Συνεχίζουμε τηνσειράμεταφράσεωνποίησηςπου με κάποιο τρόπο,ρητόήυπόρρητο,διαμορφώνειελληνικάσκηνικάκαιτοπία, πουμετηνσειράτουςχρησιμεύουνστοκτίσιμοενόςκόσμου – άλλου, αλλάόχιξένου. Μεταφέρονταςταστηνελληνικήγλώσσααποδίδουμεσεαυτάτα ποιήματα, εν είδει δώρου, τηνγλώσσαχάριντηςοποίαςγράφτηκαν παρόλοπουγράφτηκανσεμιαάλλη.
———— ≈ ————
Μετά από πολύμηνη απουσία επανέρχομαι στο μεταφραστικό αυτό έργο, συνεχίζοντας μάλιστα από εκεί που είχαμε προσωρινά σταματήσει, το μεγάλο επικο-λυρικό έργο της H.D. (Hilda Doolittle)Η Ελένη στην Αίγυπτο. Για βιογραφικές πληροφορίες και κριτικές σημειώσεις βλ. Χάρτης #20, Αύγουστος 2020. Τα ποιήματα που ακολουθούν είναι από την 2η και 3η ενότητα του έργου, με τους τίτλους Λευκή και Είδωλον αντιστοίχως.
Η Ελένη στην Αίγυπτο
ΛΕΥΚΗ IV.vi
Πώς να συμφιλιωθούν Έλληνες και Τρώες; Είναι το παλιό πρόβλημα της Ελένης, το δικό της πρόβλημα. Η αλήθεια είναι ότι στην Λευκή νήσο οι νεκροί πρέπει να συμφιλιωθούν, ο φονιάς με τον φονευμένο. Ο Αχιλλέας; Ο Πάρις; Των Ελλήνων και των Τρώων τα βέλη πρέπει να αφιερωθούν αλλού. Όπως λέει ο Θησέας, «έχουμε κουραστεί με τον Πόλεμο, μόνο η Αναζήτηση παραμένει».
Είναι άλλο πράγμα, Ελένη, να σκοτώνεις τον Θάνατο και άλλο να επιστρέφεις μέσα από τις περίπλοκες στροφές του Λαβυρίνθου
η καρδιά; σπίθα, στάχτη ή άνθος, αδερφή της Περσεφόνης είσαι εξάλλου, περίμενε – περίμενε – πρέπει να περιμένεις στο χειμωνιάτικο σκοτάδι
λες, δεν είναι εδώ σκοτάδι; λες, οι σπίθες ζωγραφίζουν εικόνες ευτυχίας και σου θυμίζει Τροία
κάποιοι πλακώθηκαν στις σκάλες μόνο αυτό θυμάσαι, όλα ήταν όνειρο μέχρι να φτάσει ο Αχιλλέας,
κι αυτός ο Αχιλλέας; μέσα στο όνειρο σε ξύπνησε, μα στο όνειρο ξύπνια ήσουν,
λες, ονειροπόλημα ήταν και φτάνει, μέχρι που έφτασε η μάνα του, η Θέτις, ή κάποια άλλη – η μάνα του
σε κάλεσε εδώ πέρα, η Λευκή είναι το νησί της, ή μήπως είναι της Αφροδίτης; τι σημασία έχει,
αγαπημένο Βρέφος, είμαστε μαζί κουρασμένοι με τον Πόλεμο, μόνο η Αναζήτηση παραμένει.
ΕΙΔΩΛΟΝ III.iv
Η Ελένη από μόνη της είναι σχεδόν έτοιμη για αυτή την θυσία – τουλάχιστον, για την αυτοπυρπόληση μπροστά στου Αχιλλέα τον μεγάλο έρωτα, την αφοσίωσή του στο «δικό του καράβι» και στο ακρόπρωρο, «το είδωλο… η Θέτις γοργόνα στη πλώρη».
Λοξά τα μάτια της όπως παλιά; Αιγύπτια ήταν ή Ελληνίδα; την είχε σκαρώσει κάποιος ναύτης απ’ την Φοινίκη;
λαξευμένη από κέδρο ή οξιά; την είχαν σκάψει από κάποιο στραβό ξύλο καραβιού στα ναυπηγεία
και μετά την κάρφωσαν εδώ μπροστά; ή είχαν σκαλίσει επίτηδες την πλώρη στο σχήμα ενός κορμιού γοργόνας,
με την καμπύλη στα μαλλιά; με μια στάλα μπογιάς αρχικά, εκεί στις πτυχές της χλαμύδας,
μήπως έτσι μετά χάθηκε το θαλασσί; σάμπως στους ώμους και στα χέρια είχαν κάνει ένα ρετούς; σάμπως την άγγιξε ποτέ κανείς πουθενά;
σάμπως είχε κι άλλους φανατικούς εραστές ή μόνος αυτός την λάτρεψε; φόρεσε μήπως κορσέ από φύκια;
ζωγράφισαν πάνω της το στέμμα; πόσο συχνά τα ψηλά στήθια της χτύπησαν τον αφρό; πόσο συχνά πέσαν στα βάθη;
Είδωλον III.vii
Ήταν η Ελένη πιο δυνατή από τον Αχιλλέα ακόμη κι «όταν τα βέλη έπεφταν βροχή»; Δεν μπορεί, όμως εκείνος αναγνώρισε ότι μέσα της είχε μια δύναμη πέρα από την θρυλική της ομορφιά.
Το όνομα Έλενα μπορούσε να το πει όμως το άλλο όχι, ήταν δέλεαρ, έλξη φωτός,
φλόγα ενδόμυχη και μυστικό κρυφό ακόμη κι απ’ τους δούλους, τους περιούσιους, την ενδότατη ιεραρχία.
Μόνο η Ελένη είχε όνομα και ήταν δημόσιο σκάνδαλο ούτως ή άλλως, επαίσχυντη αιτία
για τους Αγαμέμνονες και Μενελάους, δεν είναι μόνο ότι ήταν όμορφη, εννοείται, αλλά ότι στεκόταν στα Τείχη
ευθυτενής και αδιάφορη ενώ τα βέλη έπεφταν βροχή, δεν είναι μόνο ότι ήταν όμορφη,
υπήρχαν κι άλλες, άσχετα με τον θρύλο, εξίσου ευγενείς και κορυφαίες,
δεν είναι μόνο ότι ήταν όμορφη, αλλά δεν έπαυε να την κοιτάζει καρφωμένος πέρα από την απανθράκωση
και την φωτιά που ακόμα σιγοκαίει μέχρι να καθαρίσουνε τα μάτια του και να χαθεί ο καπνός.
Είδωλον IV.ii
Οπότε, αυτή η τρίτη Ελένη, για την ώρα, απορρίπτει και την υπερβατική Ελένη και την Ελένη της διανόησης ή της έμπνευσης, προς όφελος αυτής της άλλης «της ναρκωμένης, της μουδιασμένης από την μνήμη».
Οπότε, δεν ήταν τίποτα, τίποτα καθόλου οι πρώτες λέξεις που φάνηκε να λέει μέσα στον πυρετό μου, στον ύπνο ή στο ξύπνιο,
δεν ήταν τίποτα, διάδρομοι, διαβάσεις, ο ναός, τα τείχη τα ιερά, τα καθήκοντα των αστροτεράτων,
τα πρότερα τα λόγια που είχα πει στον Θησέα, και οι προσευχές μου, δεν ήταν τίποτα, του Άμμωνος οι δείκτες,
η Γραφή, το αστροδιάστημα, ο Τροχός και το Μυστήριο, δεν ήταν τίποτα,
και η οργή του Πάρη μια ανάσα μόνο που αναφλέγει σκέψεις πολύ βαθειά θαμμένες να τις προλάβει η μνήμη,
που διαπερνούν τον θρύλο, τη φήμη του Αχιλλέα, την ομορφιά της Ελένης,
σαν πύρινες γλώσσες μέσα από τις θρυμματισμένες εικόνες στο μαρμάρινο πάτωμα.