Νομίζω πως δεν χρειάζεται να επισημάνω (το έχουν κάνει άλλοι προηγουμένως, και όχι μόνο για την προκείμενη ποιητική του σύνθεση) ότι ο δρόμος που συνεχίζει να διανοίγει στο ελλαδικό ποιητικό πεδίο ο Σταύρος Ζαφειρίου (γεν.1958) είναι ένας δρόμος αφ΄ εαυτού μοναχικός. Συγκρινόμενος με άλλες διαδρομές στο ίδιο πεδίο, της νεώτερης ποίησής μας, είναι ένας δρόμος που όποιος τον ακολουθήσει, πάνω στις διανοίξεις για τις οποίες θα μιλήσω, χρειάζεται να είναι ενισχυμένος με γνωσιακά αποθέματα τα οποία θα του επιτρέψουν συνάψεις εις βάθος με άλλες προσεγγίσεις, όπως είναι η δραματουργική, η ιστορική, η θρησκειολογική, η φιλοσοφική, κτλ. Πρόκειται για διαδρομή που αποφεύγει τα εύκολα και προτιμά να ακολουθεί το δρόμο της μέσα από δύσκολα ή δύσβατα εδάφη.
Η ποίηση του Σταύρου Ζαφειρίου, τις περισσότερες φορές ως σύνθεση επιμέρους ενοτήτων που ανασκάπτουν ένα θέμα, αναμετριέται εσκεμμένα με τον πειρασμό της δύστροπης να ανοιχτεί σκέψης και στρατοπεδεύει συχνά στα σκοτεινά βιώματα που μ΄ αυτά μας εφοδιάζει ανελλιπώς η ιστορία, τωρινή και αλλοτινή. Τέτοια σκοτεινά βιώματα παρέχουν, λ.χ., οι αρμαγεδδώνες των ολοκληρωτικών καταστροφών που, κατά περίεργο θα έλεγε κανείς τρόπο, μεθοδεύτηκαν εντελέστερα σε εποχές θριάμβου του μοντερνισμού, υπογραμμίζοντας αρνητικά τις αυταπάτες του ουμανισμού που προήλθαν από τα σπλάχνα του Αιώνα των Φώτων. Τίποτε, κανείς διαπρύσιος διαφωτισμός, δεν εμπόδισε τις πολεμικές εκατόμβες, τα στρατόπεδα συγκεντρώσεων ή τα γκούλαγκ ανανήψεως και ιδεολογικού σωφρωνισμού.
Είναι χρήσιμο νομίζω να προσθέσω στο σημείο αυτό ότι ο ποιητικός λόγος του Ζαφειρίου, διαμορφωμένος αρχικά από διάφορες ποιητικές νεανικές καταγωγές – από τη Θεσσαλονίκη βρίσκω τον Γιώργο Θέμελη, τον Πάνο Θασίτη, τον Αλέξη Ασλάνογλου– άλλαξε ρητορική και γλώσσα από τη στιγμή που η στοχαστική προετοιμασία και η διάπλασή του τον έστρεψαν από το ποίημα-γεγονός, το αυτοτελές δηλαδή ποίημα που σκοπεύει να διαγνώσει τα όρια μιας σπαρακτικής υποκειμενικής αυτογνωσίας, στην ποιητική σύνθεση. Ανοίχτηκε έτσι σε μια αλληλουχιακή ενότητα στην οποία οι συνδετικές γραμμές ανάμεσα στα μέρη ή στις εικόνες της σύνθεσης είναι πυκνές και φιλοδοξούν να εκφράσουν μια υπερκείμενη ενοποιό επική συνείδηση του δημιουργού. Ο πρώτος κύκλος των ποιητικών διαδρομών του Ζαφειρίου φτάνει ως τη συλλογή Τα Κατοικίδια (1997) και την επόμενη Η ΄Ατροπος των Ημερών (1998)∙ σ΄αυτές διακρίνεται μια επικείμενη αλλαγή βλέμματος μα και τοπίου. Από εκεί αρχίζει ένας δεύτερος επάλληλος κύκλος επτά άλλων συλλογών και συνθέσεων, ως την παρούσα, Τα Φυσικά Πράγματα, όπου ο ποιητής, ως άλλος Ιανός, δεν προστρέχει στη μνήμη του για να ταξιδέψει στο παρελθόν, αλλά προσπαθεί, στη δύσκολα διανοιγόμενη, όπως είπαμε, μοναχική ατραπό του, να ξαναβρεί και να ονομάσει ξανά (αφού πολλές φορές ξαναζούμε τα ίδια φαινόμενα, περιγράφοντάς τα με άλλα ονόματα) το παρελθόν της ιστορίας, της τέχνης, της γλώσσας.
Προσπαθεί, αναστοχαζόμενος, να ξαναβρεί και να ονομάσει ξανά κάποια από τα φαινόμενα που συγκροτούν την διαχρονική αυταπάτη του ανθρώπου. Γιατί, ο άνθρωπος εκεί που νομίζει, μέσα στην αφέλειά του, ότι όλα αλλάζουν, αιφνιδίως αντιλαμβάνεται έκπληκτος ότι στην ουσία όλα τα νεοφανή και νεωτερίζοντα αποτελούν μετωνυμικά στοιχεία του άλλοτε! Γι΄αυτό και ο Ιανός/Ποιητής του Ζαφειρίου, με το αδιάκοπο πίσω μπρος της ματιάς του να σαρώνει διαχρονικά, εμμέσως μάς δείχνει με έμφαση ότι δεν υπάρχει τίποτε το μοναδικό και το άπαξ∙ οι εποχές διαφέρουν στα επιφαινόμενα και περισσότερο αντιγράφουν (και μάλιστα κακεκτύπως) τον εαυτό τους. Ο διάλογός τους είναι διάλογος ομοειδών ετεροτήτων. Στη σχέση της βιβλικής παράδοσης με τους τωρινούς, ισχύοντες μύθους του δυτικού πολιτισμού, ο μύθος λ.χ. του πλατωνικού σπηλαίου «συνομιλεί» με τη θεωρία της ουσίας στον υπαρξισμό, ή, ένας συνδυασμός αυτών, ο μύθος του βιβλικού παραδείσου και ο πλατωνικός μύθος της Πολιτείας κατατείνουν και οι δυο στη συναίσθηση της οδυνηρής μετάβασης του ανθρώπου στη γνώση, μέσω της εξορίας. Και στα Φυσικά Πράγματα όμως έτσι προκύπτει η συγκρότηση της συνείδησης για τη μοναχική, οδυσσεϊκή ύπαρξη. Ας σημειώσω εδώ ότι αυτή η οδυνηρή μετάβαση (ο Γκαμπριέλ Μαρσέλ την έλεγε ένριψη στο συναίσθημα της μοναξιάς) αποτελεί κλειδί για πολλές θεολογικές αλλά και υπαρξιακές θεωρίες του όντος. Ο Τόμας Χομπς, λόγου χάριν, λέει ότι η αυτογνωσία μετά την αποκάλυψη της ψευδαίσθησης της παραδείσιας αρμονίας, σημαδεύεται από την αντίληψη και γνώση της πολιτικής μας κατάστασης. `Η, διαφορετικά, ότι η αυτογνωσία ήταν η ορίζουσα αρχή για τη δημιουργία της ιστορικότητάς τους στις ανθρώπινες κοινωνίες.
Πόσο κενό χρειάζεται / για να κυλήσει από τη χούφτα σου το χώμα / και πάντα κάτι μένει στην παλάμη. / Κόκκος στον κόκκο αδειάζοντας / και πάλι λείπει ο κόκκος / που θα στεριώσει το γλυπτό τού διχασμένου ζώου (σ. 34)
Εννοείται ότι αυτοί οι συνδυασμοί, οι διαλογικές συγκλίσεις, οι διασταυρώσεις, δεν εγκαθίστανται στο ποιητικό συγκείμενο του Ζαφειρίου μόνο ως ράκη, ως υπόλοιπα των αποσπασμάτων από κείμενα διαφορετικών εποχών και διαφορετικών πολιτισμών που διασταυρώθηκαν, όπως θα μας διαβεβαίωνε ο Λυοτάρ στο Μεταμονέρνο. Εγκαθίστανται επίσης ως είδη τέχνης. Για παράδειγμα, ο συγκερασμός του θεάτρου του Σαίξπηρ ή του θεάτρου του Μπέκετ δεν φέρνουν προς συνάντηση και διάλογο μόνο τους αντίστοιχους δραματουργικούς λόγους∙ μαζί μ΄αυτούς φέρνουν προς διάλογο και τις τεχνικές που «φοράει» η κάθε γλώσσα στο θέατρο. Και όλες αυτές οι συνευρέσεις, όπως είναι εύλογο και όπως το αντιλαμβάνεται ευθύς ο αναγνώστης των συνθέσεων του Ζαφειρίου, προκαλούν στο κειμενικό πεδίο μεγαλύτερη ρευστότητα και ταυτοχρόνως ένα μεγαλύτερο άνοιγμα του πεδίου αυτού προς τον πειραματισμό. Το απόσπασμα που παρατίθεται εδώ, από τον μονόλογο του Άμλετ,
Και τώρα πρίγκιπα; [...] ποιά τέχνη θα χαρίσει στην ανάγκη / τη μάσκα του υποκριτή, / εκείνου που ο ρόλος του / είναι η άρνησή του να τον παίξει;
πέρα από τα σχόλια του ποιητή, πέρα δηλαδή από τις αναφορές στον πλατωνικό Φαίδωνα, ανασύρει μαζί, συνειρμικά, την επαγωγή στον Μπωντλαίρ, προς τον οποίο υποκριτή απευθύνεται κι εκείνος, όπως άλλωστε και ο Ζαφειρίου, χρησιμοποιώντας προς τούτο ένα βουβό, δεύτερο πρόσωπο για τις ανάγκες του γνωστού δραματικού μονολόγου. Ωστόσο, τα λόγια του Άμλετ, έτσι όπως τα αναπράγει ο Ζαφειρίου, υποδηλώνουν επίσης την επιμονή του ανθρώπου εκείνου που αρνήθηκε να βολευτεί σε ψευδαισθήσεις. Συνεχίζει έτσι την αναζήτησή του, ακόμα κι αν γνωρίζει ότι ο δρόμος του είναι στρωμένος με διαδοχικές αυταπάτες που θέλουν να τον κάνουν δικό τους. Αυτό είναι, εξ άλλου, και το αντιφατικό κέρδος του Σίσυφου, στη γνωστή ανάπτυξη του μύθου του από τον Αλμπέρ Καμύ. Το κέρδος είναι ότι δεν το βάζει κάτω, ότι δεν δέχεται τον εφησυχασμό, ούτε την υποτιθέμενη τιμωρία των θεών ως κάτι το άπαξ και οριστικό:
Μένουν το τέλος κι η αρχή, μα ούτε που ξέρεις / ποιά είναι τούτη η αρχή κι άν φτάνει σ΄ένα τέλος, / ποιό τέλος ξεκινά απ΄την αρχή
Κλείνοντας, θα ήθελα να αναφερθώ εν ολίγοις στην ποίηση του Σταύρου Ζαφειρίου (που, όπως είπα στην αρχή, αποτελεί ένα εγχείρημα δύσκολο, ακόμα και για για τις ορδές των πιστών του fb ), ειδικά για το ότι ενεργοποιεί όχι μόνο το συναισθηματικό αλλά και τό γνωσιακό απόθεμα προς χάριν μιας ενόρασης. Αν και ο ίδιος θα δυσανασχετούσε σ΄έναν τέτοιο χαρακτηρισμό, του ενορατικού δηλαδή ποιητή ο οποίος παθιάζεται αδιάκοπα να δείχνει την τραγικότητα της ανθρώπινης κατάστασης, η γνώμη μου είναι ακριβώς αυτή. Ότι είναι ένας κυριευμένος. Ασφαλώς, για να επιστρατεύει ένας νέος ακόμα ποιητής τέτοιο πλούτο αναπαραστατικών δεδομένων (κειμενικών, παρακειμενικών, αρχαίων και σύγχρονων, βιβλικών, ιστορικών, ηθικών, μυθολογικών κ.ά.), προκειμένου να ενορχηστρώσει (και μάλιστα ρυθμικά) τις συνθέσεις του, σημαίνει ότι έχει φτάσει στο σημείο του να υποστασιοποιεί ποιητικά τα πάντα. Και όντως, δίνει πνοή ακόμα και σε στοιχεία πραγματολογικά, σε φιλοσοφικές και επιστημονικές έννοιες ή όρους που αντιστέκονται στην λυρική υφοποίησή τους, και παραταύτα εμφανίζονται συνεχώς στις συλλογές του. Και αυτή η υφοποίηση, η λυρική ένταση, η πνοή που διαπερνά την ποίησή του, τις περισσότερες φορές τον βοηθά να μη χάνεται στο συνήθως άνυδρο τοπίο των οντολογικών σημασιών.
[Ιαν. 2020]