Ένας δικός σου εαυτός

Ένας δικός σου εαυτός

Βιρτζίνια Γουλφ, «Ένα δικό σου δωμάτιο», μτφρ. Μίνα Δαλαμάγκα, Οδυσσέας ²1982

Η Βιρτζίνια Γουλφ δεν είναι ο Τσαρλς Ντίκενς ή ο Τζωρτζ Μπέρναρντ Σω, ιερά τέρατα του ρεαλισμού που διαζωγράφισαν τον κοινωνικό ζόφο της Αγγλίας. Δεν είναι η Σιμόν ντε Μποβουάρ, συγγραφέας του Δεύτερου φύλου· δεν είναι σουφραζέτα. Είναι κορυφαία εκπρόσωπος του μοντερνισμού. Αυτό για το οποίο ομιλεί στο παρόν δοκίμιο είναι η συγκρότηση εαυτού. Αυτό είναι και το δωμάτιο του καθενός μας – ανεξαρτήτως φύλου. Και για αυτό προτιμώ μάλλον την μεταφραστική επιλογή Ένα δικό σου δωμάτιο (Α room of one's own, 1929) της πρώτης αυτής έκδοσης του έργου στα ελληνικά, ως συνάδουσας με την ανάγνωση που προτείνω, έναντι της αντίστοιχης Ένα δικό της δωμάτιο, της νέας έκδοσης του 2018, σε εξίσου καλή μετάφραση –και επίμετρο– της Βάσιας Τζανακάρη, από τις εκδόσεις Μεταίχμιο. «Eίναι ολέθριο για κάποιον που γράφει να σκέπτεται το φύλο του», θα μας πει η Γουλφ στο τέλος του έργου. Η Γουλφ ασφαλώς και γνωρίζει την εποχή της – όπως γνωρίζει και ιστορία. Αυτά όμως ως προϋποθέσεις ερμηνείας και όχι ως η ερμηνεία καθεαυτήν. Μέσα από την εποχή της, η συγγραφέας θα μας πει και τη δική μας ιστορία, θα μας δώσει την υπερ-ιστορικότητα, όπως έλεγε ο Ιονέσκο. Και ασφαλώς και η δική μας εποχή δεν αναγνωρίζει παντού το δικαίωμα της απόλυτης αυτοδιάθεσης στις γυναίκες, και οι συνθήκες μπορεί να είναι ίδιες ή χειρότερες της εποχής της Γουλφ. Τα στοιχεία σήμερα σε όλον τον κόσμο είναι σοκαριστικά: γυναικοκτονίες, υποχρεωτικοί γάμοι, κακοποίηση... Μια μονοδιάστατα φεμινιστική ανάγνωση όμως, όσο και αν κρίνεται θεμιτή καταρχήν και αναγκαία σήμερα, στενεύει αναμφίβολα τον ορίζοντα του έργου. Έτσι η συγγραφέας μας κάνει λόγο για τις μητέρες, τις γυναίκες πριν από αυτήν που δεν της κληροδότησαν τίποτε, δεν είχαν χρήματα δικά τους και αν τύχαινε ποτέ να βγάλουν θα τα διέθεταν πάντα «σύμφωνα με την κρίση του συζύγου». Αφήστε δε που αν ασχολούνταν με το εμπόριο δεν θα είχαν γεννήσει καν τις κόρες τους – και εδώ η Γουλφ επιβεβαιώνεται σήμερα στο πρόβλημα της υπογεννητικότητας και της καθυστερημένης προσέλευσης των γυναικών στη μητρότητα, στοιχεία που ενισχύονται εν πολλοίς και από την αλλαγή του κοινωνικού ρόλου των γυναικών. Και αν τυχόν ασχολούνταν με την λογοτεχνία; «Πιθανόν σημαντικό γεγονός», χαρακτηρίζει η Γουλφ, «το γεγονός ότι καμιά τους δεν είχε παιδί», αναφερόμενη στις μεγάλες συγγραφείς Τζωρτζ Έλιοτ, Τζέην Ώστεν και αδελφές Μπροντέ. Μπορεί, νομίζω, να γράψει κανείς ωραιότατα ποιήματα εμπνεόμενος από δραστηριότητες όπως το να βάζει τα παιδιά του για ύπνο (οι γονείς βέβαια γνωρίζουν πώς τα παιδιά απεχθάνονται κάτι τέτοια...). Περί ορέξεως όμως, ουδείς λόγος. Η βούληση ούτε εκβιάζεται ούτε ποινικοποιείται. Αυτό όμως, που απ’ όσο γνωρίζω δεν έχει συζητηθεί σοβαρά στη χώρα μας, και που μπορεί να διερευνηθεί είναι το γιατί: γιατί η σύγχρονη ελληνική κοινωνία, με τους άνδρες της και τις γυναίκες της, δεν θέλει τα παιδιά;

Λεφτά και ένα δωμάτιο, για να επιστρέψουμε στη Γουλφ, συνιστούν τη χρυσή συνταγή για τη γυναικεία πεζογραφία, και αυτή είναι η οφειλόμενη κοινωνιστική επιταγή, που η Γουλφ εδώ πληρώνει... Όμως διαβάζουμε ακόμη, σε αυτή τη θαυμάσια, υποβλητική της πρόζα, που συνδυάζει τις χάρες του δοκιμίου και του διηγήματος, «έχοντας στο νου μου την ασφάλεια και την ευημερία του ενός φύλου και την φτώχεια και ανασφάλεια του άλλου [...] όσο δυσάρεστο είναι το να σε κλείνουν έξω [...] είναι ίσως χειρότερο το να σε κλείσουν μέσα». Μεταφερόμαστε στη «γαλάζια απεραντοσύνη του ουρανού» όπου σπινθηρίζουν «χιλιάδες άστρα [...] Φαινόταν να 'ναι κανείς μόνος με μια μυστηριώδη συντροφιά». Ο εαυτός ως χώρος εσωτερικής ελευθερίας και αυτοπραγμάτωσης. Ο εαυτός, αυτή η μυστηριώδης, μοναδική μας συντροφιά, το ενδιαίτημά μας, όπου μέσα του μας κλείδωσε η νεωτερικότητα μέσα από την ανάδυση του υποκειμένου και της υποκειμενικότητας, η οποία ειδικά για τη γυναίκα περνάει μέσα από το δικαίωμά της στην εκφορά του λόγου, καθώς όπως έδειξε η Κρίστεβα, ο ευνουχισμός της γυναίκας συνίστατο πάντα στην καταδίκη της στη σιωπή. Στην έμφυλη ανάγνωση του πολιτικού του Χέγκελ, η γυναίκα αντιπροσωπεύει την ασύνειδη, προπολιτική κατάσταση του οίκου ενώ στον άνδρα ανήκει κατεξοχήν η δημόσια σφαίρα της πόλεως. Έτσι η γραφή ασφαλώς και αποτελεί μείζον διακύβευμα χειραφέτησης. Ωστόσο σε καμιά γυναίκα συγγραφέα δεν θα άρεσε να την επαινούν μόνο και μόνο γιατί κατάφερε να το κάνει, δηλαδή να γράψει, ασχέτως της αισθητικής αξίας του έργου της, σωστά; Θέλει να κριθεί επί τη βάσει κοινών κριτηρίων και επί ίσοις όροις με τους άντρες ομοτέχνους της, σωστά; Εδώ βρίσκεται το κρίσιμο σημείο: η καταρχήν θεμιτή αυτή απαίτηση στρέφεται τελικά εναντίον της γυναικείας ιδιοπροσωπίας, της τελευταίας θεωρουμένης ως οιονεί κατωτερότητας. Δεν αναβιβάζεται η θέση της γυναίκας, απλώς η τελευταία μιμείται, οικειοποιείται το αμετακίνητο, εξουσιαστικό ιδίωμα του Κρέοντα, όπως η Τζούντιθ Μπάτλερ έδειξε στην ανάγνωσή της τής Αντιγόνης, καθώς οι λέξεις διαμορφώνουν πραγματικότητες, μέσα από την επιτελεστική λειτουργία της γλώσσας – και ιδιαίτερα στην ποίηση. Όμως οι διαφορές οφείλουν να εξακολουθούν να υπάρχουν, να παραμένουν, όχι να ισοπεδώνονται. H Γουλφ εξαίρει την Ώστεν και την Έμιλυ Μπροντέ ακριβώς γι' αυτό: «Έγραψαν όπως γράφουν οι γυναίκες, κι όχι όπως γράφουν οι άντρες». Τότε γιατί πολλές γυναίκες συγγραφείς σήμερα ενοχλούνται από τον χαρακτηρισμό γυναικεία γραφή ωσάν να πρόκειται περί μομφής; Και βέβαια τα δύο φύλα γράφοντας μπορούν να αλλάζουν ρόλους, να γράφουν αντρικά ή γυναικεία, όπως επιθυμούν, μάλιστα «πρέπει», μας λέει η Γουλφ, «να συντελεστεί κάποιου είδους πάντρεμα των αντιθέτων», μέσα στο μυαλό κάθε συγγραφέα. Η εξάλειψη όμως των διαφορών, κατά Ζιράρ, μαρτυρεί μια θυσιαστική κρίση, τη διάπραξη μιας ύβρεως, με το θηλυκό και το αρσενικό, το θεϊκό και το ανθρώπινο, την Αντιγόνη και τον Κρέοντα μη δυνάμενους να συνεννοηθούν μέσα στα όρια της πόλεως, της κοινής βιοτής, όπως πρότεινε ο Καστοριάδης στη δική του ανάγνωση της Αντιγόνης. Έτσι ο πόλεμος συνεχίζεται στο διηνεκές, ενώ «η φυσιολογική κι ευχάριστη κατάσταση είναι όταν αυτές οι δυο δυνάμεις ζουν αρμονικά, μέσα σε πνευματική συνεργασία», βεβαιώνει η Γουλφ. Τη συμβολική τάξη του Λακάν άλλωστε συνιστά το πεδίο του μεγάλου Άλλου, όπου η έλλειψη της γλώσσας, η επικράτεια του αρρήτου, στο οποίο μετέχει η Αντιγόνη. Για τον Λακάν η ομιλία είναι προτιμότερη της γραφής ως φορέας της αλήθειας. Μήπως έτσι και η σιωπή έναντι της ομιλίας, διερωτώμαι; Και αυτό μας οδηγεί ακόμη στα μονοπάτια του θρησκευτικού μυστικισμού...

Η Γουλφ γράφει με αφορμή τις γυναίκες, για τις γυναίκες αλλά και ανατέμνοντας συνολικά την καλλιτεχνική φύση, η οποία φλέγεται ολόκληρη, «λούζεται από φως». Μια γυναίκα όμως του 16ου αιώνα με το χάρισμα της ποίησης, «ήταν μια γυναίκα δυστυχισμένη, μια γυναίκα που βρισκόταν σε πόλεμο με τον ίδιο τον εαυτό της». Αμέσως όμως η συγγραφέας μας γενικεύει θέτοντας το ερώτημα: «Ποια είναι η ψυχική εκείνη κατάσταση που είναι και η πιο ευνοϊκή για την πράξη της δημιουργίας»; Η εκρίζωση του μίσους και του φόβου, της πίκρας και του θυμού, κοινή προϋπόθεση για άντρες και γυναίκες δημιουργούς. Έτσι παραλληλίζει άνετα την Ώστεν με τον Σαίξπηρ που έγραψαν «χωρίς διαμαρτυρίες, χωρίς κηρύγματα». Αντιθέτως λέει για την ποιήτρια Λαίδη Γουίντσελσυ «βασανίζεται και τυραννιέται από μίση και παράπονα. Γι' αυτήν, το ανθρώπινο γένος είναι χωρισμένο σε δυο παρατάξεις. Οι άντρες είναι η αντίθετη φατρία [...] γιατί έχουν τη δύναμη να της κλείσουν το δρόμο για κείνο που θέλει να κάνει – πράγμα που είναι το να γράψει». Ενώ για την Μαίρη Καρμάικλ «που της αρέσει η Ολίβια» θα πει: «σε εκατό χρόνια [...] θα γίνει ποιήτρια». Αγάπη και ελευθερία λοιπόν. Συν ένα δωμάτιο κατάδικό σου και πεντακόσιες λίρες τον χρόνο, για να μην ξεχνιόμαστε...

Ένας δικός σου εαυτός

«Οι γάτες δεν πηγαίνουν στον ουρανό. Οι γυναίκες δεν μπορούν να γράψουν τα έργα του Σαίξπηρ». Η βαριά απόφανση του επισκόπου γίνεται η αφορμή για να διατυπώσει η Γουλφ την απολαυστική υπόθεση εργασίας της, να στήσει την ευφάνταστη πλοκή της: ο Σαίξπηρ είχε μια αδελφή· με το ίδιο τάλαντο! Η γυναίκα επιτέλους στον ουρανό! Δεν έγραψε όμως ούτε λέξη...
Έτσι το τίμημα για την καταπιεσμένη δημιουργικότητα και την έλλειψη αυτοπροσδιορισμού είναι μεγάλο. Η Τζούντιθ θα αποδράσει από έναν εαυτό που δεν της ανήκει. Η Γουλφ προοικονομεί εδώ, σε αυτό το επιβλητικό σε βάθος και εύρος έργο της, τη δική της τύχη; Η μεγάλη συγγραφέας γνώριζε καλά πως «η ομορφιά του κόσμου που σύντομα πρόκειται να σβηστεί, έχει δυο όψεις που κάνουν την καρδιά κομμάτια, μια γεμάτη γέλιο και μια γεμάτη οδύνη», γνώριζε αυτή τη θεμελιακή διττότητα της ανθρώπινης συνθήκης, όπως αενάως φανερώνεται μες στο μικρό δωμάτιο της οικουμένης, γνώριζε ακόμη πως «ακόμα και μέσα στη φτώχεια και την αφάνεια [...] εκείνο που έχει τη μεγαλύτερη σημασία απ' όλα είναι το να παραμένει κανείς ο εαυτός του».

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: