Το επιστημονικό του όνομα είναι canis lupus. Σαρκοβόρο θηλαστικό που ζει μόνο ή σε αγέλες. Γιατί άραγε οι σαράντα δύο κυνόδοντες των λύκων γίνονται πιο κοφτεροί όσο τα χρόνια περνούν; Γιατί μπορούν να κατατεμαχίσουν με εξαιρετική ευστοχία την σαθρή επιφάνεια μίας δήθεν έννομης κοινωνίας όπου Homō hominī lupus est; Τι απέγιναν οι Κοκκινοσκουφίτσες που ενηλικιώθηκαν και φόρεσαν την χνουδωτή παντόφλα της γιαγιάς;
Τα πρόσωπα της συλλογής: Ένας γερασμένος Μαρκήσιος που σχολιάζει την κυτταρίτιδα της άμμου, μία ξεπεσμένη Βασίλισσα της Ομορφιάς που του υπόσχεται παντοτινή ευτυχία, ο Πάνος Δημητράκης πρώην μποξέρ, νυν άνεργος και άστεγος με τρύπια παπούτσια που χάσκουν, μία θαρραλέα νοικοκυρά που αψηφά με το χαμόγελό της την μιζέρια της κρίσης, μία γριά κοκκινοσκουφίτσα με άνοια, ένας πρώην γυμναστής της NASA που εγκαθίσταται στο πασπαλισμένο με ροζ γλάσσο προάστιο του αμερικανικού ονείρου, λεγεώνες με μουγγά κοριτσάκια που έρχονται στα όνειρα, στριφογυρίζουν τα σπαθιά τους στο τραύμα και μετά γλείφουν τα πληγωμένα τους γόνατα, η Μαριλίζα από το Λούκας, θανατηφόρο μανεκέν που το γλειφιτζούρι της στάζει δηλητήριο, ο υποδιοικητής των MAT που επισκέπτεται έναν λύκο κάθε Τετάρτη στον ζωολογικό κήπο, ο λύκος που πετάει χημικά μόλις γυρίσει την πλάτη του ο υποδιοικητής, ο κυρ Αλέκος από το Σιδεροχώρι Πίνδου που με παγωμένα δάχτυλα μοιράζει ζωοτροφές. Μικρές αφηγήσεις – ζωντανά πορτρέτα στον πολυδιάστατο κόσμο-καλειδοσκόπιο του Κουτσούκου.
Φασματικές μορφές συγγραφέων και εμβληματικών χαρακτήρων της κλασικής λογοτεχνίας όπως ο Τσέχωφ, ο Ντοστογιέφσκι, o Στάινμπεκ, ο Προυστ αλλά και οι αδελφοί Καραμαζώφ, ο Μίσκιν αλλά και ποιητές όπως ο Μπουκόφσκι και ο Φροστ, μορφές παραμυθιών φορεμένες από την ανάποδή όπως ο κούτσα κούτσα μολυβένιος στρατιώτης, οι νάνοι με την Σταχτοπούτα τους, ο Πήτερ Παν παρθένος στα συστήματα και Ιπτάμενος κάνουν ένα χιτσκοκικό πέρασμα από τους δρόμους της Θεσσαλονίκης. Αλλά και ο Ιησούς, ο Σολζενίτσιν, ο Τζέιμς Ντιν, ο Στάλιν, ο Ροβεσπιέρος, ο Κολόμβος με τα καράβια που δεν έπρεπε ποτέ να ξεκινήσουν και βέβαια πολλοί άλλοι ακόμα εμπλέκονται στην μεγάλη ιστορία του κόσμου που ανατρέπεται κάθε στιγμή. Στην συλλογή αυτή ο δράκος του Άγιου Γιώργη είναι το pet της πριγκίπισσας.
Το σκηνικό δράσης άλλοτε δρόμοι της Θεσσαλονίκης, άλλοτε τεράστιοι πίνακες ζωγραφικής όπως η «Νυχτερινή περιπολία» του Ρέμπραντ και οι σκιές στους πίνακες του Καραβάτζο.
Η Λόλα που κρατάει δύο μήλα στα χέρια, τα πετάει σαν ταχυδακτυλουργός στον αέρα, αυτά κυλούν φαινομενικά ήρεμα ανάμεσα στους στίχους για να εκπυρσοκροτήσουν όμως και να ανατρέψουν την έννομη τάξη του ποιήματος. («Λόλα να μία χειροβομβίδα»).
Με την εμπρηστική ορμή ενός καθόλου γερασμένου λύκου ο Ηλίας Κουτσούκος σαρώνει τα πάντα και υποσκάπτει τα θεμέλια της παρηκμασμένης αστικής κοινωνίας. Σαρκάζει, καγχάζει, ειρωνεύεται.
Και ξαφνικά από το πουθενά έρχεται η μητέρα του, χτυπά το θυροτηλέφωνο ο Ηλίας Κουτσούκος ανοίγει την πόρτα, μας υποδέχεται και μας αποκαλύπτει την αναπάντεχη τρυφερότητα του τραύματος. Γιατί δεν τον φοβίζει η έκθεση. Γιατί η γραφή του είναι προσωπική, εξομολογητική, ζωντανή, ρέει φρέσκια και πάλλουσα. Παίζει στα δάχτυλα τα επτά πανέμορφα θανάσιμα αμαρτήματα γιατί γνωρίζει καλά ότι αυτά τροφοδοτούν το μελάνι της γραφής του.
Ο Ηλίας Κουτσούκος έχει ζήσει έντονα, ως δημοσιογράφος έχει γνωρίσει τις πιο ενδιαφέρουσες προσωπικότητες της εποχής του, έχει διαβάσει πολύ, έχει πάρει συνεντεύξεις από αστροφυσικούς, πολιτικούς, πυρηνικούς επιστήμονες, σπουδαίους συγγραφείς και ποιητές, αλλά και από αφανείς και απλούς ανθρώπους. Αυτή είναι η δεξαμενή από την οποία αντλεί το υλικό του.
Όλα φιλτράρονται μέσα από την παρατηρητική και διεισδυτική ποιητική ματιά του και συνθέτουν την δική του πραγματικότητα.
Σ’ αυτό το ποικιλόχρωμο σύμπαν στο οποίο όλα ανακατεύονται γλυκά, η σκληρότητα εναλλάσσεται με την τρυφερότητα, η ωμότητα, ο κυνισμός και η επαναστατική πνοή με την ενσυναίσθηση, το ιππικό της ομορφιάς από τους κάμπους της Κριμαίας ξεχύνεται στην Τσιμισκή και αποκεφαλίζει τους ανέραστους άντρες. Όλα μπορούν να συμβούν, όλα συμβαίνουν, όλα ανατρέπονται από στίχο σε στίχο. Ο Ηλίας Κουτσούκος δίνει μία γερή γροθιά σε όλες μας τις βεβαιότητες. Και ταυτόχρονα μας ξεναγεί στην ανθρωπογεωγραφία μίας κοινωνίας ευμάρειας και τεχνολογίας, τεράστιων κοινωνικών ανισοτήτων, ανθρώπων που πνίγονται με λαστιχένιες βάρκες, άστεγων και φτωχών, που αργοπεθαίνει. Και το κάνει με μία καθαρά νεανική γραφή.
Κάποιοι λύκοι τελικά δεν γερνούν ποτέ.