Σκιαγραφώντας την υπέρβαση του ορίου

Διώνης Δημητριάδου «Ο Ευτυχισμένος Σίσυφος», εκδόσεις ΑΩ, 2019

Πικάσο, «Κορίτσι με μαντολίνο», 1910
Πικάσο, «Κορίτσι με μαντολίνο», 1910

Η Διώ­νη Δη­μη­τριά­δου στην ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή της Ο ευ­τυ­χι­σμέ­νος Σί­συ­φος, ανα­μο­χλεύ­ει βιώ­μα­τα, τραύ­μα­τα, απώ­λειες, μνή­μες, θε­ά­σεις, θε­ω­ρή­σεις, στο­χά­ζε­ται και ανα­στο­χά­ζε­ται στα δύ­σκο­λα και δι­σε­πί­λυ­τα της ζω­ής, μπή­γει το νυ­στέ­ρι βα­θιά να μα­τώ­σει για να επέλ­θει η κά­θαρ­ση, η συμ­φι­λί­ω­ση. Αγω­νιά για τον άν­θρω­πο, την ου­σία του στη ζωή, στην ποί­η­ση, θέ­τει ερω­τή­μα­τα, προ­τεί­νει, αντι­στέ­κε­ται.
Στο εξώ­φυλ­λο: Πι­κά­σο, «Κο­ρί­τσι με μα­ντο­λί­νο», 1910· στο οπι­σθό­φυλ­λο λι­λι­πού­τειο σκί­τσο Σί­συ­φου, προϊ­δε­ά­ζουν για το πε­ριε­χό­με­νο.

Ο Σί­συ­φος σύμ­βο­λο μα­ταιό­τη­τας της αν­θρώ­πι­νης ύπαρ­ξης και προ­σπά­θειας, απα­σχο­λεί ιδιαί­τε­ρα τη Δη­μη­τριά­δου. Στην κρι­τι­κή της για τις Δια­δρο­μές μου, εί­χε κά­νει ξε­χω­ρι­στή ανα­φο­ρά στον στί­χο «Σί­συ­φοι που από­κα­μαν στη ρί­ζα του βου­νού γερ­μέ­νοι». Ο τί­τλος Ο ευ­τυ­χι­σμέ­νος Σί­συ­φος, πα­ρα­φρά­ζει τη ρή­ση του Albert Camus «Πρέ­πει να φα­ντα­στού­με τον Σί­συ­φο ευ­τυ­χι­σμέ­νο», μό­το του άτι­τλου ποι­ή­μα­τος «στέ­κο­μαι εδώ στη ρί­ζα του λό­φου» (σ. 14).
Το ποι­η­τι­κό υπο­κεί­με­νο συ­νο­μι­λεί με τον Albert Camus, διε­ρω­τά­ται για τον Σί­συ­φο κά­θε επο­χής: «σαν λί­γο ατε­νί­σει προς τα πά­νω / όλα τα θέ­λει κι όλα τα ελ­πί­ζει / δεν ξέ­ρω αν τό­τε εί­ναι ευ­τυ­χής / ίσως ορ­θό­τε­ρο να πω φέ­ρελ­πις πως νιώ­θει». Υπο­θέ­τει, το πα­ρά­δο­ξο κα­τά την κά­θο­δο, «μάλ­λον θα νιώ­θει ευ­τυ­χής». Κα­τα­λή­γει συ­νο­μι­λώ­ντας με τον Ηρά­κλει­το: «ο Σί­συ­φος πε­ρι­γε­λά την τά­ξη αυ­τού του κό­σμου/με μιαν απλή εξί­σω­ση/  “οδός άνω κά­τω μία και ωυ­τή”».
Ευ­τυ­χής; Απο­ρού­με. Υπάρ­χει και το «μάλ­λον», βέ­βαια, και η προ­με­τω­πί­δα της συλ­λο­γής: Πό­σο ευ­τυ­χι­σμέ­νος μπο­ρεί να νιώ­θει ο Σί­συ­φος όταν: «από μο­να­χι­κό αγκί­στρι / κρε­μά­στη­κε η ζωή / πό­τε πα­λεύ­ει ν' απα­γκι­στρω­θεί / πό­τε ηρε­μεί και πε­ρι­μέ­νει».
Στο ποί­η­μα «με λό­για υγρά αρ­χαία σαν τη θά­λασ­σα» (σ. 16), το ποι­η­τι­κό υπο­κεί­με­νο με θε­ω­ρή­σεις του Ηρο­δό­του μας πα­ρα­σύ­ρει στους στο­χα­σμούς του: «κύ­κλος όλα τα αν­θρώ­πι­να / και ”φθο­νε­ρόν το θεί­ον”».

Η ποι­ή­τρια με ελεγ­χό­με­νο συ­ναι­σθη­μα­τι­σμό και κά­ποια υπο­δό­ρια ει­ρω­νι­κή θλί­ψη αγ­γί­ζει συν­θή­κες από­γνω­σης, σκια­γρα­φώ­ντας την υπέρ­βα­ση του ορί­ου και του από­κρη­μνου που ενέ­χει η αυ­το­χει­ρία ως πρά­ξη και ως αλ­λη­γο­ρία στο ποί­η­μα «στε­ρέ­ω­σε το κα­πέ­λο του», όπου «δεν άφη­σε ση­μεί­ω­μα ως εί­θι­σται», ωστό­σο στην κα­τα­κλεί­δα του ποι­ή­μα­τος βοά υπό­κω­φο σπα­ραγ­μό: «μό­νο σ' αυ­τά τα λό­για η μνεία του / (και αυ­τή ας θε­ω­ρη­θεί μια άνευ ση­μα­σί­ας / ποι­η­τι­κή κα­τά­θε­ση)» (σ. 17).
Σε πρώ­το ενι­κό ή πλη­θυ­ντι­κό ή σε δεύ­τε­ρο ενι­κό πρό­σω­πο, σαν σε διά­λο­γο με τον εαυ­τό και τον ση­μα­ντι­κό άλ­λο, χρη­σι­μο­ποιεί τον μύ­θο, το φα­ντα­σια­κό και το βιω­μέ­νο, την προ­σω­πι­κή και κοι­νω­νι­κή συν­θή­κη και μνή­μη, κα­τα­γρά­φει ρε­α­λι­στι­κές ει­κό­νες αστι­κού το­πί­ου ή εμπει­ρί­ες και ει­κό­νες της υπαί­θρου, εξω­τε­ρι­κεύ­ει σω­μα­το­ποι­η­μέ­νο πό­νο, ερω­τι­κές πυρ­κα­γιές και μα­ταιώ­σεις: «Μνή­μη του σώ­μα­τος // να ψά­χνεις τα λει­ψά απα­ντη­μέ­να / εκεί που σκά­ει ανα­πά­ντε­χα το κύ­μα / σε μια σπη­λιά μέ­σα στη θά­λασ­σα / κεί­νο το βρά­δυ που αξη­μέ­ρω­τα σε βρή­κε / να λα­χτα­ράς στο ξέ­νο δέρ­μα επά­νω / μι­κρές υγρές στα­γό­νες / και σε σά­στι­σε // στον σκο­τει­νό τον δρό­μο / πριν να χτι­στούν τα σπί­τια / ανά­στρο­φα να ορέ­γε­σαι τον έρω­τα / κρυ­φά κι αμί­λη­τα απ' τους άλ­λους / τό­τε / πε­ρί­που στην αρ­χή του κό­σμου» (σ. 32).
Με­στές κι από­κρη­μνες λέ­ξεις φέρ­νουν την πλά­στιγ­γα να γέρ­νει υπέρ του βιω­μέ­νου χρό­νου και του θε­τι­κού πρό­ση­μου ακό­μη και των «άκαρ­πων» προ­σπα­θειών.
Το ύφος χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται από κα­θα­ρό­τη­τα, βά­θος βλέμ­μα­τος, ήθος, βιω­μέ­νη αλή­θεια, συ­μπό­νια, αν­θρω­πιά, κοι­νω­νι­κή ευαι­σθη­σία και βα­θιά έγνοια για τον άλ­λο, το συλ­λο­γι­κό κα­λό, στο­χα­σμό και ανα­ζή­τη­ση νο­ή­μα­τος. Ο λό­γος λι­τός κι απέ­ριτ­τος, δο­κι­μια­κός, πε­ζό­μορ­φος ή σε ελεύ­θε­ρο στί­χο αγ­γί­ζει τον ανα­γνώ­στη. Λό­γος με ποι­η­τι­κή πύ­κνω­ση, βά­θος και αι­σθη­τι­κή. Εκ­φέ­ρε­ται άλ­λο­τε με κά­ποια πι­κρία και ελεγ­χό­με­νη θλί­ψη, άλ­λο­τε πά­λι με κά­ποια αιχ­μη­ρό­τη­τα και ευ­θυ­κρι­σία προς τον εαυ­τό και προς τον άλ­λον, ιδιαί­τε­ρα τον «λά­θρα βιώ­σα­ντα», που απέ­φυ­γε να εί­ναι εκεί όταν το επέ­βα­λε η συν­θή­κη.
Η ποι­ή­τρια, στην τε­λευ­ταία ενό­τη­τα, κα­τα­θέ­τει ποι­ή­μα­τα ποι­η­τι­κής, όπου εκ­φρά­ζει ανη­συ­χία για τη μελ­λο­ντι­κή πο­ρεία της ποί­η­σης και προ­τάσ­σει την ανα­γκαιό­τη­τα, η φω­νή και το ηθι­κό εκτό­πι­σμά της να έχουν απή­χη­ση στη συ­νεί­δη­ση του ανα­γνώ­στη, και το ποί­η­μα «τώ­ρα πρέ­πει / να στα­θεί στο ύψος του / χώ­ρο κα­τάλ­λη­λο να βρει / και άλ­λες λέ­ξεις συ­να­φείς / να δέ­σου­νε το νό­η­μα / αλ­λιώς ού­τε μια κη­δεία της προ­κο­πής / δεν θα γρα­φεί».
Η ζωή εί­ναι έρω­τας και η γρα­φή «ζη­τά­ει κο­φτε­ρή ακί­δα» γρά­φει στο ποί­η­μα «Με μα­λα­κό μο­λύ­βι» συ­νε­χί­ζο­ντας: «κι όταν κου­ρέ­λι γί­νει το χαρ­τί / να γρά­ψει πά­νω σου / κα­τά­σαρ­κα // ποιος εί­πε ότι αστειεύ­ε­ται ο έρω­τας; / μα ού­τε και η ποί­η­ση άλ­λω­στε» (σ. 59).
Ο ευ­τυ­χι­σμέ­νος Σί­συ­φος της Δη­μη­τριά­δου προ­σπα­θεί να μας αφυ­πνί­σει, να μας εν­δυ­να­μώ­σει για αντο­χή και συμ­φι­λί­ω­ση με την τρα­γι­κή μοί­ρα μας, να φα­ντα­στού­με ή να επι­νο­ή­σου­με το “ευ”, να αντλή­σου­με νό­η­μα και χα­ρά ακό­μη και μέ­σα από τραύ­μα­τα, μα­ταιώ­σεις, απώ­λειες, για­τί η Ζωή εί­ναι Ζωή και αυ­τό εί­ναι ευ­λο­γία, ευ-τυ­χία για κά­θε Σί­συ­φο που πα­λεύ­ει με γεν­ναιό­τη­τα, απο­δέ­χε­ται την τρα­γι­κή πε­ρα­τό­τη­τά της, της δί­νει το δι­κό του προ­σω­πι­κό νό­η­μα και ου­σία, την απο­λαμ­βά­νει, τη χαί­ρε­ται.

Για­τί «η χα­ρά εί­ναι το μέ­γι­στο χρέ­ος της ζω­ής»,* για­τί Η ΖΩΗ ΕΙ­ΝΑΙ.

* Γι­λά Μοσ­σά­εντ, Δέρ­μα από πε­τα­λού­δες,εκδ. Intellectum 2018, μτ­φρ. Δ. Καϊ­τα­τζή-Χου­λιού­μη

ΒΡΕΙ­ΤΕ ΤΟ ΒΙ­ΒΛΙΟ ΣΤΟΝ ΙΑ­ΝΟ.
Ο ευ­τυ­χι­σμέ­νος Σί­συ­φος
 της Διώ­νης Δη­μη­τριά­δου

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: