Λέγοντας: «διά πυρός και σιδήρου» εννοούμε πάντοτε βίαια εμπόλεμη επικράτηση με αυτονόητο σύμπτωμα ή μέσον την πυρκαϊά ή την πυρπόληση. Το 330 π.Χ., το έως σήμερα ανυπέρβλητο αρχιτεκτονικό σύνολο της Περσέπολης καταστράφηκε δια πυρός. Η δικαιολογία των ανθρώπων του Αλέξανδρου ήταν ότι η Αθηναία αυλητρίδα τους, εκμεταλλευόμενη τη μέθη τους και τα κάλλη της, τους έπεισε να εκδικηθούν για την προ εκατόν πενήντα ετών περσική πυρπόληση της πατρίδας της. Όμοια ήταν και η δικαιολογία των Περσών: εκδίκηση για την προ δεκαοκτώ ετών (498 π.Χ.) ιωνική πυρπόληση των Σάρδεων.
Το 267 μ.Χ., οι Έρουλοι πέρασαν και από την Αθήνα, με αποτέλεσμα στο εσωτερικό του Παρθενώνα, όπου και η δεκάμετρη χρυσελεφάντινη Παρθένος του Φειδία, να απομείνουν, όπως και σε όλη την πόλη, μόνον καρβουνιασμένα ξύλα και σωροί σπασμένων μαρμάρων.
(Κατά μια παρωχημένη παράδοση, το 642 ο Χαλίφης Ομάρ, έμπλεος μισαλλοδοξίας με θρησκευτική μεταμφίεση, πυρπόλησε τη Βινλιοθήκη της Αλεξάνδρειας.)
Προς το τέλος της 1ης χιλιετίας, η πικρή εμπειρία από τον τακτικό εμπρησμό εκκλησιών, ιδίως εκ μέρους των Βίκινγκς, ήταν ο κυριότερος ίσως παράγων της αντικατάστασης των ξύλινων οροφών των ρωμανικών εκκλησιών με λίθινους θόλους. Επειδή όμως άλλα μέρη εξακολουθούσαν να είναι ξύλινα και οι τυχαίες πυρκαϊές εξ αιτίας των αναρίθμητων κανδηλών συχνές, η ελάττωση του κινδύνου εκ του τεχνητού φωτισμού απαιτούσε μια άνευ προηγουμένου αύξηση των παραθύρων, αύξηση που υπήρξε ο κυριότερος πρακτικός λόγος της ανάπτυξης του γοτθικού ρυθμού.
Το 1537, κεραυνός προκάλεσε την πυρκαϊά που κατέστρεψε το μέγιστο μέρος του οχυρού παλατιού της Χαϊδελβέργης.
Το 1555, οι πάντοτε δυσμενείς νόμοι πιθανοτήτων για κτήρια με συνεχή χρήση εστιών, λύχνων και πολυελαίων, φρόντισαν για την χειρότερη πυρκαϊά στην ιστορία του Palazzo Ducale και τη μαζική καταστροφή των εκπληκτικών τοιχογραφιών και καλλιτεχνικών συλλογών του. Έκτοτε αυξήθηκαν τα παράθυρα, ώστε, όπως είχε ήδη γίνει στις γοτθικές εκκλησίες, να μη απαιτείται τεχνητός φωτισμός.
Το 1689, στο οχυρό παλάτι της Χαϊδελβέργης, σημαντικότερο αρχιτεκτονικό έργο της Αναγέννησης στα βόρεια των Άλπεων, οι Γάλλοι έπραξαν ακριβώς ότι είχαν πράξει δεκατέσσερις αιώνες πιο πριν οι Γερμανοί αδελφοί τους στον Παρθενώνα, με τη διαφορά ότι εκτός από εμπρηστικές ύλες χρησιμοποίησαν και ποσότητες εκρηκτικών, ασυγκρίτως μεγαλύτερες εκείνης που προ διετίας μόνον είχαν αποθηκεύσει στον αρχαίο ναό οι Τούρκοι, με τις τραγικές για το μνημείο συνέπειες – ακριβώς 150 χρόνια μετά την κατάκαυση μέρους του Παλατιού της Χαϊδελβέργης από τον κεραυνό που αναφέραμε προηγουμένως.
Το 1823, στον «Άγιο Παύλο εκτός των τειχών», δύο συντηρητές, στην προσπάθειά τους να ζεσταθούν με ένα μαγκάλι, προκάλεσαν την αποτέφρωση της μεγαλύτερης έως τότε σωζόμενης αρχαίας στέγης και την καταστροφή δεκάδων δωδεκάμετρων μαρμάρινων κιόνων.
Το 1906 (18 Απρ.) ο σεισμός του Σαν Φρανσίσκο, μεγέθους σχεδόν 7,9 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ, προκάλεσε τεράστιας έκτασης πυρκαϊές, ενώ, μετά παρέλευση διετίας, μετεωρίτης κατέστρεψε σχεδόν 80 εκατομμύρια δένδρα στη Σιβηρία.
Η απέραντη ιστορία των πυρκαϊών, όπως ήταν αναμενόμενο, συνοδεύεται από μια συνεχή προσπάθεια αντιμετώπισής τους με διάφορα μέσα πυρασφάλειας, πυροπροστασίας, τεχνολογίας υλικών και σχετικών κανονισμών. Ωστόσο, παρά τα όποια θετικά αποτελέσματα σε σύγχρονες κατασκευές, ο κίνδυνος για τα ιστορικά κτήρια παραμένει αμείωτος, ή μάλλον μεγαλώνει. Σήμερα, πολύ περισσότερο από άλλες εποχές, για την καταστροφή τέτοιων κτηρίων δεν απαιτούνται απαραιτήτως, πόλεμος, σεισμός, τελείως άρρωστα μυαλά, ακραίες συμπτώσεις, ακραίες περιπτώσεις απροσεξίας, θρησκευτικός φανατισμός, κεραυνός, βροχή μετεωριτών, ή οτιδήποτε άλλο συναφές.
Νέες κοινωνικές συνθήκες και «κατακτήσεις», άνευ προηγουμένου ιδεολογική ποικιλότητα του τύπου anything goes, πολλά «και γιατί όχι;», άνευ προηγουμένου ευτροφισμός της προσωπικής σφαίρας με κέντρο το κινητό, ελάττωση της παλαιάς φιλοτιμίας και της πέραν χρημάτων αυθόρμητης προσήλωσης σε καθήκοντα και ευθύνες, ακόμη και έναντι φίλων, ανικανότητα ταυτόχρονης επαρκούς ενασχόλησης με τα διογκούμενα καθημερινά, οικογενειακά, επαγγελματικά, ιδιωτικά, καταναλωτικά, γραφειοκρατικά, διαδικαστικά, υπαρξιακά, κυκλοφοριακά και άλλα, που κάποτε αν και οξύτερα, είχαν πολύ μικρότερο θεματικό εύρος, είναι μερικοί από τους λόγους συχνότερης ύπαρξης ατόμων συναισθηματικά ανίκανων να συγκεντρώνουν την προσοχή τους πρώτα στα καθήκοντα και τους κινδύνους, κινδύνους που διαρκώς πληθύνονται από την αυξανόμενη προσφορά τεχνικών και πληροφοριακών μέσων.
Διόλου τυχαία λοιπόν, περισσότερο από ποτέ, τα μνημεία απειλούνται και από την ίδια τη φροντίδα μας γι’ αυτά, στο βαθμό που η κάθε φροντίδα συνεπάγεται την εμπλοκή πολλών, μεταξύ των οποίων πάντοτε θα υπάρχουν ιδιοτελείς, ανεπαρκείς, απρόσεκτοι και αδιάφοροι.