Χάρτης 14 - ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2020
https://dev.hartismag.gr/hartis-14/kinhmatografos/pandoxeio-gymnwn-podiwn-arxitektonikh-egkyklopaidikoy-myoistorhmatos
Όπου ο συγγραφέας του απόλυτου βιβλίου των γυμνών ποδιών αναζητά τις ξυπόλητες γυναίκες των κινηματογραφικών ταινιών και μυείται στα μυστικά τους
Σε μια εποχή που σπάνιζαν δραματικά οι φωτογραφίες γυμνών πελμάτων, την είδα κάτω κάτω στην δεξιά σελίδα μιας Ραδιοτηλεόρασης. Ένα χαμογελαστό πρόσωπο και μια παιχνιδιάρικη πατούσα, μόλις αναδυόμενη από το λουτρό της, χωρούσαν στο ίδιο κάδρο, το πάνω και το κάτω μιας εύθυμης γυναίκας. Το ανέλπιστο δώρο εικονογραφούσε την ταινία εκείνης της ημέρας με κάποια Ντόρις Ντέι, η οποία προφανώς επεδείκνυε το σαπουνιζόμενο πόδι της ως χαριτωμένο αστείο ή υπαινιγμό στον επισκέπτη του μπάνιου της. Ήμουν πολύ μικρός για να μείνω ως αργά και να την συναντήσω στο έργο της αλλά έκοψα ευλαβικά την φωτογραφία και την κράτησα ως μια από τις πολύτιμες της συλλογής μου. Έκτοτε δεν έπαψα να ψάχνω την Δωρίδα στην μπανιέρα, όχι μόνο για την απόλαυση της σκηνής αλλά και για πιθανά πολύτιμα νοήματα. Αναζητούσα κάθε ταινία που πρωταγωνιστούσε (πράγμα διόλου εύκολο), βέβαιος πως κάπου με περιμένει, βυθισμένη στους αφρούς, υγρή και πεντακάθαρη. Εκείνη άρχισε να μου παίζει κρυφτό, αποκαλύπτοντας τα πόδια της με άλλες «αφορμές».
Στην ταινία Send me no flowers υποδύεται την Τζούντυ, σύζυγο του Ροκ Χάντσον, ο οποίος άθελά του κρυφακούει τον γιατρό του να αναφέρεται σε ασθενή με λίγο χρόνο ζωής και νομίζει πως πρόκειται γι’ αυτόν· έτσι αποφασίζει να βρει τον κατάλληλο σύντροφο για την γυναίκα του, που με την σειρά της νομίζει πως θέλει να την ξεφορτωθεί για να χαρεί τις δικές του αταξίες. Φυσικά ο άντρας υποφέρει με την ιδέα ότι εκείνη θα αποτελέσει την χαρά ενός άλλου και σ’ ένα όνειρό του την βλέπει να χορεύει περιπαθώς μ’ έναν νεαρό. Ξυπνά ανακουφισμένος αλλά μόνο για λίγο: το κεφάλι και οι ώμοι της Τζούντυ λικνίζονται υπό τους κρουστούς ήχους μιας υπόκωφης μουσικής που συνεχίζεται από το όνειρο – τίνος; Έκπληκτος στρέφεται προς τα πόδια της, που έχουν βγει από τα σκεπάσματα και κινούνται ρυθμικά… Ήταν μια πρώτη κινηματογραφική απόδειξη για ό,τι ανέκαθεν ισχυριζόμουν: πως οι πατούσες επιθυμούν να έχουν τη δική τους ζωή, κι όταν μπορούν, κάνουν τα δικά τους, κυριολεκτικά κάτω από τα μάτια μας.
Αργότερα την βρήκα ως Μάργκαρετ στην ταινία Where Were You When the Lights Went Out?. Μια διακοπή ρεύματος που σκοτεινιάζει όλη την πόλη την στέλνει νωρίτερα στο σπίτι της, όπου ο άντρας της ετοιμάζεται να αποπλανήσει ή να αποπλανηθεί από μια άλλη γυναίκα. Αποχωρεί για το εξοχικό τους, και πίνει ένα υπνωτικό ποτό για να τα ξεχάσει όλα. Όμως ένας άντρας που έχει ένα ατύχημα εκεί κοντά μπαίνει στο σπίτι για βοήθεια και δοκιμάζει λίγο από το ποτό, με αποτέλεσμα να σωριαστεί δίπλα της. Όταν ο σύζυγός της φτάνει στο σπίτι διαπιστώνει πως στο κάτω μέρος από τις κουβέρτες εξέχουν δυο ζευγάρια πόδια – και τα γυμνά είναι σίγουρα δικά της. Ξανά λοιπόν τα πέλματα μιας άτακτης συζύγου, που σε ύπνο ή ύπνωση ερωτοτροπεί με κάποιον άλλον! Οι επόμενες σκηνές δείχνουν μια γοητευτική, ζαλισμένη και ανήμπορη Μάργκαρετ, ξυπόλητη με τις γαλάζιες της πιτζάμες, να σηκώνεται και να ξανασωριάζεται στην αγκαλιά του άγνωστου άντρα.
Απόλυτα μεθυσμένη την συνάντησα και ως Κάθυ, στην ταινία That touch of mink, σ’ ένα από τα δεκάδες επεισόδια που απαρτίζουν την μικρή οδύσσεια κάθε ζευγαριού, από την γνωριμία ως την πολυπόθητη σύμμειξη. Αυτή τη φορά είναι ο Κάρυ Γκραντ που την βρίσκει ποτισμένη με αλκοόλ στο δωμάτιό της σ’ ένα ξενοδοχείο, με το άδειο μπουκάλι σφηνωμένο στο μεγάλο δάχτυλο του ποδιού της. Παραπαίοντας για άλλη μια φορά με τις πιτζάμες της και αφημένη στα χέρια του μελλοντικού της αγαπημένου, μοιάζει να δηλώνει πως του έχει εδώ και καιρό παραδοθεί. Ακόμα κι όταν, σε άλλη στιγμή, εξίσου μεθυσμένη, τον ρώτησε αν του αρέσει ο τρόπος που εκείνη περπατάει κι αυτός της απάντησε poetry in motion, ήταν φανερό πως, παρά τον σαρκασμό του, ήθελε διακαώς να κατακτήσει την ποιητική της.
Τι σήμαιναν όλα αυτά; Πως μια σύντροφος ή σύζυγος μπορεί να αποδρά σε δικούς της κόσμους μόνο όταν κοιμάται και ονειρεύεται, υπνωτίζεται ή μεθάει, ενώ στην νηφάλια και ξυπνητή καθημερινότητά της οφείλει να είναι πιστή, ευπρεπής και ολοκληρωτικά δοσμένη στον άντρα της; Πως οι μόνες ρωγμές αυτονομίας στην αμερικανική εκδοχή του θηλυκού είναι μόνο όταν έχει το ακαταλόγιστο; Άλλωστε ως Μάργκαρετ των Φώτων είχε ήδη εκφράσει, από τις αρχές εκείνης της ταινίας, την επιθυμία της να άφηνε για λίγο στην άκρη τους αγνούς γυναικείους της ρόλους και να υποδυθεί μια πόρνη – κι αναρωτιέμαι αν η ίδια η Ντόρις Ντέι, εξίσου ταγμένη σε ρόλους παρθενικών μορφών και καλούπια στερεότυπων γυναικών, επιθύμησε ποτέ να δείξει άλλες όψεις στο κοινό της.
Κάποτε εντόπισα τα γυμνά της πόδια σε νηφάλια κατάσταση σε τρεις σημαντικές εμφανίσεις στην ταινία Pillow Talk. Αυτή τη φορά, ως Τζέιν, χτίζει το ρομάντσο της με τον Μπραντ (Ροκ Χάντσον) μέσω τηλεφώνου και ήδη από τους τίτλους της αρχής η οθόνη χωρίζεται σε δύο μέρη και βλέπουμε μόνο τα πόδια του καθενός στο κρεβάτι του, καθώς εμφανώς απολαμβάνουν την τηλεπικοινωνία τους. Στο πρώτο λεπτό του αγώνα εκείνη ισιώνει το καλσόν της και θαυμάζει τα ωραία της δάχτυλα στα ανοιχτά πέδιλα, ενώ στο 52ο, καθώς οι δυο συνομιλούν από την μπανιέρα τους, το πλάνο ξανά κόβεται σε δυο κι έτσι όπως τεντώνουν τα πόδια είναι σαν να αγγίζονται.
Όταν η πρώτη, ζαχαρωτή περίοδος τελειώσει κι ο ένας αρχίζει να δοκιμάζει τον άλλον, η Τζέιν διακοσμεί το διαμέρισμά του Μπραντ με τον πιο εφιαλτικό τρόπο, εκείνος σπεύδει στο σπίτι της, την αρπάζει στα χέρια του και την μεταφέρει σηκωτή, ξυπόλητη και με τις πιτζάμες της πίσω στο διαμέρισμά του, διασχίζοντας τους ηλιόλουστους δρόμους της Νέας Υόρκης προς τέρψη ή απορία των περαστικών – ωραίες οι λήψεις με τα εναέρια πόδια της να εμφανίζονται πρώτα πρώτα μέσα από ασανσέρ και πόρτες. Την ρίχνει στο κρεβάτι, της εξομολογείται πως σκόπευε να την παντρευτεί και σπεύδει να φύγει έξω φρενών, μα εκείνη γνωρίζει καλά δυο μυστικούς μηχανισμούς του χώρου· έναν που κλειδώνει την πόρτα κι έναν που ενεργοποιεί μια honky-tonk εκτέλεση του αγαπημένου του τραγουδιού. Κι ύστερα δε μένει παρά να τον κοιτάξει με λιγωμένο, παραδομένο πια βλέμμα. Είναι τα τελευταία λεπτά του αγώνα, που λήγει ισόπαλος υπέρ του άντρα. Η ιδιότητα της φορητής γυναίκας προστίθεται στις υπόλοιπες. Ρομαντισμός ή υποταγή;
Επιχείρησα να προσομοιώσω μια δική μου σύντροφο, την σχεδόν συνονόματή της Δώρα, που με τα γυριστά ξανθά μαλλιά, το έντονο χιούμορ και τις αυτοσαρκαστικές της τάσεις θα μπορούσε να αποτελεί μια ελληνική εκδοχή της. Της δώρισα τέσσερα μέτρα καλώδιο τηλεφώνου ώστε να μιλάμε από τις μπανιέρες μας, πράγμα που δέχτηκε, όχι χωρίς απορία, και όποτε συνομιλούσαμε ακουμπούσα το πόδι μου στα πλακάκια σκεφτόμενος πως κι εκείνη κάνει το ίδιο, αλλά τελικά με πάγωνε η υγρασία του τοίχου. Κάθε φορά που κοιμόμασταν μαζί ήμουν σε ετοιμότητα να την συλλάβω επ’ αυτοφώρω να συμμετέχει είτε σε δικό μου όνειρο (την ονειρευόμουν συχνά, σε πράξεις ατόλμητες και ακατανόμαστες), είτε σε δικό της· σήκωνα τα σεντόνια για να εντοπίσω τυχόν χορευτικές ή έστω περιπατητικές κινήσεις στα πόδια της αλλά τίποτα – έμεναν ακίνητα και ζεστά, με την γλυκιά μυρωδιά του ύπνου, ενώ όσες φορές επιχείρησα να την μεθύσω, κοιμήθηκε βαθιά, αναπνέοντας βαθιά κι αξύπνητα· κάποτε μέθυσα ο ίδιος, και, αντί για εκείνη, χόρευαν οι τοίχοι γύρω μου.
Αλλά η σκηνή του μπάνιου δεν υπήρχε σε καμία της ταινία – τις είδα όλες μια προς μία. Το γνωστό της τραγούδι Que Sera Sera με παρακινούσε να αποδεχτώ τα πράγματα όπως είχαν. Πώς ήταν δυνατό να είναι άφαντη; Όταν ήρθε η εποχή του διαδικτύου άρχισα νέες αναζητήσεις: βρήκα την φωτογραφία σε διάφορες λήψεις αλλά χωρίς καμία πληροφορία για την σκηνή. Όμως ανακάλυψα την διεύθυνσή της και της έστειλα μια επιστολή. Ιδού η απάντησή της, λίγους μήνες νωρίτερα:
————————————————————————
Αγαπητέ Πανδοχέα των Γυμνών Ποδιών. Σωστά τα γράφετε: μπορεί να μας χωρίζουν 46 χρόνια, αλλά ο κινηματογράφος σμίγει τους ανθρώπους με όποιο τρόπο επιθυμούν. Χαίρομαι που υπήρξα τρυφερή σας συντροφιά, παρόλο που τέτοιες εξομολογήσεις δεν αποτελούν πια καύσιμο για την φιλαρέσκειά μου. Είμαι πλέον 97 και, αντιλαμβάνεστε, οι επιθυμίες μου είναι άλλες. Όσο για την ερώτησή σας, αν μου άρεσε που επιδείκνυα τα πόδια μου με κάθε ευκαιρία, τι περιμένετε να απαντήσω; Αν σας πω ναι, θα είμαι ύποπτη για επιχείρηση ανταπόκρισης στο γούστο σας· αν πω όχι, θα σας απογοητεύσω και μάλιστα αναδρομικά. Προτιμώ λοιπόν να σιωπήσω και να παραμείνετε με την ιδέα κάθε ενδεχόμενου.
Η σκηνή που αναζητάτε είναι από την ταινία Move over darling, του 1963. Θυμάστε; Κάνω μια σύζυγο που εξαφανίστηκε μετά από ένα αεροπορικό ατύχημα και επιστρέφει μετά από καιρό στον σύζυγό της, έχοντας ζήσει με κάποιον άλλον σ’ ένα νησί, όπου εκείνος την έλεγε Εύα κι αυτή τον έλεγε Αδάμ (βλέπετε, άλλη μια σπάνια περίσταση ελευθερίας για την γυναίκα: αγνοούμενη και ανώνυμη σε παραδείσιο νησί· το γράψατε στο βιβλίο σας;). Ο σκηνοθέτης όμως την έκοψε κι έτσι έμεινε για πάντα άπαιχτη, κλεισμένη σε κάποια αποθηκευμένη μπομπίνα. Αλλά τι σημασία έχει; Αν έφτασε η μικρή της φωτογραφία ως εσάς, τότε το σινεμά μπορεί και μαγεύει με τον πιο παράξενο τρόπο. Γύρισα μια σκηνή στις αρχές μιας δεκαετίας, αποτυπώθηκε σε μια φωτογραφία, ταξίδεψε σε όλο τον κόσμο, έφτασε στην χώρα σας με τον παλιό τρόπο στα τέλη της επόμενης δεκαετίας, χώρεσε στο ραδιοτηλεοπτικό σας περιοδικό, την κόψατε και την κρατήσατε, και τώρα γράφετε γι’ αυτήν κι ας μην παίχτηκε ποτέ. Δεν αρκεί αυτό για την αιώνια μα και διαρκώς φευγαλέα σαγήνη του κινηματογράφου; Κι ίσως υπήρξα κι εγώ ένα μικρό αστεράκι στον γαλαξία του. Σας παρακαλώ, όταν εκδοθεί το βιβλίο σας να μεταφράσετε και να στείλετε το προς τιμήν μου κεφάλαιο στην ιστοσελίδα της θαυμαστικής μου κοινότητας, στο dorisday.net. Ακόμα κι αν δε ζω, θα συνεχίζω να υπάρχω μ’ έναν ακόμα τρόπο. Τελικά ίσως παραμένω ακόμα φιλάρεσκη.
Δική σας (και όλων), Ντόρις.
————————————————————————
{ Συνεχίζεται, πάντα συνεχίζεται }
Οι ταινίες: Send me no flowers (Norman Jewison, 1964), Where Were You When the Lights Went Out? (Hy Averback, 1968), That touch of mink (Delbert Mann, 1962), Pillow Talk (Michael Gordon, 1959).