Στα όρια της Ιστορίας και του Χάους

«Χάος». Εργαστήριο του George Frederic Watts (περ.1875). Λάδι σε καμβά 167x348 εκ. Tate Gallery, Λονδίνο
«Χάος». Εργαστήριο του George Frederic Watts (περ.1875). Λάδι σε καμβά 167x348 εκ. Tate Gallery, Λονδίνο

Κώστας Γ. Παπαγεωργίου, «Σωσίβιο χώμα», Μελάνι 2020

Πολύ συχνά στην ιστορία του, το ανθρώπινο γένος ζει σε ένα χαώδες τοπίο με λόγχες ή βόμβες να πέφτουν πλάι του. Παγκόσμιος ή εμφύλιος, ο πόλεμος δεν είναι θέαμα, όπως τον θέλει ο Baudrillard, ούτε ακριβώς «πάντων πατήρ», όπως ισχυρίζεται ο δικός μας, παρασύροντάς μας, ωστόσο, σε μεγαλύτερο βάθος, για να ερμηνεύσουμε το λογικά αφύσικο φαινόμενο και να συλλάβουμε τη σπουδαιότητα του αγώνα. Είναι ενορχήστρωση ουρλιαχτών που αναδύονται από την κόλαση. Είναι σκηνές Αποκάλυψης, προσπάθεια σκοτεινών δυνάμεων να μας εξαναγκάσουν να επιστρέψουμε στο Χάος. Αλλά η επαναφορά στο Χάος μετά τη Δημιουργία είναι η πιο οδυνηρή εμπειρία του ανθρώπου.

Αυτές οι κραυγές αιώνων συνθέτουν τη συλλογική συνείδηση, ένα πρώτο σκαλί που ανεβαίνει η ποίηση του Κώστα Γ. Παπαγεωργίου στο Σωσίβιο χώμα, για να σκηνοθετήσει τις δύο θεματικές της – την Ιστορία και το Χάος. Ωστόσο, και στις πιο μελαγχολικές στιγμές της, η ποίησή του κρύβει μέσα της την αναζήτηση μιας ουτοπίας και ακυρώνει τον ήχο «που κοιμάται βροντερός».
Και αυτό γιατί η ποίησή του είναι η γραφή που ξαναδίνει στις λέξεις τη φωνή τους. Δεν παίζω αυτή τη στιγμή με τις λέξεις. Τους ζητώ ταπεινά να με δεχθούν στην παρέα τους. Να συζητήσω μαζί τους, όχι μόνο με τις ίδιες αλλά και με τα ποιητικά παράγωγά τους – εικόνες, ρυθμούς, ήχους. Αν ήμουν μουσικός, θα απαντούσα με μουσική σύνθεση στην ποίηση του Παπαγεωργίου. Μαθητής ακόμη, ο γιος μου, μόλις σταματούσε η κλασική μουσική που άκουγα, την έπαιζε σαν heavy metal, με την ηλεκτρική του κιθάρα. Και τότε μόνο συνειδητοποίησα ότι ο Βάγκνερ μέσα στο έρεβος αντίκριζε το κρυμμένο φως.

Αυτό ακριβώς νιώθω όταν διαβάζω την ποίηση του Παπαγεωργίου. Μέσα σε εικόνες βιβλικού κατακλυσμού ψάχνω να δω με τα ίδια μου τα μάτια το ουράνιο τόξο. Σε αυτό μας επικουρούν οι αγκύλες που παρεμβαίνουν στην αφήγηση. Στο ποίημα 12, λ.χ., ανάμεσα στο διάλογο πένθους και θανάτου, οι αγκύλες εγγράφουν μια άλλη φωνή, δεν μας εγκλωβίζουν, μας βοηθούν να βγούμε από το σκότος:

[Ελάχιστα ύστερα η θέα κυμάτιζε ήρεμα στ’ ακίνητα νερά μιας λίμνης
αόρατης και με αναρρίχηση σχεδόν σκαρφάλωνε ως εκεί που η όραση ξεχείλιζε ουρανό.]

Κι ενώ πνέει άνεμος αισιοδοξίας, με τη λέξη «ουρανό» να κλείνει το σχόλιο, αυτό δεν εμποδίζει τις επόμενες αγκύλες να μας επαναφέρουν στο κύριο θέμα, τονίζοντας την ανεξάντλητη επιρροή του επάνω μας.

Κραυγές, βρυχηθμοί, ουρλιαχτά ακούγονται από τα βάθη της γης, ενώ «εντελώς στα ξαφνικά» υψώνεται «φωνή χαρμόσυνη από επίγειων άστρων τις πλαγιές», «αλλά οι φωνητικές χορδές της Ιστορίας δεν πάλλονται». «Το δίδυμο ουρλιαχτού θανάτου και ιστορίας», που αναγγέλλεται από το τρίτο ποίημα, διστάζει να υποχωρήσει. Οι προτάσεις μοιάζουν να αλλάζουν πορεία ύστερα από λίγες λέξεις και ξανά σε λίγο το Χάος επανέρχεται, ακόμη πιο απειλητικό, πιο δυσβάσταχτο.

Στο ποίημα 11, εντελώς απρόσμενα, το κείμενο σε αγκύλες είναι ένας ύμνος που μας απομακρύνει από το Χάος. Αν και οι λέξεις Αποκάλυψης δεν μπαίνουν στο περιθώριο, το δέντρο, λες και είναι διονυσιακό σύμβολο, χορεύει ακόμη και όταν είναι τυλιγμένο στις φλόγες. Το κείμενο στις αγκύλες, σαν ψίθυρος κάτω από τις λέξεις, ή ακόμη σαν αντίλογος ή και υστερόγραφο, μας καθοδηγεί σε νέα ερμηνεία.

Κάποτε γράφαμε με όλο μας το λυρισμό για τον έρωτα, το θάνατο, τη σελήνη. Τώρα για ποιο πράγμα θα γράψουμε; Για την κρίση; Θα μπορούσαμε να φανταστούμε ένα ποίημα, σκοπίμως αντιποιητικό, με σπάνιες, δυσνόητες λέξεις, που να εκφράζουν φορμαλιστικά και όχι ουσιαστικά τη νέα αποξένωση που προέκυψε από την κρίση – οικονομική, υγειονομική, κυρίως ηθική και αισθητική. Τέλεια ποίηση για την εποχή μας. Αλλά ποιος θα τη διάβαζε; Όλοι ψάχνουμε μια ηλιαχτίδα, ένα ψέμα, έστω, φτάνει να είναι ποιητικό.

Και αυτό το ιερό ποιητικό ψεύδος το γράφει ο Κώστας Παπαγεωργίου. Μοιάζει να μας ρωτά: Ξεφύγαμε από τη Μεγάλη Έκρηξη για να ζούμε σε μια Μαύρη Οπή; Αρχίζει το νέο ποιητικό του βιβλίο με τις λέξεις «Ουράνιες ράφτρες», για να συνεχίσει με «ουράνιο ξέφωτο», «ουράνια σήμαντρα», με όραση που «ξεχειλίζει ουρανό», «μοιρασιά των επουράνιων δώρων», και κλείνει με μια παράγραφο σε αγκύλες:

[Πριν η αδράνεια εκραγεί στα χέρια ενός αθώου γιατί δεν είναι δέλεαρ η αδράνεια ούτε ηθικής εξάρτημα παρά φτερού αποτύπωμα ισχυρό ανεμπόδιστος να εισέρχεται κανείς στο χρηματιστήριο των άστρων.]

Με τον έντονο ποιητικό ρυθμό του μας παρασύρει ακόμη και σε ξέφρενο χορό, με τις εικόνες του μας προτρέπει να βγούμε από την Αποκάλυψη, που ο ίδιος ζωγράφισε για μας. Με «χρώματα ηχηρά», «χρώματα αλλοπρόσαλλα», «με των ήχων τα πολύχρωμα κουρέλια η παρέλαση συνεχίζεται». Με ήχους και χρωματισμούς μάς κάνει να συνειδητοποιήσουμε ότι στην ποίηση αντικείμενο αναφοράς της λέξης δεν είναι πάντα τα πράγματα. Συχνά είναι μια υποψία που βρίσκεται στο ποίημα αλλά αόρατη, γιατί κατορθώνει να κρύβεται στο «ασυνείδητό» της: «ας ασφυκτιούν οι λέξεις κάτω από την προβιά του νοήματός τους». Η ποίηση του Κώστα Παπαγεωργίου διαβάζεται μόνο από αναγνώστες δήλιους κολυμβητές, όπως αποκαλούσαν οι αρχαίοι τους αναγνώστες του Ηράκλειτου. Ό,τι δεν συλλαμβάνουμε στην πρώτη ανάγνωση στη δεύτερη μας δίνει διπλή απόλαυση.

{ Υ.Γ. Ας θυμάται ο αναγνώστης ότι η ποίηση καλύπτει, για να μπορέσει να αποκαλύψει. Ίσως τελικά να έχει δίκιο ο Coleridge: «Η ποίηση λειτουργεί καλύτερα αν δεν την κατανοούμε πλήρως.» }

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: