«Χάρτες που ζωγραφίζουν άγγελοι»

(φωτ. Μάριο Βίτι)
(φωτ. Μάριο Βίτι)

Ο Οδυσ­σέ­ας Ελύ­της δεν υπήρ­ξε μό­νο ποι­η­τής, αλ­λά και ζω­γρά­φος, όχι ένα δι­πλό τα­λέ­ντο, όπως ο Εγ­γο­νό­που­λος ή ο Κό­ντο­γλου, αλ­λά όπως ο Κα­βά­φης ένιω­θε μέ­σα του 125 φω­νές να του λέ­νε πως μπο­ρεί να γρά­ψει ιστο­ρία,[1] έτσι και ο Ελύ­της ένιω­θε από μι­κρός μια ακα­τα­νί­κη­τη έλ­ξη προς τη ζω­γρα­φι­κή,[2] που τον οδή­γη­σε τε­λι­κά στην καλ­λι­τε­χνι­κή δη­μιουρ­γία, με υπερ­ρε­α­λι­στι­κά κολ­λάζ, υδα­το­γρα­φί­ες και τέ­μπε­ρες, αλ­λά και στη συ­στη­μα­τι­κή ενα­σχό­λη­ση με την κρι­τι­κή της ζω­γρα­φι­κής. Έτσι, πα­ράλ­λη­λα με την ποι­η­τι­κή δη­μιουρ­γία, δη­μο­σιεύ­ει κεί­με­να τε­χνο­κρι­τι­κής κα­τά το διά­στη­μα 1936-1948 και το 1946 ανα­λαμ­βά­νει τη στή­λη της τε­χνο­κρι­τι­κής στην Κα­θη­με­ρι­νή και γρά­φει κρι­τι­κά δο­κί­μια που αφο­ρούν την τέ­χνη έως και το 1990.[3] Αξιο­ση­μεί­ω­το, όμως, εί­ναι ότι η συ­νά­φεια της ποί­η­σης με τη ζω­γρα­φι­κή ως αλ­λη­λου­χία του λό­γου με την ει­κό­να τον απα­σχο­λεί και στη σύν­θε­ση των ποι­η­μά­των του και δεν εί­ναι τυ­χαίο ότι βρί­σκου­με ποι­ή­μα­τα που εγκι­βω­τί­ζουν γνω­στά έρ­γα ζω­γρα­φι­κής ή επι­χει­ρούν να λει­τουρ­γή­σουν ως ει­κό­να.[4]     
Η σχέ­ση της λο­γο­τε­χνί­ας με τη ζω­γρα­φι­κή και ευ­ρύ­τε­ρα με τις κα­λές τέ­χνες τέ­θη­κε από πολ­λούς θε­ω­ρη­τι­κούς, από την αρ­χαιό­τη­τα έως σή­με­ρα, και απο­τέ­λε­σε αντι­κεί­με­νο της ιστο­ρί­ας της τέ­χνης και της αι­σθη­τι­κής.[5] Πρό­κει­ται για μια σύν­θε­τη σχέ­ση που με­ρι­κές φο­ρές γί­νε­ται πο­λύ­πλο­κη λό­γω της δια­φο­ρε­τι­κής πρό­σλη­ψης που εμ­φα­νί­ζει κά­θε επο­χή, κά­θε αι­σθη­τι­κό ρεύ­μα ή κά­θε ομά­δα ποι­η­τών. Βέ­βαια το γε­γο­νός ότι η ποί­η­ση μπο­ρεί ν’ αντλή­σει την έμπνευ­σή της από έρ­γα ζω­γρα­φι­κής ή από άλ­λα ει­κα­στι­κά έρ­γα εί­ναι αυ­το­νό­η­το, όπως και το αντί­στρο­φο, συ­χνά ένα έρ­γο τέ­χνης, μου­σι­κό ή ει­κα­στι­κό, μπο­ρεί να έχει την αφε­τη­ρία της έμπνευ­σής του σ’ ένα ποί­η­μα.[6] Εκτός όμως από αυ­τές τις επιρ­ρο­ές και τους αυ­το­νό­η­τους συ­σχε­τι­σμούς, εγεί­ρε­ται σε θε­ω­ρη­τι­κό επί­πε­δο το ερώ­τη­μα, κα­τά πό­σο η λο­γο­τε­χνία μπο­ρεί να πε­τύ­χει τα αι­σθη­τι­κά απο­τε­λέ­σμα­τα της ζω­γρα­φι­κής και αν μπο­ρούν οι ει­κό­νες στα ποι­ή­μα­τα να λει­τουρ­γή­σουν με τον ίδιο τρό­πο που λει­τουρ­γεί η ει­κό­να σε ένα έρ­γο ζω­γρα­φι­κής. Μπο­ρεί επο­μέ­νως η ποί­η­ση να απο­κτή­σει τις ιδιό­τη­τες της ζω­γρα­φι­κής ή η ζω­γρα­φι­κή της ποί­η­σης; Μπο­ρεί η ποί­η­ση να αξιο­ποι­ή­σει τις τε­χνι­κές της ζω­γρα­φι­κής; Μπο­ρεί να δια­μορ­φω­θεί εν­δε­χο­μέ­νως μια κυ­βι­στι­κή ποί­η­ση;[7] Μια πρώ­τη προ­σέγ­γι­ση αυ­τού του συ­σχε­τι­σμού επι­χει­ρή­θη­κε στο πλαί­σιο της αρ­χαί­ας ελ­λη­νι­κής και ρω­μαϊ­κής ποι­η­τι­κής. Μια πρώ­τη ανα­φο­ρά βρί­σκου­με στον Αρι­στο­τέ­λη (Πε­ρί ποι­η­τι­κής), ο οποί­ος χρη­σι­μο­ποί­η­σε ανα­φο­ρές από τη ζω­γρα­φι­κή για να διευ­κρι­νί­σει στοι­χεία της ποί­η­σης.[8] Το έρ­γο, όμως, που επη­ρέ­α­σε σε με­γά­λο βαθ­μό τον τρό­πο που αντι­λαμ­βα­νό­μα­στε τον συ­σχε­τι­σμό της ποί­η­σης με τη ζω­γρα­φι­κή ήταν η Ποι­η­τι­κή τέ­χνη του Ορά­τιου με την πε­ρι­βό­η­τη φρά­ση «Ut Pictura Poesis» που ση­μαί­νει, όπως η ζω­γρα­φι­κή έτσι και η ποί­η­ση, ή αλ­λιώς η ποί­η­ση εί­ναι σαν τη ζω­γρα­φι­κή.[9] Αυ­τή η φρά­ση, κυ­ρί­ως μέ­σα από την πα­ρερ­μη­νεία της, δια­μόρ­φω­σε ένα ρεύ­μα ανά­γνω­σης που υπο­στή­ρι­ζε τη συ­νά­φεια της ποί­η­σης με τη ζω­γρα­φι­κή, δη­λα­δή την ισο­τι­μία λό­γου και ει­κό­νας, που κυ­ριάρ­χη­σε στην ευ­ρω­παϊ­κή ποι­η­τι­κή από την Ανα­γέν­νη­ση έως του­λά­χι­στον τον 18ο αιώ­να.[10] Ση­μα­ντι­κό ρό­λο στην κα­θιέ­ρω­ση αυ­τού του δόγ­μα­τος που ταυ­τί­ζει τον λό­γο με την ει­κό­να στά­θη­κε η ρή­ση του Σι­μω­νί­δη του Κεί­ου (556-468 π.Χ.), που μας πα­ρα­δί­δε­ται μέ­σω του Πλού­ταρ­χου, και σύμ­φω­να με την οποία «ἡ μὲν ζω­γρα­φί­αν ποί­η­σιν σι­ιωπῶσαν ἡ δὲ ποί­η­σιν ζω­γρα­φί­αν λα­λοῦσαν», δη­λα­δή η ζω­γρα­φι­κή εί­ναι βου­βό ποί­η­μα και η ποί­η­ση εί­ναι ομι­λού­σα ει­κό­να.[11]     
Ένα πρώ­το, αλ­λά κα­θο­ρι­στι­κό ρήγ­μα σε αυ­τή την πα­ρά­δο­ση, που δη­μιούρ­γη­σε το Ut pictura poesis, επέ­φε­ρε ο Lessing με το έρ­γο του Laokoon (1766).[12] Ήταν η πρώ­τη ξε­κά­θα­ρα δια­τυ­πω­μέ­νη έν­στα­ση στην ταύ­τι­ση της ποί­η­σης με τη ζω­γρα­φι­κή. O Lessing ανα­θε­ώ­ρη­σε τη συ­νά­φεια της ποί­η­σης και ευ­ρύ­τε­ρα της λο­γο­τε­χνί­ας με τη ζω­γρα­φι­κή και τις ει­κα­στι­κές τέ­χνες, εστιά­ζο­ντας όχι στην όψη της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας που ανα­πα­ρα­σταί­νε­ται (δη­λα­δή κα­τά πό­σο απο­δί­δε­ται ρε­α­λι­στι­κά η πραγ­μα­τι­κό­τη­τα) αλ­λά στον τρό­πο, στη μέ­θο­δο της ανα­πα­ρά­στα­σης της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας.[13] Δια­φέ­ρουν, λέ­ει ο Lessing, η ποί­η­ση και οι πλα­στι­κές τέ­χνες, κα­τά την ύλη και τους τρό­πους της μί­μη­σης.[14] Εί­ναι εμ­φα­νής εδώ η έμ­φα­ση στη μορ­φή, που δια­φο­ρο­ποιεί κα­τά τον Lessing τις δυο τέ­χνες και συ­νε­πώς το απο­τέ­λε­σμα που δη­μιουρ­γεί­ται στην ψυ­χή του ανα­γνώ­στη/θε­α­τή. Και για να τεκ­μη­ριώ­σει την άπο­ψή του έκα­νε μια ευ­φυή διά­κρι­ση, προσ­διό­ρι­σε την ποί­η­ση ως «τέ­χνη του χρό­νου» και τη ζω­γρα­φι­κή ως «τέ­χνη του χώ­ρου». Με άλ­λα λό­για, η λο­γο­τε­χνία χρη­σι­μο­ποιεί αρ­θρω­μέ­νους ήχους στον χρό­νο, απο­τε­λεί­ται από λέ­ξεις με μια αφη­γη­μα­τι­κή ακο­λου­θία μέ­σα στον χρό­νο. Η ζω­γρα­φι­κή χρη­σι­μο­ποιεί τη φόρ­μα και το χρώ­μα στον χώ­ρο.[15] Για πα­ρά­δειγ­μα, υπο­στη­ρί­ζει ο Lessing, το σω­μα­τι­κό κάλ­λος πη­γά­ζει από την αρ­μο­νι­κή ενέρ­γεια ποι­κί­λων με­ρών, απαι­τεί­ται η πα­ράλ­λη­λη θέ­ση των με­ρών αυ­τών για ν’ απο­δο­θεί το σω­μα­τι­κό κάλ­λος και αυ­τό μπο­ρεί να το κά­νει μό­νο η ζω­γρα­φι­κή.[16] Αντί­θε­τα ο ποι­η­τής μπο­ρεί να δεί­ξει τα στοι­χεία του κάλ­λους μό­νο δια­δο­χι­κά, να τα απα­ριθ­μή­σει στον λό­γο του, έτσι όμως δεν μπο­ρεί να μας δώ­σει μια ενιαία ει­κό­να, όπως μας δί­νει το συ­γκε­ντρω­τι­κό βλέμ­μα της ζω­γρα­φι­κής ή της γλυ­πτι­κής.[17] Αυ­τή λοι­πόν εί­ναι η δια­δο­χή στον χρό­νο και η ύπαρ­ξη στον χώ­ρο. Η λο­γο­τε­χνία συ­νε­πώς και οι πλα­στι­κές τέ­χνες δια­φέ­ρουν ως προς τους θε­με­λιώ­δεις νό­μους που κα­θο­ρί­ζουν τη λει­τουρ­γία τους.
Αυ­τός ο δια­χω­ρι­σμός τώ­ρα αρ­χί­ζει ν’ ανα­τρέ­πε­ται κα­τά τη ρο­μα­ντι­κή πε­ρί­ο­δο και την αντί­λη­ψη κυ­ρί­ως των Γερ­μα­νών ρο­μα­ντι­κών για την ενό­τη­τα των αι­σθή­σε­ων. Ο F. Schlegel ορα­μα­τί­στη­κε τη δη­μιουρ­γία μιας οι­κου­με­νι­κής ποί­η­σης, που μπο­ρεί να συ­νε­νώ­σει δια­φο­ρε­τι­κά εί­δη και να δια­πε­ρά­σει όλες τις μορ­φές της τέ­χνης.[18] Πά­νω σε αυ­τή τη σύλ­λη­ψη βα­σί­στη­κε και το ολι­κό καλ­λι­τέ­χνη­μα του Wagner, στο οποίο μπο­ρούν να συ­νε­νώ­νο­νται όλες οι υπάρ­χου­σες έως τό­τε τέ­χνες (ποί­η­ση, μου­σι­κή, ζω­γρα­φι­κή αρ­χι­τε­κτο­νι­κή κτλ.) μέ­σω του θε­ά­τρου.[19] 
Η πραγ­μα­τι­κή ανα­τρο­πή, όμως, του δόγ­μα­τος του Lessing, που ήθε­λε την ποί­η­ση τέ­χνη του χρό­νου και μό­νο, δη­μιουρ­γεί­ται κα­τά τη μο­ντερ­νι­στι­κή πε­ρί­ο­δο, όταν η μο­ντέρ­να ποί­η­ση ανα­τρέ­πει την έν­νοια της δια­δο­χι­κής αφη­γη­μα­τι­κής ακο­λου­θί­ας και δια­σπά το ποί­η­μα σε ανό­μοιες ει­κό­νες ή ενό­τη­τες. Αυ­τή η νοη­μα­τι­κή ασυ­νέ­χεια στο εσω­τε­ρι­κό του ποι­ή­μα­τος κα­ταρ­γεί την έν­νοια του χρό­νου και έτσι ο χρό­νος και ο χώ­ρος παύ­ουν να εί­ναι τα δυο άκρα που κα­θο­ρί­ζουν τα όρια της λο­γο­τε­χνί­ας και των πλα­στι­κών τε­χνών.
Ο θε­ω­ρη­τι­κός που συ­στη­μα­το­ποί­η­σε αυ­τή την αλ­λα­γή εί­ναι ο Joseph Frank, ο οποί­ος με τη δη­μιουρ­γία του όρου «χω­ρι­κή φόρ­μα» επα­να­προσ­διό­ρι­σε το δόγ­μα του Lessing.[20] Οι μο­ντέρ­νοι καλ­λι­τέ­χνες θέ­λουν ο ανα­γνώ­στης τους, υπο­στη­ρί­ζει ο Frank, ν’ αντι­λη­φθεί το έρ­γο τους «χω­ρι­κά μέ­σα σε μια χρο­νι­κή στιγ­μή, πα­ρά ως μια αφη­γη­μα­τι­κή χρο­νι­κή σει­ρά».[21] «Μια ει­κό­να, σύμ­φω­να με τον Pound, εί­ναι αυ­τό που πα­ρου­σιά­ζει ένα σύ­μπλεγ­μα πνεύ­μα­τος και συ­ναι­σθή­μα­τος μέ­σα σε μια στιγ­μή».[22] Αυ­τό το σύ­μπλεγ­μα, που δεν εί­ναι πα­ρά η ενο­ποί­η­ση ανό­μοιων ιδε­ών και συ­ναι­σθη­μά­των, δί­νει ένα ακα­ριαίο χτύ­πη­μα στην ευαι­σθη­σία του ανα­γνώ­στη. Εδώ υπο­στη­ρί­ζει ο Frank η μο­ντέρ­να λο­γο­τε­χνία προ­σλαμ­βά­νε­ται ως πλα­στι­κή τέ­χνη.[23]     

Μπο­ρού­με να δού­με ένα πα­ρά­δειγ­μα κυ­βι­στι­κής ποί­η­σης του Pierre Reverdy,[24] ποι­η­τή που γνώ­ρι­ζε κα­λά ο Ελύ­της:

Pierre Reverdy, «Ο ίδιος αριθμός» (1918)

Οι οφθαλμοί σου μόλις ανοιγμένοι
Το χέρι στην άλλη όχθη
Ο ουρανός    
            Και ό,τι συμβαίνει
Η πόρτα έγερνε
                        Ένα κεφάλι προσπερνά
Μέσα στο πλαίσιο
Κι απ' τα παραθυρόφυλλα
Μπορείς ανάμεσα να κοιτάξεις
Όλον τον χώρο ο ήλιος τον κρατά
Αλλά τα δέντρα είναι πάντοτε πράσινα
                        Μια ώρα κατρακυλά
[25]

Σε αυ­τό το ποί­η­μα έχου­με δια­φο­ρε­τι­κές νοη­μα­τι­κές ενό­τη­τες, δια­φο­ρε­τι­κά χρο­νι­κά επί­πε­δα που πρέ­πει, όμως, να συλ­λη­φθούν σε μια συγ­χρο­νία,[26] σε μία ενό­τη­τα, ακρι­βώς όπως συμ­βαί­νει στην Guernica του Picasso, όπου με την κυ­βι­στι­κή συγ­χρο­νία προ­βάλ­λο­νται ταυ­τό­χρο­να δια­φο­ρε­τι­κά πλά­να στον χώ­ρο και τον χρό­νο.[27] 
Μπο­ρεί, όμως, αυ­τό το ποί­η­μα ή όποιο άλ­λο ανά­λο­γο ποί­η­μα να ταυ­τι­στεί με τη ζω­γρα­φι­κή; Υπερ­βαί­νο­νται τα αι­σθη­τι­κά μέ­σα; Έχου­με την επί­τευ­ξη μιας χω­ρι­κής φόρ­μας; Στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, αυ­τή η σύ­ζευ­ξη εί­ναι φυ­σι­κά αδύ­να­τη, ωστό­σο, όπως υπο­στη­ρί­ζει ο Frank, οι μο­ντέρ­νοι συγ­γρα­φείς δεν έπα­ψαν να προ­σπα­θούν «να πε­τύ­χουν αυ­τό το αδύ­να­το –όσο το μπο­ρέ­σουν».[28]

Οδυσ­σέ­ας Ελύ­της, «Το μή­νυ­μα» (κο­λάζ 1968)


Ο θε­ω­ρη­τι­κός λό­γος του Ελύ­τη για την ποί­η­ση και τη ζω­γρα­φι­κή

Το θέ­μα της σύ­γκλι­σης ή από­κλι­σης των δυο τε­χνών απα­σχό­λη­σε συ­στη­μα­τι­κά και τον Οδυσ­σέα Ελύ­τη. Από πο­λύ νω­ρίς συ­νε­ξε­τά­ζει τα καλ­λι­τε­χνι­κά με τα ποι­η­τι­κά προ­βλή­μα­τα στην τέ­χνη. Δια­κη­ρύτ­τει με νε­α­νι­κό δυ­να­μι­σμό ότι θέ­λει ν’ ανα­λά­βει «την ολο­κλη­ρω­τι­κή και νό­μι­μη υπε­ρά­σπι­ση […] του γε­νι­κό­τε­ρου πνεύ­μα­τος που χα­ρα­κτη­ρί­ζει την τε­χνο­τρο­πία των μο­ντέρ­νων καλ­λι­τε­χνών» (1940).[29]
Η άπο­ψή του για τη συ­νά­φεια ζω­γρα­φι­κής και ποί­η­σης δια­φαί­νε­ται ήδη στο δο­κί­μιό του για τον Θε­ό­φι­λο, στον οποίο ο Ελύ­της δεν βλέ­πει απλώς έναν ζω­γρά­φο, αλ­λά έναν ποι­η­τή-ζω­γρά­φο και ακό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρο έναν «άν­θρω­πο –σύν­δε­σμο […] που μας ενώ­νει με την πιο ζω­ντα­νή πλευ­ρά του αγνοη­μέ­νου εαυ­τού μας» και το πε­τυ­χαί­νει, υπο­στη­ρί­ζει ο Ελύ­της, «επει­δή ξέ­ρει να συμ­φι­λιώ­νει τό­σο κα­λά το ποι­η­τι­κό πά­θος με το πλα­στι­κό».[30] Ο Θε­ό­φι­λος εί­ναι ένα εί­δος “κόμ­βου”, σύμ­φω­να με τον Ελύ­τη, «όπου γί­νο­νται οι αι­σθη­μα­τι­κές δια­σταυ­ρώ­σεις ενός συ­νό­λου που έμει­νε επί αιώ­νες άφω­νο». Στη συ­νέ­χεια γρά­φει ότι στον Θε­ό­φι­λο βρί­σκου­με να συ­νο­ψί­ζο­νται οι «εκ­φρα­στι­κές ορ­μές του Γέ­νους».[31] Μπο­ρού­με να δια­κρί­νου­με εδώ την «ομι­λού­σα ει­κό­να» του Σι­μω­νί­δη του Κεί­ου. Επι­πλέ­ον, ο Ελύ­της το­πο­θε­τεί τον Θε­ό­φι­λο, όχι με τους να­ΐφ ή λαϊ­κούς ζω­γρά­φους, όπως θα πε­ρί­με­νε κα­νείς, αλ­λά δί­πλα στους σπου­δαγ­μέ­νους μο­ντέρ­νους ζω­γρά­φους, που προ­σέ­λα­βαν την πρω­τό­γο­νη τέ­χνη και μέ­σα από τον δρό­μο της γνώ­σης έφτα­σαν στο ίδιο απο­τέ­λε­σμα με τον Θε­ό­φι­λο.[32] 
Αυ­τό που συ­νά­γε­ται από το κεί­με­νο του Ελύ­τη για τον Θε­ό­φι­λο εί­ναι η άπο­ψή του για την «αδελ­φό­τη­τα» ποί­η­σης και ζω­γρα­φι­κής. Αλ­λά και σε πολ­λά ακό­μη από τα κρι­τι­κά του κεί­με­να, ο Ελύ­της επι­χει­ρεί να συν­δέ­σει τις ποι­η­τι­κές με τις πλα­στι­κές αλή­θειες. Στο δο­κί­μιο «Η τέ­χνη της ελα­φράς ύλης» (1992) δια­τυ­πώ­νει ξε­κά­θα­ρα ότι στα έρ­γα που τον απα­σχο­λούν υπάρ­χει συμ­φυ­ής η πα­ρου­σία των δυο στοι­χεί­ων, έτσι που να μη νο­εί­ται το ένα χω­ρίς την επε­νέρ­γεια του άλ­λου.[33] Στο κεί­με­νο «Τα δη­μό­σια και τα ιδιω­τι­κά» (1983/89) πε­ρι­γρά­φει το αλ­φά­βη­το ως εξής:

το κά­θε ωμέ­γα, το κά­θε ύψι­λον, η κά­θε οξεία, η κά­θε υπο­γε­γραμ­μέ­νη δεν εί­ναι πα­ρά ένας κολ­πί­σκος, μια κα­τω­φέ­ρεια, μια κά­θε­τη βρά­χου […] δεν εί­ναι πα­ρά η οπτι­κή φά­ση της ελ­λη­νι­κής λα­λιάς.[34]

Στο δο­κί­μιο που συ­ντάσ­σει για τη ζω­γρα­φι­κή του Στέ­ρη ση­μειώ­νει πως «Ένα ιδιά­ζων κόκ­κι­νο, ένα πρα­σι­νω­πό μπλε και το λευ­κό του σου­πιο­κόκ­κα­λου του αρ­κούν, τις πε­ρισ­σό­τε­ρες φο­ρές, για να μας δώ­σει με οπτι­κά μέ­σα το ίδιο εκεί­νο αί­σθη­μα που μας δί­νουν με το λό­γο τα αρ­χαία ποι­η­τι­κά κεί­με­να».[35] Τα χρώ­μα­τα, λοι­πόν, μας δί­νουν το ίδιο αί­σθη­μα με τον λό­γο.
Ένα από τα ρεύ­μα­τα της ζω­γρα­φι­κής που συ­στη­μα­τι­κά τον απα­σχο­λεί από νω­ρίς, τό­σο στον κρι­τι­κό του λό­γο όσο και στον ποι­η­τι­κό εί­ναι ο κυ­βι­σμός. Η τε­χνο­τρο­πία του κυ­βι­σμού θα τον βοη­θή­σει να κά­νει πρά­ξη την άπο­ψή του για τη στε­νή συγ­γέ­νεια της ποι­η­τι­κής με την πλα­στι­κή συ­νεί­δη­ση. Ήδη στο δο­κί­μιο για τον Θε­ό­φι­λο ανα­φέ­ρε­ται στο άνοιγ­μα που πέ­τυ­χε ο κυ­βι­σμός στην κα­τα­νό­η­ση του χώ­ρου, γρά­φει μά­λι­στα ότι οι μο­ντέρ­νοι ζω­γρά­φοι συ­μπα­ρου­σιά­ζουν σ’ έναν πί­να­κα εκεί­να που απαι­τού­σε η πλα­στι­κή τους συ­νεί­δη­ση και «που η κα­θιε­ρω­μέ­νη έν­νοια του χώ­ρου δε θα το επέ­τρε­πε πο­τέ».[36] Έχει σα­φώς, λοι­πόν, επα­να­προσ­διο­ρί­σει την έν­νοια του χώ­ρου.
Αμε­σό­τε­ρα, όμως, με­λε­τά τη δυ­να­τό­τη­τα αξιο­ποί­η­σης της κυ­βι­στι­κής τε­χνι­κής στην ποί­η­ση, στο δο­κί­μιό του για τον Reverdy. Ο Ελύ­της ανα­γνω­ρί­ζει ότι ο κυ­βι­σμός έδω­σε έναν πλού­το στην ποί­η­ση του Reverdy, εί­ναι όμως επι­φυ­λα­κτι­κός για την πραγ­μα­τι­κή επι­τυ­χία αυ­τού του πει­ρά­μα­τος:

Στο πεδίο της τεχνικής, νομίζω, υπάρχει ένας πλούτος κάτω από τη φαινομενική μονοτονία, που μαρτυρεί για τις προσπάθειες του ποιητή να βρει στο λόγο την ακριβέστατη παράλληλο που είχε επισημάνει στην πλαστική ο Κυβισμός. Η εμμονή στο αντικείμενο, η τομή και αλληλοδιείσδυση των επιπέδων, η έκφραση που εξυπηρετεί δυο παράλληλες έννοιες, η συμπροβολή πολλών οπτικών επιφανειών, η μετάπτωση από το πρώτο στο τρίτο πρόσωπο κατά την έννοια του en face και profil, υπήρξανε πειραματισμοί που έμειναν, λίγο ως πολύ, χωρίς συνέπεια, ακόμη και από τον ίδιο.[37]


Οδυσσέας Ελύτης, «Ο Άγγελος της Αστυπαλαίας» (κολάζ 1966)
Οδυσσέας Ελύτης, «Ο Άγγελος της Αστυπαλαίας» (κολάζ 1966)

Εί­ναι σα­φές εδώ ότι ο Ελύ­της δεν απο­δέ­χε­ται άκρι­τα την εφαρ­μο­γή του κυ­βι­σμού στην ποί­η­ση. Ανα­γνω­ρί­ζει, όμως, ότι το απώ­τε­ρο όφε­λος από αυ­τόν τον πει­ρα­μα­τι­σμό «το βρί­σκει κα­νείς σε ολό­κλη­ρη τη με­τέ­πει­τα ποί­η­ση, ώς τις ημέ­ρες μας».[38] Και τα στοι­χεία που θε­ω­ρεί ότι έχουν γο­νι­μο­ποι­ή­σει τη νε­ό­τε­ρη ποί­η­ση σαν «βέ­λη που έχουν εκτο­ξευ­θεί προς όλες τις κα­τευ­θύν­σεις» εί­ναι τα εξής: η κα­θα­ρό­τη­τα της γλώσ­σας, η συν­δυα­στι­κή των ει­κό­νων, το πλέγ­μα των νοη­μά­των, οι ανα­λο­γί­ες της πλα­στι­κής ή της μου­σι­κής.[39] Αυ­τά φαί­νε­ται να εί­ναι και τα στοι­χεία που κρα­τά ο ίδιος από τον κυ­βι­σμό.
Πιο ξε­κά­θα­ρα, όμως, θα πα­ρου­σιά­σει τις αρ­χές του και τις θε­ω­ρη­τι­κές του από­ψεις για την τέ­χνη και τη λο­γο­τε­χνία στο δο­κί­μιο «Ο διαι­ρέ­της «Κ» στη σύγ­χρο­νη ζω­γρα­φι­κή, μα­ζί μ’ ένα μι­κρό φα­ντα­στι­κό μου­σείο».[40] Σε αυ­τό το άρ­θρο ξε­κι­νά με μια ανα­φο­ρά στον Πλά­τω­να:

Αν ο Πλάτων είχε φροντίσει ν’ αποσαφηνίσει τη θεωρία των «ειδητικών αριθμών», ποιος ξέρει, θα μπορούσαμε ίσως να κινηθούμε στο πεδίο της αισθητικής με περισσότερη ασφάλεια. Σήμερα, τα κριτήριά μας μοιάζουν ανελλιπή, εξαρτημένα.[41]

Εφό­σον, λοι­πόν, ο Πλά­των δεν απο­σα­φή­νι­σε τη θε­ω­ρία των «ει­δη­τι­κών αριθ­μών», το κρι­τή­ριο που τε­λι­κά θα σχη­μα­το­ποι­ή­σει ο Ελύ­της και το οποίο ονο­μά­ζει αυ­θαί­ρε­τα «Κ» εί­ναι η έν­νοια της κα­θα­ρό­τη­τας (μια σύν­θε­ση δια­φά­νειας και μυ­στη­ρί­ου, που ταυ­τό­χρο­να συν­δέ­ε­ται με την έν­νοια του κλα­σι­κού).[42] Θε­ω­ρη­τι­κο­ποιεί δη­λα­δή την έν­νοια της κα­θα­ρό­τη­τας και θε­ω­ρεί ότι για να επι­τευ­χθεί, προ­ϋ­πο­θέ­τει την πει­θάρ­χη­ση των στοι­χεί­ων σ’ έναν αό­ρα­το ρυθ­μό, σε μια αφα­νή γε­ω­με­τρία. Εί­μα­στε στο 1982,[43] ο Ελύ­της ολο­έ­να και πε­ρισ­σό­τε­ρο ανα­φέ­ρε­ται στη φι­λο­σο­φία, κυ­ρί­ως τον Πλά­τω­να, τον Πλω­τί­νο αλ­λά και τους Πυ­θα­γό­ρειους και αυ­τή η φι­λο­σο­φι­κή διά­στα­ση εί­ναι ένα από τα βα­σι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά της ώρι­μης ποί­η­σής του.[44] Συ­γκε­κρι­μέ­να, η έν­νοα της κα­θα­ρό­τη­τας για τον Ελύ­τη αντι­στοι­χεί:

σ’ ένα αίσθημα θεϊκής τάξης και θεϊκού μυστηρίου, ίδιο μ’ αυτό, θα έλεγα, που παρακολουθεί κάθε ευαίσθητο άνθρωπο σ’ όλο το μάκρος της ζωής του. Που πάει να πει ότι η αφανής γεωμετρία, με τη δύναμη Μέδουσας μαγνητικής, εξασκούσε ανέκαθεν τη γοητεία της, και δεν είναι ν’ απορούμε ότι στις μέρες μας τόλμησε να παρουσιασθεί στο προσκήνιο.[45]


Οδυσσέας Ελύτης, κολάζ (Αρχείο ΙΜΚ)
Οδυσσέας Ελύτης, κολάζ (Αρχείο ΙΜΚ)

Στο δο­κί­μιό του για τον Τσα­ρού­χη εί­χε ήδη ανα­φερ­θεί στην έν­νοια της «πλα­τω­νι­κής γε­ω­μέ­τρη­σης».[46] Ο Ελύ­της πι­θα­νό­τα­τα αντλεί άμε­σα από τη φι­λο­σο­φία του Πλά­τω­να και κυ­ρί­ως από τον Τί­μαιο, έρ­γο στο οποίο ο αρ­χαί­ος φι­λό­σο­φος «ει­ση­γεί­ται μια μα­θη­μα­τι­κο­ποι­η­μέ­νη φυ­σι­κή, όπου ο δη­μιουρ­γός βά­ζει σε τά­ξη τα ου­ρά­νια σώ­μα­τα... To σώ­μα του κό­σμου συ­γκρο­τεί­ται από τα τέσ­σε­ρα εμπε­δό­κλεια στοι­χεία, τα οποία εί­ναι ενω­μέ­να με δε­σμούς γε­ω­με­τρι­κής ανα­λο­γί­ας».[47] Η γε­ω­με­τρία έτσι συμ­βο­λί­ζει την συ­μπα­ντι­κή αρ­μο­νία, αλ­λά και την αρ­μο­νία εντός του αι­σθη­τού κό­σμου που εί­ναι απεί­κα­σμα που τέ­λειου κό­σμου των Ιδε­ών.[48] 
Με την πλα­τω­νι­κή οντο­λο­γία, επί­σης, συν­δέ­ε­ται η θε­ω­ρία των ανα­λο­γιών που ανα­πτύσ­σει ο Ελύ­της τό­σο σε αυ­τό το κεί­με­νο για τον διαι­ρέ­τη «Κ» όσο και στο δο­κί­μιό του για τον Picasso[49] αλ­λά και στις «Ανα­λο­γί­ες φω­τός», όπου ανα­πτύσ­σει με τη μορ­φή συ­νέ­ντευ­ξης προς τον Ivar Ivask όλες τις αρ­χές της ποι­η­τι­κής του.[50] Η ανα­λο­γία μι­κρό­κο­σμου-μα­κρό­κο­σμου που δια­τρέ­χει τον Τί­μαιο αλ­λά και ευ­ρύ­τε­ρα η πλα­τω­νι­κή οντο­λο­γία για τον «υπε­ρου­ρά­νιο τό­πο των Ιδε­ών» εί­ναι στοι­χεία που βρί­σκει κα­νείς διά­σπαρ­τα στα δο­κι­μια­κά και ποι­η­τι­κά κεί­με­να του Ελύ­τη.[51] Έτσι, γρά­φει στις «Ανα­λο­γί­ες φω­τός»: «Μια γραμ­μή που τρα­βά­ει ένας ζω­γρά­φος δεν εί­ναι πε­ριο­ρι­σμέ­νη μό­νο στον εαυ­τό της αλ­λά έχει μια ανα­λο­γία στον κό­σμο των πνευ­μα­τι­κών αξιών».[52] Πί­σω από αυ­τή τη θε­ω­ρία των ανα­λο­γιών μπο­ρού­με να δια­βά­σου­με την πλα­τω­νι­κή κο­σμο­λο­γία σύμ­φω­να με την οποία «υπάρ­χει ένα αιώ­νιο υπό­δειγ­μα, ο κό­σμος των Ιδε­ών, του οποί­ου ο φυ­σι­κός κό­σμος εί­ναι το πιο πι­στό αντί­γρα­φο».[53] 
Βέ­βαια δεν αντλεί μό­νο από τον Πλά­τω­να την έν­νοια της γε­ω­με­τρι­κής ανα­λο­γί­ας. Ανα­γνω­ρί­ζει ως επί­τευγ­μα του κυ­βι­σμού τη «μα­θη­μα­τι­κή κα­τα­νο­μή του χώ­ρου σαν μια απά­ντη­ση στο άμε­τρο και το συ­γκε­χυ­μέ­νο των αι­σθη­μά­των».[54] 
Επι­πλέ­ον, ο Ελύ­της συ­νέ­λα­βε την έν­νοια της «γε­ω­μέ­τρη­σης» σε άμε­σο συ­σχε­τι­σμό με την έν­νοια της «υπέρ­βα­σης». Σε συ­νέ­ντευ­ξή του στον Δη­μή­τρη Άνα­λι το 1982 εί­ναι σα­φής: «Μι­λώ… για υπέρ­βα­ση και γε­ω­μέ­τρη­ση μα­ζί. Που η μία να γεν­νά και να γεν­νιέ­ται, συγ­χρό­νως, από την άλ­λη… που επι­τυγ­χά­νε­ται όχι τό­σο με την προ­με­λέ­τη (όπως θα το φα­ντα­ζό­τα­νε κα­νείς και όπως ανα­γκα­στι­κά πα­ρου­σιά­ζε­ται στη θε­ω­ρία) όσο με κά­ποιο εν­στι­κτώ­δες σκίρ­τη­μα, με το αυ­τό­μα­το δό­σι­μο της ψυ­χής».[55] Συ­νε­πώς, αυ­τή η εν­δο­καλ­λι­τε­χνι­κή προ­σπά­θεια του Ελύ­τη και η επι­θυ­μία του να υπερ­βεί τα όρια που χω­ρί­ζουν τον λό­γο από την ει­κό­να και ακό­μη την αί­σθη­ση από την ιδέα, θα μπο­ρού­σε να κα­τα­νοη­θεί σαν μια προ­σπά­θεια να υπερ­βεί τους φραγ­μούς που χω­ρί­ζουν την τέ­χνη από τη ζωή ή τον κό­σμο των αι­σθή­σε­ων από τον κό­σμο των Ιδε­ών.[56] Έτσι, στην ποί­η­σή του δη­μιουρ­γεί­ται ένα νοη­τι­κό και συ­ναι­σθη­μα­τι­κό σύ­μπλεγ­μα που επι­χει­ρεί να ενώ­σει τον λό­γο με την ει­κό­να:

«χάρ­τες/ Που ζω­γρα­φί­ζουν άγ­γε­λοι μ’ αό­ρα­τη δε­ξιά»[57]
«ένας Παν­σέ­λη­νος που ζω­γρα­φί­ζει ενώ δεν υπάρ­χει Θε­ός»[58]
«ο κή­πος βλέ­πει/ ανά­γκη να με­τα­τρε­πό­μα­στε κά­θε στιγ­μή σε ει­κό­να»[59]

Ή στο ποί­η­μα το «Αμύ­γδα­λο του κό­σμου»[60] δια­βά­ζου­με τους στί­χους του ποι­ή­μα­τος μα­ζί με τα έρ­γα του Dalí, του De Chirico, του Balthus.[61] Στις Έξι και μια τύ­ψεις για τον ου­ρα­νό οι ει­κό­νες θα­νά­του και σφα­γής της Guernica του Picasso με­τα­τρέ­πο­νται σε «Ύπνο των Γεν­ναί­ων»:[62]

Ο ΥΠΝΟΣ ΤΩΝ ΓΕΝΝΑΙΩΝ

Μυρίζουν ακόμη λιβανιά, κι έχουν την όψη καμένη από το πέρασμά
τους στα Σκοτεινά Μεγάλα Μέρη.

Κει που μεμιάς τους έριξε το Ασάλευτο


Μπρούμυτα, σ’ ένα χώμα που κι η πιο μικρή ανεμώνα του θα ’φτανε
να πικράνει τον αέρα του Άδη

(Το ’να χέρι μπρος, έλεγες πολεμούσε ν’ αρπαχτεί απ’ το μέλλον,
τ’ άλλο κάτω απ’ την έρμη κεφαλή, στραμμένη με το πλάι


Σαν να θωρεί στερνή φορά, μέσα στα μάτια ενός ξεκοιλιασμένου
αλόγου, σωρό τα χαλάσματα καπνίζοντας)

Και τέ­λος, όταν ο Ελύ­της δια­κή­ρυτ­τε στο «Villa Natacha»: «Ονει­ρεύ­ο­μαι μιαν επα­νά­στα­ση από το μέ­ρος του κα­κού και των πο­λέ­μων σαν αυ­τή που έκα­νε από το μέ­ρος του σκιό­φω­τος και των απο­χρώ­σε­ων ο Matisse»,[63] δεν ήταν μό­νο για να υπερ­βεί τα όρια των τε­χνών, αλ­λά και μέ­σα από τη δυ­να­μι­κή της υπερ­ρε­α­λι­στι­κής κο­σμο­θε­ω­ρί­ας να πε­τύ­χει την υπέρ­βα­ση των ορί­ων που χω­ρί­ζουν την τέ­χνη από τη ζωή, την πραγ­μα­τι­κή ζωή, την απλή, τη χει­ρο­πια­στή, γι’ αυ­τό και λέ­ει:

Με σοφία και θάρρος. Picasso και Laurens. Να πατήσουμε
Πάνω στην Ψυχολογία, στην Πολιτική, στην Κοινωνιολογία,
Ηλιοκαμένοι μ’ ένα σκέτο άσπρο πουκάμισο.[64]

Οδυσσέας Ελύτης, διαφανογραφία από την εικονογράφηση της Σαπφώς
Οδυσσέας Ελύτης, διαφανογραφία από την εικονογράφηση της Σαπφώς

Μια πρώ­τη μορ­φή αυ­τού του κει­μέ­νου πα­ρου­σιά­στη­κε στο Συ­νέ­δριο που ορ­γά­νω­σαν το Ζω­γρά­φειο Λύ­κειο και τα Εκ­παι­δευ­τή­ρια Μα­ντου­λί­δη: Οδυσ­σέ­ας Ελύ­της. Ο ποι­η­τής του Αι­γαί­ου (Θεσ­σα­λο­νί­κη, 30 Μαρ­τί­ου-3 Απρι­λί­ου 2016)


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  • Δη­μή­τρης Αγ­γε­λά­τος, «Tέ­χνες του χώ­ρου και τέ­χνες του χρό­νου. Ένα σχή­μα για με­θο­δο­λο­γι­κούς όρους και όρια στις σύγ­χρο­νες δια­καλ­λι­τε­χνι­κές προ­σεγ­γί­σεις», Eπι­στη­μο­νι­κό Συ­μπό­σιο. Τα όρια των ει­δών στην τέ­χνη σή­με­ρα, Εται­ρεία Σπου­δών Νε­ο­ελ­λη­νι­κού Πο­λι­τι­σμού και Γε­νι­κής Παι­δεί­ας Σχο­λής Μω­ρα­ΐ­τη, Αθή­να 2009, σσ. 16-21.
  • Δη­μή­τρης Αγ­γε­λά­τος, Λο­γο­τε­χνία και ζω­γρα­φι­κή. Προς μια ερ­μη­νεία της δια­καλ­λι­τε­χνι­κής (ανα)πα­ρά­στα­σης, Gutenberg 2017.
  • Αρι­στο­τέ­λους,Πε­ρί Ποι­η­τι­κής, μετ. Σί­μου Με­νάρ­δου, ει­σα­γω­γή κεί­με­νο και ερ­μη­νεία υπό Ι. Συ­κου­τρή, Εστία 1997.
  • Γιώρ­γος Βε­λου­δής, Γραμ­μα­το­λο­γία. Θε­ω­ρία λο­γο­τε­χνί­ας, Δω­δώ­νη 1991.
  • Eugene B. Cantelupe, «Picasso's Guernica»,Art Journal, τ. 31, τχ. 1, (1971), σσ. 18-21.
  • Οδυσ­σέ­ας Ελύ­της, «Η ση­μα­σία της αντι­στοι­χί­ας στο έρ­γο του Picasso»,Αιο­λι­κά Γράμ­μα­τα, τ. Η΄, τχ. 43-44, 1978, σσ. 17-20.
  • Οδυσ­σέ­ας Ελύ­της, «Ανα­λο­γί­ες φω­τός (Μια συ­νέ­ντευ­ξη του ποι­η­τή στον Ivar Ivask)»,
  • Οδυσ­σέ­ας Ελύ­της,Εκλο­γή 1935-1977, Άκ­μων 1979, σσ.187-203.
  • Οδυσ­σέ­ας Ελύ­της,Ανοι­χτά χαρ­τιά, Ίκα­ρος 1987.
  • Οδυσ­σέ­ας Ελύ­της,Εν Λευ­κώ, Ίκα­ρος 1992.
  • Οδυσ­σέ­ας Ελύ­της, «Η υπέρ­βα­ση και η γε­ω­μέ­τρη­ση (Συ­νέ­ντευ­ξη στον Δη­μή­τρη Άνα­λι)»,Συν τοις άλ­λοις. 37 Συ­νε­ντεύ­ξεις, Ύψι­λον 2011, σσ. 255-269
  • Joseph Frank,Η μο­ντέρ­να λο­γο­τε­χνία ως πλα­στι­κή τέ­χνη, Κα­θρέ­φτης, Αθή­να [χ.χ.].
  • Kimon Friar, «The Imagery and Collages of Odysseus Elytis [1975] », World Literature Today, τ. 3, τχ. 2, (1989), σσ. 233-238.
  • Ιου­λί­τα Ηλιο­πού­λου,Ανα­ζη­τώ­ντας τη δέ­κα­τη τέ­ταρ­τη ομορ­φιά. Δο­κί­μια για τον Οδυσ­σέα Ελύ­τη, Ύψι­λον 2014
  • Ελέ­νη Κα­κλα­μά­νου, «Φυ­σι­κή φι­λο­σο­φία και κο­σμο­λο­γία», Ει­σα­γω­γή στην αρ­χαία φι­λο­σο­φία, επιμ. Γιώρ­γος Κα­ρα­μα­νώ­λης, Πα­νε­πι­στη­μια­κές Εκ­δό­σεις Κρή­της, Ηρά­κλειο 2017, σσ. 181-216.
  • Τζί­να Κα­λο­γή­ρου, «“Ανά­γκη να με­τα­τρε­πό­μα­στε κά­θε στιγ­μή σε ει­κό­να”. Ει­κό­νες, συ­νει­κό­νες και ει­κα­στι­κά δια­κεί­με­να στη δι­δα­σκα­λία της ποί­η­σης του Ελύ­τη», Ο Ελύ­της στην εκ­παί­δευ­ση: ζη­τή­μα­τα ποι­η­τι­κής-δι­δα­κτι­κές προ­σεγ­γί­σεις. Πρα­κτι­κά 3ης Επι­στη­μο­νι­κής Συ­νά­ντη­σης, επι­μέ­λεια-ει­σα­γω­γή Θε­ο­δό­σης Πυ­λα­ρι­νός. Εκ­δό­σεις της Σχο­λής Ι. Μ. Πα­να­γιω­τό­που­λου, Αθή­να 2002, σσ. 97-108
  • Έλε­να Κου­τριά­νου,Με άξο­να το φως. Η δια­μόρ­φω­ση και η κρυ­στάλ­λω­ση της ποι­η­τι­κής του Οδυσ­σέα Ελύ­τη, Ίδρυ­μα Κώ­στα και Ελέ­νης Ου­ρά­νη, Αθή­να 2002.
  • Μα­ρί­να Λα­μπρά­κη-Πλά­κα, «Ut pictura poesis: το πρό­σω­πο και το προ­σω­πείο μιας θε­ω­ρη­τι­κής δια­μά­χης», Ιτα­λι­κή Ανα­γέν­νη­ση: τέ­χνη και κοι­νω­νία-τέ­χνη και αρ­χαιό­τη­τα, Κα­στα­νιώ­της 2004, σσ. 105-106.
  • Gotthold Ephraim Lessing,Λα­ο­κό­ων: ή πε­ρί των ορί­ων της ζω­γρα­φι­κής και της ποι­ή­σε­ως, μετ. Α. Προ­βε­λέγ­γιος, Πε­λε­κά­νος, Αθή­να 2003 (ανα­τύ­πω­ση της έκ­δο­σης του 1902)
  • Δ. Ν. Μα­ρω­νί­της,Όροι του λυ­ρι­σμού στον Οδυσ­σέα Ελύ­τη, Κέ­δρος 1984.
  • Paola Maria Minucci, «Tra purezza e geometria», Odisseas Elitis, La materia leggera. Pittura e purezza nell’ arte contemporanea, επιμ, Paola Maria Minucci, ει­σα­γω­γή Antonella Anedda, Donzelli, Ρώ­μη 2005, σσ. 153-159.  
  • Ορα­τί­ου,Η ποι­η­τι­κή τέ­χνη: επι­στο­λές στον Αύ­γου­στο και στον Ιού­λιο Φλώ­ρο, μετ. Μα­ριέτ­τα Μι­νώ­του, πρό­λο­γος Κ. Πα­λα­μά, εκδ.“Ανε­ξαρ­τή­του”, Αθή­ναι 1934.
  • Πλά­των, Τί­μαιος, μετ. ει­σα­γω­γή Β. Κάλ­φας, Εστία 2014.
  • Γιάν­νης Ρη­γό­που­λος,Κεί­με­νο και ει­κό­να. Όρια και δυ­να­τό­τη­τες της σύ­γκρι­σης, Σμί­λη 1997.
  • Αλε­ξάν­δρα Σα­μου­ήλ, “Πά­ντα αριθ­μώ διέ­τα­ξας”. Ανα­λο­γία, αριθ­μο­λο­γία και ποί­η­ση, Με­λά­νι 2018.
  • Wendy Steiner,The Colors of Rhetoric. Problems in the Relations between Modern Literature and Painting, The University of Chicago Press, Λον­δί­νο 1982.
  • René Wellek και Austin Warren,Θε­ω­ρία λο­γο­τε­χνί­ας (Theory of Literature), μετ. Σταύ­ρου Γε­ωρ­γί­ου Δε­λη­γιώρ­γη, Δί­φρος 1980.
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: