Εν όψει Χριστουγέννων, κάλεσα έξη φίλους στο σπίτι – μεταξύ των οποίων και τον Γάλλο Ρομπέρ Γκερμάντ, της γνωστής ιστορικής οικογενείας (κάνουμε παρέα τελευταίως), υποδιευθυντή του Γαλλικού Ινστιτούτου στη Θεσσαλονίκη. Ο Ρομπέρ μιλάει άψογα ελληνικά και είναι παλιός γκωλικός, παντοτινός θαυμαστής του Γάλλου στρατηγού και προέδρου για τον οποίο έχει δημοσιεύσει και κάποιες μελέτες.
Ήπιαμε όλοι ένα ποτό φλυαρώντας, ήρθαμε σε ευθυμία και μετά, πριν το γεύμα, οι καλεσμένοι σηκώνονται να θαυμάσουν το χαλκιδικιώτικο έλατο-χριστουγεννιάτικο δέντρο που έχω στολίσει στην γωνία του σαλονιού, με ωραία στολίδια, ιβουάρ μπάλες και χρωματιστά φωτάκια που αναβοσβήνουν. Στην κορυφή του δέντρου, εκεί που συνήθως βάζουμε ένα αστέρι, ή κάποιο μυτερό τζαμί, έχω στηρίξει (επίτηδες) ένα αντρικό καλαπόδι νούμερο σαράντα έξη, από βρασμένη οξιά.
Οι φίλοι είναι γοητευμένοι απ’ την φωτιά στο τζάκι, απ’ την εορταστική, υποβλητική ατμόσφαιρα του σπιτιού και τον στολισμό και κυρίως ο Ρομπέρ που δεν έχει δει ποτέ ξύλινο καλαπόδι στην κορυφή Χριστουγεννιάτικου δέντρου – στήνω μια καρέκλα, ανεβαίνω, το κατεβάζω προσεκτικά και του το δίνω να το κρατάει. Μετά λέω σ’ όλους να ξανακαθίσουμε στους καναπέδες και να πιούμε ένα δεύτερο ποτό πριν το φαγητό – ενώ πίνουμε και καθώς ο Ρομπέρ κρατάει και κοιτάει το καλαπόδι αμήχανα, αρχίζω να τους λέω την ιστορία:
«Ο σύζυγος μιας φίλης της πεθεράς της αδερφής μου, Αριστείδης Σαμαράς, κατάγονταν από την Πόλη και ήταν φημισμένος τσαγκάρης. Ήρθε, το 1930 στην Καστοριά κι άνοιξε ένα παπουτσάδικο που πήγε πολύ καλά, έγινε γνωστό γρήγορα σε όλους τους γύρω νομούς ως και στη Θεσσαλονίκη. Στα 1938 ο Αριστείδης πήγε στο Παρίσι, όπου είχε έναν πρώτο ξάδερφο που εμπορεύονταν καστοριανές γούνες και του έκανε πρόσκληση – με την γυναίκα του Αθανασία, με την οποία είχε ένα παιδί, είχαν χωρίσει ειρηνικά, χωρίς διαζύγιο, και της υποσχέθηκε να της στέλνει χρήματα κάθε μήνα. Έπιασε ένα σπίτι στο Παρίσι, εξοικειώθηκε με τα βασικά γαλλικά και μέσα σε λίγο χρόνο έφτιαξε το πρώτο μαγαζί του, το πρώτο τσαγκάρικο χειροποίητων υποδημάτων στην οδό Saint-Jaques στο Πάνθεον. Ήταν μουλωχτός, μελαγχολικός άνθρωπος, μάλλον καταθλιπτικός. Αλλά πραγματικό ταλέντο στα χειροποίητα παπούτσια, καλλιτέχνης – ήδη είχε αφήσει εποχή, όπως είπα, στην Καστοριά και στους γύρω νομούς. Είχε ξεκινήσει πιτσιρικάς, από απλός φόντιατζης (έκοβε τα φόντια για το παπούτσι, δηλαδή τα κομμάτια απ’ τα δέρματα που στην συνέχεια ράβονται, ή κολλιούνται στην σόλα) και εξελίχθηκε τάχιστα σε εξαίρετο τεχνίτη, τσαγκάρη παπουτσιών επί παραγγελία. Μέγας μερακλής, που απεχθάνονταν την καβαφική δουλειά – «καβάφηδες» έλεγαν οι τσαγκάρηδες τους καλαμπόρτζους παπουτσήδες, που έκοβαν όπως-όπως τα δέρματα, σαν τους βυρσοδέψες που τα βουτούσαν απλώς σε καζάνια βαφής για να πάρουνε χρώμα, δηλαδή ήταν προχειράντζες, ατζαμήδες και οι καλοί τεχνίτες τους περιφρονούσαν».
Πίνω μια γουλιά Black Jοhnnie και συνεχίζω:
«Με τον πόλεμο και την Κατοχή στο Παρίσι, το υποδηματοπωλείο πέρασε πολλές δυσκολίες, αλλά επιβίωσε. Μετά το 1945, άρχισε σταδιακά να συνέρχεται και να πηγαίνει καλά, να σταθεροποιείται. Ήδη στα 1951, οι δουλειές άνθισαν και ο Αριστείδης που ήταν αυστηρός διαχειριστής, αλλά και πολύ τολμηρός, έλαβε κάποιο δάνειο και άνοιξε άλλα δυο, καλά μαγαζιά: το ένα στην οδό Les Grands Augustins, αριθμός 26, και στην Rue de la Vieille Lanterne 19. Είχε αποκτήσει ήδη σταθερή πελατεία που ολοένα μεγάλωνε στη Γαλλική πρωτεύουσα. Πέρα από τους πλούσιους πελάτες, που στόμα-στόμα, διέδιδαν την δουλειά του, άρχισε να κάνει παραγγελίες για παπούτσια σε γνωστούς καλλιτέχνες και πολιτικούς, που επαινούσαν την εργασία του στους γύρω τους – κάποια στιγμή μπήκε στο κατάστημα και έδωσε παραγγελία ο διάσημος ηθοποιός και σκηνοθέτης του θεάτρου Ζαν Λουί Μπαρρώ, που έμενε λίγο παρακάτω, στον ίδιο δρόμο με το ένα μαγαζί. Στην συνέχεια, μετά από ένα μήνα, εμφανίστηκε ο μέγας Πικασό που σύχναζε με τον Ζαν Λουί Μπαρρώ σε ένα μπιστρό, εκεί κοντά, διάσημο ήδη από την εποχή της Γερμανικής Κατοχής, το Catalan. Προσήλθαν κατόπιν και άλλοι καλλιτέχνες, ηθοποιοί και συγγραφείς. Το όνομα του Αριστείδη γίνονταν, πια, γνωστό με ραγδαίο ρυθμό».
Ανάβω ένα τσιγάρο μυσταγωγικά, γιατί τώρα θα μπούμε στο ζουμί της ιστορίας, και συνεχίζω:
«Η πραγματική δόξα όμως ήρθε το 1953, όταν ένα πρωί σταμάτησε, αίφνης, μια μαύρη λιμουζίνα συνοδεία μοτοσικλετιστών έξω απ’ το μαγαζί και μπήκε να κάνει παραγγελία για χειροποίητα παπούτσια ο στρατηγός και πρόεδρος της Γαλλίας Σαρλ Ντε Γκωλ. Ο στρατηγός είχε τεράστια πέλματα, φορούσε νούμερο 46, τα πόδια του είχαν κάποια ιδιομορφία στα όρια της δυσπλασίας, με πολύ αναπτυγμένο κότσι, και δεν μπορούσε, εδώ και χρόνια, να βολευτεί με μοντέλα της αγοράς. Υπέφερε – συνήθως τα παπούτσια τον χτυπούσαν, τον ζόριζαν, δεν μπορούσε να απολαύσει ένα καλό πατούμενο. Τα δερμάτινα σκαρπίνια που του φιλοτέχνησε, όμως, με ιδιαίτερη φροντίδα, βάζοντας όλη του την τέχνη, ο Αριστείδης, ενθουσίασαν τον στρατηγό: φώλιασε γλυκά το πέλμα του μέσα στο υπόδημα σαν σε δερμάτινο γάντι από ζιμπελίνα, και, μέχρι το τέλος της ζωής του πήγαινε και έκανε παραγγελίες αποκλειστικά σ’ αυτόν – κι όχι μόνο για επίσημα παπούτσια, αλλά και για θερινά, μέχρι και για παντόφλες.
Ο Αριστείδης πριν φύγει απ’ την Ελλάδα, είχε παντρευτεί, όπως είπα, την Αθανασία Μπέλα, η οποία κρατούσε το σπίτι τους στην Καστοριά και το παιδί τους, ένα αγοράκι – μια μέρα, στα 1959, η Αθανασία μαζί με τα χρήματα που λάμβανε κάθε μήνα κανονικά, πήρε ένα δέμα που συνοδεύονταν και από ένα γράμμα, όπου ο πρώην σύζυγος της έλεγε πως της στέλνει ένα από τα ειδικά καλαπόδια που είχε φτιάξει για τον στρατηγό Σαρλ Ντε Γκωλ, πρόεδρο της Γαλλίας, και να το έχει, να το κρατήσει, τιμητικά, για ενθύμιο.
Η Αθανασία κράτησε το καλαπόδι και το έστησε με περηφάνια στο σαλονάκι του σπιτιού της, πάνω στο σκρίνιο, σε περίοπτη θέση, το ξεσκόνιζε, το περιποιούνταν, το γυάλιζε ελαφρά με λαδάκι και φώναζε τις γειτόνισσες να το δούνε, να το θαυμάσουν:
– Ελάτε να χαϊδέψετε το πόδι του Ντε Γκωλ, έτσι τις έλεγε.
Γερνώντας η Αθανασία και πριν πεθάνει έδωσε το καλαπόδι στην ξαδέρφη της, πεθερά της αδερφής μου, μετά εκείνη στην νύφη της, την αδερφή μου, κι αυτή σε μένα, γιατί θεώρησε πως θα το εκτιμούσα περισσότερο».
Όλοι στο σαλόνι έχουνε μείνει άναυδοι και γυρίζουν και κοιτάζουν έκθαμβοι το καλαπόδι του Ντε Γκωλ που το κρατάει τώρα βουρκωμένος, τρέμοντας, πια, ο γκωλικός Ρομπέρ, το χαϊδεύει και το φιλάει ευλαβικά μονολογώντας συγκινημένος «Oh, mon Dieu!», ενώ σταυροκοπιέται, σαν να βαστάει στα χέρια του τον χαμένο πόδα-λείψανο της Γενοβέφας, πολιούχου των Παρισίων.