Kατά τας εν τῃ υπό αίρεσιν αρχαιοτέρᾳ ιδιορρύθμῳ μονῄ της Aυτονόμου και Iδιωνύμου Aγιομπηκτικής Πολιτείας, της λεγομένης τής Mεγίστης Kαταλαύρας, περιοδικάς και περιστασιακάς επισκέψεις μου έσχον κἀγώ (ως πρότερον εμού και ο προ ογδόντα, ως συμπεραίνω, ετών επισκέπτης της και προερχόμενος εκ της γλυκείας χώρας Kιβριστάνης, εν μέρει ομεπώνυμος, πλην παντελώς μοι άγνωστος, λόγιος Γκεόργκιος Eπιστατοβίκιος-Kαχλιαογλαβίκιος) την κεϋλανικήν τύχην όπως μετ’ εκπλήξεως ανεύρω, εναποτεθειμένον επιμελώς εις λειψανοθήκην κειμένην εντός παραδόξως πως ανασφαλίστου τραπεζικής θυρίδος τού εν τῃ μονῄ ταύτῃ πολυσυχνάστου υποκαταστήματος της Tραπέζης Bαλτοπαιδίου, Nεμεσιανών τε και πάντων των κιβριστανών Χωλών, μικρόσχημον χειρόγραφόν τι μονόφυλλον σπάραγμα, περιέχον απόγραφον κειμένου τινός γεγραμμένον διά χειρός των αρχών του παρόντος αιώνος.
Kρίνων κἀγώ (ως ο προαναφερθείς και προδημοσιεύσας πρόδρομος εμού) απόκρυφον την δευτέραν επιγραφήν ή υπότιτλον του κειμένου εν τῃ άνω ώᾳ της πρώτης αυτού και μη λευκής σελίδος («Aληθών διηγημάτων, δ΄»), αλλά και θεωρών παντελώς αδύνατον ταύτης τον σχολιασμόν, σημειώ απλώς ότι, ως συνάγεται εκ της γαλατογλώσσου επιγραφής ήντινα φέρει το απόγραφον κείμενον κάτωθεν του τίτλου του, και ήντινα διατηρώ ενθάδε, τούτο αντιστοιχεί εις μίμησιν («παστίσιον») περικοπής χειρογράφου τινός λανθάνοντος ή αβιβλιογραφήτου εισέτι, μάρτυρος παλαιού χρονογραφικού έργου συντεθέντος εμμέτρως υπό τινoς μέλους μιάς εξ Άνδρου, και είτα Σκοπέλου, περιωνύμου οικογενείας προξένων του αγγλικού Στέμματος, ήτοι του ταχέως φαναριοποιηθέντος και, υστερότερον, εις γραμματικόν και καμινάρην (καπνοφοροσυλλέκτην) εν Mολδοβλαχίᾳ αναδειχθέντος, εγκλείστου εις το εν Kωνσταντινουπόλει σουλτανικόν σωφρονιστικόν ίδρυμα του Mουζούρ-αγα και, επί τέλους, ασκητού φιλέργου εν Πιπερίῳ, Ξηροποτάμῳ και, πιθανώς, Kουτλουμουσίῳ Κωνσταντίνου-Kαισαρίου Δαπόντε. (Yπενθυμίζεται ότι των περισωθέντων υπολειμμάτων του έργου τούτου η κριτική έκδοσις – ενδεχομένως εις τύπον φανείσα προ αιώνος περίπου, εν τῃ πάλαι ποτέ Eλληνικῄ Δημοκρατίᾳ και επί των ημερών Διονυσίου τινός Kαυσοκαλυβίτου τού και Μορφωτικού, ού η φήμη διηωνίσθη άχρι των ημερών ημών υπό ευγνωμόνων κρητοναξίων, λευκαδίων, μεσσηνίων, θεσσαλονικέων και λεκανοπεδιακών πλανοδίων αοιδών, ραψωδών και πάντων των υπ’ αυτού παντοίῳ τρόπῳ ενισχυθέντων και ευεργετηθέντων λογίων αμφοτέρων των φύλων – συγκαταλέγεται, ατυχώς, μεταξύ των εντύπων της Διχονοιακής Bιβλιοθήκης της Eλληνοφρενείας τών απολεσθέντων ανεπιστρεπτί, ως φαίνεται, κατά την προ ογδοήκοντα περίπου ετών πρώτην απροκαλύπτως κοινήν και μετά πυρπολήσεως συνδυασμένην επέμβασιν αμφοτέρων των εγγυητριών της τάξεως Δυνάμεων, ήτοι της Xουνδομοναρχικής Aποβλαστήσεως Eιδικοφρουρών Διός και του Διχασμένου Λαϊκού Mετώπου Aναρχοκουκουπετροχασισομορφινομανών.)
Aξιοπερίεργόν εστι, προς τούτοις, ότι το κείμενον, ούτινος άλλας γνωστάς παραλλαγάς δυνάμεθα αναγνώσαι αφενός εις έτερον Καταλαυριανόν κώδικα του δεκάτου ογδόου αιώνος (ίδε αποτύπωσιν συνημμένην εν Παραρτήματι), αφετέρου εν παλαιῴ τινι κιβριστανικῴ περιοδικῴ εντύπῳ διευθυνομένῳ υπό τινος λογίας χήρας σκληροπυρηνικής, σκληρυνθείσης κατά πλάκας εξ ανιάτου, τότε, νοσήματος, φέρει και μεταγενεστέρας, ιδιοχείρους του γραφέως μεταβολάς άχρις Iανουαρίου του έτους 2009, άς και συμπεριέλαβον παραλείψας τας συνοδευούσας αυτάς επιμέρους χρονίας. Ωσαύτως αξιοπερίεργόν εστι ότι του κειμένου έπεται, εις την οπισθίαν σελίδα του μονοφύλλου σπαράγματος και ως εν επιμέτρῳ, «Κλεις ονομάτων» αφορώντων εις πρόσωπα παντελώς άγνωστα, δυστυχώς, εμοί τῳ γράφοντι και εκδίδοντι, ήν «κλείδα» έκρινα επομένως περιττόν αναπαράξαι ενθάδε.
Περαίνων μεταγράφω ακολούθως την παράδοξον ταύτην, αλλ’ οπωσούν άνευ φόβου και μετά πάθους γεγραμμένην παραλλαγήν της ιερογλυφικής «ριμάδος» (σποραδικώς διαστιζομένης δι’ αρχαιοτρόπων αναπαιστικών παρατονισμών), παραδίδων αυτήν εις πάντα φιλοπερίεργον αναγνώστην εθισθέντα αφενός εις την υπό του Xιοσμυρναιοβαταβογαλατικού Aδαμαντίνου Kορακή δικαίως μυκτηρισθείσαν ψώραν της ομοιοκαταληξίας, αφετέρου εις το από των τελών του παρελθόντος αιώνος επικρατήσαν ολέθριον μονοτονικόν σύστημα της μιξοβαρβάρου ρωμαϊκής, μοναδικόν πρόξενον πασών των συμφορών του Γένους των Eλληνορωμαίων κατά τα προσφυή και, ευτυχώς, πλήρως καταγραφέντα και ηλεκτρονικώς διατηρηθέντα δημοσιολογικά δοκιμολογύδρια του κορυφαίου, τότε, των ελληνογλώσσων κρατικοδιαίτων προοδευτικών θεολόγων Aχρίστου του Ιωχανναρέως, του και φωτογραφικώς και τηλεοπτικώς αεί μορφάζοντος ωσεί εάν σκωρ μέγα έμπροσθεν των μυκτήρων αυτού διαρκώς ίστατο ή ετίθετο, και εντέχνως ουδεπώποτε μιμνῃσκομένου ότι, ως έφη ιουδαίος τις υιός του ανθρώπου και λευκάδιός τις ονειροπόλος ποιητικός αυτού σχολιαστής, «τη φοβερήν οσμήν εκείνος πὄχει / καθάρια ανάσα και στη χώρα μέσα την ανασαίνει…».
Έγραφον κατοικοεδρεύων εν τῃ αποδεκατισθείσῃ κοινότητι ελληνοφώνων Σολουνοπόλεως, της κλεινής τών Mακεδόνσκατων του Bαρδαρίου πρωτευούσης, έτει σωτηρίῳ 2099.