Ο Θευδέριχος και η εποχή του
Τον Ε΄ αιώνα συμβαίνουν στην Ευρώπη περίπου ταυτόχρονα τα εξής: συνέχιση της παρακμής και διχοτόμηση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, πολιτική διάλυση του δυτικού τμήματος αυτής, άνευ προηγουμένου οικονομική κατάρρευση, γοργή ελάττωση πληθυσμού, δραματική συρρίκνωση ή εγκατάλειψη αστικών κέντρων, «μετακινήσεις λαών», βαρβαρικές εισβολές, εισχώρηση ασιατικών φύλων στα βόρεια του Δούναβη πεδινά, εισχώρηση και μόνιμη εγκατάσταση γερμανικών φύλων σε Βαλκανική, Ιταλία, Γαλλία, Βρετανία, Ιβηρική και Βόρεια Αφρική, συνεχής εξάπλωση του Χριστιανισμού.
Τα φαινόμενα αυτά είναι αλληλένδετα, χωρίς όμως να είναι προφανές ή πάντοτε σαφές ποια προηγούνται ως αίτια και ποια έπονται. Πάντως, ένα από αυτά, η βαθμιαία προέλαση Ούννων από την Ασία, η βραχύβια ύπαρξη δικού τους κράτους ευρύτερου της σημερινής Ουγγαρίας και οι άγριες επιδρομές τους, φαίνεται ότι ήταν ο κυριότερος λόγος της προς όλες τις κατευθύνσεις μετακίνησης των γερμανικών φύλων. Ένα από αυτά, οι Γότθοι, που είχε και σκανδιναβικές καταβολές, κινήθηκε από το μέρος της Βαλτικής προς το νότο της νυν Ουκρανίας και τη Μαύρη Θάλασσα. Εκεί ακριβώς, λόγω παλαιότερων εσωτερικών διαφορών, διχάσθηκε σε δύο κλάδους, έναν δυτικό και έναν ανατολικό, που έγιναν γνωστοί ως Βησιγότθοι και Οστρογότθοι.
Ό,τι ακολούθησε ήταν πρώτα η μετακίνηση των Βησιγότθων κατά μήκος των ακτών της Μαύρης Θάλασσας, ο προσηλυτισμός τους στη χριστιανική πίστη σύμφωνα με τη διδασκαλία του Αρείου, κάποιες εγκαταστάσεις τους στα νότια του Δούναβη (376), διαδοχικές επιθέσεις προς νότον, μια καταστροφική για την Ελλάδα εκστρατεία (395) υπό τον περίφημο ηγέτης τους Αλάριχο, η ταπείνωσή τους στην Πελοπόννησο από μια ικανή αυτοκρατορική δύναμη οδηγημένη από τον χαρισματικό στρατηγό Στηλίχωνα (και αυτός με γερμανικό αίμα), η μετακίνησή τους μέσω Ιλλυρίας και Δαλματίας (397) στην Ιταλία με αποτέλεσμα την κατάληψη ενός μεγάλου μέρους της, έως το 410, η προέλασή τους στη νότια Γαλατία (418), η ίδρυση ενός βασιλείου στην Toulouse και εν τέλει η εγκατάστασή τους στην Ιβηρική (500 κ.ε.), όπου ίδρυσαν ένα βησιγοτθικό ισπανικό βασίλειο, που αφού ανάγκασε τους Βανδάλους να εγκαταλείψουν την Ιβηρική και να περιορισθούν στην Βόρεια Αφρική (428), διατηρήθηκε έως την αραβική κατάληψη (711-718). Βησιγότθοι επίσης ήταν οι πρώτοι που άρχισαν την χριστιανική ανακατάληψη (reconquista, 722 κ.ε., ίδρυση του κράτους της Aστούριας, στη βορειοδυτική γωνία της Ιβηρικής).
Από την άλλη πλευρά, οι Οστρογότθοι, παρέμεναν στα βόρεια του Δούναβη και όταν οι Βησιγότθοι κατέβαιναν στην Ελλάδα, εκείνοι προχωρούσαν προς την Παννονία (νυν βορειοδυτική Σερβία, δυτική Ουγγαρία κλπ), όπου όμως επιβίωναν με όρους υποτέλειας στους Ούννους και δεσμευτικές συμφωνίες με τον αυτοκράτορα του Aνατολικού Ρωμαϊκού Κράτους (Βυζάντιο).
Τον ίδιο καιρό στην Ιταλία συνέβαιναν πολλά. Ο στρατηγός Στηλίχων, ο πλέον άξιος φρουρός του Ρωμαϊκού κράτους έναντι των Βησιγότθων, είχε θανατωθεί στη Ραβέννα (408) από τον αγνώμονα προστατευόμενό του νεαρό αυτοκράτορα Ονώριο, που εύκολα πίστευε κόλακες και συνωμότες. Μετά από αυτό, ο Αλάριχος, ανεμπόδιστος πλέον, είχε εισβάλει στη Ρώμη και ακολούθως είχε λεηλατήσει τον ιταλικό Νότο. Παντού επικρατούσε διαφθορά και παρακμή. Μετά τον θάνατο του Ονώριου (423) η κατάσταση δεν γνώρισε καμιά βελτίωση. Ο νέος αυτοκράτορας Βαλεντινιανός III, γιός της Γκάλα Πλασίντια και ανεψιός του Ονώριου, δεν μπόρεσε να εμποδίσει την κατάληψη των επαρχιών της Βόρειας Αφρικής από τους Βανδάλους.
Το 451, οι Ούννοι, έχοντας φθάσει στο μέγιστο της στρατιωτικής τους δύναμης και λαμβάνοντας αφορμή από τις περίπλοκες διπλωματικές σχέσεις τους με τη Ρώμη (που περιείχαν ακόμη ένα υπονομευόμενο βασιλικό συνοικέσιο και μια προδοτική προσφορά από την αδελφή του Βαλεντινιανού III), προέλασαν στην Γερμανία, πέρασαν το Ρήνο και εισέβαλαν στην Γαλατία με απώτερο σκοπό την κατάληψη του βησιγοτθικού Κράτους της Toulouse. Το σχέδιο βασιζόταν τουλάχιστον στην ανοχή του Δυτικού Ρωμαϊκού Κράτους και σε μια πιθανή υποστήριξη του Γκιζέριχου, βασιλιά των Βανδάλων της Αφρικής (428-477). Σε εκείνη την φάση οι Οστρογότθοι, εξ ανάγκης σύμμαχοι του Αττίλα, πήραν το μέρος των Βησιγότθων, όπως άλλωστε οι (επίσης Γερμανοί) Βουργούνδιοι και οι Φράνκοι, ακόμη και οι ντόπιοι Κέλτες. Έτσι, όλοι μαζί, ενωμένοι υπό τον Ρωμαίο στρατηγό Αέτιο, κατενίκησαν τους Ούννους και τους συμμάχους τους, οι οποίοι υποχώρησαν προς την Παννονία (νυν Ουγγαρία). Το επόμενο έτος οι Ούννοι προκάλεσαν ανείπωτες καταστροφές, αλλά με τις δυνάμεις τους πολύ μειωμένες εγκατέλειψαν τα φιλόδοξα σχέδια μιας τολμηρής επίθεσης κατά της Ρώμης και υποχώρησαν οριστικά προς ανατολάς, όπου ήδη ένα στράτευμα της Κωνσταντινούπολης συμπλήρωνε έτι περαιτέρω το έργο των Βησιγότθων. Το 453 ο Αττίλας απεβίωσε και αμέσως μετά το κράτος του διαλύθηκε. Τότε ακριβώς άρχισε η μεγάλη ακμή των (ήδη εκχριστιανισμένων) Οστρογότθων και η οργάνωση δικού τους κράτους στην Παννονία, υπό τον ηγεμόνα τους Theodemir. Τότε επίσης, μόλις ένα έτος μετά τον θάνατο του Αττίλα ήρθε στον κόσμο ο Θευδέριχος (γερμ. Theoderich = αρχηγός λαού), υιός του Theodemir και της Ereleuva, η οποία ως χριστιανή Καθολική έφερε το όνομα Ευσεβία. Ο μικρός Θευδέριχος πολύ σύντομα βρέθηκε στην Κωνσταντινούπολη ως όμηρος και εγγύηση για την τήρηση των συμφωνημένων οστρογοτθικών δεσμεύσεων. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, όμως, απέκτησε βασιλική αγωγή και υψηλή μόρφωση.
Το 454 στη Ραβέννα, ο στρατηγός Αέτιος, νικητής των Ούννων και αποτελεσματικός υπερασπιστής του θρόνου, όπως παλαιότερα ο Στηλίχων, θανατώθηκε ως δήθεν προδότης από τον ανάξιο και προληπτικό Βαλεντινιανό, ο οποίος όμως και αυτός θανατώθηκε το επόμενο έτος στη Ρώμη από δύο εκδικητές. Ο διάδοχός του, επίσης ανάξιος, λιθοβολήθηκε από τον λαό και ό,τι ακολούθησε ήταν μια νέα δήωση της Ρώμης, από τον Γκιζέριχο και τους Βανδάλους του (455). Ως μόνη φωτεινή εξαίρεση, ο αυτοκράτορας Μαγιοριανός (457 -461) αφιέρωσε πάσα δύναμη στην αντιμετώπιση των σωρευμένων προβλημάτων, όπως πριν από έναν αιώνα είχε πράξει ο Ιουλιανός. Δυστυχώς ο άξιος Μαγιοριανός εξοντώθηκε με δόλο από τον Φλάβιο Ρικιμέριο, Γερμανό στρατηγό του με πολιτική επιρροή και κρυφά σχέδια, ο οποίος στη συνέχεια κυβέρνησε παρασκηνιακά επί δεκαετία και πλέον, ανεβάζοντας και κατεβάζοντας εφήμερους αυτοκράτορες-μαριονέτες, παρά τις αντιδράσεις των αυτοκρατόρων της Κωνσταντινούπολης. Μετά τον θάνατό του (472), το προδοτικό έργο του συνεχίσθηκε από τον επίσης γερμανικής καταγωγής αυτοκρατορικό στρατηγό Οδόακρο, ο οποίος κατέλυσε οριστικά την αυτοκρατορική εξουσία της Ρώμης (476) και ανακηρύχθηκε Βασιλεύς της Ιταλίας. Τούτο προκάλεσε τη μήνη του Αυτοκράτορα στην Κωνσταντινούπολη (Ζήνων, 474-475, 476-491), αλλά ο Οδόακρος συνέχισε την δράση του, αφαιρώντας από την ανατολική αυτοκρατορία σημαντικό μέρος της Βαλκανικής.
Εν τω μεταξύ, όμως, το 471, σε ηλικία 17 ετών, ο Θευδέριχος είχε καταφέρει να φύγει από την Κωνσταντινούπολη και να βρεθεί πάλι στην Παννονία, κοντά στους δικούς του. Δύο χρόνια αργότερα ο Theodemir απεβίωσε και ο νεαρός πρίγκηπας τον διαδέχθηκε ως ηγεμών των Οστρογότθων της Παννονίας. Το 484, τριακονταετής πλέον, είχε επιβάλει την εξουσία του σε όλους τους Οστρογότθους έως τη Θράκη και είχε κερδίσει τον σεβασμό της Κωνσταντινούπολης. Τότε ακριβώς ο Ζήνων του απέδωσε υψηλούς τίτλους με σημαντικότερο εκείνον του αρχιστράτηγου της Αυτοκρατορίας, τίτλο που του επέτρεπε, αλλά και του επέβαλε κατόπιν διαταγής να εισβάλει στην Ιταλία και να συγκρουσθεί με τον πανίσχυρο Οδόακρο. Το 488 ο Θευδέριχος, βασιλέας των Οστρογότθων πλέον, εισέβαλε στην Ιταλία ως αυτοκρατορικός αρχιστράτηγος και προοδευτικά, κερδίζοντας πολλές δύσκολες μάχες, κατέλαβε τις σπουδαιότερες πόλεις του Βορρά. Τελευταία πολιόρκησε σκληρά την απόρθητη Ραβέννα, έσχατο αμυντήριο του Οδόακρου. Η πόλη έπεσε τον Ιανουάριο του 493 και ο Οδόακρος κλήθηκε σε συνάντηση συνθηκολόγησης μετά την οποία ο Θευδέριχος τον θανάτωσε – ίσως κατ’ απαίτηση της Κωνσταντινούπολης.
Ό,τι ακολούθησε ήταν μια συνεχής διοικητική φροντίδα, μερική τήρηση κάποιων συμφωνιών με την Κωνσταντινούπολη, αποτροπή των επιθέσεων των Βανδάλων, προσέγγιση με τους Βησιγότθους, έλεγχος των Φράγκων, επέκταση της πολιτικής επιρροής της Ραβέννας και εν τέλει μια γοτθική αυτοκρατορία εκτεινόμενη από τον Ατλαντικό έως την νυν Ουγγαρία, με πολιτικό έλεγχο εκτεινόμενο από τη Βόρεια Αφρική έως το Παρίσι. Αντίθετα προς τους κατά καιρούς βραχείας θητείας αρχηγούς και ηγέτες, ο Θευδέριχος ήταν αδιαφιλονίκητος ηγεμόνας επί μισό σχεδόν αιώνα. Ειδικότερα κατά τις δεκαετίες από την κατάληψη της Ραβέννας (493) έως τον θάνατό του (526), ανέπτυξε μια μοναδική για την εποχή της πολιτική μεγάλων δημόσιων και καλλιτεχνικών έργων. Στις μέρες του η Ραβέννα έγινε κέντρο υψηλής αρχιτεκτονικής και καλλιτεχνικής δημιουργίας, ενώ πάμπολλα δημόσια έργα στην Ιταλία και αλλού συντηρήθηκαν ή συμπληρώθηκαν.