Υπάρχει ένα μυστήριο στο τράβηγμα που ασκεί μια εικόνα του Στάβερη, μία σύγχιση σχεδόν όσον αφορά τη γεωμετρία και την έκφραση του ανθρώπινού της συνήθως θέματος, ένα ελκυστικό μπέρδεμα που επισημαίνεται κάθε φορά σχεδόν που προσπαθούμε να μιλήσουμε για τις φωτογραφίες του. Το βιβλίο αυτό, και ο ατομικός του λόγος και εξομολόγηση που το γεμίζουν, δίνουν ίσως ακόμη ένα έρεισμα ν’ αναρωτηθούμε τι συμβαίνει εντός αυτών των κάδρων και ορίων που μας συγκινεί με τέτοιον τρόπο.
Μια συναισθηματική πληρότητα, μαζί βέβαια με την υποχρεωτική της “πενία” και δίψα, είναι σίγουρα εμφανής στις βόλτες και τις αναζητήσεις που μας παραχωρεί κι αποκαλύπτει με τα κείμενά του ο Σ.Σ. Το σαφώς μη-καταφρονητικό του τρόπου του να βλέπει το περιβάλλον, όποιο κι αν είναι αυτό, η κατά κάποιον τρόπο αναγεννησιακή του, άδολη περιέργεια προς τον κόσμο και τα πρόσωπά του, είναι συστατικά που φαίνεται να ερεθίζουν έντονα το κυνήγι ενός θεάματος που παρορμάται να συλλάβει σε κάθε του κίνηση. Τα σώματα και τα διάφορα, ετερόκλητα προσωπεία τους δεν “στήνονται” μπροστά στο βλέμμα του· δεν “κάθονται” σε κάποια τυπική, αδιάσπαστη γραμμή των συνηθειών, των φιλοδοξιών και των παθών τους – αποτυγχάνουν, ολότελα υπέροχα, να σταθεροποιηθούν προς ένα προσδόκιμο, είτε αυτό είναι ενός θεατή που κάποτε μέλλει να τα δει, είτε εκείνο των στιγμιαία ανακλώμενων εαυτών τους.
Αυτό είναι και το διαρκώς άπιαστο όλων αυτών των φωτογραφιών. Δεν μπορούμε να είμαστε ποτέ σίγουροι αν τα πρόσωπα – αγνοημένες μορφές, στερεότυπα, καθημαγμένοι και καρικατούρες, μοντέλα και περιώνυμοι – δύνανται να διατηρήσουν την οποιαδήποτε ξεκάθαρη προς τον φακό πρόθεση. Φαίνεται να ‘χουν πιαστεί πάνω σε μια αβέβαιη, πλην όμως αναγκαία, σχοινοβασία μεταξύ της σοβαρότητας και γείωσης της πραγματικής ζωής και των ακαταπόνητων ερεθισμών του ενθουσιασμού τους για μία πρόσκαιρη και παράλογη δράση. Χωρίς να μαθαίνουμε ποτέ αν είναι πραγματικά κακόβουλα, υποκριτικά, βαργιεστημένα, αθώα ή αληθινά ερωτευμένα, τα προσωπεία στα ταχύκαυστα φορμά του Σ.Σ. δεν μπορούν ποτέ να σταματήσουν να μας προσκαλούν μέσα στη στιγμή, την απορία, τον βρασμό και την εικόνα που φωτίζουν ακαριαία.
Στο διάβα λοιπόν αυτού του βιβλίου, έχουμε τη δυνατότητα να βουτήξουμε μέσα σε γρίφους που και ο ίδιος ο φωτογράφος ίσως αγνοεί· στις παρορμήσεις, τις εμμονές και τις καθιζήσεις της μνήμης που σημάδεψαν έναν ασταμάτητο περίπατο μέσα στην πόλη, και που εμείς έτυχε να γνωρίσουμε ως την πόλη την ίδια, την τρέλα, την ψυχή και την όψη της, παρά μάλλον ως μια ζωτική διάβαση του καθενός εντός της.