Στην πρώτη της εμφάνιση ως ποιήτρια με το Πρωσικό μπλε (Εκδόσεις των Φίλων, 2016), η Φωτεινή Βασιλοπούλου παρουσίασε στον αναγνώστη δύο σήματα-κατατεθέντα της γραφής της κι ένα αίνιγμα: τα δύο χαρακτηριστικά με τα οποία φρόντισε επιμελώς να συνδέσει τη γραφή της είναι, αφενός, η εξ αρχής ώριμη, λεπτή δουλειά με τον στίχο, την εκφραστική λιτότητα, τη στρατηγική όξυνση της δύναμης της εικονοποιΐας στα κατάλληλα σημεία και την τονική ομοιογένεια και συνεκτικότητα· και αφετέρου, η «σκοτεινή» θεματική του θανάτου και της αγωνίας του, του πένθους, της απώλειας.
Το αποτέλεσμα είναι ένα έργο τονικά υποβλητικό, μια άσκηση στον Καρυωτακισμό που δεν υποπίπτει σε αφελείς πόζες νεανικής απελπισίας αλλά μοιράζεται με τον Καρυωτάκη τόσο την ικανότητα για (αυτο)σαρκασμό και για «σκοτεινό» χιούμορ όσο και μια αλληλένδετη με τέτοια χαρακτηριστικά τάση στην αποστασιοποίηση, που παρεμποδίζει την αναγνωστική προσέγγιση στα ποιήματα με όρους «εξομολογητικής» ποίησης. Αν αυτό το οποίο εμπλέκεται στους αυστηρούς χρωματικούς τόνους της πρώτης συλλογής είναι η σπαρακτική έκθεση της ύπαρξης στον θάνατο, πρόκειται για μια αυστηρά ελεγχόμενη σπαρακτικότητα, που παρεμποδίζει τις «εύκολες» ψυχαναλυτικές προβολές στην ποιήτρια.
Το αίνιγμα στο οποίο αναφέρθηκα συνδέεται με τη μέριμνα του Πρωσικού μπλε για διατήρηση της απόστασης τόσο από το «εξομολογητικό» ποιητικό Εγώ όσο και από τον αναγνώστη, παρουσιάζει όμως το δικό του, ξεχωριστό ερμηνευτικό ενδιαφέρον: πρόκειται για μια συλλογή όπου το θηλυκό φύλο, το βιολογικό δηλαδή φύλο της ποιήτριας, λάμπει δια της απουσίας του. Σε σύνολο 30 ποιημάτων, μετράμε ελάχιστες (πέντε) χρήσεις δηλωτικών γραμματικού φύλου επιθέτων και κτητικών αντωνυμιών, και όλες τους αφορούν το αρσενικό γραμματικό φύλο: «Είσαι έτοιμος προς αναχώρηση» («Εκπνοή χρόνου»)· «Μα γαντζωμένος στο νερό γλιστρώ και κατεβαίνω» («Ματαίωση»)· «Στάσου μονάχος και θα δεις τους μέσα σου καθρέφτες» («Εντός σου»)· «τραβερσωμένος στα μισά της διαδρομής» («Αντίπνοια»)· και, τέλος, «Σ’ όλο τον δρόμο περπατούσα μόνος» («Δαγκώνει»).
Είναι σαν το ερεβώδες της θεματικής, λοιπόν, να εξαγοράζεται με αντίτιμο την πλήρη προγραφή της γυναικείας «εξομολογητικότητας», την αποστασιοποίηση της Βασιλοπούλου από μια παράδοση που πριμοδοτεί τον αναγνώστη με μια (δημοφιλή όπως αποδείχθηκε) αίσθηση προνομιούχου πρόσβασης στα ενδότερα του ψυχικού τοπίου του ομιλούντος υποκειμένου και που περιλαμβάνει τη Σίλβια Πλαθ και την Ανν Σέξτον, αλλά και στα καθ’ ημάς, την Πολυδούρη, τη Γώγου και τη Δημουλά. Αν η γυναικεία εξομολόγηση πόνου, θλίψης ή απελπισίας μέσα σ’ ένα συχνά ασφυκτικό πλαίσιο καθημερινότητας και ρουτίνας ανέτρεψε, στην εποχή της ανάδυσής της, τα καθιερωμένα σε ό,τι αφορά τη θέση ποιητικής απεύθυνσης, η Βασιλοπούλου ξεκίνησε την ποιητική της καριέρα ανατρέποντας την ανατροπή—νοουμένου, φυσικά, ότι η άρνηση της άρνησης δεν είναι κατάφαση κι έτσι ότι δεν πρόκειται εδώ για κάποια αναστήλωση του ποιητικού υποκειμένου πριν την διασύνδεση της εξομολογητικής διάθεσης με τη γυναικεία θέση, αλλά για κάτι σαν διπλή διαφοροποίηση: έναν αλλιώτικο, μεταλλαγμένο και προσωπικό Καρυωτακισμό.
Ήδη από το εξώφυλλό του (έργο της Φωτεινής Χαμιδιελή), το Αμείλικτο νερό παραπέμπει σε μια πρόθεση επαναδιαπραγμάτευσης αυτού του αρχικού αναγνωστικού συμβολαίου. Η θεματική της απώλειας, του θανάτου και του πένθους παραμένει δεσπόζουσα (αν και όπως θα δούμε, όχι απόλυτα)· αλλά η αποστασιοποίηση από την εξομολογητική γυναικεία φωνή σε πρώτο πρόσωπο έχει δώσει τη θέση της στην πριμοδότηση του γυναικείου ως κατ’ εξοχήν υποκειμένου του πένθους και της μνήμης (ήδη στην προμετωπίδα διαβάζουμε την αφιέρωση της συλλογής στη μνήμη τεσσάρων γυναικών, άλλωστε): τα «Αμείλικτο νερό», «Παγωμένος Φλεβάρης», «Το καπάκι» και «Άρωμα αφής», όλα τους τρυφερά και σπαρακτικά, όλα τους αφιερωμένα στη μνήμη μιας γυναίκας, διατρέχουν τη συλλογή ως οδοδείκτες μιας αναγνώρισης της εμπειρίας της απώλειας ως θεμελιακά γυναικείας υπόθεσης. Είναι σαν μια τάση προς το πένθος, που στο Πρωσικό μπλε έμοιαζε να έχει ως κίνητρο την υφολογική εκγύμναση, να βρίσκει εδώ το βιωματικό της αγκυροβόλημα. Το Αμείλικτο νερό βρίσκει, κατά συνέπεια, τη Βασιλοπούλου πολύ πιο ευάλωτη, λυρικότερη, πιο εγκρατή ως προς το σκώμμα ή τον (αυτό)σαρκασμό και εξομολογητική στην έκφραση αγάπης για μια σειρά χαμένων γυναικείων μορφών. Σε ό,τι αφορά αυτήν, τη μία πλευρά της συλλογής, που κινείται θεματικά στο πλαίσιο της πρώτης αλλά αλλάζει εντελώς τους όρους απεύθυνσης, ίσως το ποίημα-κλειδί να είναι το «Χάλασμα γωνιακό», όπου η ομιλούσα απορρίπτει τη σύναψη σχέσης με κάποιον που αδυνατεί να αντιληφθεί την επιμονή της απώλειας στο παρόν: