Διαβάζω αεί διασκεδάζων ή διασκεδάζω αεί διδασκόμενος ή κατά πώς το λέει ένα Δελφικό παράγγελμα «μανθάνων μη κάμνε» δηλαδή «μη σταματάς να μαθαίνεις»… και στο τέλος λυτρωνόμενος, όπως και να ‘χει, ικανοποιώντας έτσι την αριστοτέλεια απαίτηση περί κάθαρσης. Αν πάλι το προτιμάτε, «εξόριστε Ποιητή, στον αιώνα σου πες μου τί βλέπεις;».
Να μια υποτυπώδης περίληψη για το καινούργιο βιβλίο του Μιχάλη Μοδινού με τον τίτλο Παραγουάη. Όπου εξόριστος ποιητής είναι ο διάσημος παραγουανός συγγραφέας Αουγκούστο Ρόα Μπάστος που δανείζει στους ήρωες του Μοδινού το επίθετό του, αλλά και τη ματιά του εξόριστου. Εξόριστος είναι επίσης ο σύγχρονος καρδιτσιώτης Γαβριήλ Μπάστος, εξόριστος και ο πρόγονός του Χόρχε {Γιωργής} Σούρλα Μπάστος. Εξόριστος, απ’ ό,τι φαίνεται, είναι και ο ίδιος ο Μοδινός από την τραυματική, σουρεαλιστική ελληνική τελευταία δεκαπενταετία.
Γύρω από την ζωή και τα πεπραγμένα των δύο πιο πάνω Θεσσαλών περιστρέφεται το βιβλίο. Απέχουν μεταξύ τους κοντά 300 χρόνια, και ο συγγραφέας υφαίνει με υπομονή το δίχτυ που τους συνδέει, αφήνοντάς μας αρκετό χώρο για να αμφισβητήσουμε, να γελάσουμε, να προβληματιστούμε ή να αποδεχτούμε τελικά τα οφέλη του παιχνιδιού με το χρόνο. Τον μυθιστορηματικό και ιστορικό χρόνο ο συγγραφέας σχολιάζει πολύ συχνά, και, για να τον διαχειριστεί, ταξινομεί τα τεκταινόμενα σε «παρεκβάσεις» (Α, Β, Γ κοκ.) οι οποίες λύνουν με αξιέπαινη, πρωτοποριακά απλή άνεση, το πρόβλημα της δομής.
Ο φαντασιακός όμως ήρωας του συγγραφέα και κινούν αίτιο της ιστορίας είναι, νομίζω, ο ιαγουάρος {τζάγκουαρ}. Πρόκειται για ζώο προικισμένο με άφθαστη ομορφιά, αυτάρκεια, και περιέργεια. Στέκεται άφοβο μπροστά στο φακό του φωτογράφου, όπως ίσως επιθυμεί εαυτόν ο συγγραφέας. Μέσα στη σύγχρονη ζούγκλα και έξω απ’ αυτήν, το βιβλίο διαθέτει την ευελιξία και τη δύναμη του ιαγουάρου να αψηφάει τον κίνδυνο.
Ο ανθρωμομορφισμός μας, αναγνώστη μου –και εδώ επισημαίνω μια μποντλερικής προέλευσης συνήθεια του Μοδινού, να απευθύνεται συχνότατα στον «όμοιό του κι αδερφό του» αναγνώστη– μας επιτρέπει μεγάλο εύρος ταυτίσεων και ερμηνειών. Το τζάγκουαρ, από το εξώφυλλο του βιβλίου ως τα μύχια των επιθυμιών των ηρώων, παίζει καθοριστικό ρόλο.
Πρέπει να νικήσει, και θα νικήσει. Όσο ζει, προσαρμόζεται με την μοναδική του ευκινησία και ευφυία, ακόμη και με τους ρόμβους του εξαίσιου τριχώματος του, στην χρωματική πολυμορφία της ζούγκλας, ακριβώς όπως ο καρδιτσιώτης Γαβριήλ αλλά και ο πρόγονός του Χόρχε. Με αυτό αρχίζει και με αυτό ολοκληρώνεται το βιβλίο.
Το μεσαίο (κατά την ισπανική παράδοση) όνομα «Σούρλα», φέρει όλη τη Θεσσαλική, καμπίσια πονηριά και προσαρμοστικότητα που επιτάσσει το αφήγημα συν μια υφέρπουσα καχυποψία για τις θάλασσες και τους θαλασσινούς, μαζί όμως με την προσήλωση στα ποτάμια και τη ρευστότητα των υγρών εκτάσεων που μεταφέρονται δια των πάσης φύσεως «μεταφορών» στην Παραγουάη.
Η ρευστότητα αρχίζει από τα φωνήεντα (επιβεβαιώνοντας την ηχοποιητική συνιστώσα της γλώσσας) πράγμα που επισημαίνει ο συγγραφέας προκειμένου να μας τραβήξει μαζί του στα ποτάμια και τα φωνήεντά τους, σε μια υγρή απεραντοσύνη που δεν είναι θάλασσα.
Τα ποτάμια είναι επίσης ήρωες στην ιστορία του πλανήτη και ειδικά στα μυθιστορήματα του Μοδινού, διασχίζουν ηπείρους, δημιουργούν ή καταστρέφουν πολιτισμούς, καταιγίζουν προσπάθειες και τοξεύουν στο στήθος των ανθρώπων επιθυμίες από καταβολής κόσμου. Η διαρκής ροή τους σαγηνεύει ανάλογα με τη διάθεση των ανθρώπων. «Γλυκέ μου Τάμεση κύλα απαλά το τραγούδι μου για να πω». Στις προκοινωνικές γλώσσες και την θαυμαστή τους περιληπτικότητα συναντώνται με τις ονομασίες των ιδιοτήτων τους, π.χ. «το ποτάμι που σκοτεινιάζει στο τέλος» ή «το ποτάμι που νίκησε τους βράχους».
Σε διαρκή διάλογο με τον αναγνώστη και μπαινοβγαίνοντας στον εαυτό του ο Μοδινός εναλλάσσει την περιγραφή με την εξομολόγηση. Όταν δε απευθύνεται στον αναγνώστη αποκαλώντας τον «δημιουργικό επικριτή», το χρησιμοποιεί σαν συναισθηματικό άγκιστρο προκειμένου να κρατήσει το ενδιαφέρον του όταν εκείνος ενδεχομένως εξαντλείται από τον πραγματολογικό φόρτο του βιβλίου που –οφείλουμε να παραδεχτούμε ότι– παρατίθεται με υποδειγματική συγγραφική μαεστρία.
Έχω γράψει στο παρελθόν ότι τα βιβλία του Μοδινού πρέπει να διαβάζονται σαν ακριβό κονιάκ… λίγο λίγο, προκειμένου να νιώσεις τη γεύση τους, να τα μυρίσεις, να ανακαλέσεις μνήμες, να τα συγκρίνεις με άλλα πιώματα του παρελθόντος.
Όπως όταν, εν προκειμένω, στην ίδια σελίδα θα ενθουσιαστείς από μια αιχμηρή ερμηνευτική του θρησκευτικο-κοινωνικού γίγνεσθαι και με μια αιφνίδια έκρηξη προσωπικής ερωτικής αγαλλίασης καθώς, ας πούμε, παρατηρεί μια femme fantasmée στην όχθη ενός ποταμού ή αντιδιαμετρικά σ’ ένα ακριβό εστιατόριο. Ο ακάματος κυνηγός της ουτοπίας εαυτός του, χορεύει διαρκώς ανάμεσα στο αναπόδραστο της κοινωνικής προσαρμογής και στην πλήρη έλλειψη ενοχών για τους πάσης φύσεως συνειρμούς, ενώ ο χορός αυτός ενορχηστρώνεται από την μυθοπλαστική του δεινότητα.
Το βιβλίο διαβάζεται επίσης ως θρησκειολογική γεωγραφία, ή ως γεωγραφική θρησκειολογία, αν θέλουμε να παίξουμε με τις λέξεις ή τις έννοιες, όπως συχνά κάνει ο συγγραφέας, κλείνοντας παιγνιωδώς το μάτι στην ιστορική έρευνα όταν π.χ. μας καλεί να ερευνήσουμε το παρελθόν κάποιου Ψ ή και να το επινοήσουμε εξ αρχής. Η εκτεταμένη πληροφορία για τον ρόλο των Ιησουιτών στη διαμόρφωση των κοινωνικών δομών της Νότιας Αμερικής, αλλά και η απειλή που αποτέλεσαν για την κατεστημένη Εκκλησία, λιπαίνοντας τις ρίζες του Διαφωτισμού, καθόρισαν πολλά μορφικά κοινωνικά χαρακτηριστικά και συνδιαμόρφωσαν είδη τοπικών, ενίοτε βίαιων αντιπαραθέσων. Στα σημερινά λατινοαμερικάνικα «αντάρτικα», δίκαια ενδεχομένως ιδωμένα από το πρίσμα των κοινωνικών ανισοτήτων, «η ζηλοφθονία σαρκώνεται παντού και πάντα στη βία» λέει κάπου ο Μοδινός, και γύρω από αυτό το Credo , αναπτύσσονται και εκτυλίσσονται η Ιστορία και οι Μυθιστορίες.
Επιμέρους σπαρμένη στα διάφορα κεφάλαια, αλλά εκτεταμένη επίσης, είναι και η δοκιμιακή/επιστημολογικής τάξεως πληροφορία για τους τρόπους με τους οποίους οι ανάγκες συμβίωσης και προσαρμογής στη φύση υπαγορεύουν απαρέγκλιτα τις μορφές της πρώτης σοβαρής κοινωνικής και περιβαλλοντικής οργάνωσης.
Το διαρκές πηγαινέλα της αφήγησης στα τρακόσια χρόνια επιτρέπει στην ιστορικότητα να αφομοιώνεται μέσω της μυθοπλασίας, με την ανθρώπινη περιπέτεια να μένει αναλλοίωτη σε ένα διηνεκές ηθικής/πατριωτικής/σεξουαλικής/υπαρξιακής βασάνου. Γράφοντας στο παρόν, πρέπει να προσθέσω πως αναρωτήθηκα πόσο διασκέδαζε ο συγγραφέας καταφεύγοντας στο γκροτέσκο, αιφνιδιάζοντας κωμικά τον αναγνώστη, περιγράφοντας με καθηλωτική ακρίβεια τις εκφράσεις ενός προσώπου, αντλώντας από την εμπειρία ή την φαντασία.
Εν κατακλείδι: Το βιβλίο έχει όλα τα χαρακτηριστικά του «Μοδινικού μυθιστορήματος» όπως το όρισε ο σεβαστός Δημήτρης Ραυτόπουλος σε μια πρότερή του ομιλία για το έργο του συγγραφέα, με αφορμή την Άγρια Δύση και την Στυμφαλία του. Είναι με απλά λόγια χαριτωμένο, σοβαρό, πληροφοριακό, αισθησιακό, πολύχρωμο και πολύ-απ-όλα, με τον συνδετικό ιστό της εξίσου πολυεπεξεργασμένης γλώσσας του, αείποτε γοητευτικό.
Αξίζει να αναφερθώ στο πώς καταλήγουν οι ήρωες. Όπως έζησαν! Ο Γιωργής ή Χόρχε Σούρλα Μπάστος, στην διαρκή περιπέτεια της επιβίωσης, πάντα τολμηρός στην ανίχνευση του αναπόδραστου, ενδεχομένως με την μάταιη επίγνωση της καταστροφής, ο δε σημερινός Γαβριήλ {Γκαμπριέλ!) να συνεχίζει τον βίο του εν μετακορωναϊκώ έτει … 2024 διατηρώντας την αμφιθυμική του σχέση με την αντισυμβατικότητα (ξαναπαντρεύεται, πλουτίζει, ενσωματώνεται μαχόμενος). Και οι δυο τους ρέουν μέσα στη ζωή σαν το ποτάμι, «απρόσβλητοι από ερμηνείες»…
Ο δε ιαγουάρος εξακολουθεί να διεκδικεί –και καλά κάνει, αναγνώστη– την αλληγορία του.