στον Πόρο; Τι είναι αυτό που πάλλεται, ανοίγει για λίγο –ακαριαία!– σαν εφιάλτης ή σαν όνειρο και αναβλύζουν οι λέξεις, οι στίχοι, οι νεκροί ή τα ποιήματα;
* Michelangelo Antonioni, Lo sguardo di Michelangelo (2004) https://vimeo.com/236090832. Τετράλεπτη εκδοχή της ταινίας, την οποία είχα φτιάξει ως συνοδό, βοηθό του βιβλίου μου Τα σκυλιά του Ακταίωνα.