«Πώς να εξηγήσεις τη ζωή σου σ’ ένα δέντρο πόλεως»

Δώρα Μέντη, Το γλωσσάριο των ανθέων. Ανθολογία ποιημάτων για λουλούδια εν ανθηρώ έλληνι λόγω, εκδ. Πικραμένος, Πάτρα 2018

«Πώς να εξηγήσεις τη ζωή σου σ’ ένα δέντρο πόλεως»
Image 65

To Γλωσσάριο των ανθέων της Δώρας Μέντη περιέχει ποιήματα με αναφορές σε ανθοφορούντα φυτά και κήπους. Είναι μια πρωτότυπη εργασία, καθώς δεν έχει δημοσιευθεί κάτι ανάλογο στα ελληνικά. Ο καλαίσθητος αυτός τόμος, που συνοδεύεται από 24 ακουαρέλες της Αρετούσας Ιερωνυμάκη, θα μπορούσε να γίνει η βάση για να διαβάσουμε τη νεοελληνική ποίηση μέσα από μια νέα οπτική που να συνδυάζει δυο διαφορετικά επιστημονικά πεδία, της βιολογίας και της φιλολογίας. Πρόκειται για ένα ευρύ πεδίο, που δεν έχει αξιοποιηθεί από τη νεοελληνική φιλολογία, παρότι γνωρίζει μεγάλη ανάπτυξη στις ευρωπαϊκές και διεθνείς σπουδές και διαμορφώνεται από τη συνεργασία της περιβαλλοντικής επιστήμης με τη λογοτεχνία και την τέχνη. Η οικοποιητική και η οικοκριτική είναι οι όροι που χρησιμοποιούνται για να δηλώσουν τη νέα σχέση της τέχνης με τη φύση και συνδέονται συνήθως με θέματα που αφορούν την παγκόσμια οικολογική κρίση.[1]
Η ανθολόγηση ποιημάτων με ανθοφορούντα φυτά, τα φέροντα λουλούδια, αποτέλεσε μια μόδα της βικτωριανής εποχής, όπως και τα Γλωσσάρια ανθέων, στα οποία αποδιδόταν η συμβολική σημασία του κάθε λουλουδιού. Το πρώτο στον δυτικό κόσμο γλωσσάριο λουλουδιών θεωρείται το βιβλίο της Charlotte de Latour, Le Langage des Fleurs, που γράφτηκε το 1819, γνώρισε μεγάλη διάδοση και αμέτρητα τέτοια γλωσσάρια εκδόθηκαν έκτοτε στην Ευρώπη αλλά και στην Αμερική.[2] Στόχος τους ήταν η γλώσσα των λουλουδιών στην ποίηση, που περνούσε πια λόγω της μεγάλης διάδοσης και στην καθημερινότητα. Στη βικτωριανή εποχή τα λουλούδια είχαν μια μυστική κωδικοποιημένη σημασία και ένα μπουκέτο με λουλούδια ήταν κάτι παραπάνω από ένας όμορφος συνδυασμός χρωμάτων, καθώς έκρυβε ένα μυστικό μήνυμα. Έτσι έπρεπε κανείς να προσέχει την επιλογή των λουλουδιών, καθώς τα κόκκινα τριαντάφυλλα σήμαιναν αγάπη, τα κίτρινα όμως απιστία.[3]
Αυτή τη μόδα ακολούθησε πιθανόν και η Παυλίνα Μπορέλλη και το 1853 περιέλαβε στην ποιητική της συλλογή, με τίτλο Πρωινής δρόσου σταγόνες δύο, το Λεξικόν της Ανθέου Διαλέκτου, στο οποίο προτείνεται για κάθε φυτό ένα συναίσθημα και η Δώρα Μέντη σωστά επιλέγει να το παραθέσει στο τέλος του τόμου.
Αυτή τη γλώσσα των λουλουδιών φαίνεται να γνωρίζει και ο Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής και με αυτήν στο ποίημα «Ανθοπώλης», που διαβάζουμε στην Ανθολογία (σ. 24), προσπαθεί να προσελκύσει νέες κοπέλες και να πουλήσει τα λουλούδια του:

Το γαρύφαλλο που λέγει
πως μιαν κάποιαν καρδιάν καίει
πάθος δυνατόν,
ποια το θέλει; ποια το παίρνει;

Τι είναι όμως τα λουλούδια και πώς θα μπορούσαμε να κατανοήσουμε την έμβια ταυτότητά τους πριν περάσουμε στην ποιητική τους σύνδεση και ανάδειξη;
Ο Πλάτων στον διάλογο Τίμαιος αναφέρει ότι τα φυτά δημιουργήθηκαν για να βοηθήσουν τον άνθρωπο να επιβιώσει και να αντιμετωπίσει την Ανάγκη (77a3).[4]
Έτσι δημιουργήθηκε μια «τάξη όντων συγγενών με τα ανθρώπινα», που συνδυάζει «διαφορετικές μορφές και αισθήσεις, ώστε να προκύψει ένα νέο είδος».[5] Το είδος αυτό έχει την «τρίτη μορφή ψυχής», η οποία δεν έχει καμία απολύτως σχέση «με τη γνώμη, τη λογική σκέψη και τον νου αλλά μόνο με την ηδονική ή επώδυνη αίσθηση και τις επιθυμίες»[6]. Τα όντα αυτά μετέχουν της ζωής και γι’ αυτό, κατά τον Πλάτωνα, μπορούν να ονομαστούν «ζώα» («πᾶν γὰρ οὖν ὅτιπερ ἂν μετάσχῃ τοῦ ζῆν, ζῷον μὲν ἂν ἐν δίκῃ λέγοιτο ὀρθότατα» 77b1-3) με την έννοια του έμβιου όντος, στερούνται όμως την ικανότητα αυτοκίνησης[7] και αυτό ουσιαστικά τα διαφοροποιεί από τα υπόλοιπα έμβια όντα.[8]
Ο Αριστοτέλης στην πραγματεία του Περί ψυχής αναφέρει πως η ψυχή ορίζεται από τη θρεπτική ικανότητα, την ικανότητα για την αίσθηση, τη διανοητική ικανότητα και την κίνηση (2.2.413b 11-13).[9] Από όλες αυτές τις ικανότητες, τα φυτά διαθέτουν μόνο τη θρεπτική δύναµη της ψυχής (2.3.414a33).[10] Έτσι, παρότι ο Αριστοτέλης υπογραμμίζει το κοινό ψυχικό υπόβαθρο όλων των έµβιων όντων, υιοθετεί για την ψυχή των φυτών μια πιο βιολογική έννοια σε σύγκριση με την αναφορά του Πλάτωνα.

