Υπόκωφες αισθήσεις

Υπόκωφες αισθήσεις

        I.

Όλο και πληθαίνει η απόσταση
Από το ένα σκαλοπάτι στο άλλο
Ένας απρόσωπος παρατηρητής στέκει
Έκθαμβος από την εικόνα του Αγγέλου που
Αλυσοδεμένος μάχεται να ισορροπήσει
Τινάζοντας τα λαμπρά φτερά του ικανά
Να φωτίσουν όλη την οικουμένη
Πληγωμένος από την προσπάθεια
Αιωρούμενος στο μέσο της άγνωστης διαδρομής
Προσεύχεται με μία ανεξερεύνητη αγνότητα
Ελπίζοντας να εισακουστεί από τις λεγεώνες
Ο παρατηρητής έχοντας γυρίσει την πλάτη του
Απομακρύνεται μεθυσμένος και ανήμπορος
Με μόνη συντροφιά τους ψιθύρους της
Δηλείας του.

                II.

Κατήφεια.
Ακούω την υπέροχη ένωση των γλυκών σφαιρών
Με την καυτή, βασανισμένη άσφαλτο.
Ένα κουδούνισμα θέλει να αποκτήσει
Και αυτό μία θέση ανάμεσα στον κόσμο.
Ανοίγει η πόρτα ενός μπαρ,
Το πως ονομάζεται αγνοώ
Καμία περαιτέρω πληροφορία
Εκτός από εμένα.
Τεχνητές ακτίνες απελευθερώνονται από
Τον ασφυκτικά βρώμικο χώρο
Μαζί τους και εγώ.
Μία αίσθηση κόπωσης με οδηγεί
Στον πλησιέστερο τοίχο να ακουμπήσω.
Εκείνη την στιγμή ένιωσα κάτι μεγάλο,
Δύο σταγόνες να ερωτοτροπούν αγγίζοντας με
Ελπίζω να είμαι η αφορμή για κάτι σπουδαίο.
Συνεχίζω τον ασταθή βηματισμό.


                III.

Δάκρυα άρχισαν να κυλάνε σήμερα από
Της Σελήνης τα μάτια
Την νεροπομπή δέχτηκε να φιλοξενήσει
Στις αγκάλες της η γη
Εκείνη παρατηρούσε μέσα από τον θολό
Καθρέφτη την αέναη μορφή
Ήταν τόσο δυσδιάκριτη που αδυνατούσε να δει
Της συνείδησης της τα σημάδια
Αισθάνεται ένα άγγιγμα δισταγμού
Τον κόσμο όλο βλέπει να απομακρύνεται
Μα δεν μπορεί να αντισταθεί
Από της καρδιάς του το μυστικό
Και αφήνεται αυτή η Άγνωστη
Στης ζωής τον πειρασμό.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: