Πανδοχείο Γυμνών Ποδιών {Αρχιτεκτονική εγκυκλοπαιδικού μυθιστορήματος}

ΙX. Οι ξυπόλητες των δίσκων, 4

Όπου ο συγ­γρα­φέ­ας του από­λυ­του βι­βλί­ου των γυ­μνών πο­διών ανα­ζη­τά τις ξυ­πό­λη­τες στα εξώ­φυλ­λα των δί­σκων και μυ­εί­ται στα μυ­στι­κά τους.

Πανδοχείο Γυμνών Ποδιών {Αρχιτεκτονική εγκυκλοπαιδικού μυθιστορήματος}

Όλα εκεί­να τα εξώ­φυλ­λα δί­σκων γί­νο­νταν πα­ρά­θυ­ρα στον κό­σμο, όπως ήταν ο τί­τλος ενός δί­σκου της Dionne Warwick, στο εξώ­φυλ­λο του οποί­ου ακου­μπά σ’ ένα τοί­χο του δρό­μου, με πο­λύ­χρω­μο φό­ρε­μα και ξυ­πό­λη­τη, σα να πε­ρι­μέ­νει κά­ποιον. Θα μπο­ρού­σε να βρί­σκε­ται οπου­δή­πο­τε, αλ­λά τα λι­γνά αφρι­κα­νι­κά γλυ­πτά που πλαι­σιώ­νουν ως κολ­λάζ την φω­το­γρα­φία της μνη­μο­νεύ­ουν μια μα­κρι­νή κα­τα­γω­γή (The windows of the world, 1967). Έχουν λοι­πόν και τις χα­ρού­με­νες πλευ­ρές τα μαύ­ρα πό­δια των δί­σκων; Στην άλ­λη, ορ­για­στι­κή πλευ­ρά του φανκ, η Τσά­κα Καν στο οπι­σθό­φυλ­λο του δί­σκου Rufus featuring Chaka Khan, Rufusized (1974) μας δεί­χνει ξε­καρ­δι­σμέ­νη το πέλ­μα της κι ένα χρό­νο με­τά, στο εξώ­φυλ­λο της κυ­κλο­φο­ρί­ας με το όνο­μά τους, τα υπέ­ρο­χα προ­φίλ τους. Εδώ αχνί­ζουν ιδρω­μέ­να σώ­μα­τα σε ακα­τά­παυ­στο ρυθ­μό· εδώ δεν ισχύ­ουν οι κο­σμιό­τη­τες των ευ­πρε­πών λευ­κών κο­ρι­τσιών. Άλ­λω­στε δεν μπο­ρείς να πο­λε­μάς όταν χο­ρεύ­εις, τρα­γου­δού­σε η Marcia Barrett των Boney M, στην πλέ­ον απο­κλει­στι­κή σύν­δε­ση χο­ρού και ει­ρή­νης: στο εξώ­φυλ­λο του You can’t fight while you’re dancing οι μπό­τες της πα­τούν πε­τα­μέ­να όπλα, ενώ λί­γο νω­ρί­τε­ρα με γλυ­κο­κοί­τα­ζε ξυ­πό­λη­τη στο Far away from lonely (2013 και 2011 αντί­στοι­χα).

Πανδοχείο Γυμνών Ποδιών {Αρχιτεκτονική εγκυκλοπαιδικού μυθιστορήματος}

Δε­κά­δες καλ­λι­τέ­χνες κα­τά­φε­ραν να φτά­σουν σ’ ό,τι θε­ω­ρού­σαν κο­ρυ­φή επει­δή πεί­σμω­ναν και θε­ω­ρού­σαν πως κα­νέ­να βου­νό δεν εί­ναι αρ­κε­τά ψη­λό για την επι­θυ­μία τους. Η Diana Ross στον μι­κρό δί­σκο όπου δια­σκευά­ζει το Ain’t no mountain high enough (1970) μοιά­ζει με ξυ­πό­λη­το αγρί­μι, έτσι κο­κα­λιά­ρα με το σορ­τσά­κι και τα κο­ντά της μαλ­λιά, ενώ στο Everything is everything της ίδιας χρο­νιάς έχει γυ­ρί­σει κομ­ψά τα μαλ­λιά της, πα­ρα­μέ­νει ξυ­πό­λη­τη κι ας κρύ­βει τα δι­πλω­μέ­να της πό­δια με τα χέ­ρια της, ενώ πα­ντού γύ­ρω της στρα­φτα­λί­ζουν τα αστέ­ρια της επερ­χό­με­νης σκη­νής. Ήρε­μη κι επι­τυ­χη­μέ­νη το 1995, βγαί­νει σε πα­λιό εξώ­στη με λευ­κό φό­ρε­μα, ξέ­πλε­κα μαλ­λιά, ξυ­πό­λη­τη (Take me higher). Ανυ­πό­δη­τη σε τρία οδό­ση­μα του δρό­μου προς την κο­ρυ­φή: όταν βγαί­νει στον πε­ντά­γραμ­μο κό­σμο, όταν αστρά­φτει κι όταν δρέ­πει τις δάφ­νες της. Ή απλά, θα σχο­λί­α­ζε ένας δύ­σπι­στος αμ­φί­θυ­μος, τρία κλι­σέ των φω­το­γρα­φι­κών κα­σέ.

Πανδοχείο Γυμνών Ποδιών {Αρχιτεκτονική εγκυκλοπαιδικού μυθιστορήματος}

Έβλε­πα την Μό­κα και την μη­τέ­ρα της: αφή­νο­νταν σ’ ένα τρε­μού­λια­σμα που θαρ­ρείς δεν συ­νέ­βαι­νε σκό­πι­μα αλ­λά αυ­τό­μα­τα, και μό­νο με την δό­νη­ση των ήχων. Κά­τι αντι­λαμ­βά­νο­νταν αυ­τά τα κορ­μιά, που δεν έπια­ναν οι άμε­σες αι­σθή­σεις. Ένα με­ση­μέ­ρι, κι ενώ οι μπα­χα­ρι­κές οσμές απ’ την ανή­λια­γη κου­ζί­να δια­χέ­ο­νταν πα­ντού, ο χο­ρός τους έμοια­ζε ατέ­λειω­τος, σα να πε­ρί­με­νε τα χα­μό­γε­λά τους να σβή­σουν αλ­λά εκεί­να πα­ρέ­με­ναν φω­τει­νά, σαν τα ολό­λευ­κα δό­ντια τους. Εί­χα την αί­σθη­ση πως εκεί­νοι οι άν­θρω­ποι βί­ω­ναν αλ­λιώς την μου­σι­κή. Το σώ­μα έμοια­ζε μ’ ένα πρό­σθε­το, εντε­λώς σιω­πη­λό μου­σι­κό όρ­γα­νο, που συμ­με­τεί­χε ισό­τι­μα στο ομα­δι­κό ορ­γί­α­σμα των ορ­γά­νων. Το εί­δα ανά­γλυ­φα στο εξώ­φυλ­λο του Big fun του Miles Davis (1974): μια κο­πέ­λα ζω­γρα­φι­σμέ­νη προ­φίλ, στέ­κει ολό­γυ­μνη ακρι­βώς μπρο­στά στο άνοιγ­μα της τρο­μπέ­τας που την κα­λύ­πτει ολό­κλη­ρη και, αν γυ­ρί­σου­με στο οπι­σθό­φυλ­λο, βλέ­που­με πως φυ­σά εξί­σου κα­λο­σχε­δια­σμέ­νος ο αστρι­κός τζαζ μου­σι­κός. Η κα­λο­σχε­δια­σμέ­νη γυ­ναί­κα μού το μαρ­τυ­ρού­σε: αυ­τή η μου­σι­κή απορ­ρο­φά­ται από κά­θε πό­ρο του σώ­μα­τος, αρ­κεί να έρ­θεις κο­ντά της.

Πανδοχείο Γυμνών Ποδιών {Αρχιτεκτονική εγκυκλοπαιδικού μυθιστορήματος}

Η Μό­κα σύ­ντο­μα με εμπι­στεύ­τη­κε τό­σο πο­λύ ώστε να μου δεί­ξει ένα με­γά­λο λο­γι­στι­κό τε­τρά­διο όπου έκο­βε και κολ­λού­σε δε­κά­δες φω­το­γρα­φί­ες με αν­θρώ­πους από την ήπει­ρό της, που μάλ­λον θε­ω­ρού­σε ενιαία πα­τρί­δα της. Και τι δεν εί­χε: εξώ­φυλ­λα δί­σκων μαύ­ρης μου­σι­κής από τις σχε­τι­κές στή­λες των πε­ριο­δι­κών, ει­κό­νες από πε­ριο­δι­κά που ζη­τού­σε από το κομ­μω­τή­ριο και του­ρι­στι­κά φυλ­λά­δια που έδει­χναν οποια­δή­πο­τε όψη της Αφρι­κής. Έβλε­πα στέ­πες και σα­βά­νες, φυ­λές με το­πι­κές εν­δυ­μα­σί­ες σε κά­τι εκ­στα­τι­κές γιορ­τές (εκεί δεν φο­ρού­σαν πο­τέ πα­πού­τσια – η χα­ρά των ομοιο­πα­θών μου!) ή γυ­ναί­κες και παι­διά που πό­ζα­ραν στους σκο­νι­σμέ­νους δρό­μους των πό­λε­ων, με ρού­χα σε κά­θε δυ­να­τή από­χρω­ση που γνώ­ρι­ζα από ένα χρω­μα­το­λό­γιo αλιευ­μέ­νο από το υφα­σμα­τά­δι­κο δί­πλα στο σπί­τι. Εί­χε και με­ρι­κές εμ­βλη­μα­τι­κές μορ­φές που απ’ όσο κα­τα­λά­βαι­να θε­ω­ρού­σε ση­μα­ντι­κές και τις έπαιρ­νε πα­ντού στη νέα της ζωή.

Πανδοχείο Γυμνών Ποδιών {Αρχιτεκτονική εγκυκλοπαιδικού μυθιστορήματος}

Μια μαυ­ρό­α­σπρη φω­το­γρα­φία με ανα­στά­τω­σε για τα κα­λά. Δυο μαύ­ροι άντρες εί­χαν στη μέ­ση μια λευ­κή γυ­ναί­κα και περ­πα­τού­σαν με σφι­χτά χέ­ρια σε μια πο­ρεία. Εκεί­νη ήταν όμορ­φη και ξυ­πό­λη­τη. Μου εξή­γη­σε: ο από δω εί­ναι ένας φο­βε­ρός συγ­γρα­φέ­ας, ο James Baldwin· ο από κει εί­ναι αρ­χη­γός των κι­νη­μά­των για τα αν­θρώ­πι­να δι­καιώ­μα­τα των μαύ­ρων, ο James Forman· και στη μέ­ση, μια σού­περ τρα­γου­δί­στρια, η Joan Baez. Συμ­με­τεί­χαν στην με­γά­λη πο­ρεία του 1965 από την Selma της Αλα­μπά­μα προς την πρω­τεύ­ου­σα Montgomery, με αί­τη­μα την κα­το­χύ­ρω­ση πο­λι­τι­κών δι­καιω­μά­των στους αφρο­α­με­ρι­κα­νούς. Περ­πα­τού­σαν για πέ­ντε μέ­ρες, από τις 21 ως τις 25 Μαρ­τί­ου, ενώ τις νύ­χτες κα­τα­σκή­νω­ναν στις αυ­λές όσων τους υπο­στή­ρι­ζαν και τους προ­σκα­λού­σαν. Μου μί­λη­σε για τον Martin Luther King που «οδη­γού­σε» την πο­ρεία, για το γε­γο­νός ότι εκεί­νη η μα­ζι­κή δια­δή­λω­ση πέ­τυ­χε τον σκο­πό της. Δεν θυ­μά­μαι πό­ση ώρα έμει­να απο­σβο­λω­μέ­νος να κοι­τά­ζω την ξυ­πό­λη­τη κο­πέ­λα στην δι­πλά θαρ­ρα­λέα της πρά­ξη – εί­χε τολ­μή­σει κά­τι που ελά­χι­στοι λευ­κοί εκεί­νη την επο­χή θα έκα­ναν δη­μό­σια.
Οι αγω­νί­στριες δεν αμ­φι­σβη­τού­σαν μό­νο τους άδι­κους νό­μους της πο­λι­τι­κής αλ­λά και της υπό­δη­σης! Ποια ήταν αυ­τή η γυ­ναί­κα και ποιους αγα­πού­σε; Πώς έφτα­νε κα­νείς σε τέ­τοιες γυ­ναί­κες;

Πανδοχείο Γυμνών Ποδιών {Αρχιτεκτονική εγκυκλοπαιδικού μυθιστορήματος}
11  Joan Baez Heres To You

Πί­σω στο μι­κρό μου δω­μά­τιο πέ­ντε ορό­φους ψη­λό­τε­ρα πε­ρί­με­να να έρ­θει το βρά­δυ για να ξα­πλώ­σω πλάι στο ρα­διό­φω­νο. Εκεί­νες οι νύ­κτιες ακρο­ά­σεις απο­τε­λού­σαν τα πρώ­τα αστρα­πιαία τα­ξί­δια στον μα­κρι­νό κό­σμο. Έβα­ζα την συ­σκευή ακρι­βώς κά­τω από το αυ­τί μου και ψη­λα­φού­σα τους δυο αση­μέ­νιους κυ­κλι­κούς δια­κό­πτες με τις λε­πτές οδο­ντω­τές απο­λή­ξεις. Οι κύ­λιν­δροι της έντα­σης και των ρα­διο­σταθ­μών γί­νο­νταν ρό­δες που κυ­λού­σαν το δω­μά­τιο σαν τρο­χό­σπι­το όπως το οδη­γού­σαν εναλ­λάξ οι διά­φο­ροι τρα­γου­δι­στές. Το αση­μέ­νιο ηχείο, διά­στι­κτο με σχε­δόν αδιό­ρα­τες τρυ­πού­λες, ήταν σκλη­ρό για μα­ξι­λά­ρι, αλ­λά απα­ραί­τη­το ως δο­κι­μα­σία ενός μα­θη­τευό­με­νου της πε­ρι­πλά­νη­σης.
Αν το πρώ­το πο­λε­ο­δο­μι­κό συ­γκρό­τη­μα που με δια­σταύ­ρω­νε με τις γυ­ναί­κες ήταν οι δρό­μοι της γει­το­νιάς και τα κτί­σμα­τά της – σπί­τια, σχο­λεία, κα­τα­στή­μα­τα –, οι ρα­διο­φω­νι­κές οδοί ήταν τα εξώ­τε­ρα προ­ά­στια, τα από­μα­κρα πε­ρί­χω­ρα, οι νέ­ες χώ­ρες. Από εκεί μού τρα­γου­δού­σαν οι γυ­ναί­κες των ηχεί­ων: ντι­ζέζ των σκο­τει­νών κέ­ντρων, μπλε μπλου­ζί­στριες που πο­νού­σαν μπρο­στά στο κα­πνι­σμέ­νο τους κοι­νό, άγριες πάν­κισ­σες με αξιο­θαύ­μα­στη θρα­σύ­τη­τα, δρο­σε­ρά κο­ρί­τσια κά­θε νέ­ου κύ­μα­τος, μα­γε­μέ­νες των ηλε­κτρο­νι­κών πλή­κτρων, ντι­σκο­τέ­κνα που ιδρω­κο­πού­σαν στις πί­στες, μι­γά­δες που λί­κνι­ζαν με μπο­λε­ρό τους απε­γνω­σμέ­νους του έρω­τα, ρε­τρό κο­ρί­τσια με αγκα­λια­στά αγα­πη­σιά­ρι­κα του πε­νή­ντα, λα­τι­νο­α­με­ρι­κά­νες με τις αέ­ρι­νες κι­θά­ρες, ακό­μα κι εκεί­νες που φω­νο­γρα­φού­σαν τις χαρ­μο­λύ­πες τους σε όπε­ρες και οπε­ρέ­τες, μέ­χρι και οι εκ­φω­νή­τριες των ει­δή­σε­ων στις ανα­το­λι­κές ευ­ρω­παϊ­κές χώ­ρες με τις γοη­τευ­τι­κά πα­ρά­ξε­νες γλώσ­σες… σ’ όλες προ­σπα­θού­σα να μα­ντέ­ψω το πρό­σω­πό τους, να φα­ντα­στώ το σώ­μα τους, και πά­νω απ’ όλα ανα­ρω­τιό­μουν πώς να εί­ναι τα πό­δια αυ­τών των γυ­ναι­κών και τι ρό­λο να έχουν γρά­ψει στην ζωή τους.
Ένα βρά­δυ κά­ποια φω­νή μί­λη­σε για τους Νι­κό­λα Σά­κο και Μπαρ­το­λο­μέο Βαν­τσέ­τι, δυο Ιτα­λούς αναρ­χι­κούς, λέ­ει, με­τα­νά­στες, που κα­τα­δι­κά­στη­καν σε θά­να­το μό­νο με εν­δεί­ξεις συμ­με­το­χής σε μια δο­λο­φο­νι­κή λη­στεία ενώ φώ­να­ζαν την αθω­ό­τη­τά τους. Η εί­δη­ση της εκτέ­λε­σης έβγα­λε εκα­το­ντά­δες χι­λιά­δες αν­θρώ­πους στους δρό­μους των έξι ηπεί­ρων. Κι ύστε­ρα δυο ανα­πά­ντε­χες λέ­ξεις: Τζό­αν Μπα­έζ. Κρά­τη­σα την ανα­πνοή μου, να ακού­σω την ξυ­πό­λη­τη της δια­δή­λω­σης! Το τρα­γού­δι της έφτα­νε από το βά­θος, με πλή­κτρα βη­μα­τι­στά, μέ­χρι την ξε­σπα­στι­κή φω­νή που ξε­χύ­θη­κε από το μαύ­ρο πλα­στι­κό κου­τί, με μια υπο­ψία πο­λυ­φω­νί­ας πί­σω της, σα να την ακο­λου­θού­σαν δε­κά­δες άλ­λες. Here’s to you, Nicola and Bart, Rest forever here in our hearts, The last and final moment is yours, That agony is your triumph. Μό­νο τέσ­σε­ρις στί­χοι σε μια συ­νε­χή επα­νά­λη­ψη, αγκα­λιά με μια με­λω­δία εξί­σου απα­ράλ­λα­χτη αλ­λά ανε­βα­τή προς μια αδιό­ρα­τη ευ­φο­ρία.
Οι στί­χοι εμπνέ­ο­νταν από φρά­σεις απο­δι­δό­με­νες στον ίδιο τον Βαν­τσέ­τι, όπως τις εί­χε με­τα­φέ­ρει ένας δη­μο­σιο­γρά­φος που συ­νο­μί­λη­σε μα­ζί του τρεις μή­νες πριν εκτε­λε­στεί, το 1927: Αν δεν έπαιρ­νε εκεί­νο τον δρό­μο, θα μι­λού­σε άσκο­πα στις γω­νιές των άλ­λων δρό­μων με αδιά­φο­ρους άντρες. Πο­τέ δεν φα­ντα­ζό­ταν ότι θα έφτα­νε τό­σο μα­κριά αγω­νι­ζό­με­νος για δι­καιο­σύ­νη, ανο­χή και κα­τα­νό­η­ση, ως την τε­λευ­ταία τους στιγ­μή που τους ανή­κε, ολο­κλη­ρω­τι­κά. Σ’ εσάς λοι­πόν Νι­κό­λα και Μπαρτ – ένα καλ­λί­φω­νο κο­ρί­τσι χω­ρίς θλί­ψη, χω­ρίς θρή­νο, έκα­νε μια πρό­πο­ση σαν επί­κλη­ση σε δυο μορ­φές που προ­τί­μη­σαν ν’ αφή­σουν το σπί­τι τους για αμέ­τρη­τα άλ­λα και μό­λις έμπαι­ναν και στο δι­κό μου.

Ανα­στα­τω­μέ­νος από τα ρα­διού­χα κα­λέ­σμα­τα έχα­σα τον ύπνο μου: ήμουν άρα­γε ο μό­νος που αι­σθα­νό­ταν την πα­ρά­δο­ση μιας σκυ­τά­λης; Η Ιστο­ρία κα­τέ­φτα­νε τρα­γου­δι­σμέ­νη κι έκα­νε το μι­κρό μου κου­βού­κλιο ερ­γα­στή­ρι μελ­λο­ντι­κών σχε­δί­ων - έξω απ’ το πα­ρά­θυ­ρο άνοι­γε κά­θε φο­ρά κι από λί­γο η σκη­νή του αγω­νι­ζό­με­νου κό­σμου. Θα πε­ρί­με­να το χρο­νό­ση­μο της ενη­λι­κί­ω­σης και θα πή­γαι­να να συ­να­ντή­σω τους συμ­μά­χους που θα γνώ­ρι­ζα χά­ρη σ’ εκεί­νο το ρα­διο­φω­νά­κι. Κι η πρώ­τη από αυ­τούς βρι­σκό­ταν έξι ορό­φους πιο κά­τω.
Ανα­ζή­τη­σα μα­νιω­δώς δί­σκους και φω­το­γρα­φί­ες της για να σχε­διά­σω τις πε­ραι­τέ­ρω κι­νή­σεις μας. Στο εξώ­φυλ­λο του μι­κρού της δί­σκου που εί­χε το We shall overcome, στα γυ­μνά της πό­δια ταί­ρια­ζε ένα αι­σιό­δο­ξο χα­μό­γε­λο. Το εί­χε τρα­γου­δή­σει στις 28 Αυ­γού­στου του 1963 στην «Πο­ρεία στην Ουά­σινγ­κτον για δου­λειά και ελευ­θε­ρία» στην οποία ο Μάρ­τιν Λού­θερ Κινγκ άρ­χι­σε την ομι­λία του με την φρά­ση Έχω ένα όνει­ρο... κι αρ­γό­τε­ρα στη διάρ­κεια των δια­δη­λώ­σε­ων του Κι­νή­μα­τος ελευ­θε­ρί­ας του λό­γου στο Πα­νε­πι­στή­μιο Μπέρ­κλεϋ στην Κα­λι­φόρ­νια (1964–1965). Το ίδιο ξυ­πό­λη­τη ή με ανοι­χτά σαν­δά­λια την βρή­κα και στα εξώ­φυλ­λα άλ­λων δί­σκων, μι­κρών και με­γά­λων, σε φω­το­γρα­φί­ες πά­νω στη σκη­νή και τα πα­ρα­σκή­νια (όπως στο Newport Folk Festival του 1967 που πε­ρι­μέ­νει με συ­νε­σταλ­μέ­νη ανυ­πο­μο­νη­σία, μα­ζί με την Joni Mitchell και τον Leonard Cohen), ή παί­ζο­ντας μου­σι­κή με τον ερα­στή αγα­πη­μέ­νο της Bob Dylan - Οι σφο­δροί έρω­τες ζευ­γα­ρώ­νουν με τους σφο­δρούς αγώ­νες; Κρα­τούν ζε­στά τα εν­θου­σιώ­δη τους ορά­μα­τα στις ερω­τι­κές αγκά­λες; Δεν εί­χε ση­μα­σία που οι χθό­νιοι ύμνοι της δεν εί­χαν ανε­βα­σμέ­νες τα­χύ­τη­τες ή αναμ­μέ­νες ηλε­κτρι­κές μη­χα­νές· τα άνω δά­χτυ­λά της έπαι­ζαν την κι­θά­ρα σα να μά­ζευε βαμ­βά­κι, όπως εί­χε πε­ρι­γρά­ψει κά­ποιος, και τα κά­τω, ήμουν βέ­βαιος, έλε­γαν πολ­λά.
Δεν ήταν μό­νο η απλή, σχε­δόν αγρο­τι­κή ομορ­φιά· ήταν και τα ρι­χτά μαλ­λιά, τα φο­ρέ­μα­τα και τα πέ­δι­λα, που πα­ρα­μέ­ρι­ζαν τους κα­νό­νες των εξε­ζη­τη­μέ­νων, αλ­λιώ­τι­κων εμ­φα­νί­σε­ων των ροκ καλ­λι­τε­χνών. Μή­πως μια πα­ρά­πλευ­ρη όψη της επα­νά­στα­σης ήταν η επα­νά­στα­ση της όψης; Να εί­σαι όπως εί­σαι χω­ρίς κα­νέ­να άγ­χος εντυ­πω­σια­σμού; Η αντι­συμ­βα­τι­κό­τη­τά της περ­πα­τού­σε με σαν­δά­λια κι όταν τα έβγα­ζε ήταν σα να ήθε­λε να φτιά­ξει τον κό­σμο από την αρ­χή και να μπει με αγνά πό­δια. Μπο­ρεί και να έλε­γε πως όσο και να λε­ρω­θεί ή να πλη­γω­θεί ήταν έτοι­μη μέ­χρι να φτά­σει ως το τέ­λος. Ήταν η πρώ­τη έν­δει­ξη πως τα γυ­μνά πό­δια φέ­ρουν κά­τι δη­μό­σιο και επα­να­στα­τι­κό. Αρ­γό­τε­ρα, σ’ ένα ξέ­νο πε­ριο­δι­κό που ξε­φύλ­λι­ζα στον προ­θά­λα­μο ενός ια­τρεί­ου, εί­χα και το ευ­τυ­χές συ­να­πά­ντη­μα με το πέλ­μα της, έτσι όπως εί­χε αλυ­σο­δέ­σει τα πό­δια της στο λό­μπι ενός Θε­ά­τρου στο Ντέν­βερ πριν από τρεις συ­ναυ­λί­ες της το 1974, για να δεί­ξει πώς φυ­λα­κί­ζο­νταν σε κλου­βιά οι πο­λι­τι­κοί κρα­τού­με­νοι στο Βιετ­νάμ.
Πε­ρί­με­να ενα­γω­νί­ως το επό­με­νο από­γευ­μα για να δι­η­γη­θώ στην Μό­κα την συ­ναρ­πα­στι­κή ιστο­ρία των δυο φί­λων και το αφιε­ρω­μέ­νο τρα­γού­δι της Μπα­έζ. Εν­θου­σιά­στη­κε· εί­χα­με ανα­κα­λύ­ψει την δια­μαρ­τυ­ρία μέ­σα σ’ ένα τρα­γού­δι ωραίο και ξε­ση­κω­τι­κό. Κοι­τού­σα­με την φω­το­γρα­φία της και δεν μας χω­ρού­σε ο τό­πος. Η σκυ­τά­λη ήταν στα χέ­ρια μας· τι θα κά­να­με; μή­πως την δι­κή μας πο­ρεία; Εί­χα­με τό­σα να απαι­τή­σου­με: κά­τω στα μέ­ρη της η πο­λι­τι­κή αθλιό­τη­τα ζού­σε και βα­σί­λευε, αλ­λά και στα δι­κά μας το αί­τη­μα για δι­καιο­σύ­νη ήταν πά­ντα ζε­στό, και στο σχο­λείο και πα­ντού. Κι ύστε­ρα οι δι­κοί μας δεν μας αφή­νουν να βγαί­νου­με μό­νοι μας βόλ­τα ού­τε για μι­σή ώρα. Εσύ θα εί­σαι η τρα­γου­δί­στρια κι εγώ ο συγ­γρα­φέ­ας. Εν­θου­σιά­στη­κα και μό­νο με την ιδία πως θα περ­πα­τού­σε ξυ­πό­λη­τη δί­πλα μου, γεν­ναία και διεκ­δι­κη­τι­κή.
Δώ­σα­με ρα­ντε­βού στο υπό­γειο, έξω απ’ το δω­μά­τιο του καυ­στή­ρα. Πα­ρά την διά­χυ­τη μυ­ρω­διά του πε­τρε­λαί­ου ένοιω­θα πως την πε­ρι­μέ­νω σε μυ­ρω­μέ­να λι­βά­δια. Κό­ψα­με δυο με­γά­λα λευ­κά φύλ­λα από το μπλοκ ιχνο­γρα­φί­ας και γρά­ψα­με με μαρ­κα­δό­ρους τα συν­θή­μα­τα. Έκρυ­ψε τα πα­ντο­φλά­κια της σε μια γω­νιά και βγή­κα­με στο δρό­μο. Περ­πα­τού­σα­με αρ­γά και τε­λε­τουρ­γι­κά – τα με­λαμ­ψά της πό­δια ακτι­νο­βο­λού­σαν στα λευ­κά πε­ζο­δρό­μια. Κά­θε τό­σο κοι­τα­ζό­μα­σταν και χα­μο­γε­λού­σα­με - ένοιω­θα πως με­γα­λώ­νω στα μά­τια της. Συμ­φω­νή­σα­με να μην φω­νά­ζου­με, «άλ­λω­στε θα μας κα­τά­πι­νε ο θό­ρυ­βος της Πα­τη­σί­ων». Ντρε­πό­μα­σταν τα έκ­πλη­κτα βλέμ­μα­τα των πε­ρα­στι­κών αλ­λά ήταν κι αυ­τό μέ­σα στις δο­κι­μα­σί­ες των επα­να­στα­τών.

14  Joan Baez Pack Up Your Sorrows 1965
Πανδοχείο Γυμνών Ποδιών {Αρχιτεκτονική εγκυκλοπαιδικού μυθιστορήματος}

Αλ­λά αγνο­ή­σα­με την πι­θα­νό­τη­τα των ανε­πι­θύ­μη­των συ­να­ντή­σε­ων. Οι δι­κοί μου δεν κα­τέ­βαι­ναν πο­τέ τα απο­γεύ­μα­τα στο κέ­ντρο, όμως πολ­λοί συ­μπα­τριώ­τες της και οι­κο­γε­νεια­κοί φί­λοι έπαιρ­ναν το λε­ω­φο­ρείο από την πλα­τεία Αμε­ρι­κής. Μό­λις φτά­να­με στην στά­ση δυο τέ­τοιες γυ­ναί­κες την φώ­να­ξαν έκ­πλη­κτες. Άρ­χι­σαν να δια­πραγ­μα­τεύ­ο­νται σε μια άγνω­στή μου γλώσ­σα, η μια έδει­ξε και προς τα πό­δια της· προ­φα­νώς συμ­φώ­νη­σαν να επι­στρέ­ψου­με μα­ζί τους στο σπί­τι, ενώ εμείς κρυ­φο­γε­λού­σα­με για να μην πα­ρα­δε­χτού­με την ήτ­τα μας. Άρα­γε γλί­τω­σε την τι­μω­ρία; Δεν το συ­ζη­τή­σα­με πο­τέ, απλά υπο­σχε­θή­κα­με πως θα το κά­νου­με πιο ορ­γα­νω­μέ­να κά­ποια άλ­λη φο­ρά. Βιά­στη­κα να εξα­φα­νί­σω το ενο­χο­ποι­η­τι­κό πλα­κάτ και δεν έχω κα­μία φω­το­γρα­φία μας να απο­δει­κνύ­ει την τόλ­μη εκεί­νου του απο­γεύ­μα­τος. Όμως εί­μαι βέ­βαιος πως περ­πά­τη­σα δί­πλα στην ξυ­πό­λη­τη Μό­κα και το αγά­πη­σα δι­πλά εκεί­νο το δια­μαρ­τυ­ριά­ρι­κο κο­ρί­τσι, που μου με­τέ­δω­σε μια για πά­ντα το μι­κρό­βιο του αγω­νι­στή.

{Συνεχίζεται, πάντα συνεχίζεται}

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: