Πανδοχείο Γυμνών Ποδιών {Αρχιτεκτονική εγκυκλοπαιδικού μυθιστορήματος}

ΧΙΙΙ. Οι ξυπόλητες των ταινιών, 3: Οι ακαταλόγιστες

Όπου ο συγ­γρα­φέ­ας του από­λυ­του βι­βλί­ου των γυ­μνών πο­διών ανα­ζη­τά τις ξυ­πό­λη­τες γυ­ναί­κες των κι­νη­μα­το­γρα­φι­κών ται­νιών και μυ­εί­ται στα μυ­στι­κά τους

Πανδοχείο Γυμνών Ποδιών {Αρχιτεκτονική εγκυκλοπαιδικού μυθιστορήματος}

Σε μια επο­χή που σπά­νι­ζαν δρα­μα­τι­κά οι φω­το­γρα­φί­ες γυ­μνών πελ­μά­των, την εί­δα κά­τω κά­τω στην δε­ξιά σε­λί­δα μιας Ρα­διο­τη­λε­ό­ρα­σης. Ένα χα­μο­γε­λα­στό πρό­σω­πο και μια παι­χνι­διά­ρι­κη πα­τού­σα, μό­λις ανα­δυό­με­νη από το λου­τρό της, χω­ρού­σαν στο ίδιο κά­δρο, το πά­νω και το κά­τω μιας εύ­θυ­μης γυ­ναί­κας. Το ανέλ­πι­στο δώ­ρο ει­κο­νο­γρα­φού­σε την ται­νία εκεί­νης της ημέ­ρας με κά­ποια Ντό­ρις Ντέι, η οποία προ­φα­νώς επε­δεί­κνυε το σα­που­νι­ζό­με­νο πό­δι της ως χα­ρι­τω­μέ­νο αστείο ή υπαι­νιγ­μό στον επι­σκέ­πτη του μπά­νιου της. Ήμουν πο­λύ μι­κρός για να μεί­νω ως αρ­γά και να την συ­να­ντή­σω στο έρ­γο της αλ­λά έκο­ψα ευ­λα­βι­κά την φω­το­γρα­φία και την κρά­τη­σα ως μια από τις πο­λύ­τι­μες της συλ­λο­γής μου. Έκτο­τε δεν έπα­ψα να ψά­χνω την Δω­ρί­δα στην μπα­νιέ­ρα, όχι μό­νο για την από­λαυ­ση της σκη­νής αλ­λά και για πι­θα­νά πο­λύ­τι­μα νο­ή­μα­τα. Ανα­ζη­τού­σα κά­θε ται­νία που πρω­τα­γω­νι­στού­σε (πράγ­μα διό­λου εύ­κο­λο), βέ­βαιος πως κά­που με πε­ρι­μέ­νει, βυ­θι­σμέ­νη στους αφρούς, υγρή και πε­ντα­κά­θα­ρη. Εκεί­νη άρ­χι­σε να μου παί­ζει κρυ­φτό, απο­κα­λύ­πτο­ντας τα πό­δια της με άλ­λες «αφορ­μές».

Στην ται­νία Send me no flowers υπο­δύ­ε­ται την Τζού­ντυ, σύ­ζυ­γο του Ροκ Χάν­τσον, ο οποί­ος άθε­λά του κρυ­φα­κού­ει τον για­τρό του να ανα­φέ­ρε­ται σε ασθε­νή με λί­γο χρό­νο ζω­ής και νο­μί­ζει πως πρό­κει­ται γι’ αυ­τόν· έτσι απο­φα­σί­ζει να βρει τον κα­τάλ­λη­λο σύ­ντρο­φο για την γυ­ναί­κα του, που με την σει­ρά της νο­μί­ζει πως θέ­λει να την ξε­φορ­τω­θεί για να χα­ρεί τις δι­κές του ατα­ξί­ες. Φυ­σι­κά ο άντρας υπο­φέ­ρει με την ιδέα ότι εκεί­νη θα απο­τε­λέ­σει την χα­ρά ενός άλ­λου και σ’ ένα όνει­ρό του την βλέ­πει να χο­ρεύ­ει πε­ρι­πα­θώς μ’ έναν νε­α­ρό. Ξυ­πνά ανα­κου­φι­σμέ­νος αλ­λά μό­νο για λί­γο: το κε­φά­λι και οι ώμοι της Τζού­ντυ λι­κνί­ζο­νται υπό τους κρου­στούς ήχους μιας υπό­κω­φης μου­σι­κής που συ­νε­χί­ζε­ται από το όνει­ρο – τί­νος; Έκ­πλη­κτος στρέ­φε­ται προς τα πό­δια της, που έχουν βγει από τα σκε­πά­σμα­τα και κι­νού­νται ρυθ­μι­κά… Ήταν μια πρώ­τη κι­νη­μα­το­γρα­φι­κή από­δει­ξη για ό,τι ανέ­κα­θεν ισχυ­ρι­ζό­μουν: πως οι πα­τού­σες επι­θυ­μούν να έχουν τη δι­κή τους ζωή, κι όταν μπο­ρούν, κά­νουν τα δι­κά τους, κυ­ριο­λε­κτι­κά κά­τω από τα μά­τια μας.

Πανδοχείο Γυμνών Ποδιών {Αρχιτεκτονική εγκυκλοπαιδικού μυθιστορήματος}

Αρ­γό­τε­ρα την βρή­κα ως Μάρ­γκα­ρετ στην ται­νία Where Were You When the Lights Went Out?. Μια δια­κο­πή ρεύ­μα­τος που σκο­τει­νιά­ζει όλη την πό­λη την στέλ­νει νω­ρί­τε­ρα στο σπί­τι της, όπου ο άντρας της ετοι­μά­ζε­ται να απο­πλα­νή­σει ή να απο­πλα­νη­θεί από μια άλ­λη γυ­ναί­κα. Απο­χω­ρεί για το εξο­χι­κό τους, και πί­νει ένα υπνω­τι­κό πο­τό για να τα ξε­χά­σει όλα. Όμως ένας άντρας που έχει ένα ατύ­χη­μα εκεί κο­ντά μπαί­νει στο σπί­τι για βο­ή­θεια και δο­κι­μά­ζει λί­γο από το πο­τό, με απο­τέ­λε­σμα να σω­ρια­στεί δί­πλα της. Όταν ο σύ­ζυ­γός της φτά­νει στο σπί­τι δια­πι­στώ­νει πως στο κά­τω μέ­ρος από τις κου­βέρ­τες εξέ­χουν δυο ζευ­γά­ρια πό­δια – και τα γυ­μνά εί­ναι σί­γου­ρα δι­κά της. Ξα­νά λοι­πόν τα πέλ­μα­τα μιας άτα­κτης συ­ζύ­γου, που σε ύπνο ή ύπνω­ση ερω­το­τρο­πεί με κά­ποιον άλ­λον! Οι επό­με­νες σκη­νές δεί­χνουν μια γοη­τευ­τι­κή, ζα­λι­σμέ­νη και ανή­μπο­ρη Μάρ­γκα­ρετ, ξυ­πό­λη­τη με τις γα­λά­ζιες της πι­τζά­μες, να ση­κώ­νε­ται και να ξα­να­σω­ριά­ζε­ται στην αγκα­λιά του άγνω­στου άντρα.
Από­λυ­τα με­θυ­σμέ­νη την συ­νά­ντη­σα και ως Κά­θυ, στην ται­νία That touch of mink, σ’ ένα από τα δε­κά­δες επει­σό­δια που απαρ­τί­ζουν την μι­κρή οδύσ­σεια κά­θε ζευ­γα­ριού, από την γνω­ρι­μία ως την πο­λυ­πό­θη­τη σύμ­μει­ξη. Αυ­τή τη φο­ρά εί­ναι ο Κά­ρυ Γκραντ που την βρί­σκει πο­τι­σμέ­νη με αλ­κο­όλ στο δω­μά­τιό της σ’ ένα ξε­νο­δο­χείο, με το άδειο μπου­κά­λι σφη­νω­μέ­νο στο με­γά­λο δά­χτυ­λο του πο­διού της. Πα­ρα­παί­ο­ντας για άλ­λη μια φο­ρά με τις πι­τζά­μες της και αφη­μέ­νη στα χέ­ρια του μελ­λο­ντι­κού της αγα­πη­μέ­νου, μοιά­ζει να δη­λώ­νει πως του έχει εδώ και και­ρό πα­ρα­δο­θεί. Ακό­μα κι όταν, σε άλ­λη στιγ­μή, εξί­σου με­θυ­σμέ­νη, τον ρώ­τη­σε αν του αρέ­σει ο τρό­πος που εκεί­νη περ­πα­τά­ει κι αυ­τός της απά­ντη­σε poetry in motion, ήταν φα­νε­ρό πως, πα­ρά τον σαρ­κα­σμό του, ήθε­λε δια­κα­ώς να κα­τα­κτή­σει την ποι­η­τι­κή της.
Τι σή­μαι­ναν όλα αυ­τά; Πως μια σύ­ντρο­φος ή σύ­ζυ­γος μπο­ρεί να απο­δρά σε δι­κούς της κό­σμους μό­νο όταν κοι­μά­ται και ονει­ρεύ­ε­ται, υπνω­τί­ζε­ται ή με­θά­ει, ενώ στην νη­φά­λια και ξυ­πνη­τή κα­θη­με­ρι­νό­τη­τά της οφεί­λει να εί­ναι πι­στή, ευ­πρε­πής και ολο­κλη­ρω­τι­κά δο­σμέ­νη στον άντρα της; Πως οι μό­νες ρωγ­μές αυ­το­νο­μί­ας στην αμε­ρι­κα­νι­κή εκ­δο­χή του θη­λυ­κού εί­ναι μό­νο όταν έχει το ακα­τα­λό­γι­στο; Άλ­λω­στε ως Μάρ­γκα­ρετ των Φώ­των εί­χε ήδη εκ­φρά­σει, από τις αρ­χές εκεί­νης της ται­νί­ας, την επι­θυ­μία της να άφη­νε για λί­γο στην άκρη τους αγνούς γυ­ναι­κεί­ους της ρό­λους και να υπο­δυ­θεί μια πόρ­νη – κι ανα­ρω­τιέ­μαι αν η ίδια η Ντό­ρις Ντέι, εξί­σου ταγ­μέ­νη σε ρό­λους παρ­θε­νι­κών μορ­φών και κα­λού­πια στε­ρε­ό­τυ­πων γυ­ναι­κών, επι­θύ­μη­σε πο­τέ να δεί­ξει άλ­λες όψεις στο κοι­νό της.

Πανδοχείο Γυμνών Ποδιών {Αρχιτεκτονική εγκυκλοπαιδικού μυθιστορήματος}

Κά­πο­τε εντό­πι­σα τα γυ­μνά της πό­δια σε νη­φά­λια κα­τά­στα­ση σε τρεις ση­μα­ντι­κές εμ­φα­νί­σεις στην ται­νία Pillow Talk. Αυ­τή τη φο­ρά, ως Τζέιν, χτί­ζει το ρο­μάν­τσο της με τον Μπραντ (Ροκ Χάν­τσον) μέ­σω τη­λε­φώ­νου και ήδη από τους τί­τλους της αρ­χής η οθό­νη χω­ρί­ζε­ται σε δύο μέ­ρη και βλέ­που­με μό­νο τα πό­δια του κα­θε­νός στο κρε­βά­τι του, κα­θώς εμ­φα­νώς απο­λαμ­βά­νουν την τη­λε­πι­κοι­νω­νία τους. Στο πρώ­το λε­πτό του αγώ­να εκεί­νη ισιώ­νει το καλ­σόν της και θαυ­μά­ζει τα ωραία της δά­χτυ­λα στα ανοι­χτά πέ­δι­λα, ενώ στο 52ο, κα­θώς οι δυο συ­νο­μι­λούν από την μπα­νιέ­ρα τους, το πλά­νο ξα­νά κό­βε­ται σε δυο κι έτσι όπως τε­ντώ­νουν τα πό­δια εί­ναι σαν να αγ­γί­ζο­νται.
Όταν η πρώ­τη, ζα­χα­ρω­τή πε­ρί­ο­δος τε­λειώ­σει κι ο ένας αρ­χί­ζει να δο­κι­μά­ζει τον άλ­λον, η Τζέιν δια­κο­σμεί το δια­μέ­ρι­σμά του Μπραντ με τον πιο εφιαλ­τι­κό τρό­πο, εκεί­νος σπεύ­δει στο σπί­τι της, την αρ­πά­ζει στα χέ­ρια του και την με­τα­φέ­ρει ση­κω­τή, ξυ­πό­λη­τη και με τις πι­τζά­μες της πί­σω στο δια­μέ­ρι­σμά του, δια­σχί­ζο­ντας τους ηλιό­λου­στους δρό­μους της Νέ­ας Υόρ­κης προς τέρ­ψη ή απο­ρία των πε­ρα­στι­κών – ωραί­ες οι λή­ψεις με τα ενα­έ­ρια πό­δια της να εμ­φα­νί­ζο­νται πρώ­τα πρώ­τα μέ­σα από ασαν­σέρ και πόρ­τες. Την ρί­χνει στο κρε­βά­τι, της εξο­μο­λο­γεί­ται πως σκό­πευε να την πα­ντρευ­τεί και σπεύ­δει να φύ­γει έξω φρε­νών, μα εκεί­νη γνω­ρί­ζει κα­λά δυο μυ­στι­κούς μη­χα­νι­σμούς του χώ­ρου· έναν που κλει­δώ­νει την πόρ­τα κι έναν που ενερ­γο­ποιεί μια honky-tonk εκτέ­λε­ση του αγα­πη­μέ­νου του τρα­γου­διού. Κι ύστε­ρα δε μέ­νει πα­ρά να τον κοι­τά­ξει με λι­γω­μέ­νο, πα­ρα­δο­μέ­νο πια βλέμ­μα. Εί­ναι τα τε­λευ­ταία λε­πτά του αγώ­να, που λή­γει ισό­πα­λος υπέρ του άντρα. Η ιδιό­τη­τα της φο­ρη­τής γυ­ναί­κας προ­στί­θε­ται στις υπό­λοι­πες. Ρο­μα­ντι­σμός ή υπο­τα­γή;

Πανδοχείο Γυμνών Ποδιών {Αρχιτεκτονική εγκυκλοπαιδικού μυθιστορήματος}

Επι­χεί­ρη­σα να προ­σο­μοιώ­σω μια δι­κή μου σύ­ντρο­φο, την σχε­δόν συ­νο­νό­μα­τή της Δώ­ρα, που με τα γυ­ρι­στά ξαν­θά μαλ­λιά, το έντο­νο χιού­μορ και τις αυ­το­σαρ­κα­στι­κές της τά­σεις θα μπο­ρού­σε να απο­τε­λεί μια ελ­λη­νι­κή εκ­δο­χή της. Της δώ­ρι­σα τέσ­σε­ρα μέ­τρα κα­λώ­διο τη­λε­φώ­νου ώστε να μι­λά­με από τις μπα­νιέ­ρες μας, πράγ­μα που δέ­χτη­κε, όχι χω­ρίς απο­ρία, και όπο­τε συ­νο­μι­λού­σα­με ακου­μπού­σα το πό­δι μου στα πλα­κά­κια σκε­φτό­με­νος πως κι εκεί­νη κά­νει το ίδιο, αλ­λά τε­λι­κά με πά­γω­νε η υγρα­σία του τοί­χου. Κά­θε φο­ρά που κοι­μό­μα­σταν μα­ζί ήμουν σε ετοι­μό­τη­τα να την συλ­λά­βω επ’ αυ­το­φώ­ρω να συμ­με­τέ­χει εί­τε σε δι­κό μου όνει­ρο (την ονει­ρευό­μουν συ­χνά, σε πρά­ξεις ατόλ­μη­τες και ακα­τα­νό­μα­στες), εί­τε σε δι­κό της· σή­κω­να τα σε­ντό­νια για να εντο­πί­σω τυ­χόν χο­ρευ­τι­κές ή έστω πε­ρι­πα­τη­τι­κές κι­νή­σεις στα πό­δια της αλ­λά τί­πο­τα – έμε­ναν ακί­νη­τα και ζε­στά, με την γλυ­κιά μυ­ρω­διά του ύπνου, ενώ όσες φο­ρές επι­χεί­ρη­σα να την με­θύ­σω, κοι­μή­θη­κε βα­θιά, ανα­πνέ­ο­ντας βα­θιά κι αξύ­πνη­τα· κά­πο­τε μέ­θυ­σα ο ίδιος, και, αντί για εκεί­νη, χό­ρευαν οι τοί­χοι γύ­ρω μου.

Αλ­λά η σκη­νή του μπά­νιου δεν υπήρ­χε σε κα­μία της ται­νία – τις εί­δα όλες μια προς μία. Το γνω­στό της τρα­γού­δι Que Sera Sera με πα­ρα­κι­νού­σε να απο­δε­χτώ τα πράγ­μα­τα όπως εί­χαν. Πώς ήταν δυ­να­τό να εί­ναι άφα­ντη; Όταν ήρ­θε η επο­χή του δια­δι­κτύ­ου άρ­χι­σα νέ­ες ανα­ζη­τή­σεις: βρή­κα την φω­το­γρα­φία σε διά­φο­ρες λή­ψεις αλ­λά χω­ρίς κα­μία πλη­ρο­φο­ρία για την σκη­νή. Όμως ανα­κά­λυ­ψα την διεύ­θυν­σή της και της έστει­λα μια επι­στο­λή. Ιδού η απά­ντη­σή της, λί­γους μή­νες νω­ρί­τε­ρα:

Πανδοχείο Γυμνών Ποδιών {Αρχιτεκτονική εγκυκλοπαιδικού μυθιστορήματος}

————————————————————————


Αγα­πη­τέ Παν­δο­χέα των Γυ­μνών Πο­διών. Σω­στά τα γρά­φε­τε: μπο­ρεί να μας χω­ρί­ζουν 46 χρό­νια, αλ­λά ο κι­νη­μα­το­γρά­φος σμί­γει τους αν­θρώ­πους με όποιο τρό­πο επι­θυ­μούν. Χαί­ρο­μαι που υπήρ­ξα τρυ­φε­ρή σας συ­ντρο­φιά, πα­ρό­λο που τέ­τοιες εξο­μο­λο­γή­σεις δεν απο­τε­λούν πια καύ­σι­μο για την φι­λα­ρέ­σκειά μου. Εί­μαι πλέ­ον 97 και, αντι­λαμ­βά­νε­στε, οι επι­θυ­μί­ες μου εί­ναι άλ­λες. Όσο για την ερώ­τη­σή σας, αν μου άρε­σε που επι­δεί­κνυα τα πό­δια μου με κά­θε ευ­και­ρία, τι πε­ρι­μέ­νε­τε να απα­ντή­σω; Αν σας πω ναι, θα εί­μαι ύπο­πτη για επι­χεί­ρη­ση αντα­πό­κρι­σης στο γού­στο σας· αν πω όχι, θα σας απο­γοη­τεύ­σω και μά­λι­στα ανα­δρο­μι­κά. Προ­τι­μώ λοι­πόν να σιω­πή­σω και να πα­ρα­μεί­νε­τε με την ιδέα κά­θε εν­δε­χό­με­νου.
Η σκη­νή που ανα­ζη­τά­τε εί­ναι από την ται­νία Move over darling, του 1963. Θυ­μά­στε; Κά­νω μια σύ­ζυ­γο που εξα­φα­νί­στη­κε με­τά από ένα αε­ρο­πο­ρι­κό ατύ­χη­μα και επι­στρέ­φει με­τά από και­ρό στον σύ­ζυ­γό της, έχο­ντας ζή­σει με κά­ποιον άλ­λον σ’ ένα νη­σί, όπου εκεί­νος την έλε­γε Εύα κι αυ­τή τον έλε­γε Αδάμ (βλέ­πε­τε, άλ­λη μια σπά­νια πε­ρί­στα­ση ελευ­θε­ρί­ας για την γυ­ναί­κα: αγνο­ού­με­νη και ανώ­νυ­μη σε πα­ρα­δεί­σιο νη­σί· το γρά­ψα­τε στο βι­βλίο σας;). Ο σκη­νο­θέ­της όμως την έκο­ψε κι έτσι έμει­νε για πά­ντα άπαι­χτη, κλει­σμέ­νη σε κά­ποια απο­θη­κευ­μέ­νη μπο­μπί­να. Αλ­λά τι ση­μα­σία έχει; Αν έφτα­σε η μι­κρή της φω­το­γρα­φία ως εσάς, τό­τε το σι­νε­μά μπο­ρεί και μα­γεύ­ει με τον πιο πα­ρά­ξε­νο τρό­πο. Γύ­ρι­σα μια σκη­νή στις αρ­χές μιας δε­κα­ε­τί­ας, απο­τυ­πώ­θη­κε σε μια φω­το­γρα­φία, τα­ξί­δε­ψε σε όλο τον κό­σμο, έφτα­σε στην χώ­ρα σας με τον πα­λιό τρό­πο στα τέ­λη της επό­με­νης δε­κα­ε­τί­ας, χώ­ρε­σε στο ρα­διο­τη­λε­ο­πτι­κό σας πε­ριο­δι­κό, την κό­ψα­τε και την κρα­τή­σα­τε, και τώ­ρα γρά­φε­τε γι’ αυ­τήν κι ας μην παί­χτη­κε πο­τέ. Δεν αρ­κεί αυ­τό για την αιώ­νια μα και διαρ­κώς φευ­γα­λέα σα­γή­νη του κι­νη­μα­το­γρά­φου; Κι ίσως υπήρ­ξα κι εγώ ένα μι­κρό αστε­ρά­κι στον γα­λα­ξία του. Σας πα­ρα­κα­λώ, όταν εκ­δο­θεί το βι­βλίο σας να με­τα­φρά­σε­τε και να στεί­λε­τε το προς τι­μήν μου κε­φά­λαιο στην ιστο­σε­λί­δα της θαυ­μα­στι­κής μου κοι­νό­τη­τας, στο dorisday.net. Ακό­μα κι αν δε ζω, θα συ­νε­χί­ζω να υπάρ­χω μ’ έναν ακό­μα τρό­πο. Τε­λι­κά ίσως πα­ρα­μέ­νω ακό­μα φι­λά­ρε­σκη.
Δι­κή σας (και όλων), Ντό­ρις.

————————————————————————

{ Συ­νε­χί­ζε­ται, πά­ντα συ­νε­χί­ζε­ται }

Οι ται­νί­ες: Send me no flowers (Norman Jewison, 1964), Where Were You When the Lights Went Out? (Hy Averback, 1968), That touch of mink (Delbert Mann, 1962), Pillow Talk (Michael Gordon, 1959).

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: