Δεκαεπτά ποιητικές φωνές από τα βόρεια σύνορα

Μακεδόνικο παραμύθι: «Ανθολογία μεταπολεμικής ποίησης από τη Βόρεια Μακεδονία», εισαγωγή, ανθολόγηση, μετάφραση Δημήτρης Μ. Μόσχος, Αντίποδες 2019

Στρούγκα
Στρούγκα

Είναι γεγονός ότι στην ελληνική επικράτεια ελάχιστα γνωρίζουμε για την λογοτεχνία της Βόρειας Μακεδονίας λόγω της διένεξης για το ονοματολογικό το οποίο εμφανίστηκε ως μέγα πρόβλημα κυρίως μετά την ανακήρυξη της γείτονος ως Δημοκρατία της Μακεδονίας το 1991, ενώ υπόφωσκε δεκαετίες πριν και συγκεκριμένα από το 1945 και εντεύθεν, όταν ο Τίτο συμπεριέλαβε στην μεταπολεμική Ένωση Σλαβικών Κρατών [Γιουγκοσλαβία], ένα νεοσύστατο ομόσπονδο μικρό κράτος, την Λαϊκή [Σοσιαλιστική] Δημοκρατία της Μακεδονίας. Οι ράχες αυτής της νεότευκτης Μακεδονίας ακουμπούσαν στις ράχες της ελληνικής Μακεδονίας, προκαλώντας, διαχρονικά, ποικίλες τριβές, σαν να ήθελαν να υπενθυμίσουν, ένθεν και ένθεν, κοινές διαδρομές, κοινούς αγώνες, κοινά συναισθήματα, κοινές ευαισθησίες αλλά και πολλά παρόμοια παράπονα, που ορισμένες φορές έφταναν σε παροξυσμούς μίσους, διεκδικήσεων, αντεγκλήσεων, αλυτρωτισμών, παραπλανήσεων και από τη μία και από την άλλη πλευρά.
Κάτω από αυτές τις ηφαιστειογενείς κάποτε συνθήκες, η λογοτεχνία δεν μπορούσε να αντιδράσει και να κατευνάσει τα σκοτεινιασμένα πνεύματα και τους οργισμένους εγκεφάλους, ρίχνοντας γέφυρες κατανόησης των ευαισθησιών αμφοτέρων των πλευρών. Κάποιες δειλές προσπάθειες είχαν γίνει σποραδικά και από τις δύο πλευρές. Στις τελευταίες αναφέρεται και ο ανθολόγος-μεταφραστής της ανθολογίας ποιητών της Βόρειας Μακεδονίας, Δημήτρης Μ. Μόσχος (γ. 1987) στην εκτενή εισαγωγή του. Λόγου χάριν αναφέρεται στην πρόσκληση και συμμετοχή του Γιάννη Ρίτσου στο Διεθνές Φεστιβάλ Ποίησης της Στρούγκα (παραλίμνια πόλη της Λίμνης Οχρίδας) το 1985.
Εδώ να σημειώσω την σημαντική πληροφορία ότι στον Γιάννη Ρίτσο είχε απονεμηθεί το Διεθνές Βραβείο Golden Wreath Award και είχε τοποθετηθεί τιμητική πλακέτα με το όνομά του στο «Πάρκο των Ποιητών», μαζί με όλων των διεθνώς καταξιωμένων ποιητών που έχουν συμμετάσχει στο Διεθνές Φεστιβάλ Ποίησης της Στρούγκα, από το 1966 έως σήμερα. Εκτός από τον Γιάννη Ρίτσο (ως παγκόσμιο Έλληνα ποιητή μαζί με τους Καβάφη-Σεφέρη-Ελύτη), ο ανθολόγος αναφέρει ότι μεταφράστηκαν στην γείτονα ποιήματα του Μάρκου Μέσκου, του Αναστάση Βιστωνίτη και –προσθέτω– του Γιώργου Χουλιάρα και του Βασίλη Παππά. Να προσθέσω επίσης ότι στο Φεστιβάλ της Στρούγκα έχουν συμμετάσχει οι ποιητές Χάρης Βλαβιανός, Αναστάσης Βιστωνίτης, Βασίλης Παππάς και Μίμης Σουλιώτης. Ωστόσο και η ελληνική πλευρά δεν ήταν τόσο τσιγκούνικη και μικρόψυχη όπως την θεωρεί ο Δημήτρης Μόσχος.
Παρά το σχεδόν πολεμικό κλίμα εναντίον των «κακών» γειτόνων μας που επικρατούσε, η Εταιρεία [Ελλήνων] Συγγραφέων στα δύο Διαβαλκανικά Φεστιβάλ Ποίησης που διοργάνωσε το 2011 και 2012, στο πλαίσιο της Διεθνούς Έκθεσης Βιβλίου της Θεσσαλονίκης, συμπεριέλαβε και την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας –χρησιμοποιώ το τότε επίσημο, από ελληνικής πλευράς, όνομα της γείτονος– μαζί με άλλα δώδεκα κράτη των Βαλκανίων. Την πρόσκληση αποδέχθηκε ένας από τους σημαντικότερους και πολυμεταφρασμένους ποιητές της Βόρειας Μακεδονίας, ο Ζόραν Αντσέφσκι, Πρόεδρος σήμερα του PEN της χώρας του – τον οποίο, παραδόξως, δεν έχει συμπεριλάβει ο ανθολόγος στην ανθολογία του. Ο Αντσέφκσι, εκτός των ποιημάτων που διάβασε, μίλησε και για την λογοτεχνία της πατρίδας του, σε ειδική ημερίδα που είχε διοργανώσει η Εταιρεία Συγγραφέων, σε ένα κατάμεστο αμφιθέατρο. Ακόμη ποιητές της Βόρειας Μακεδονίας έχουν συμμετάσχει στη «Συνάντηση Βαλκάνιων ποιητών» που διοργανώθηκε στην Έδεσσα το 2006. Να αναφέρω τέλος –όπως και ο ανθολόγος– ότι μια πρώτη παρουσίαση της ποίησης της Β. Μακεδονίας συναντάμε στην ανθολογία Αίμος- Ανθολογία Βαλκανικής Ποίησης (εκδ. Αντί 2007). Σ΄ αυτό το πλαίσιο, θεωρώ άστοχη την σύγκριση που επιχειρεί ο Δ. Μόσχος, ο οποίος, αναφερόμενος στην έκδοση Ανθολογίας Βουλγάρικης Ποίησης (Δωδώνη 1971), με την συμμετοχή και Βούλγαρων κομμουνιστών ποιητών, σημειώνει: «Ακόμα και η κοινωνική συνθήκη της Δικτατορίας φαίνεται να μην ήταν τόσο αποτρεπτική για την έκδοση του βιβλίου όσο ο σύγχρονος εθνικιστικός παροξυσμός ενάντια στην Βόρεια Μακεδονία».

Οχρίδα

Ανεξάρτητα όμως ποιος και από τις δύο πλευρές των συνόρων κάλεσε περισσότερους ή λιγότερους ποιητές ή συγγραφείς στη χώρα του, ή αντίστοιχα μετάφρασε και εξέδωσε, και χωρίς να παραβλέπω ένα πολυσύνθετο και πολύπλευρο ζήτημα που έχει τις ρίζες του στις αρχές ήδη του 20ού αιώνα, επί Οθωμανικής ακόμα Μακεδονίας, ή να παραγνωρίζω επιλήψιμες και λίαν κατακριτέες συμπεριφορές της ελληνικής πλευράς –στις οποίες ο ανθολόγος στέκεται με υπερβολικά οργίλο και καταγγελτικό ύφος πασπαλισμένο με ανάλογη ρητορεία, αναντίστοιχο με την γεφυροποιό λειτουργία της ποίησης– το σίγουρο είναι ότι πλέον έχουν τεθεί, θέλω να πιστεύω, οι βάσεις μιας ουσιαστικής και σε πολλά επίπεδα συνάντησης του ελληνικού αναγνωστικού κοινού με την ποίηση και την λογοτεχνία της Βόρειας Μακεδονίας και το αντίστροφο. Γι’ αυτό είναι εξαιρετικά σημαντική η χειρονομία των εκδόσεων «Αντίποδες», να εκδώσουν αυτήν την ανθολογία με ποιήματα δέκα επτά ποιητών και ποιητριών της Βόρειας Μακεδονίας, ως μια πρώτη γνωριμία μαζί τους. Βέβαια να σημειωθεί ότι ο υπότιτλος «Ανθολογία μεταπολεμικής ποίησης από τη Βόρεια Μακεδονία» είναι κατά κάποιον τρόπο ελλιπής. Διότι ο ανθολόγος έχει επιλέξει να συμπεριλάβει σ’ αυτήν μόνον σλαβόφωνους Μακεδόνες ποιητές/ποιήτριες και κανέναν αλβανόφωνο.
Προφανώς η περιοριστική αυτή επιλογή του επιτρέπει να αναφερθεί στο πώς και πότε τυποποιήθηκε η μακεδονική γλώσσα στη γείτονα αλλά και να μιλήσει –πάντα με καταγγελτικό τρόπο– για την «απαγορευμένη γλώσσα», προκαλώντας έτσι μια σύγχυση στον αναγνώστη. Η σλαβομακεδονική ή απλώς μακεδονική, ήταν εν διωγμώ μόνο στην ελληνική Μακεδονία και κανείς από τους ποιητές ή τις ποιήτριες που ανθολογούνται δεν κατάγεται από αυτήν ώστε να έχει υποστεί γλωσσικές απαγορεύσεις. Αντίθετα οι ποιητές και οι ποιήτριες που ανθολογούνται εκπροσωπούν την ποικιλία του εθνοτικού μωσαικού της περιοχής, προπαντός οι παλαιότεροι, που εμφανίζονται πριν τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, κάποιοι από αυτούς συμμετέχουν και στο παρτιζάνικο αντιφασιστικό κίνημα του Τίτο. Είναι αυτοί που η ποίηση τους εμφορείται από πατριωτικά, σοσιαλιστικά ιδεώδη και εμπνέονται από ιστορικά εθνικά αφηγήματα. Οι νεότεροι, και προπαντός όσοι/ες γεννήθηκαν μετά το 1960, διακονούν μια ποίηση που υπερβαίνει τα εθνικά αφηγήματα, ανοίγεται στα νεωτερικά ρεύματα, εμπνέεται από καθημερινές απλές καταστάσεις αλλά και παγκόσμια ζητήματα, όπως της γυναικείας χειραφέτησης λ,χ. Στην πρώτη κατηγορία συναντούμε: τον Κότσο Ρατσίν (1908-1943) γεννημένο στην Οθωμανική Μακεδονία, κομμουνιστή και μεταφραστή του Κομμουνιστικού Μανιφέστου στα σλαβομακεδόνικα της εποχής –πριν την τυποποίηση τους δηλαδή– ο οποίος εντάσσεται στους παρτιζάνους και εκδίδει και την παρτιζάνικη εφημερίδα Στον δρόμο του Ίλιντεν με, όπως σημειώνει ο ανθολόγος, σαφείς εθνικές και επαναστατικές αναφορές. Στα δύο ποιήματα του Ρατσίν που ανθολογούνται είναι εμφανής η σοσιαλιστική επαναστατική του ιδεολογία, εκφρασμένη ποιητικά με τις ανάλογες εικόνες και λέξεις όπως οι παρακάτω στίχοι: Τίποτα άλλο παρά οι μόχθοι περιμένουν / τίποτα άλλο παρά οι κόποι για μας μονάχα μένουν / κι οι ημέρες σαν περιλαίμιο δεμένες / σαν κρίκοι αλυσίδες σιδερένιες / Αλυσίδες σιδερένιες / γύρω απ’ το λαιμό σου [«Μέρες»].

Ο Άτσο Σόποφ (1923-1982) εντάσσεται επίσης στο παρτιζάνικο αντιφασιστικό κίνημα και αρχικά επηρεάζεται από αυτό. Γράφει πολιτικά ποιήματα σοσιαλιστικού ρεαλισμού και το 1944 εκδίδει το πρώτο ποιητικό βιβλίο στην νεοσύστατη Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μακεδονίας. Όπως σημειώνει ο ανθολόγος μετά τον πόλεμο αφήνει τον σοσιαλιστικό ρεαλισμό και προσχωρεί στον συμβολισμό. Ενδιαφέρον αν και άνισο είναι το ποίημα του «Στο τίποτα».
Χαρακτηριστικές περιπτώσεις του εθνοτικού μωσαϊκού της περιοχής πριν το 1944 και κατά την διάρκεια της γιουγκοσλαβικής κρατικής υπόστασης, είναι οι ποιητές Μπλάζε Κονέσκι (1921-1993), Ράντοβαν Παβλόσκι (1937-), Ματέγια Ματέβσκι (1929-) και Μπαγκομίλ Γκιουζέλ (1939-). Ο ποιητής και γλωσσολόγος Μπλάζε Κονέσκι, αν και προέρχεται από φιλοσερβική οικογένεια των Σκοπίων, με σπουδές σερβικής γλώσσας και λογοτεχνίας στο προπολεμικό Βελιγράδι, θεωρείται από τους πιο σημαντικούς γλωσσολόγους και φιλολόγους που συνέβαλαν στην τυποποίηση της μεταπολεμικής μακεδονικής γλώσσας. Όπως επισημαίνει ο ανθολόγος «πραγματικό τέκνο της εποχής του ο Κονέσκι κινείται άνετα μεταξύ της μακεδονικής, σερβικής και βουλγαρικής γλώσσας, η υποστασιοποίηση της διαλεκτικής σλαβικής πολυφωνίας της περιοχής σε έναν άνθρωπο». Ο Ράντοβαν Παβλόσκι γεννήθηκε στη Νις της Σερβίας, μεγάλωσε σ΄ ένα χωριό της νυν Βόρειας Μακεδονίας και έζησε σε διάφορες περιοχές των ομόσπονδων κρατών της Γιουγκοσλαβίας. Δηλαδή, ένας χαρακτηριστικός Γιουγκοσλάβος του καιρού του.
Στον Ματέγια Ματέβσκι θα σταθούμε περισσότερο. Ο Ματέβσκι γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη από οικογένεια μεικτή αλβανική και σλαβομακεδονική. Σπούδασε στα Σκόπια και εργάστηκε στα ΜΜΕ και στο Πανεπιστήμιο της πόλης ως καθηγητής ιστορίας του θεάτρου. Ο Ματέβσκι φαίνεται να γνωρίζει την αρχαιοελληνική γραμματεία και να επηρεάζεται από τους αρχαιοελληνικούς μύθους που πρέπει να τον οδηγούν στον Καβάφη με τον οποίο συνομιλεί. Παραθέτω στίχους του από το ποίημα «Τραγούδι ΙΙ».

Πήγαινε με λοιπόν, πήγαινε με στα παιδικά μου χρόνια / πήγαινε με εσύ τραγούδι του αιώνιου και του αξέχαστου / εσύ η μεγαλύτερη αυταπάτη, χωρίς μεταφορά / παράθυρο αδέξια ανοιγμένου και βαθύ / σε όλα τα χρώματα του αιώνα.

Παρενθετικά να σημειώσουμε ότι ο ποιητής Άντε Ποπόβσκι (1931-) γράφει το ποίημα «Ω Καβάφη» και το αφιερώνει στον Ματέβσκι, σε μια συνομιλία που επιχειρεί με τον ομότεχνό του, μέσω της ποίησης του παγκόσμιου Έλληνα ποιητή. Ιδού η πρώτη, από τις δύο στροφές, του ποιήματος:

Από τούτη τη νύχτα μέλλει η μέρα να φυτρώσει / και η Άνοιξη να ετοιμάσει το χορτάρι, / παχύ και πράσινο, για κάποιον. / Κι ένα άλογο λευκό θα καλπάσει προς τη δύση / περιμένοντας κάποιον / που δεν θέλει να γυρίσει / εκεί που τελειώνει κάθε νόημα / κι εκείνη η απάτη, το χρέος / για την πατρίδα, κι άλλα ηχηρά παρόμοια…

Ενδιαφέρον παρουσιάζει η περίπτωση του Άτσο Καραμάνοφ (1927-1944) ο οποίος σκοτώθηκε σε μάχη εναντίον των Γερμανών σε ηλικία δέκα επτά χρονών, έχοντας ήδη γράψει πολλά ποιήματα, ήδη από την παιδική του ηλικία! Σήμερα σώζονται …280 ποιήματα, τα οποία έγραψε λίγο πριν και κατά τη διάρκεια του Β ΄Παγκοσμίου πολέμου. Ο νεαρός ποιητής έγραψε, σύμφωνα με τον ανθολόγο, ποιήματα εμπνεόμενα από τα σοσιαλιστικά ιδεώδη και τους αντιφασιστικούς αγώνες στους οποίους συμμετείχε αλλά και ερωτικά. Ένα παράδειγμα:

Όταν για τελευταία φορά σε δω / και το δάκρυ σου πάψει να κυλά / τότε στο τελευταίο λιμάνι θα δεθώ / και η επίγεια πορεία μου θα έχει τελειώσει πια.

Το σκηνικό φαίνεται να αλλάζει και ως προς την τεχνοτροπία και ως προς την θεματική στους ποιητές που γεννιούνται από τη δεκαετία του 1960 και μετά, οι οποίοι/ες μεγαλώνουν στις τελευταίες δεκαετίες του σοσιαλιστικού καθεστώτος της πρώην Γιουγκοσλαβίας. Στη θέση των μεγάλων σοσιαλιστικών οραμάτων, η καθημερινότητα, οι ανθρώπινες σχέσεις και τα κακώς κείμενα της σύγχρονης μοντέρνας ζωής. Στη θέση του συμβολισμού και του σοσιαλιστικού ρεαλισμού, ο μοντερνισμός και αργότερα ο μετά-μοντερνισμός. Μια τέτοια περίπτωση είναι ο Γιόβιτσα Ιβανόβσκι (1961-). Στο ποίημα «Αποφάσισα οριστικά» ο Ιβανόβσκι γράφει: Δεν δίνω δεκάρα για κανέναν. / Θα σβήσω το φάρο μου / και θα ρίξω άγκυρα / στο οικογενειακό λιμάνι. // Τους πιο πολλούς απ’ αυτούς τους δήθεν φίλους – / διπρόσωπους κλειστούς κρυμμένους / ας τους να γίνουν φίλοι // Που θα ξεμακραίνουν όλο και πιο πολύ / κι εντέλει– ίσα που θα φαίνονται / κάπου εκεί μεσοπέλαγα // Όταν θα βλέπω τα χέρια τους / να σηκώνονται ψηλά / να μην ξέρω αν με χαιρετούν / ή απλώς πνίγονται.

Η ανθολογία κλείνει με γυναικεία ποίηση η οποία εκπροσωπείται από τέσσερις ποιήτριες. Η μεγαλύτερη, η Κάτια Κουλάκοβκα είναι γεννημένη το 1951 και η νεότερη, η Σνεζάνα Στοϊτσεβσκα είναι γεννημένη το 1980. Μεσολαβούν οι Ελιζαμπέτα Μπάκοβσκα (γεν. 1969) και η Λίντιγια Ντίμκοβσκα (γεν. 1971). Έχω την εντύπωση ότι τα ποιήματα τους είναι τα καλύτερα της συλλογής. Επιλέγω, ενδεικτικά, το τελευταίο ποίημα , που ανήκει στην νεότερη των ποιητριών, της Σνεζάνα Στοϊτσεβσκα, με τον τίτλο «Η χώρα του ποτέ».

Είναι εξαιρετικά σημαντική η χειρονομία των εκδόσεων «Αντίποδες», να εκδώσουν αυτήν την ανθολογία με ποιήματα δέκα επτά ποιητών και ποιητριών της Βόρειας Μακεδονίας, ως μια πρώτη γνωριμία μαζί τους.

Κλέβουμε τον χρόνο που δεν έχουμε
και δεν έχουμε την αγάπη που ξοδεύουμε
με δανεικά, στο κενό χτίζουμε τον κόσμο μας
και μετά συθέμελα τον ρίχνουμε με μια μόνο λέξη.

Είναι σκοτεινά. Στον ουρανό δεν έχει άλλα αστέρια
το
φεγγάρι χαμογελάει με το διαυγές χαμόγελο του
η αγάπη κυνηγάει τους αγριόχοιρους
οι σκέψεις μου πετάνε σαν φύλλα
τα μαλλιά μου ματώνουν…

Μερικοί ανήσυχοι με συμβουλεύουν:
Να είσαι σοφή! Μην παιδιαρίζεις, φτάνει!
Μια μέρα η Γουέντι θα μεγαλώσει
θα έχει κόρη, κι εσύ τι θ’ απογίνεις;

Δεν μπορώ να συμβιβαστώ
πέφτω πάνω στην ίδια μου τη λεπίδα
με κόβει στα δυο
ένα κομμάτι για σένα, ένα για τους άλλους
τίποτα για μένα.

Κλέβουμε τον χρόνο που δεν έχουμε
και δεν έχουμε την αγάπη που ξοδεύουμε
με δανεικά, στο κενό χτίζουμε τον κόσμο μας
και μετά συθέμελα τον ρίχνουμε με μια μόνο λέξη.

Δυστυχώς δεν μπορώ να κρίνω την πιστότητα και ποιότητα της μετάφρασης των ποιημάτων διότι δεν γνωρίζω την μακεδονική γλώσσα – όχι βεβαίως, γιατί μου είναι ... απαγορευμένη.

ΒΡΕΙΤΕ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΣΤΟΝ ΙΑΝΟ.
Μακεδονικό παραμύθι, εισ. ανθ. μτφρ. του Δημήτρη Μόσχου

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: