θα ήσουν λινό πουκάμισο, λευκό λινό πουκάμισο, από αυτά που αφήνουν το φως να περνάει μέσα από την αραιή τους ύφανση και αλλάζουν απόχρωση ανάλογα με το είδος της ακτινοβολίας, δείχνουν γαλάζια κάτω από μια ψυχρή λάμπα led ή κιτρινωπά κάτω από τον ήλιο του καλοκαιριού,
πουκάμισο με το μικρό πάνινο καρτελάκι της προέλευσης ραμμένο στο εσωτερικό της πλαϊνής ραφής, με τα μικρά κουμπιά του να δυσκολεύονται να περάσουν από τις σφιχτές κουμπότρυπες ώσπου αυτές να χαλαρώσουν λίγο λίγο μέχρι να ξανακλείσουν όταν το ρούχο βυθιστεί στο νερό,
πουκάμισο με το σχήμα του γιακά του σταθερό –γιακάς καθόλου μαλακός αλλά πολύ ευάλωτος στον πρώτο ιδρώτα του σβέρκου– και με τα μανίκια του κάπως άκαμπτα και απολύτως ευθυγραμμισμένα, και πώς αλλιώς θα μπορούσαν να είναι; αφού τα κρατούν στη θέση τους οι διπλογαζωμένες σκληρές μανσέτες, μανσέτες που μοιραία υποκύπτουν στις δυσκολίες μιας ζεστής μέρας (ή νύχτας) και διπλώνονται γυρισμένες προς τα έξω, με τάξη ή ατσαλοσύνη δεν έχει σημασία, και τότε τα μανίκια χάνουν, ως δια μαγείας, φόρμα και μήκος και συρρικνώνονται –και όχι μόνο εξαιτίας του διπλώματος αλλά επειδή ακολουθούν πιστά τις κινήσεις των χεριών που τα φορούν– και στο τέλος καταλήγουν να γίνουν μια τσαλακωμένη μάζα υφάσματος, πάντα σ’ ένα συγκεκριμένο σημείο, στις εσωτερικές γωνίες των αγκώνων. Ακριβώς εκεί.
Αν ήσουν ρούχο,
θα ήσουν λινό πουκάμισο, λευκό λινό πουκάμισο, από αυτά που αφήνουν το φως να περνάει μέσα από την αραιή τους ύφανση,
πουκάμισο που θα περιποιόμουν με μεγάλη φροντίδα –μέχρι και την τελευταία του ίνα– και μετά, φρεσκοπλυμένο και σιδερωμένο, θα του κούμπωνα όλα τα κουμπιά, θα τακτοποιούσα προσεκτικά το γιακά, θα έστρωνα ωραία, με κάθετες τσακίσεις, τα πλαϊνά και τα μανίκια και, τέλος, θα το δίπλωνα όλο μαζί σε τρία οριζόντια μέρη ώσπου να σχηματιστεί ένα μικρό τετραγωνισμένο πακέτο για να το καταχωνιάσω στο αρωματισμένο βάθος της ντουλάπας μου. Ακριβώς εκεί.