H αναφορά του Πλάτωνα σε αισθήσεις και επιθυμίες των φυτών πυροδότησε, σε συνδυασμό και με τον νεοπλατωνισμό, την έμψυχη πρόσληψη των φυτών από τη φιλοσοφία και τη λογοτεχνία του Ρομαντισμού. Μια «έμψυχη» θεώρηση των φυτών θα βρούμε όμως και στο έργο του Έρασμου Δαρβίνου, παππού του Κάρολου Δαρβίνου, ο οποίος στα βιβλία του έδωσε έμφαση στη συνέχεια ανάμεσα στον άνθρωπο και τα φυτά, υποστηρίζοντας σε κάποιο βαθμό τη διανοητική τους δραστηριότητα, την κίνηση και την αίσθηση.[11] Ωστόσο, η επιστήμη της βιολογίας προσπάθησε πολύ να ξεφύγει από όποια συναισθηματική ή ιδεολογική φόρτιση των φυτών, όχι πάντοτε εύκολα και καθόλου αυτονόητα, καθώς ο βιολογικός εξισωτισμός χρειάστηκε αρκετά χρόνια για να καθιερωθεί, όπως για παράδειγμα στη χρήση των όρων κατώτερα και ανώτερα στη διάκριση των φυτών.[12] Σημειώνω ότι ως κατώτερα χαρακτηρίζονταν τα φύκη, οι μύκητες, οι φτέρες, ενώ ανώτερα θεωρούνταν τα κωνοφόρα και τα ανθοφορούντα φυτά. 
Αντίθετα όμως με τον εξισωτισμό της βιολογίας, τα φυτά στη λογοτεχνία, στο μύθο και ακόμη στην καθημερινότητα φορτίζονται τόσο συναισθηματικά όσο και ιδεολογικά. Η ταξικότητα των φυτών είναι δεδομένη στην καθημερινότητά μας, καθώς διαφορετικά φορτίζεται εννοιολογικά ένα μπουκέτο με μαργαρίτες του αγρού και διαφορετικά με κόκκινα ρόδα ή λευκά κρίνα. Έτσι, ο Παλαμάς στα Δεκατετράστιχα θα αποκαλέσει τον βασιλικό με τα πλατιά τα φύλλα «λαϊκό χορτάρι» (σ. 58) και ο Ιωάννης Παπαδιαμαντόπουλος (Ζαν Μωρεάς) θα περιγράψει πώς ένα ίον, δηλαδή ένας μενεξές, ερωτεύεται μια νεανίδα, αλλά δεν καταφέρνει να την προσελκύσει, καθώς αυτή «τείνει την χείρα» προς ένα ρόδον και έτσι το «αφανές και ταπεινόν ίον» (σ. 117) ξεραίνεται απογοητευμένο από τον ανανταπόδοτο έρωτά του και από τη σύγκριση με το ανώτερο ρόδο.
Η ιδέα ότι τα φυτά αντιστοιχούν σε ένα αρχέτυπο ή εκφράζουν και αποδεικνύουν μια θεϊκή επενέργεια στη φύση υπήρξε κεντρική στη λογοτεχνία και τη φιλοσοφία του ρομαντισμού. Ο Γκαίτε είχε ανεπτυγμένα βοτανικά ενδιαφέροντα και δημοσίευσε βιβλία, όπως το Versuch die Metamorphose der Pflanzen zu erklären (Προσπάθεια εξήγησης της μεταμόρφωσης των φυτών, 1790) και Studies for a Physiology of Plants (c. 1795) που γράφτηκαν μέσα από συζητήσεις με τον Φρειδερίκο Σίλλερ. Ο Χέρντερ καθιερώνει ένα βοτανικό μοντέλο ήδη το 1778 στο βιβλίο του On the Knowing and Feeling of the Human Soul και αργότερα ο Σάμιουελ Τέυλορ Κόουλριτζ βάσισε ένα μεγάλο μέρος του βιβλίου του Theory of Life (1848) σε φυτικές αναλογίες, ενώ ο Tόμας Κάρλαυλ σύγκρινε την ανάπτυξη των φυτών με την καλλιτεχνική δημιουργία.[13]
Στη νεοελληνική ποίηση, όπως τουλάχιστον μπορούμε να διαβάσουμε στην παρούσα ανθολογία, η έννοια της ψυχής των λουλουδιών είναι διάχυτη από τον Παλαμά έως και ποιητές σύγχρονούς μας. Έτσι, στο ποίημα «Γαρούφαλα» αναφωνεί ο Παλαμάς «Και τη δική σας την ψυχή, γαρούφαλα, ήπια! (σ. 71). Ενώ στo ποίημα 28 από «Τα δεκατετράστιχα» τα άνθη της ορτανσίας είναι ωσάν «ψυχές που από τριπλούς καημούς περνάνε» (σ. 136). Στα «Ερημοκλήσια» του Λάμπρου Πορφύρα τα αγριολούλουδα σκορπίζουνε «την άνθινή τους την ψυχή ψυχομαχώντας σ᾿ άυλο λιβάνι» (σ. 46).
Προχωρώντας από τον ρομαντισμό προς τον μοντερνισμό θα βρούμε στον Μπωντλαίρ, τον ποιητή της αντι-Φύσης,[14] όχι με την έννοια του αντίποδα, αλλά της αναζήτησης της ομορφιάς του κακού στη φύση, όπως δηλώνει και ο τίτλος της συλλογής του Τα άνθη του κακού. Μια τέτοια διάσταση θα βρούμε στα ποιήματα του Καρυωτάκη, όπως ανθολογούνται στον τόμο της Δώρας Μέντη: μια «άρρωστη ακακία», ρόδα νεκρά, μια «κάσα η κάθε γάστρα», «το κυπαρίσσι, ατέλειωτο σα βάσανο», οι πιπεριές δεντροστοιχίες μιας πένθιμης πομπής και οι λατάνιες υψώνουν τα χέρια τους «μες στην απελπισιά τους». Αυτή είναι η «Άνοιξη» του Καρυωτάκη, ένας κήπος μελαγχολίας (σ. 214).
Η ποίηση του Μπωντλαίρ, όμως, σηματοδοτεί και κάτι ακόμη, τη μετάβαση από τη φύση προς τη μεγάλη πόλη. Έτσι ενώ στο γνωστό ποίημα «Αντιστοιχίες» η φύση είναι ένας ναός και ο «άνθρωπος διαβαίνει εκεί μέσα σε δάση από σύμβολα», στη συνέχεια ο φυσικός χώρος της μοντέρνας συνείδησης θα γίνει η μητρόπολη στους δρόμους της οποίας περιπλανιέται ο flâneur. Σε ένα σημείωμά του ο Μπωντλαίρ θα γράψει πως «το ιλιγγιώδες αίσθημα που νιώθει κάποιος μέσα σε μια μεγάλη πόλη είναι ανάλογο με αυτό που νιώθει στη μέση της φύσης».[15]
Αν όμως στον Μπωντλαίρ διατηρείται ακόμη μια αρμονική σχέση ανάμεσα στον κόσμο της φύσης και στον κόσμο της πόλης, χαρακτηριστικό του μοντερνισμού είναι η ρήξη ανάμεσα στον άνθρωπο και τη φύση. Η Έρημη χώρα του Έλιοτ θεωρείται στο επιστημονικό πεδίο της οικοκριτικής προάγγελος της οικολογικής κρίσης, που βιώνουμε σήμερα.[16] Σύμφωνα με την Eλίζαμπεθ Μπλακ, η Έρημη χώρα παρουσιάζει μια κοινωνία αποξενωμένη από τη φύση και στο χείλος της περιβαλλοντικής κατάρρευσης με στόχο να προειδοποιήσει για την επίδραση της αστικής ανάπτυξης στις σχέσεις του ανθρώπου με το περιβάλλον του.[17] «Ο Απρίλης είναι ο μήνας ο σκληρός», γράφει ο Έλιοτ στην Έρημη χώρα, καθώς το ξύπνημα της νέας ζωής επαναφέρει σκληρές μνήμες που ήταν ξεχασμένες και θαμμένες στο χιόνι.[18] 
H τραυματική αίσθηση ενός χαμένου παρελθόντος και το αίσθημα της οδυνηρής αποσύνδεσης του ανθρώπου από τη φύση μπορούν να εντοπιστούν σε κάποιον βαθμό και στον Σεφέρη. Στο ποίημα «Ο Στράτης Θαλασσινός ανάμεσα στους αγάπανθους», που βρίσκουμε στην Ανθολογία της Δώρας Μέντη, ο Σεφέρης προσπαθεί μέσω της γλώσσας των λουλουδιών να επικοινωνήσει με τους πεθαμένους. Όμως:

Δεν έχει ασφοδίλια, μενεξέδες, μήτε υάκινθους·
πώς να μιλήσεις με τους πεθαμένους.
Οι πεθαμένοι ξέρουν μονάχα τη γλώσσα των λουλουδιών·
γι’ αυτό σωπαίνουν
ταξιδεύουν και σωπαίνουν, υπομένουν και σωπαίνουν (σ. 40)

Η απουσία των λουλουδιών συνδέεται με την αδυναμία του ανθρώπου να βρει τον τρόπο για να επιστρέψει στην πατρίδα του, όπως το έκανε ο Οδυσσέας, όταν κατέβηκε στον Άδη για να συναντήσει τον πεθαμένο Τειρεσία. Το ποίημα είναι γραμμένο στην Αφρική, όπου ο Σεφέρης συνόδευσε με την ιδιότητα του διπλωμάτη την εξόριστη ελληνική κυβέρνηση κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου και εκφράζει, κατά τον Μπήτον, την αποδοχή της εξορίας που βίωνε ο ποιητής στη Νότιο Αφρική.[19] 
Όταν ο Σεφέρης έφτασε στο Ντουρμπάν εντυπωσιάστηκε από τους αγάπανθους, δηλαδή τους βαθυγάλανους κρίνους που ονομάζονται έτσι από τις λέξεις αγάπη και άνθος.[20] Οι αγάπανθοι στο ποίημα δηλώνουν την ερήμωση, την αδυναμία επικοινωνίας με τους νεκρούς που θα τον βοηθήσουν να δει πώς θα προχωρήσει και συνεπώς το αμετάκλητο της μοίρας, καθώς «προστάζουν σιωπή», «καρφωμένοι σαν τις σαΐτες της μοίρας / στην αξεδίψαστη γης» (σ. 40). Οι αγάπανθοι, που στο ποίημα είναι «τ’ ασφοδίλια των νέγρων», συμβολίζουν τον θάνατο και τον κίνδυνο μιας καταστροφής που αισθάνεται ο Σεφέρης το 1941 να πλησιάζει και γράφει στο Ημερολόγιό του: «Ποτέ μου δεν είχα σε τέτοιο βαθμό την εντύπωση πως οι ώρες μου είναι μετρημένες, πως ζω και σκέπτομαι μέσα σε μια βολίδα ριγμένη στην τύχη».[21]
Και θα τελειώσω με μια σύντομη αναφορά στη μεταμοντέρνα εποχή και τη σύγχρονη ποίηση. Σύμφωνα με τον Φρ. Τζέιμσον, η αρχή του μεταμοντέρνου σηματοδοτείται, όταν η πορεία του εκσυγχρονισμού και του μοντερνισμού έχουν ολοκληρωθεί και η φύση έχει φύγει πια για τα καλά. Είναι η στιγμή της ριζικής έκλειψης της φύσης και η στιγμή που ο πολιτισμός γίνεται μια «πραγματική δεύτερη φύση». Και ορίζει την αρχή αυτής της εποχής στο 1973, την εποχή της πετρελαϊκής κρίσης.[22] 
Μέσα σε αυτή τη νέα πραγματικότητα του όψιμου καπιταλισμού, νέες μορφές συνείδησης της φύσης εκφράστηκαν στην ποίηση.
Σε αυτή τη νέα μορφή αντιστοιχεί το ποίημα του Αργύρη Χιόνη («Περιπλανώμενος πλασιέ»), στο οποίο τα άνθη είναι ένα εμπόρευμα τσαλακωμένο στη βαλίτσα ενός πλασιέ. Δεν υπάρχει η ρομαντική φύση και ψυχή των φυτών, κρατούν όμως μέσα σε αυτή τη μεταρομαντική και μεταμοντέρνα εποχή μια ικανότητα κρίσης, καθώς τα κρίνα, παρότι τσαλακωμένα, μπορούν και κρίνουν:

Περιπλανώμενος πλασιέ ανθέων·
μες στη βαλίτζα μου,
τσαλακωμένα κρίνα
που με κρίνουν.

(Ό,τι περιγράφω με περιγράφει, 2010)

Και στο ποίημα «Ο αδόκιμος κηπουρός» του Σωτήρη Σαράκη, γραμμένο το 2018, τα δέντρα της πόλης δεν γνωρίζουν τον κόσμο της φύσης, δεν μπορούν να αντιληφθούν το φθινοπωρινό ρίγος και τα τινάγματα της χλόης:

Είναι χωριάτης και πεζός, την άκουσα
λοξά όπως με κοιτούσε
πάνοπλη μια γαζία, μου ’δειχνε
τ’ αγκάθια της, πώς να εξηγήσεις
σ’ ένα δέντρο πόλεως το ρίγος
φθινοπωρινό στους πρώτους ήχους, χτύπους
του τινάγματος, τη χλόη
κάτω απ’ τα κλαδιά τους
το μόχθο τους, τον πόνο τους, πώς να εξηγήσεις
τη ζωή σου σ’ ένα δέντρο πόλεως· εδώ
μπορεί χωριάτης, σίγουρα πεζός
μετέωρος πεζός στον λιγοστό
μετέωρο κήπο μου καθώς
τρέχουν κυνηγημένα τον κατήφορο
δίκαιο έχουν τα φυτά μου που εξεγείρονται
τι θέλει δα και μας φροντίζει αναρωτιούνται
θα ’ρθει η στιγμή που δε θ’ αντέξουν
με τα κλαδιά τους, με τ’ αγκάθια τους
αμείλικτα
θα μου επιτεθούν κι αυτό
μάλλον αυτό θα ’ναι το τέλος μου.

(Σημαντικές λεπτομέρειες, 2018)

Αυτόν τον επαναπροσδιορισμό της φύσης μέσα στην πόλη θα βρούμε και στο ποίημα του Τάκη Γραμμένου, «Πόλεις 1». Εδώ τα «νεράντζια των Αθηνών» είναι «πεσμένα καταγής σε κήπους, σε πλατείες / και σε αυλές δημόσιων κτιρίων και εκκλησιών» (σ. 128). Σε αυτό και σε άλλα σύγχρονα ποιήματα, που ανθολογούνται από τη Δώρα Μέντη, αρχίζει να διαφαίνεται μια συνείδηση της φύσης διαφορετική, που συνοδεύεται από ένα αίσθημα ευθύνης προς το περιβάλλον και την επιβάρυνση που αυτό υφίσταται από την ανθρώπινη δραστηριότητα. Έτσι, στο παραπάνω ποίημα του Τάκη Γραμμένου, καθώς «φεύγουν τα χρόνια», «οι έρωτες των τόπων / θα καταυγάσουνε το χάος». Η Λιάνα Σακελλίου δίνει σε ποίημά της τον τίτλο «Βιότοπος τέχνης» (σ. 219), συνδυάζοντας έτσι συνειδητά την περιβαλλοντική έννοια του βιότοπου με την τέχνη και ο Μανόλης Πρατικάκης στο ποίημα «Τα δέντρα», τα δίκαια και σιωπηλά δέντρα «πεισμώνουν όταν ο άνθρωπος τα βασανίζει» και αντιδρούν εκδικητικά, καθώς «φτύνουν / τον καρπό», «ρίχνουν χωριά μες στις πλημμύρες» και «αφανίζουνε φυλές» (σ. 213). Τα ποιήματα αυτά δείχνουν την πρόσληψη της νέας πραγματικότητας στις σχέσεις του ανθρώπου με τη φύση, που πρόσφατα χαρακτηρίζεται ως εποχή του ανθρωπόκαινου (anthropocene) και καθορίζεται από τη συμμετοχή και επίδραση του ανθρώπου στην εξέλιξη του φυσικού τοπίου της γης.[23]
Συνεπώς, η ανθολογία της Δώρας Μέντη αποτελεί τη βάση για τη μελέτη της εξέλιξης και των σταδίων στη σχέση του ανθρώπου με τη φύση και μπορεί να γίνει αφορμή διεπιστημονικής έρευνας που συνενώνει τη βιολογία με τη φιλολογία σε ένα νέο επιστημονικό πεδίο, αυτό της οικοκριτικής.

Image 62

ΒΡΕΙΤΕ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΣΤΟΝ ΙΑΝΟ:
Το γλωσσάριο των ανθέων
της Δώρας Μέντη

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: