— ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΚΑΙ Η ΑΠΩΛΕΙΑ ΤΟΥΣ* —
«Πυρσός Βιβλιοπωλείο» στο Κουκάκι. Πενήντα χρονών βιβλιοπωλείο, Δράκου με Βεïκου, η είσοδος λοξά (αναποφάσιστη, σαν κουτσομπόλα που θέλει να έχει τον έλεγχο των περαστικών κι από τις δυο πλευρές), μπροστά σκαμμένο και παρατημένο με χώματα ανοιχτό πεζοδρόμιο για εργασίες (αν πας πρωί κι η βιτρίνα γυαλίζει, κατρακυλάς πίσω στον κόσμο του Λιούις Κάρολ – θα ΄θελα!) και από πάνω ένα στενό μπαλκόνι, κλειστά πατζούρια κι ακροκέραμα. Σπίτι της παλιάς Αθήνας.
Αυτές τις μέρες το βιβλιοπωλείο κλείνει. Το έγραψε ένας φίλος σκηνοθέτης στο FB: «Βazaar βιβλίων λόγω συνταξιοδότησης, σώστε τα βιβλία πριν πολτοποιηθούν». Η αλήθεια είναι πως η λέξη «Πυρσός» με απωθεί και με τρομάζει, ωστόσο κάθε άλλο από απωθητικό ήταν το βιβλιοπωλείο. Πέρασα δύο ώρες μέσα σ’ αυτό ξεσκαλίζοντας, ως άλλος Αλή Μπαμπά στη μαγική σπηλιά, έχοντας μάλλον ενσωματωθεί με τον χώρο ή έχοντας περάσει στο invisible mode μου. Οι τρεις άνθρωποι που κρατάνε μέχρι σήμερα το βιβλιοπωλείο είχαν την ευγενική καλοσύνη να μη μου δώσουν την παραμικρή σημασία την ώρα που έπαιρνα κι άφηνα βιβλία, τριγυρνούσα ανάμεσα στα πόδια τους και συζητούσα για συγγραφείς και βιβλία που (ανα)γνώριζα.
Λίγο πριν φύγω, την ώρα που χάζευα κάτι μεταφράσεις του Παπαδιαμάντη δίπλα στο ταμείο —να πληρώσουμε σιγά σιγά αλλά ας μη χαλάσουμε αυτήν την ωραία μεταξύ μας ησυχία και ροή— μπαίνει μέσα στο βιβλιοπωλείο φουριόζα μια κυρία γύρω στα 50, έξαλλη.
— Κύριε Αλέξανδρε, πήρα προχθές αυτό το βιβλίο και δεν διαβάζεται με τίποτα! Είναι για ηλίθιους! Να το αλλάξω να πάρω κάτι άλλο;
Σοκ εγώ. Αλήθεια, μπορούμε να αλλάζουμε βιβλία που δεν διαβάζονται με άλλα; Να σας φέρω τη μισή μου βιβλιοθήκη;
— Ποιο είναι;
— Οι τρεις ευχές.
(Ο γιος του Αλέξανδρου κούνησε το κεφάλι τύπου «ξέρω, ξέρω… ελαττωματική παρτίδα».)
— Δεν διαβάζεται σας λέω, με τίποτα! Όχι ότι το διάβασα… Ίσα ίσα το άνοιξα τις πρώτες δύο σελίδες, ατσαλάκωτο είναι. Ξέρετε ποιο θέλω; Το βιβλίο του Παλαιοκώστα. Μ’ αυτό θα τ’ ανταλλάξω.
Την ώρα που το χαμόγελο άρχισε να επιστρέφει στο πρόσωπο της φουριόζας κυρίας, μια κυρία γύρω στα 60, με πανέμορφα ανοιχτόχρωμα μάτια τονισμένα με μολύβι, φορώντας μια λευκή μακριά πουκαμίσα κι ένα ψάθινο καπέλο, έτεινε στον Αλέξανδρο ένα βαλιτσάκι με μια γραφομηχανή για να τη δει, να της πει αν μπορεί να την πουλήσει, πού και πόσο θα πιάσει.
— Δεν πουλιούνται πια αυτές, κράτα την ενθύμιο.
Η κυρία ξανάφυγε περήφανη, εγώ είχα χαθεί στην ομορφιά των ρυτίδων της –πόσο αρμονικά έδεναν το πρόσωπό της– κι ο κύριος Αλέξανδρος με φώναξε να πάω στο ταμείο. Πάνω στον πάγκο ήταν ακόμη οι Τρεις ευχές.
«Λες κι ο Παλαιοκώστας να βρήκε κανένα μαγικό λυχνάρι στις ληστείες, κάποιο τζίνι; Τρεις ευχές, τρεις αποδράσεις.»
Ευτυχώς είχα περάσει στο silent mode.
* Το όνομα της στήλης είναι εμπνευσμένο από τη φράση του David Grossman «τα βιβλία είναι το μοναδικό μέρος στον κόσμο, όπου μπορούν να συνυπάρχουν τα πράγματα και η απώλειά τους».