Επιστρέφοντας στο τοπίο του Γιατρού Ινεότη

Γαλλία, Ty Croas (Σπίτι του Σταυρού στη γλώσσα της Βρετάνης), Μάιος 1995
Γαλλία, Ty Croas (Σπίτι του Σταυρού στη γλώσσα της Βρετάνης), Μάιος 1995

«Τυ­ραν­νι­σμέ­νοι από πο­λέ­μους, κα­τα­στρο­φές, αι­σθή­μα­τα προ­πα­ντός, αμ­φι­θυ­μι­κά αι­σθή­μα­τα». Στέ­κο­μαι σ’ αυ­τή τη φρά­ση, από γράμ­μα του Γιώρ­γου Χει­μω­νά στη Λού­λα Ανα­γνω­στά­κη, που ανα­φέ­ρε­ται στον Για­τρό Ινε­ό­τη. Τα αμ­φι­θυ­μι­κά αι­σθή­μα­τα έχουν το ίδιο βά­ρος με τους πο­λέ­μους και τις κα­τα­στρο­φές, το προ­πα­ντός υπο­γραμ­μί­ζει την τυ­ραν­νία του θυ­μι­κού. Εί­μαι πο­λύ συ­ναι­σθη­μα­τι­κός κι έτσι ή αλ­λοιώς δεν μπο­ρού­σα να ζή­σω άλ­λο, λέ­ει ο Για­τρός Ινε­ό­της ήδη από την αρ­χή.

Ήταν το πρώ­το βι­βλίο του Χει­μω­νά που κα­τά­φε­ρα να δια­βά­σω – στην πα­λιά έκ­δο­ση του Κέ­δρου. Θα ήμουν στο λύ­κειο ή ίσως φοι­τή­τρια. Το διά­λε­ξα για τον τί­τλο; Ένα όνο­μα σου δί­νει κά­τι να πια­στείς – τι όνο­μα όμως εί­ν’ αυ­τό; Η νε­ό­της, γραμ­μέ­νο ανορ­θό­γρα­φα; Πρό­κει­ται να έρ­θει το νέο εί­δος των αν­θρώ­πων ένα άλ­λο εί­δος ξαφ­νι­κό. Αυ­τοί δεν θα εί­ναι σαν εμάς έγι­νε μια τρο­με­ρή αλ­λα­γή. Οι πα­ληοί άν­θρω­ποι κι αυ­τός ο τρο­μαγ­μέ­νος λα­ός πρέ­πει να εξα­φα­νι­στούν. O θά­να­τος των «πα­ληών» συν­δέ­ε­ται με το στέ­ρε­μα των αι­σθη­μά­των. Για μια «θυ­μι­κή εξά­ντλη­ση του σύγ­χρο­νου αν­θρώ­που» μί­λη­σε ο Χει­μω­νάς σε συ­νέ­ντευ­ξη που έδω­σε σχε­δόν εί­κο­σι χρό­νια με­τά την πρώ­τη έκ­δο­ση. Για τη συ­γκί­νη­ση ως το βα­σι­κό κί­νη­τρο κά­θε γνω­στι­κής από­πει­ρας του αν­θρώ­που ή και το μό­νο. Αν γλι­τώ­σει κα­νείς από την τυ­ραν­νία του θυ­μι­κού, τό­τε δεν μέ­νει ίσως τί­πο­τα άλ­λο. Η λύ­πη εί­ναι η πιο χα­ρα­κτη­ρι­στι­κή και πε­ρισ­σό­τε­ρο απ’ αυ­τήν κα­τα­λα­βαί­νεις πως υπάρ­χουν πα­ρά από τους ίδιους τους αν­θρώ­πους.

Κά­πο­τε έψα­χνα στο «Ινε­ό­της», σ’ ολό­κλη­ρο τον τί­τλο, κά­ποιον ανα­γραμ­μα­τι­σμό, ένα γλωσ­σι­κό ολί­σθη­μα, το μυ­στι­κό που θα γι­νό­ταν αν όχι το κλει­δί του­λά­χι­στον πυ­ξί­δα. Εί­ναι ότις, με την αρ­χαία αντω­νυ­μία ό(σ)τις, όποιος, οποιοσ­δή­πο­τε. Οι άν­θρω­ποι, «αν­θρώ­πι­να κο­μά­τια». Για­τί ήρω­ας εδώ εί­ναι οι μά­ζες, το γέ­νος των αν­θρώ­πων. Όμως και το όνο­μα Τε­νά­γκνε μοιά­ζει με ανα­γραμ­μα­τι­σμό, αλ­λά δεν εί­ναι. Η Τε­νά­γκνε εί­ναι μια γυ­μνή κά­τα­σπρη γυ­ναί­κα με μα­κριά μαύ­ρα μαλ­λιά. Το όνο­μα Tenagne υπάρ­χει και εκτός κει­μέ­νου. Γυ­ναι­κείο αφρι­κα­νι­κό όνο­μα, ελά­χι­στα δια­δε­δο­μέ­νο. Ση­μαί­νει χρυ­σός.

Ο Για­τρός Ινε­ό­της εί­ναι ένας για­τρός που δεν για­τρεύ­ει που­θε­νά, μα­νια­κός προ­φή­της που από ένα ση­μείο και με­τά μέ­νει ενε­ός (Ινε­ό­της;). Έχει σύ­ντρο­φο τον ακο­νι­στή που κου­βα­λά στη ρά­χη του τον τρο­χό, έναν «γύ­φτο γει­το­νιάς» που ακό­νι­ζε μα­χαί­ρια. Κι ενώ μια μέ­ρα ο Για­τρός Ινε­ό­της θα τον κομ­μα­τιά­σει αλύ­πη­τα κι αλ­λού θα τον σκο­τώ­σει, ο ακο­νι­στής εί­ναι δί­πλα του μέ­χρι το τέ­λος. Αλ­λά και οι άν­θρω­ποι απο­δει­κνύ­ο­νται δι­πλοί, ο ίδιος λα­ός ζει και μέ­σα σε υπό­γεια βα­θιά στη γη «κι εί­ναι σαν να ζού­με εμείς τις ημέ­ρες τους κι εκεί­νοι να ζού­νε τις νύ­χτες μας». Υπάρ­χουν πα­ρου­σί­ες που αλ­λη­λο­προσ­διο­ρί­ζο­νται: ο ξέ­νος που ήρ­θε να φι­λο­ξε­νη­θεί στην οι­κο­γέ­νεια του φί­λου που εί­ναι πά­ντα απών, η Τε­νά­γκνε που εί­ναι η αδερ­φή ή η γυ­ναί­κα του φί­λου που λεί­πει διαρ­κώς, ο ξέ­νος που γί­νε­ται ο άν­θρω­πος και ο τρο­μα­χτι­κός εαυ­τός του κα­θε­νός. Η Τε­νά­γκνε και ο Για­τρός Ινε­ό­της. Οι εκτε­λε­στές, που μπο­ρεί αυ­τοί να εί­ναι οι νέ­οι άν­θρω­ποι. (Εδώ ίσως χω­ρά­ει και μια «ιστο­ρι­κή» ανά­γνω­ση —το βι­βλίο γρά­φτη­κε στην αρ­χή της χού­ντας—, που δεν εί­ναι ασυμ­βί­βα­στη με την «αχρο­νι­κή».)

Σαν να έρ­χε­ται η ιστο­ρία σε επα­νω­τά κύ­μα­τα, βγά­ζο­ντας κά­θε τό­σο στην ακτή κά­τι και­νούρ­γιο, ξα­να­φέρ­νο­ντας κά­τι απ’ τα πα­λιά. Εκεί που άλ­λοι φο­ρά­νε στη γλώσ­σα διά­φο­ρα εί­δη στόμ­φου για να κρύ­ψουν τη δι­κή τους γύ­μνια («Πό­σο κω­μι­κές μου φαί­νο­νταν πά­ντα οι εκλε­κτές σας λέ­ξεις», Ο Θά­να­τος του Ποι­η­τή), ο Χει­μω­νάς υπε­ρα­σπί­ζε­ται τη γύ­μνια, αφή­νο­ντας να απο­τυ­πω­θούν το απο­λύ­τως καί­ριο, μα­ζί και η γλωσ­σι­κή πα­ρα­δρο­μή, η ανα­ζή­τη­ση μιας άλ­λης λέ­ξης που συ­χνά κα­τα­λή­γει στην άφο­βη επα­νά­λη­ψη μιας προη­γού­με­νης.

Υπε­ρα­σπί­ζε­ται τη γύ­μνια κα­ταρ­γώ­ντας και μια βα­σι­κή διά­κρι­ση της πε­ζο­γρα­φί­ας ανά­με­σα στην πε­ρι­γρα­φή και στη δρά­ση – οι ει­κό­νες από λέ­ξεις χτί­ζουν ταυ­τό­χρο­να και την πλο­κή και την ατμό­σφαι­ρα. Αν ο συγ­γρα­φέ­ας πα­ρα­δί­δει ένα το­πίο μέ­σα στο οποίο ο ανα­γνώ­στης μπο­ρεί να κι­νη­θεί για λί­γο, ένα το­πίο που σβή­νει για μια στιγ­μή την ερη­μία, τό­τε το­πίο στον Χει­μω­νά γί­νο­νται και τα βα­σι­κά προ­σχέ­δια, θραύ­σμα­τα απ’ την ιστο­ρία ανω­νύ­μων, η ιστο­ρία του πλή­θους – θα μπο­ρού­σαν να εί­ναι και οι ακα­τά­λη­πτες δια­δρο­μές του νου σε στιγ­μές με­γά­λης αγω­νί­ας ή εφιάλ­τες. Ένα συ­νταί­ρια­σμα από αρ­χι­νι­σμέ­νες αφη­γή­σεις που θα συ­νε­χι­στούν πιο κά­τω ή ίσως και να μη συ­νε­χι­στούν, που μπο­ρεί να δια­κο­πούν ξαφ­νι­κά όπως τα όνει­ρα. Ει­κό­νες απ’ τον δρό­μο, για­τί οι άν­θρω­ποι γυ­ρί­ζουν να πε­θά­νουν στις πό­λεις και στα χω­ριά όπου «εί­ναι γραμ­μέ­νοι». Αφη­γή­σεις που μέ­νουν ατέ­λειω­τες, ίσως για­τί το τε­λειω­μέ­νο –το «τέ­λειο» μ’ αυ­τή την έν­νοια– ισο­δυ­να­μεί με μια πα­γί­ω­ση που θα έβα­ζε τέ­λος στην πε­ρι­πλά­νη­ση του ανα­γνώ­στη. Το ατέ­λειω­το εί­ναι που κά­νει τον ανα­γνώ­στη να επι­στρέ­φει σ’ αυ­τό το το­πίο θέ­λο­ντας να το ξα­να­δεί.

Η ιστο­ρία όμως έχει τέ­λος, ένα τέ­λος που ρί­χνει φως και στον τί­τλο. Πα­ρά το πλή­θος, τον δαί­δα­λο των αφη­γή­σε­ων, τη δή­λω­ση του Χει­μω­νά ότι ήρω­ας του εί­ναι πά­ντο­τε οι μά­ζες, αυ­τή εί­ναι πά­νω απ’ όλα η ιστο­ρία του Για­τρού Ινε­ό­τη. Εί­ναι αυ­τός που φώ­να­ξε στον κό­σμο σαν μα­νια­κός προ­φή­της ο θά­να­τός μας εί­ναι απα­ραί­τη­τος αφού το νέο εί­δος, αυ­τός που εί­πε με μο­χθη­ρή κο­ροϊ­δία στον ακο­νι­στή εί­σαι σαν ένας απε­σταλ­μέ­νος. Εί­ναι αυ­τός που τον διά­λε­ξε η Θω­μαή, που τον ανα­γνώ­ρι­σε η Τε­νά­γκνε. Εί­ναι η αι­τία, όμως στέ­κει πά­ντα χώ­ρια, εκτός.

Το Ty Croas (Σπί­τι του Σταυ­ρού στη γλώσ­σα της Βρε­τά­νης) απα­ντά­ται και σ’ άλ­λα κεί­με­να του Χει­μω­νά. Βρί­σκε­ται στο Henvic, στη Βρε­τά­νη — εκεί εί­χε φί­λους, τους εί­χε αφιε­ρώ­σει ει­κα­στι­κά του έρ­γα, αλ­λού πά­λι τους ευ­χα­ρι­στεί για τη με­τά­φρα­ση μιας κέλ­τι­κης μπα­λά­ντας. Έψα­ξα στο δια­δί­κτυο: κά­ποιοι ήταν ψυ­χί­α­τροι, ο Claude Hyrien πέ­θα­νε πέ­ρυ­σι το κα­λο­καί­ρι σχε­δόν ενε­νή­ντα χρο­νών. Επι­στρέ­φο­ντας σ’ αυ­τό το το­πίο που εδώ εί­ναι ο τό­πος του θα­νά­του, ο Για­τρός Ινε­ό­της και ο ακο­νι­στής δεν συ­να­ντούν πια κα­νέ­ναν στο δρό­μο. Τό­τε ο Για­τρός Ινε­ό­της θα συλ­λά­βει τον εφιάλ­τη που του έστη­σε η μοί­ρα του: Εί­χε ορι­στι­κά χα­θεί από το τέ­λος των αν­θρώ­πων. Όπως εί­χε ζή­σει έξω από τη ζωή τους έτσι θα ζού­σε κι έξω από τον θά­να­τό τους.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: