Ο βιολιστής που έγινε τρομοκράτης

Βα­σί­λης Κου­νέ­λης, Κα­πνι­σμέ­να ερεί­πια, εκδ. Κα­στα­νιώ­τη 2018

φωτ. Π. Γουργουρής
φωτ. Π. Γουργουρής


«Κα­λώς ήρ­θες στα μου­χλια­σμέ­να υπό­γεια της δη­μο­κρα­τί­ας συ­νή­γο­ρε», θα πει μέ­σα από τη φυ­λα­κή ο, σα­ρα­ντά­ρης πια, κα­τα­δι­κα­σμέ­νος για συμ­με­το­χή σε τρο­μο­κρα­τι­κή ορ­γά­νω­ση Ηρα­κλής, στο δι­κη­γό­ρο υπε­ρά­σπι­σης Φί­λιπ­πο, κα­λώ­ντας τον έτσι με το ζε­στό του χα­μό­γε­λο στην απα­γο­ρευ­μέ­νη για πολ­λούς από­λαυ­ση της ηδο­νο­βλε­ψί­ας μιας επα­νά­στα­σης. 
Ο πρω­το­πρό­σω­πος αφη­γη­τής δι­κη­γό­ρος Φί­λιπ­πος, από­φοι­τος Κολ­λε­γί­ου Αθη­νών, με πα­τέ­ρα εθνι­κό­φρο­να αξιω­μα­τι­κό και μά­λι­στα ταγ­μέ­νο χου­ντι­κό, απο­φα­σί­ζει να μας πει την ιστο­ρία του τρο­μο­κρά­τη Ηρα­κλή παίρ­νο­ντας έτσι το δι­καί­ω­μα να βιώ­σει τη φα­ντα­σί­ω­ση της υπερ­βα­τι­κό­τη­τας, επι­χει­ρώ­ντας να ζή­σει μέ­σα από τον Ηρα­κλή την υπε­ρά­σπι­ση των αρι­στε­ρών ιδε­ο­λο­γιών που τί­μη­σε στη γε­μά­τη ερω­τη­μα­τι­κά και προσ­δο­κί­ες «ανή­συ­χη εφη­βεία» του. Η νιό­τη απο­τε­λεί βα­σι­κό συ­στα­τι­κό μιας αλ­χη­μεί­ας που με­τα­τρέ­πει τη βα­ρε­τή κα­νο­νι­κό­τη­τα σε ου­σία, όπως μας απέ­δει­ξε επι­τυ­χώς ο συγ­γρα­φέ­ας Βα­σί­λης Κου­νέ­λης και στον Νο­μα­ταίο του. Με άλ­λα λό­για, η επι­λο­γή του ατό­μου να ανα­ζη­τά μέ­σα του την ακα­τέρ­γα­στη ορ­μή της εφη­βι­κής του προ­σω­πι­κό­τη­τας, ακό­μα και στη μέ­ση ηλι­κία, απο­τε­λεί πη­γή πα­ρα­γω­γής νο­ή­μα­τος και ανα­δη­μιουρ­γί­ας της μου­χλια­σμέ­νης μας ταυ­τό­τη­τας. Γι’ αυ­τό ο Κου­νέ­λης, ή μάλ­λον ο Φί­λιπ­πος, πα­ρου­σιά­ζει την εφη­βεία του Ηρα­κλή και μας σκια­γρα­φεί το ολο­κλη­ρω­μέ­νο πορ­τραί­το ενός τρο­μο­κρά­τη για να μας δώ­σει τε­λι­κά την ευ­και­ρία να ταυ­τι­στού­με και να κα­τα­λά­βου­με τις πρά­ξεις του. Να κα­τα­λά­βου­με εκεί­νη την «άγρια χα­ρά» του Πα­πα­δια­μά­ντη που με­τα­φρά­ζε­ται σε «άγρια ελευ­θε­ρία». 
Στη δε­κα­ε­τία του ’60, ο μι­κρός Ηρα­κλής, πα­ρα­γκω­νι­σμέ­νος και εκ­φο­βι­σμέ­νος από τους αδί­στα­κτους συ­νο­μή­λι­κους συ­ντο­πί­τες του, τους λε­γό­με­νους «πόρ­δους», στο φα­ντα­στι­κό νη­σί της Αι­γι­λει­ψού θα βιώ­σει τη βία, την αδι­κία, το φό­βο και την παι­δι­κή ενο­χή μέ­σα από μια φα­ντα­στι­κή δί­κη που μα­γνη­το­σκο­πεί στο μυα­λό του για ένα κλεμ­μέ­νο πο­δή­λα­το. Τρα­γι­κή ει­ρω­νεία ο φό­βος εκ­δί­κα­σης για αυ­τό το αστείο έγκλη­μα και εξί­σου αστεία και γκρο­τέσκ η αλά Κα­μύ πε­ρι­γρα­φή του ει­ρη­νο­δί­κη που θα τον κα­τα­δι­κά­σει. «Θα τον ξα­να­δεί ύστε­ρα πολ­λές φο­ρές. Τον ίδιο λαι­μό, κα­μπου­ρια­στό κι απα­ράλ­λα­χτο, κι ας άνη­κε κά­θε φο­ρά σε δια­φο­ρε­τι­κό δι­κα­στι­κό κε­φά­λι». 
Από την «πυ­ρα­κτω­μέ­νη εφη­βεία», βέ­βαια, δε λεί­πει ο έρω­τας. Μά­λι­στα, όταν τα από­κρυ­φα μη­νύ­μα­τα που ανταλ­λά­ζει ο Ηρα­κλής με τη Νάν­συ απο­τε­λούν «απο­δει­κτι­κό ενο­χής μα και κα­τά­στι­χο πα­ρα­νο­μί­ας, πό­θου και πρό­κλη­σης μα­ζί». Κά­πως έτσι ένα κρυ­φό πο­λι­τι­κό μή­νυ­μα ή μια προ­κή­ρυ­ξη μπο­ρεί να απο­τε­λεί ερω­τι­κό γράμ­μα με δέ­κτη την ελευ­θε­ρία και την υπέρ­βα­ση. Ερω­τι­κή λοι­πόν πά­ντα η ανά­γκη της διά­βα­σης πά­νω από την κα­νο­νι­κό­τη­τα, η οποία κά­νει τη φα­ντα­σία να ασθμαί­νει. «Δεν υπάρ­χει δι­καιο­σύ­νη,» εξη­γεί από τη φυ­λα­κή ο Ηρα­κλής, «για­τί αυ­τός που την απο­νέ­μει δεν εί­ναι ελεύ­θε­ρος».

Η περιγραφή του Κουνέλη, ο οποίος κάνει ένα σύντομο πέρασμα από το μύθο της ιστορίας αυτής, καταβροχθίζει με όρεξη το φόντο της ιστορίας. Ο συγγραφέας εμποτίζει το κείμενο με την πολιτική και τη δικανική του γνώση εισάγοντας μας στον κόσμο ή μάλλον στα ερείπια της νεοελληνικής τρομοκρατίας.

Σαν ένας άλ­λος πιο αβέ­βαιος Μερ­σώ κά­τω από τον «αδυ­σώ­πη­το ήλιο» που κά­νει το χρό­νο να στα­μα­τά, ο δε­κα­ε­ξά­χρο­νος Ηρα­κλής παίρ­νει για πρώ­τη φο­ρά τη δι­καιο­σύ­νη στα χέ­ρια του για να γλι­τώ­σει τη χή­ρα μά­να του από τα δό­ντια ενός «υπε­νω­μα­τάρ­χη» που την πα­ρε­νο­χλεί σε­ξουα­λι­κά. Με ένα κα­λό ση­μά­δι και με μια «δο­ξα­ριά» μο­νά­χα ο Ηρα­κλής γί­νε­ται φο­νιάς δια­σχί­ζο­ντας το κα­τώ­φλι της ενη­λι­κί­ω­σης, αρ­ρω­σταί­νο­ντας με την ίδια του τη βία. 
Και για­τί έγι­νε ένας πα­ρα­βα­τι­κός ο Ηρα­κλής; Ο Ηρα­κλής που μοι­ρά­ζε­ται με τον Φί­λιπ­πο την αγά­πη του για το βιο­λί (ερή­μην του και τη γυ­ναί­κα του...), που εί­ναι ευαί­σθη­τος, ονει­ρο­πό­λος αλ­λά λί­γο δει­λός∙ ο Ηρα­κλής που πα­ρά­τη­σε το βιο­λί και μπή­κε στην Ορ­γά­νω­ση των Οκτώ επει­δή επι­χεί­ρη­σε να με­τα­ποι­ή­σει τον ασπρό­μαυ­ρο κό­σμο του σε έγ­χρω­μο. «Πως ο έως τό­τε υπά­κουος ωτα­κου­στής και με­λε­τη­ρός εκ­φρα­στής της μου­σι­κής ρο­ής γοη­τεύ­τη­κε σφό­δρα από τη τρα­χύ­τη­τα και την ηχώ του όπλου...;» Στα τέ­λη της δε­κα­ε­τί­ας του ’70, φοι­τη­τής στο Πο­λυ­τε­χνείο, ο Ηρα­κλής γοη­τεύ­ε­ται από τις αναρ­χο-σο­σια­λι­στι­κές ιδέ­ες που πρώ­τη φο­ρά του δί­νουν μορ­φή, εξή­γη­ση και λύ­ση στο πα­ρά­λο­γο της αδι­κί­ας αυ­τού του κό­σμου. Η Ορ­γά­νω­ση έγι­νε η εγρή­γορ­ση της ζω­ής. Ίσως και να τον πλά­νε­ψε ο μα­γι­κός αριθ­μός 8, ο αριθ­μός της «ισχύς και του ορά­μα­τος,» ο αριθ­μός που με­του­σιώ­νει την ύλη σε πνεύ­μα και τα­νά­πα­λιν όπως μας εξη­γεί ο Φί­λιπ­πος. Σε ένα παι­χνί­δι ζω­ής και θα­νά­του η Ορ­γά­νω­ση των Οκτώ εκτέ­λε­σε οκτώ ξέ­νους και οκτώ εγ­χώ­ριους πο­λι­τι­κούς, οκτώ κε­φα­λαιού­χους –εξαγ­γελ­θέ­ντα γε­γο­νό­τα στα δελ­τία των οκτώ– και εί­χε άλ­λη μία οκτά­δα στα σκα­ριά πριν την πε­ρι­βό­η­τη εξάρ­θρω­σή της, απο­τέ­λε­σμα μιας άτυ­χης έκρη­ξης που κα­τέ­λη­ξε στη σύλ­λη­ψη του Ηρα­κλή... Ο Φώ­της ο Γιαλ­λού­σης, ο Τό­λης ο Κα­ρα­ντί­νης, ο Στέ­φα­νος Γά­τσος ή Ροτ­βάι­λερ, ο Νικ Μπέ­σας, ο Μο­ντ­γκό­με­ρι, ο Χρυ­σο­βα­λά­ντης, ο Τέρ­νερ και ο Ηρα­κλής Κο­ντός: οι οκτώ επα­να­στα­τη­μέ­νοι – οι αυ­θαί­ρε­τοι «ερ­γο­λά­βοι επί­λυ­σης κοι­νω­νι­κών αδιε­ξό­δων».
Αρ­χη­γός των οκτώ ο Φώ­της εκ των Πα­ρι­σί­ων, ο «Σα­κα­τιέν», ο «πλα­στός», ο «θε­α­τρί­νος», αυ­ταρ­χι­κός, λά­τρης και αυ­τός μιας άλ­λης εξου­σί­ας με τη δι­κή της «ιε­ραρ­χία και αδια­φι­λο­νί­κη­τους κα­νό­νες». Επι­τε­λε­στι­κό όρ­γα­νο ο Ηρα­κλής, θύ­μα (;) του Φώ­τη και της τα­χυ­δα­κτυ­λουρ­γι­κής του τέ­χνης να ψεύ­δε­ται, να πεί­θει με έναν «λό­γο πο­λυ­βό­λο», να εν­σω­μα­τώ­νει εκεί­νον που θέ­λει να ανή­κει στη μα­γεία της ανα­τρο­πής, της με­τα­τρο­πής, της με­τάλ­λα­ξης του κώ­δι­κα επι­κοι­νω­νί­ας και λει­τουρ­γί­ας της αγο­ραί­ας ύπαρ­ξης των αν­θρώ­πων. «Κυ­ρί­ως, δεν πρό­κει­ται να απο­λο­γη­θώ για το τι πι­στεύω και τι όχι. Για­τί αυ­τό δεν χρή­ζει κα­μιάς απο­λο­γί­ας και από κα­νέ­ναν άν­θρω­πο…». Έτσι νοη­μα­το­δο­τεί την έν­νοια της ελευ­θε­ρί­ας στο δι­κα­στή­ριο ο Φώ­της στην προ­σπά­θεια του να θρυμ­μα­τί­σει τον κα­θρέ­φτη στον οποίο βαυ­κα­λί­ζε­ται η κοι­νω­νία και να ισο­πε­δώ­σει κά­θε σύ­στη­μα ανά­κρι­σης και προσ­διο­ρι­σμού του ατό­μου. Η πί­στη στο επα­να­στα­τι­κό όρα­μα όμως συ­γκρί­νε­ται με θρη­σκευ­τι­κό δόγ­μα μέ­σα από την υπό­σχε­ση της Δευ­τέ­ρας πα­ρου­σί­ας που προ­πα­γαν­δί­ζει η πω­ρω­μέ­νη θεία του Ηρα­κλή. Στο ρό­λο του Δια­βό­λου ο τα­ξι­κός εχθρός και στο ρό­λο του Θε­ού ο Φώ­της. Μέ­σα από πα­ραι­σθή­σεις ο Ηρα­κλής θα μας πει τε­λι­κά ποιος εί­ναι ο ίδιος και πως γί­νε­ται να εί­σαι ελεύ­θε­ρος.
Στη δο­μή του το κεί­με­νο ανα­κα­τεύ­ει το πα­ρελ­θόν και το μέλ­λον του μύ­θου τρα­τά­ρο­ντας τον ανα­γνώ­στη στοι­χεία και δια­κρι­τι­κές ει­ρω­νεί­ες για την εξέ­λι­ξη της πλο­κής. Ιντερ­λού­δια μι­κρών κει­μέ­νων από το χέ­ρι του Ηρα­κλή που βρέ­θη­καν πά­νω σε χαρ­το­πε­τσέ­τες απο­τε­λούν τις γκρί­ζες κομ­μα­τια­σμέ­νες ει­κό­νες ενός τρο­μο­κρά­τη. Ο Φί­λιπ­πος εί­ναι κλει­δο­κρά­το­ρας της ιστο­ρί­ας ανοί­γο­ντας την πόρ­τα ανά­με­σα στους δύο κό­σμους – εκεί­νον της φυ­λα­κής και εκεί­νον της ζω­ής εκεί έξω που κρύ­βει ελεύ­θε­ρα ποι­κί­λες φυ­λα­κές. Ο τό­νος του κει­μέ­νου εί­ναι ευ­χά­ρι­στος, γε­μά­τος χιού­μορ αλ­λά και με­λαγ­χο­λι­κός όταν η δο­μή και οι απαι­τή­σεις της πο­λι­τι­κής Ορ­γά­νω­σης συ­γκρί­νο­νται με τη δο­μή και τους κα­νό­νες της μου­σι­κής. Η πε­ρι­γρα­φή του Κου­νέ­λη, ο οποί­ος κά­νει ένα σύ­ντο­μο πέ­ρα­σμα από το μύ­θο της ιστο­ρί­ας αυ­τής, κα­τα­βρο­χθί­ζει με όρε­ξη το φό­ντο της ιστο­ρί­ας. Ο συγ­γρα­φέ­ας εμπο­τί­ζει το κεί­με­νο με την πο­λι­τι­κή και τη δι­κα­νι­κή του γνώ­ση ει­σά­γο­ντας μας στον κό­σμο ή μάλ­λον στα ερεί­πια της νε­ο­ελ­λη­νι­κής τρο­μο­κρα­τί­ας.
Τε­λι­κά αξί­ζει να ανα­ρω­τη­θού­με – «Για­τί τι εί­ναι, εντέ­λει, η ασφυ­κτι­κή ζωή μας πα­ρά λυ­τρω­τι­κοί ανα­σα­σμοί ανά­με­σα σε δό­λιους πνιγ­μούς;» Και ποιος έχει το δι­καί­ω­μα να αφαι­ρεί την αν­θρώ­πι­νη ζωή; Ο πο­λί­της; Το κρά­τος; Ή κα­νείς;

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: