Ο Μπουλγκάκοφ του Ναμπάτοφ

Ο Μπουλγκάκοφ του Ναμπάτοφ

Από τη λο­γο­τε­χνία στη μου­σι­κή. Πώς με­τα­τρέ­πε­ται ένα μυ­θι­στό­ρη­μα σε μου­σι­κό έρ­γο; Μπο­ρεί να γί­νει πι­στή με­τα­γρα­φή; Εί­ναι δυ­να­τόν να γί­νει αντι­λη­πτό το ύφος και το πνεύ­μα του συγ­γρα­φέα, ή να γί­νουν αντι­λη­πτοί οι χα­ρα­κτή­ρες στις μου­σι­κές δο­μές, στις με­λω­δί­ες, στα θέ­μα­τα, στις ενορ­χη­στρώ­σεις; Πε­ρί­ερ­γα ερω­τή­μα­τα και πο­λύ δύ­σκο­λες οι όποιες απα­ντή­σεις.
Από τη λο­γο­τε­χνία στον κι­νη­μα­το­γρά­φο. Εδώ εί­ναι οπωσ­δή­πο­τε πιο συ­γκε­κρι­μέ­να τα ζη­τή­μα­τα και έχου­με και πολ­λές πε­ρι­πτώ­σεις με­τα­φο­ράς λο­γο­τε­χνι­κών έρ­γων στην οθό­νη, οπό­τε μι­λά­με (και συ­νή­θως δια­φω­νού­με) για την πι­στή ή την ελεύ­θε­ρη από­δο­ση, τον λό­γο, την ατμό-σφαι­ρα, τις προ­θέ­σεις, το ύφος και άλ­λα πολ­λά. Όπως και να το δού­με, ο κι­νη­μα­το­γρά­φος προ-τεί­νει την ει­κο­νο­γρα­φη­μέ­νη αφή­γη­ση μιας ιστο­ρί­ας.
Το συ­μπέ­ρα­σμα που βγαί­νει από τις ανα­λύ­σεις και σκέ­ψεις πολ­λών κρι­τι­κών συγ­γρα­φέ­ων και σκη­νο­θε­τών εί­ναι ότι μπο­ρεί ο κι­νη­μα­το­γρά­φος να δα­νεί­στη­κε στην αρ­χή στοι­χεία από το θέ­α­τρο, το μυ­θι­στό­ρη­μα ή το δι­ή­γη­μα, αλ­λά «οι γλωσ­σο­λο­γι­κοί κα­νό­νες που ισχύ­ουν για τη φι­λο­λο­γία και τη λο­γο­τε­χνία δεν εί­ναι δυ­να­τόν να εφαρ­μό­ζο­νται με ακρί­βεια στους κώ­δι­κες των κι­νού­με­νων ει­κό­νων». Σχέ­σεις, ανα­λο­γί­ες, αλ­λη­λο­ε­πι­δρά­σεις υπάρ­χουν και εντο­πί­ζο­νται, κά­τι που, φυ­σι­κά, ισχύ­ει και σε άλ­λους συν­δυα­σμούς καλ­λι­τε­χνι­κών μορ­φών.
Αν στον κι­νη­μα­το­γρά­φο έχου­με πράγ­μα­τι αρ­κε­τές καλ­λι­τε­χνι­κές ται­νί­ες που βα­σί­ζο­νται σε μυ­θι­στο­ρή­μα­τα, σκη­νο­θε­τών όπως ο Βι­σκό­ντι, ο Χί­τσκοκ, ο Χιού­στον, ο Πα­ζο­λί­νι, ο Γου­έλς, ο Ταρ­κόφ­σκι κ.ά., στη μου­σι­κή δεν θα συ­να­ντή­σου­με ανά­λο­γα κο­ρυ­φαία ονό­μα­τα. Απά­ντη­ση υπάρ­χει. Η μου­σι­κή λει­τουρ­γεί με άλ­λους κώ­δι­κες και «αφη­γεί­ται» με τε­λεί­ως δια­φο­ρε­τι­κό τρό­πο. Αν δεν κά­νει μά­λι­στα χρή­ση του λό­γου, δη­λα­δή απαγ­γε­λία ή τρα­γού­δι, τό­τε δύ­σκο­λα βρί­σκει κα­νείς κά­ποια ση­μεία που να σχε­τί­ζο­νται με το λο­γο­τε­χνι­κό έρ­γο.
Ερ­χό­μα­στε τώ­ρα σε μια ση­μα­ντι­κή πε­ρί­πτω­ση πα­ράλ­λη­λης δρά­σης ή ενός φα­ντα­στι­κού δια­λό­γου λο­γο­τε­χνί­ας και μου­σι­κής. Πρω­τα­γω­νι­στής εί­ναι ο πια­νί­στας και συν­θέ­της Simon Nabatov. Το άλ­μπουμ των δύο CD, με τον τί­τλο The Master and Margarita, ηχο­γρα­φή­θη­κε στην Κο­λω­νία το 1999. Πρό­κει­ται για ανά­θε­ση της Ρα­διο­φω­νί­ας του Αμ­βούρ­γου το έτος 1997 και έκ­δο­ση της Leo Records, LR 322/323, 2001. Oι μου­σι­κοί του κουι­ντέ­του: Mark Feldman βιο­λί, Herb Robertson τρο­μπέ­τα, Mark Helias κο­ντρα­μπά­σο, Tom Rainey ντραμς και Simon Nabatov πιά­νο.
Ο Ρώ­σος πια­νί­στας και συν­θέ­της Simon Nabatov εί­ναι σή­με­ρα από τους πιο ση­μα­ντι­κούς δη­μιουρ­γούς της σύγ­χρο­νης σκη­νής. Γεν­νή­θη­κε το 1956, άρ­χι­σε να παί­ζει πιά­νο τριών χρο­νών (αν εί­ναι δυ­να­τόν!) και έξι χρο­νών συ­νέ­θε­σε το πρώ­το του κομ­μά­τι. Από το 1976 έως το 1979 σπού­δα­σε στο Ωδείο της Μό­σχας. Το 1979 η οι­κο­γέ­νειά του με­τα­να­στεύ­ει στη Νέα Υόρ­κη και ο Simon Nabatov συ­νε­χί­ζει τις σπου­δές του στη σχο­λή Juilliard. Σή­με­ρα ζει πε­ρισ­σό­τε­ρο στην Ευ­ρώ­πη, στην Κο­λω­νία, και τα­ξι­δεύ­ει συ­χνά στις ΗΠΑ. Ο Nabatov επέ­λε­ξε έναν αι­ρε­τι­κό του σο­βιε­τι­κού κα­θε­στώ­τος, τον Μι­χα­ήλ Μπουλ­γκά­κοφ και το αρι­στούρ­γη­μά του Ο μαιτρ και η Μαρ­γα­ρί­τα. Ελ­λη­νι­κά έχει με­τα­φρα­στεί από την Τί­να Κα­ρα­γε­ώρ­γη και τον Γιού­ρι Γιαν­να­κό­που­λο στις εκ­δό­σεις Θε­μέ­λιο. Ένα από τα κλα­σι­κά πλέ­ον μυ­θι­στο­ρή­μα­τα του ει­κο­στού αιώ­να, το οποίο έχει επι­βά­λει τον κα­θα­ρά δι­κό του κό­σμο και απο­τε­λεί το ίδιο ένα εί­δος χω­ρίς ανά­λο­γο προη­γού­με­νο. Συ­γκρί­σεις γί­νο­νται από τους κρι­τι­κούς με τον Οδυσ­σέα του Τζόις.

Μ. Μπουλγκάκοφ
Μ. Μπουλγκάκοφ

Ο Μι­χα­ήλ Αφα­νά­σιε­βιτς Μπουλ­γκά­κοφ γεν­νή­θη­κε στο Κί­ε­βο το 1891 και πέ­θα­νε το 1940. Στα μέ­σα της δε­κα­ε­τί­ας του 1920 τα θε­α­τρι­κά του έρ­γα γνω­ρί­ζουν με­γά­λη επι­τυ­χία στη Μό­σχα, στα τέ­λη όμως της ίδιας δε­κα­ε­τί­ας δέ­χε­ται τη δογ­μα­τι­κή κρι­τι­κή της επο­χής, με απο­τέ­λε­σμα να μην κυ­κλο­φο­ρούν τα βι­βλία του και να απα­γο­ρεύ­ο­νται οι πα­ρα­στά­σεις των θε­α­τρι­κών του έρ­γων. Πέ­θα­νε τυ­φλός, χω­ρίς να προ­λά­βει την έκ­δο­ση του μυ­θι­στο­ρή­μα­τός του. Ο μαιτρ και η Μαρ­γα­ρί­τα ήταν έρ­γο ζω­ής και το οποίο δού­λευε διαρ­κώς από το 1929 έως τον θά­να­τό του το 1940. Μό­λις το 1966-1967 κυ­κλο­φό­ρη­σε στη Σο­βιε­τι­κή Ένω­ση και ακο­λού­θως με­τα­φρά­στη­κε σε πολ­λές γλώσ­σες.

Η μουσική λειτουργεί με άλλους κώδικες και «αφηγείται» με τελείως διαφορετικό τρόπο. Αν δεν κάνει μάλιστα χρήση του λόγου, δηλαδή απαγγελία ή τραγούδι, τότε δύσκολα βρίσκει κανείς κάποια σημεία που να σχετίζονται με το λογοτεχνικό έργο.

Ο Ανα­στά­σης Βι­στω­νί­της γρά­φει για το μυ­θι­στό­ρη­μα του Μπουλ­γκά­κοφ: Πα­ντο­μί­μα, πα­ρω­δία και εξο­ντω­τι­κή σά­τι­ρα, πα­ρα­βο­λι­κός κα­θρέ­πτης της σο­βιε­τι­κής κοι­νω­νί­ας και άσπλα­χνη δια­κω­μώ­δη­ση της ιντε­λι­γκέν­τσιας της επο­χής…
Σκο­τει­νό, τρε­λό και σπιν­θη­ρο­βό­λο το μυ­θι­στό­ρη­μα… Ο με­γα­λοϊ­δε­α­τι­σμός, η ανοη­σία, ο πνευ­μα­τι­σμός, η υπερ­βο­λή, το γκρο­τέ­σκο –αλ­λά δο­σμέ­νο στα όρια του ρε­α­λι­σμού, που το κά­νει να μοιά­ζει πιο αλη­θι­νό και από την αλή­θεια– συν­θέ­τουν το κλί­μα σε τού­τη τη σκο­τει­νή όπε­ρα μπού­φα που εί­ναι ταυ­το­χρό­νως και μια πι­να­κο­θή­κη μα­ταιό­δο­ξων, επηρ­μέ­νων και ηλι­θί­ων.
Στην ηχο­γρά­φη­ση της μου­σι­κής του Simon Nabatov δεν μπο­ρού­με, φυ­σι­κά, να πα­ρα­κο­λου­θή­σου­με όλες αυ­τές τις ανα­λύ­σεις και τα σχό­λια της λο­γο­τε­χνι­κής κρι­τι­κής. Ού­τε, βέ­βαια, μπο­ρού­με να συλ­λά­βου­με την υπό­θε­ση από τον συν­δυα­σμό των ήχων, αν δεν έχου­με δια­βά­σει προη­γου­μέ­νως το βι­βλίο. Αλ­λά αυ­τά συμ­βαί­νουν με τη μου­σι­κή έκ­φρα­ση.

Nabatov
Nabatov

Ο Simon Nabatov εί­ναι ένα από τα τρο­με­ρά παι­διά της νέ­ας τζαζ και της σύγ­χρο­νης αυ­το­σχε­δια­ζό­με­νης μου­σι­κής. Έχει φο­βε­ρή άνε­ση στο πιά­νο. Περ­νά­ει από την κλα­σι­κή στην τζαζ, από την μία πε­ρί­ο­δο στην άλ­λη, από το πα­λιό στο ση­με­ρι­νό, από το ένα ιδί­ω­μα στο άλ­λο και αυ­το­σχε­διά­ζει με δια­φο­ρε­τι­κό τρό­πο, ανα­λό­γως του ύφους και του έρ­γου. Στη συ­νέ­ντευ­ξή του στο γαλ­λι­κό πε­ριο­δι­κό Improjazz (τχ. 96, Ιού­νιος 2003), ο Nabatov λέ­ει ότι εμπνεύ­στη­κε τις συν­θέ­σεις του από το βι­βλίο του Μπουλ­γκά­κοφ, ένα από τα θαρ­ρα­λέα ρω­σι­κά πνεύ­μα­τα που τόλ­μη­σαν να δη­μιουρ­γή­σουν κα­τά την στα­λι­νι­κή πε­ρί­ο­δο. Οι ιδέ­ες του και η ζωή του, συ­νε­χί­ζει ο πια­νί­στας, εί­ναι ένα μά­θη­μα για τους νε­ό­τε­ρους, ένα μά­θη­μα ιε­ρό. 
Στα δέ­κα μέ­ρη του δί­σκου, ο συν­θέ­της δί­νει τί­τλους που ακο­λου­θούν την πα­ρά­δο­ξη αφή­γη­ση με τη σει­ρά των κε­φα­λαί­ων. Η ίδια η γρα­φή και το μυ­θι­στό­ρη­μα λει­τουρ­γούν σε πολ­λά επί­πε­δα: το ιστο­ρι­κό που ανα­φέ­ρε­ται στην μορ­φή του Πό­ντιου Πι­λά­του, το σα­τι­ρι­κό που κά­νει με τα κρεμ­μυ­δά­κια τον πα­ρα­καλ­λι­τε­χνι­κό κύ­κλο της στα­λι­νι­κής Μό­σχας και το λυ­ρι­κό με το ερω­τι­κό πά­θος. Ο Nabatov κι­νή­θη­κε πά­νω στο δί­πτυ­χο ει­ρω­νεία και λυ­ρι­σμός, δο­μή και αυ­το­σχε­δια­σμός, στα­θε­ρό και χα­ο­τι­κό. Στο πρώ­το κομ­μά­τι, το οποίο μά­λι­στα έχει τον τί­τλο του πρώ­του κε­φα­λαί­ου, το βιο­λί αρ­χί­ζει με ένα δια­πε­ρα­στι­κό με­λω­δι­κό θέ­μα, ακο­λου­θεί η αντί­θε­ση, ο αιχ­μη­ρός ήχος της τρο­μπέ­τας, ενώ το πιά­νο κά­θε φο­ρά θυ­μί­ζει κά­τι δια­φο­ρε­τι­κό. Πά­ντως υπάρ­χουν δύο μέ­ρη με σα­φείς ανα­φο­ρές: το ένα στον Thelonious Monk με τον χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό τί­τλο One of Four και το άλ­λο στον Charles Mingus. 
Ένα εξαι­ρε­τι­κό δι­πλό άλ­μπουμ δύο ωρών με πλού­σιες εναλ­λα­γές. Φα­ντα­σία και εκ­πλή­ξεις, πρω­τό­τυ­πα θέ­μα­τα και πο­λυ­φω­νι­κή ανά­πτυ­ξη, ομα­δι­κός ήχος και ται­ρια­στά σό­λο, λυ­ρι­κά ιντερ­λού­δια και ορ­γα­νω­μέ­νη χα­ο­τι­κή ατμό­σφαι­ρα. Πέ­ντε μου­σι­κοί που αλ­λά­ζουν διαρ­κώς ρό­λους, τη μία ερ­μη­νεύ­ο­ντας προ­σε­κτι­κά τις παρ­τι­τού­ρες και την άλ­λη πε­τώ­ντας ελεύ­θε­ρα. Ο Simon Nabatov ομο­λο­γεί στη συ­νέ­ντευ­ξή του ότι δύο στοι­χεία τού εί­ναι απα­ραί­τη­τα: ένα εί­δος σουίνγκ, ή όπως αλ­λιώς το ονο­μά­ζου­με, και η δη­μιουρ­γι­κή δια­δι­κα­σία για το πνεύ­μα, άλ­λως body and soul.