Η καλοσύνη των ανθρώπων όταν επισκέπτονται κοιμητήρια!


Και συ θείο Τέλος, που όλα επιστρέφουν σε σένα
απάλλαξε μας απ' τον χρόνο, το πλήθος και τον χώρο
και πρόσφερε μας την γαλήνη που η ζωή διασάλευσε..

Leconte De Lisle, Dies Ira

Με το που πέρασα την εξωτερική πύλη του κοιμητηρίου και πήρα τον κεντρικό διάδρομο του, που θα με οδηγούσε στον τάφο του Άλκη, αντιλήφθηκα την παρουσία δυο-τριών εργατών που έσκαβαν, θρυμματίζοντας την γαλήνη του χώρου. Προτού προλάβω να αποφασίσω αν θα τους χαιρετούσα ή όχι — μέσα στου κοιμητηρίου την ψυχρή σιωπή, νοιώθεις ευχάριστα όταν συναντάς ζωντανούς και θες να τους χαιρετίσεις, ακόμα κι αν δεν τους γνωρίζεις, με χαιρετήσανε εκείνοι. Ανταπόδωσα τον χαιρετισμό προσπερνώντας τους και έφτασα γρήγορα στη μικρή σκάλα στο τέλος του διαδρόμου. Ανέβηκα τα λίγα σκαλοπάτια της που οδηγούσαν στο επάνω πλάτωμα, εκεί που ήταν ο δικός μου προορισμός ανάμεσα σε άλλους τάφους αλλά και ο μικρός ναός του κοιμητηρίου. Λίγο αργότερα, αφού είχα ανάψει ένα κεράκι στο μανουάλι που βρισκόταν αφημένο στο υπόστεγο, έξω από τον ναό, πλησίασα το μνήμα του Άλκη και γρήγορα απορροφήθηκα στην φροντίδα του.
Στα πέντε μέτρα παραδίπλα μου, ένα ζευγάρι φρόντιζε τον δικό του άνθρωπο. Χαιρετηθήκαμε, πιο πολύ με τα μάτια. Κάποια στιγμή, όταν ο άντρας του ζευγαριού απομακρύνθηκε, ποιός ξέρει γιατί, άκουσα την γυναίκα να κλαίει - όπως συχνά κλαίνε στα κοιμητήρια: μοναχικά, σιγανά, υπόκωφα, συνοδεύοντας τους λυγμούς τους με κουβέντες μουρμουριστές και με συχνό ρούφηγμα της μύτης τους. Το χέρι της σηκωνόταν περιοδικά για να σκουπίσει με το μανίκι τα δακρυσμένα μάτια της, το ίδιο χέρι που μετά, θα χάιδευε τα χώματα ή θα ξεχορτάριαζε τον τάφο, μέχρι αυτό, πάλι να ξανασηκωθεί από το χώμα και, να ξανασκουπίσει τα δακρυσμένα μάτια! Σήκωσα το κεφάλι μου και την κοίταξα. Μορφή σπασμένη, με το πρόσωπο της να αποτελείται από μικρά κομμάτια σαν από πάζλ που λες πως κάποια χαθήκαν και δεν επανατοποθετηθήκαν, είτε πως μπήκαν σε λάθος σημεία, μετά από μια, πρόσφατη μάλλον, απώλεια, με βλέμμα σκοτεινό, ακόμα γεμάτο πόνο και απορία. Έτσι παραδομένη που ήταν στις κινήσεις που σαν αυτόματο έκαμε, έδινε την εντύπωση ότι ήταν ολότελα αλλού. Σε λίγο γύρισε ο άντρας, και η γυναίκα φάνηκε να πνίγει σιγά-σιγά το κλάμα της. Τους ζήτησα έναν αναπτήρα αφού ο δικός μου δεν δούλεψε, βρίσκοντας κι αυτός την ώρα να χαλάσει! Με την ευκαιρία αυτή, άρχισαν να μου μιλούν για “την δική μας γειτονιά” στο κοιμητήριο και για τον δικό τους άνθρωπο που βρισκόταν λίγα μέτρα παραπέρα από τον δικό μου, πότε τον χάσαν, απο ποια αιτία, τέτοια πράγματα. Γρήγορα αντιγύρισαν την κουβέντα στον Άλκη — ένα αγόρι που πέθανε 14 χρόνων, όπως έγραφε η πινακίδα πάνω στο τάφο του. Και, αφού οι περισσότεροι από τους άλλους δίπλα του ήταν 80 και 90 χρονών, αυτό κάνει όπως και να το κάνουμε εντύπωση! “Βρίσκεται θαμμένος, ξέρετε, ανάμεσα σε ένα ζευγάρι ηλικιωμένων που πέθαναν με διαφορά μόλις 15 ημερών ο ένας από τον άλλο”, μου είπαν. “Και μέσα στις 15 αυτές μέρες, ήρθε αναμεταξύ τους το δικό σας παιδί, και τους χώρισε, αλλά”, συνέχισαν, “τώρα πιά, αυτοί οι δύο, τον έχουν παρέα και τον φροντίζουν σαν παππούδες του”. Μου άρεσε που μετρούσανε την ηλικία των πεθαμένων σαν ο χρόνος να μην είχε κυλήσει από τότε που έφυγαν, διατηρώντας την ηλικία που εκείνοι είχαν όταν πέθαναν. Μου άρεσε επίσης που πρόβαλαν στους πεθαμένους χαρακτηριστικά και συμπεριφορές ζωντανών ανθρώπων, μια προβολή που ακύρωνε πάλι τον θάνατο, αφού υπολόγιζε τον πεθαμένο να διατηρεί ακόμα ανάγκες και ιδιότητες ζωντανού. Μετά από αυτά, και άλλα δεύτερα που είπαμε, έσβησαν σιγά-σιγά οι κουβέντες μας και απορροφηθήκαμε ο καθένας στη δουλειά του. Εγώ στις σκέψεις μου που προσπαθούσαν να γεμίσουν τις τρύπες που άφησε φεύγοντας ο Άλκης, δίπλα μου η γυναίκα που, αφού ξαναπομακρύνθηκε ο άντρας της, ξανάρχισε πάλι το μουρμουρητό και τους λυγμούς της.

Μετά από κάποια ώρα σηκώθηκα, τακτοποίησα τα ρούχα μου, αποχαιρέτησα ξερά τους διπλανούς γειτόνους μου και ξεκίνησα να φύγω. Μια μαυροφορεμένη κυρία που συνάντησα στο κεντρικό διάδρομο του κοιμητηρίου, όμορφη, πολύ όμορφη, τόσο όμορφη που μ’ έκανε να εικάσω πως ήταν και καλοσυνάτη, με χαιρέτισε σιωπηλά καθώς διασταυρωθήκαμε, ίσως γιατί και εκείνη χάρηκε που συνάντησε στο συνήθως έρημο τούτο μέρος, κάποιον άλλο, ζωντανό. Λίγο παρακάτω, οι εργάτες συνέχιζαν την δουλειά τους αλλά, έτσι απορροφημένοι που ήταν, δεν μου έδωσαν τούτη τη φορά σημασία. Άνοιξα την πύλη του κοιμητηρίου αποφασιστικά και βρέθηκα με ένα βήμα μου έξω από αυτό, την ώρα που κουδούνιζε στη τσέπη μου το κινητό τηλέφωνο μου. Ήταν ο διευθυντής από τη δουλειά μου που ούρλιαζε για την αργοπορία μου.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: