Χάρτης 32 - ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2021
https://dev.hartismag.gr/hartis-32/fwtografia/tipota-pisw-apo-mia-fwtografia
Τον Απρίλη του τρέχοντος έτους, οι εκδόσεις Πόλις κατάφεραν να παρουσιάσουν για πρώτη φορά σε μορφή βιβλίου μία τρόπον τινά ανασκόπηση του φωτογραφικού έργου και της προσωπικής γραφής του σημαντικότατου και δαιμονικού Έλληνα φωτογράφου Σπύρου Στάβερη. Με την επαγγελματική του παρουσία στον εγχώριο και ξένο τύπο να γυρνά πίσω στα τέλη της δεκαετίας του ‘80, το προσωπικό του φωτολογοτεχνικό πόνημα “Δεν υπάρχει τίποτα πίσω από μια φωτογραφία” καλύπτει το εύρος περίπου μιας δεκαετίας (αρχές ‘80 – μέσα ‘90), εκείνης ακριβώς που προηγήθηκε της επαγγελματικής του σταδιοδρομίας ως φωτορεπόρτερ και κατά συρροήν “κλέφτη εικόνων”.
Ο Σ.Σ. αναθράφηκε και γιόμωσε – αισθητικά κι ανθρώπινα – σ’ ένα Παρίσι των δεκαετιών του ‘60 και ‘70, μ’ όλες τις ορέξεις και συσπάσεις της τότε γαλλικής κουλτούρας και πολιτικής να χτυπούν σ’ ορμητικούς παλμούς. Κατά την απόφανση του ίδιου, η γαλλική του ανατροφή και διαμόρφωση αποτέλεσαν ανεξίτηλα στοιχεία του αισθητικού και οπτικού του τρόπου, μα ήταν η επιστροφή του στην Ελλάδα, κατά την ανάστροφη πορεία της μετοίκισης της οικογένειάς του στο εξωτερικό, που τον έφτιαξε
ως φωτογράφο.
Αυτή την ιδιάζουσα χροιά μπορούμε όντως να εκλάβουμε απ’ την πληθώρα υλικού της νέας έκδοσης· μιας κι εδώ, με τρόπο εξαιρετικά εστιασμένο και τρυφερά συνελεγμένο, ο Σ.Σ. επιτρέπει στο βλέμμα του θεατή να πλανηθεί και “πίσω” από την εικόνα, μέσα δηλαδή στον φωτογράφο, με τα κείμενα που συνοδεύουν όλη αυτή την πρώιμή του δημιουργία. Καταγραφές ημερολογιακές, εγκυκλοπαιδικές και αναφορικές, όνειρα και ερωτικές ανάσες λόγου, όλα φαινομενικά γραμμένα τις περιόδους ακριβώς που οι λήψεις “μπροστά” στον φακό οριστικοποιούνταν, βαδίζουν χέρι χέρι με κάθε φωτογραφία του βιβλίου, την “επεξηγούν”, την προσωποποιούν ίσως περισσότερο, την εναγκαλίζονται ως κοινή και ατομική ιστορία.
Η γλαφυρότητα των λήψεων του Στάβερη, το ασυνήθιστο και μάλλον ρηξικέλευθο ταλέντο του στην παρατήρηση, συνταιριάζεται εδώ με τις προσωπικές του σκέψεις, τις ομολογίες του, με τις αναμνήσεις και τα δικά του γεγονότα. Αντιλαμβανόμαστε πολύ βαθύτερα ποιος είναι ο περιπλανώμενος και ρομαντικός κινητήρας πίσω από τον φακό, τι τον οδηγεί σε μια απρόσμενη, άγνωστη στροφή του δρόμου, στη συμπαθή παρακολούθηση των διαδρομών του έτερου περιπλανώμενου, στην προσέγγιση ενός νέου θέματος όχι απλώς με τους τρίποδες και τα εξαρτήματα της τεχνικής, αλλά και με τη βούληση και αγωνία της καρδιάς.
Αποτελούμενη αποκλειστικά από την πρώτη, ασπρόμαυρη περίοδο της παραγωγής του Σ.Σ., των πρώτων δηλαδή χρόνων των ερασιτεχνικών του κυρίως λήψεων – συμποσούμενων με αρκετές επίσης οικογενειακές και βιογραφικές φωτογραφίες, έχουμε την ευκαιρία να αναγνώσουμε στην έκδοση τόσο την εξέλιξη και τη συνάφεια του στυλ με τις μετέπειτα, έγχρωμες περιπέτειες του φακού του (για τις οποίες είναι και ίσως γνωστότερος στο ευρύ κοινό), όσο και ποια είδους αισθαντικότητα κι εγρήγορση είναι ίσως υπεύθυνη για την άπαξ γοητεία των πλούσιων αποτυπώσεών του.
Υπάρχει ένα μυστήριο στο τράβηγμα που ασκεί μια εικόνα του Στάβερη, μία σύγχιση σχεδόν όσον αφορά τη γεωμετρία και την έκφραση του ανθρώπινού της συνήθως θέματος, ένα ελκυστικό μπέρδεμα που επισημαίνεται κάθε φορά σχεδόν που προσπαθούμε να μιλήσουμε για τις φωτογραφίες του. Το βιβλίο αυτό, και ο ατομικός του λόγος και εξομολόγηση που το γεμίζουν, δίνουν ίσως ακόμη ένα έρεισμα ν’ αναρωτηθούμε τι συμβαίνει εντός αυτών των κάδρων και ορίων που μας συγκινεί με τέτοιον τρόπο.
Μια συναισθηματική πληρότητα, μαζί βέβαια με την υποχρεωτική της “πενία” και δίψα, είναι σίγουρα εμφανής στις βόλτες και τις αναζητήσεις που μας παραχωρεί κι αποκαλύπτει με τα κείμενά του ο Σ.Σ. Το σαφώς μη-καταφρονητικό του τρόπου του να βλέπει το περιβάλλον, όποιο κι αν είναι αυτό, η κατά κάποιον τρόπο αναγεννησιακή του, άδολη περιέργεια προς τον κόσμο και τα πρόσωπά του, είναι συστατικά που φαίνεται να ερεθίζουν έντονα το κυνήγι ενός θεάματος που παρορμάται να συλλάβει σε κάθε του κίνηση. Τα σώματα και τα διάφορα, ετερόκλητα προσωπεία τους δεν “στήνονται” μπροστά στο βλέμμα του· δεν “κάθονται” σε κάποια τυπική, αδιάσπαστη γραμμή των συνηθειών, των φιλοδοξιών και των παθών τους – αποτυγχάνουν, ολότελα υπέροχα, να σταθεροποιηθούν προς ένα προσδόκιμο, είτε αυτό είναι ενός θεατή που κάποτε μέλλει να τα δει, είτε εκείνο των στιγμιαία ανακλώμενων εαυτών τους.
Αυτό είναι και το διαρκώς άπιαστο όλων αυτών των φωτογραφιών. Δεν μπορούμε να είμαστε ποτέ σίγουροι αν τα πρόσωπα – αγνοημένες μορφές, στερεότυπα, καθημαγμένοι και καρικατούρες, μοντέλα και περιώνυμοι – δύνανται να διατηρήσουν την οποιαδήποτε ξεκάθαρη προς τον φακό πρόθεση. Φαίνεται να ‘χουν πιαστεί πάνω σε μια αβέβαιη, πλην όμως αναγκαία, σχοινοβασία μεταξύ της σοβαρότητας και γείωσης της πραγματικής ζωής και των ακαταπόνητων ερεθισμών του ενθουσιασμού τους για μία πρόσκαιρη και παράλογη δράση. Χωρίς να μαθαίνουμε ποτέ αν είναι πραγματικά κακόβουλα, υποκριτικά, βαργιεστημένα, αθώα ή αληθινά ερωτευμένα, τα προσωπεία στα ταχύκαυστα φορμά του Σ.Σ. δεν μπορούν ποτέ να σταματήσουν να μας προσκαλούν μέσα στη στιγμή, την απορία, τον βρασμό και την εικόνα που φωτίζουν ακαριαία.
Στο διάβα λοιπόν αυτού του βιβλίου, έχουμε τη δυνατότητα να βουτήξουμε μέσα σε γρίφους που και ο ίδιος ο φωτογράφος ίσως αγνοεί· στις παρορμήσεις, τις εμμονές και τις καθιζήσεις της μνήμης που σημάδεψαν έναν ασταμάτητο περίπατο μέσα στην πόλη, και που εμείς έτυχε να γνωρίσουμε ως την πόλη την ίδια, την τρέλα, την ψυχή και την όψη της, παρά μάλλον ως μια ζωτική διάβαση του καθενός εντός της.