Ι. Σαντορίνη και Ατλαντίδα
Ο Θουκυδίδης διατείνεται ότι σύμφωνα με την προφορική παράδοση του καιρού του ο παλαιότερος θαλασσοκράτορας ήταν ο Μίνως, o οποίος κατέκτησε τις Κυκλάδες, έδιωξε τους Κάρες που τις κατείχαν και αποίκισε τις περισσότερες, εγκαθιστώντας ως τοπικούς ηγεμόνες τους γιους του. Ένα από τα νησιά είναι και η Θήρα, η σημερινή Σαντορίνη. Την Ύστερη Εποχή του Χαλκού, γύρω στο 1615 π.Χ., κατά τους πρόσφατους υπολογισμούς των ειδικών, ισχυρότατος σεισμός κατέστρεψε τους οικισμούς πάνω στο νησί και μετά από μερικές εβδομάδες η έκρηξη του ηφαιστείου, μετέτρεψε την στρογγυλόσχημη νήσο σε γήινο ράκος.
Το 1967 ο καθηγητής προϊστορικής αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών Σπυρίδων Μαρινάτος, άρχισε ανασκαφές στην τοποθεσία Ακρωτήρι της Σαντορίνης και έφερε στο φως μια πόλη θαυμαστή, μια νέα Πομπηία, όπως προσφυώς την χαρακτήρισαν. Ο διάδοχος και συνεχιστής του έργου του, ο καθηγητής Χρίστος Γ. Ντούμας, εξέδωσε το 2018 ένα σύντομο οδηγό για τα ευρήματα με τον τίτλο Ακρωτήρι. Ο αρχαιολογικός χώρος και το Μουσείο της προϊστορικής Θήρας, ο οποίος ικανοποιεί και τη φιλομάθεια του αμύητου και τις απαιτήσεις του μυημένου στα προβλήματα της προϊστορίας αναγνώστη.
Σε δύο διαλόγους της γεροντικής του ηλικίας ο Πλάτων μνημονεύει την Ατλαντίδα. Στον Τίμαιο ο ωραίος (και άθεος) Κριτίας, αναδιηγείται τα όσα είχε ακούσει παιδί 10 ετών από τον παππού του, στον οποίο εκμυστηρεύθηκε ο Σόλων τα όσα του είχαν διηγηθεί σε ένα ταξίδι του στην Αίγυπτο οι ιερείς της Σαΐδας. Η Ατλαντίδα λοιπόν ήταν ένα νησί-ήπειρος έξω από τις Στήλες του Ηρακλέους, πλούσια και ισχυρή που επέδραμε κάποτε εναντίον των Αθηνών, αλλά τελικά ηττήθηκε. Μια ενάρετη λοιπόν και γενναία πόλη κατετρόπωσε στα πεδία των μαχών την αλαζονική αυτοκρατορία. Μετά από καιρό όμως ενέσκηψαν φοβεροί σεισμοί και κατακλυσμοί και μέσα σε ένα μερόνυκτο τους μεν πολεμιστές της Αθήνας τους κατάπιε η γη, η δε Ατλαντίδα βυθίστηκε στη θάλασσα και σκεπάστηκε από πηλό. Στον Κριτία, που έμεινε μάλλον σκόπιμα ημιτελής, περιγράφεται η φυσική διαμόρφωση της Ατλαντίδας, η πολιτική της οργάνωση και η παρακμή της, η οποία εκδηλώθηκε ως πλεονεξία και κατάχρηση δυνάμεως. Τότε λοιπόν, τη στιγμή που όλοι τους θεωρούσαν παγκάλους και μακάριους, ο Ζεύς συγκάλεσε συνέλευση των θεών για να τους αφανίσει. Δύο ερμηνείες έχουν δοθεί. Η πρώτη θεωρεί την αφήγηση ως μύθο, ως μια πολιτική αλληγορία που σκοπό είχε να συνετίσει την εμπορική και επεκτατική Αθήνα. Η δεύτερη, η γεωφυσική θα λέγαμε, προκάλεσε μιαν «αξερίζωτη τρέλα» (A. Lesky) που αναζητεί την Ατλαντίδα ανά την υφήλιο (Κανάριοι νήσοι, Αμερική, Ανδαλουσία, Ουψάλα, Τροία, Παλαιστίνη, Κρήτη, Κωπαΐδα, Ελίκη, και προσφάτως ανάμεσα στην Συρία και την Κύπρο). Η κατά γράμμα ερμηνεία του μύθου, ενδυναμώθηκε από την ανακάλυψη της Αμερικής, τον αποκρυφισμό, τον εθνικισμό, τους μετεωρισμούς της διανοίας αφηγητών και ερασιτεχνών επιστημόνων – και βέβαια από την αφέλεια και τον κερδοσκοπικό προσανατολισμό της λαϊκής κουλτούρας. Και η ενσωμάτωση όμως του μύθου στον Τίμαιο, τον συναρπαστικό, και άκρως ποιητικό διάλογο του Πλάτωνα, συνετέλεσε στη δημοφιλία του. Ο Τίμαιος
(– το βιβλίο αυτό κρατά στ’ αριστερό του χέρι ο φιλόσοφος στη νωπογραφία του Ραφαήλ «Η Σχολή των Αθηνών») καταγοήτευσε τους χριστιανούς, τους αλχημιστές, και όλους όσοι ασπάζονταν τις θεωρίες για τον μακρόκοσμο και τον μικρόκοσμο. Προσφάτως μάλιστα η Αλεξάνδρα Σαμουήλ στην περισπούδαστη πραγματεία Πάντα αριθμώ διέταξας: Αναλογία, αριθμολογία και ποίηση, διερεύνησε σε βάθος την αριθμολογική σκέψη και στην νεοελληνική ποίηση. Η έρευνα αυτή είναι πράγματι ρηξικέλευθη.
Ο Τίμαιος είναι ένα υπέρλαμπρο έργο τέχνης, που οικοδομείται σε τέσσερα τουλάχιστον επίπεδα ύφους: αφηγηματικό, επιστημονικό (ακρίβεια, επιχειρηματολογία, αφαίρεση), τελετουργικό και ογκηρό. Ο όγκος στοχεύει βέβαια στη μεγαλοπρέπεια, επιφέρει ωστόσο με τα υπερβατά και την πυκνομετοχία του την ασάφεια και τη σύγχυση. Τις δυσκολίες κατανόησης επιτείνει η πληθωρική χρήση μεταφορών δυσείκαστων, μια ιδιοτυπία που την είχε αιτιολογήσει και εκθειάσει ο Λογγίνος στο Περί ύψους (32). Έτσι τιμαιογραφεῖν σημαίνει «γράφω με τρόπο σκοτεινό και δυσκατάληπτο, όπως συνέθετε ο Πλάτων τον Τίμαιο». Το ύφος επομένως αλλά και η θεματική και βέβαια η διακειμενικότητα, δηλαδή οι υπαινιγμοί σε θεωρίες των προσωκρατικών, καθιστούν αναγκαία την προσφυγή σε σχολιασμένες εκδόσεις. Επίτευγμα θεωρώ την έκδοση που φιλοτέχνησε ο Β. Κάλφας, φιλόλογος εγκρατής και βαθύνους φιλόσοφος.
Στον μύθο της Ατλαντίδος, που ανταγωνίζεται σε δημοφιλία την Αποκάλυψη του Ιωάννη, ενεπλάκη και η μικροσκοπική Σαντορίνη, ήδη από τον 19ο αιώνα. Στο μυθιστόρημα του Ιουλίου Βερν, 20.000 λεύγες κάτω από τη θάλασσα, ο Ναυτίλος του πλοιάρχου Νέμο περνά από τη Σαντορίνη 16 Φεβρουαρίου 1867 και μετά από τρεις μέρες φτάνει στην Ατλαντίδα! Εξαιτίας των εντυπωσιακών ευρημάτων στις ανασκαφές στο Ακρωτήρι η ατλαντιδολογία σε σχέση με τη Σαντορίνη θεριεύει, με συνέπεια και ο Πιέρ Βιντάλ-Νακέ στη μονογραφία του Η Ατλαντίδα. Μικρή ιστορία ενός πλατωνικού μύθου (2005) και ο R. H. Fritze στη μελέτη του Επινοημένη Γνώση (2009), να ανασκευάζουν με βάση τα πορίσματα της έρευνάς τους ισχυρισμούς ότι η Θήρα ήταν η Ατλαντίδα. Δεν ήταν διαβεβαιώνει με πειστικά επιχειρήματα η επιστήμη. Όμως ο άνθρωπος και ο απλούς και ο σεσοφισμένος, δύσκολα απαρνιέται χίμαιρες και ουτοπίες, μύθους και σύμβολα, γιατί τα έχει ανάγκη. Έτσι οι ποιητές μας ήδη από την περίοδο του Μεσοπολέμου λόγοισι κρυπτοῖσι αἰνίττονται τους ευσεβείς πόθους μας, επί παραδείγματι ο Ν. Κάλας το 1932 («Σαντορίνη»), ο Σεφέρης το 1936 («Σαντορίνη»), κι ο Ελύτης το 1939 («Ωδή στη Σαντορίνη»). Ο Σεφέρης πάλι σε χαλεπούς καιρούς, το 1968, μετέγραψε το μύθο της Ατλαντίδος από τον Κριτία. Στο ακροτελεύτιο επίσης ποίημα της τελευταίας συλλογής του Ελύτη Εκ του πλησίον (1998, μεταθανάτια έκδοση) θέση τίτλου επέχει ο πρώτος στίχος του ποιήματος: «Και να! Μια ημικαταστραμμένη Θήρα».
ΙΙ. Ο Ήλιος ο πορτοκαλής
Βαθιά ριζωμένη στην ψυχή του ανθρώπου είναι η επιθυμία να δίνει αυτός ο ίδιος τα ονόματα της αρεσκείας του σε ό,τι του ανήκει: παιδιά, κατοικίδια, οικοδομήματα, όπλα, εργαστήρια, πλεούμενα. Έτσι ο Άργος, ο πρώτος ναυπηγός, ονομάτισε το πλοίο, που κατασκεύασε με τη βοήθεια της Αθηνάς, Αργώ. Το παράτολμο αυτό σκαρί, που κατά τα λεγόμενα των ποιητών, προξένησε αμηχανία και ταραχή στον Ποσειδώνα, όταν από τα βάθη της θάλασσας αντίκρυσε την τρόπιδά του, μετά το περιώνυμο ταξίδι του στην Κολχίδα έγινε πολύ γρήγορα δημοφιλές τραγούδι, Ἀργὼ πασιμέλουσα. Έτσι το αποκαλεί η Κίρκη συμβουλεύοντας τον Οδυσσέα. Όλα τα ονόματα, που δίνουν οι Έλληνες καραβοκύρηδες στις ψαρόβαρκες, αλλά και στα μεγάλα σκάφη τους, είναι ευοίωνα («Νηρηίς», «Ωκεανίς», «Ωκύαλος», «Έχει ο Θεός», «Ευαγγελίστρια») και πολλά από αυτά εξόχως ποιητικά, επί παραδείγματι: «Πορτοκαλής Ήλιος».
Το επιβατικό αυτό σκάφος είχε ναυπηγηθεί στο Αμβούργο το 1959, αλλά το 1967 κατέπλευσε στον Πειραιά και δρομολογήθηκε σε γραμμές του Αργοσαρωνικού. Αγορασμένο από την εταιρεία «Costas Spyrou Latsis Coast Lines of Greece», η οποία και το βάφτισε «Πορτοκαλής Ήλιος». Το 1972 δρομολογήθηκε στη γραμμή Ηράκλειο-Σαντορίνη, διατηρώντας το εράσμιο όνομά του, μολονότι ο ιδιοκτήτης είχε αλλάξει. Αργότερα βρέθηκε σε άλλη διαδρομή σε νησιά του Αιγαίου. Το τέλος του όμως υπήρξε άδοξο. Το 2008 προσέκρουσε σε ξέρα, λίγο έξω από τον Πόρο και αποσύρθηκε. Νᾶες ἄναες θα σχολίαζε ο Αισχύλος, που είχε ναυμαχήσει το 480 π.Χ. εκεί πλησίον.
Φημολογείται ότι γενικώς οι Έλληνες εφοπλιστές είναι φιλότεχνοι, και ορισμένοι μάλιστα από αυτούς παθιασμένοι συλλέκτες. Δεν αποκλείεται ή ο πρώτος Έλληνας πλοιοκτήτης ή κάποιος επαΐων από το περιβάλλον του, να θυμήθηκε, όταν είδε το λαμπρό αυτό σκαρί, τον εμβληματικό πίνακα του Claude Monet «Impression: soleil levant», που είχε εκτεθεί στην πρώτη ομαδική έκθεση πρωτοποριακών καλλιτεχνών στο Παρίσι το 1874 και στάθηκε αφορμή να πλάσει ο τεχνοκρίτης Louis Leroy τον ειρωνικό νεολογισμό Impressionists. Ο ζωγράφος αιχμαλωτίζει για μια στιγμή τις διαθλάσεις του ανατέλλοντος ηλίου στα νερά και στον ουρανό πάνω από το λιμάνι της Χάβρης. Πάντως και σε άλλους πίνακες του Μονέ (όπως άλλωστε και του Ουίστλερ και του Τάρνερ) οι διαθλάσεις του ηλιακού φωτός έχουν χρώμα πορτοκαλί.
Η πρόσφατη ποιητική συλλογή του Κώστα Μπουρναζάκη Μέσα σε ήλιους και φεγγάρια, «Ίκαρος» 2020, διαρθρώνεται σε έξι ενότητες: «Τα κρύσταλλα των ταξιδιών», «Καλειδοσκόπιο», «Μέσα σε ήλιους και φεγγάρια», «Πορφυρωμένος Ίκαρος», «Εννιά θαλασσινές μεταμορφώσεις», «Συναντήσεις». Η τρίτη ενότητα, που φέρει τον τίτλο «Μέσα σε ήλιους και φεγγάρια», τελικά επιβάλλεται suo ipse jure και ως τίτλος ολόκληρης της συλλογής. Στο ενδέκατο ποίημα αυτής της ενότητας εμφανίζεται ως εμψυχωμένος συμπρωταγωνιστής «ο Ήλιος ο πορτοκαλής»:
11
Στον «Ήλιο τον πορτοκαλή» – τ’ ανύσταχτο, λευκό σκαρί•
στις δέκα τότε αρμένιζε πέρα απ’ τα κρητικά νερά.
Μελισσολόι επάνω του χρωματιστό κι ανέφελο –
γέλια, τραγούδια των σειρήνων, σπίθες παράφορων ματιών,
άπιαστες λέξεις στις βοές της αγκαλιάς του ήλιου. 5
Ξεσκέπαζε σαράντα οργιές τα κύματα η καρίνα,
γυμνόστηθη και ξέφρενη σ’ ένα χορό διαμαντικών.
Πώς σκίζανε την άβυσσο οι ασίγητοι χρωστήρες
–σαΐτες των μαϊστραλιών– σμήνος χελιδονόψαρα
κι αφήναν στην αέρινη πατρίδα της καρδιάς μου 10
ξάφνου τον πορφυρό ψαρά, την απλωσιά των κρόκων,
γρύπες και αγριόπαπιες, κόρες του κρίνου ιέρειες,
θαλασσοπόρους συντροφιά μ’ ακόπαστα δελφίνια.
Το πελαγίσιο δάγκωμα που σπαρταράει το χρόνο
αλέθει θρήνους και λυγμούς, πένθη σ’ αμέτρητες γενιές! 15
Διαλέγω τους βασιλικούς, τ’ αβάσταχτα γαρύφαλλα,
τ’ ασπρόσυκα με τις κρουστές φωνές που παρασέρνουν.
Μαλλιά μακριά εβένινα και μάτια τριαντάφυλλα
στα ύψη ενός πράσινου ονείρου
που βγήκε από τις φλόγες του μετώπου μου• 20
κελαηδιστά νησιά με τα ξεκούραστα φτερά
στου κόκκινου αέρα το παιχνίδισμα – άσπρα νησιά πριγκιπικά•
μες στα τσουρουφλισμένα φύκια, το μαύρο βυσσινί του ιλίγγου,
μια λάμψη τόσο απόκοσμη πάνω στα κάτοπτρα του νου
φερμένη απ’ το πέρασμα της Αφροδίτης τ’ ουρανού, 25
απ’ την ανάσα της αρχιτεκτονικής των πέντε ανέμων.
Αύγουστος - Οκτώβριος 1992
Συχνά, παρακειμενικά στοιχεία, στη συγκεκριμένη περίπτωση η χρονολογία σύνθεσης (Αύγουστος - Οκτώβριος 1992), ξεκλειδώνουν ποιήματα ερμητικώς κλειστά και φωτίζουν την καρδιά του σκότους, την εμπεδόκλεια μελάγκουρον Ἀσάφειαν. Η κομψοέπεια, η ρητορική και η λογιοσύνη του ποιήματος υποδηλώνουν έμπειρο τεχνίτη του στίχου. Όμως τα βιωματικά στοιχεία, όπως είναι ο διονυσιακός πλους και το θάμβος που εγείρουν τα καλλιτεχνήματα, το αινιγματικό τοπίο και τα παράτολμα ψάρια που αγωνίζονται ακόμη μέσα από τους δαιδάλους της Εξελίξεως να γίνουν πτηνά, όλα αυτά μας παραπέμπουν στην πρώτη νεότητα του αφηγητή, κοντολογίς στο τέλος της δεκαετίας του 1970. Οι ερωτόληπτοι, οι σατιρικοί και οι στρατευμένοι ποιητές υποχρεούνται να γράφουν ἐκ τοῦ παραχρῆμα, άλλοι, πιο υπομονετικοί και στοχαστικοί (ο Κ. Π. Καβάφης, κατά κανόνα) μελετούν τις εμπειρίες και όταν είναι ώριμοι πια καταφεύγουν στη μνήμη τους, αναπλάττοντας «πράγματα πολύ παλιά», και συνθέτουν την αοιδή.
Δέκα η ώρα το πρωί και ο «Πορτοκαλής ήλιος» αποπλέει από το λιμάνι του μεγάλου Κάστρου για τη Σαντορίνη με το χρωματιστό κι ανέφελο μελισσολόι στο κατάστρωμα. Ενόσω ο φιλόλογος αναζητά περίφροντις την καταγωγή της μεταφοράς και στο τέλος την εντοπίζει στον Όμηρο (Β 87 ἠΰτε ἔθνεα εἶσι μελισσάων ἁδινάων…) ο θεράπων των κοινωνικών επιστημών αναστοχάζεται τα κινήματα εκείνα που επέτρεψαν στη νεολαία της εποχής να ταξιδεύει décomplexé φύρδην μίγδην στο κατάστρωμα. Πολλοί κάρη κομόωντες είχαν στρατευθεί και σε περισσότερα του ενός από τα κινήματα αυτά: και στον αριστερισμό με τις παραφυάδες του, και στους εναλλακτικούς και στους αρνητές της καταναλωτικής κοινωνίας, και στην youth culture (ενδυματολογικές προτιμήσεις, εκκωφαντική μουσική). Πολλές επίσης πελαγοδρομούσαν στην κορυφή του δεύτερου κύματος του φεμινισμού («το προσωπικό είναι πολιτικό»). Έτσι η παραδοσιακή αρραβωνιαστικιά του ελυτικού αρχιπελάγους, που θα είχε βαρεθεί να προσμένει στον πιο βρεγμένο βράχο, πήρε την τύχη της στα χέρια της (– belle et rebelle) και ενσωματώθηκε στο χρωματιστό και ανέμελο πλήθος.
Βίωμα, νεανική αισιοδοξία, αποταμιευμένη λογιοσύνη, που αποκαλύπτεται κυρίως ως hommage à, και η περί το μεταφορικόν δεινότης (– η μόνη λογοτεχνική αρετή που δεν διδάσκεται, κατά τον Αριστοτέλη) συμβάλλουν στην δοξαστική εικόνα της πορείας του σκάφους. Η σύναψη «σαράντα οργιές» είναι βέβαια ο γνωστός λογότυπος του δημοτικού τραγουδιού. Η καρίνα και τα κατορθώματά της ανακαλούν το σονέτο «Τρεχαντήρα» του Άγγελου Σικελιανού, τον οποίο εδώ και δύο δεκαετίες εκδίδει και σχολιάζει λίαν επιμελώς ο φιλόλογος ποιητής:
Δίκοπη σπάθα εξέσκιζε η καρίνα…
Κι ο αφρός στην πρύμνα, χώριος σε δυο κρίνα,
των σταλιών ανατίναζε το σείστρο…
Kαι το θαυμαστό όμως ποίημα του Ανδρέα Εμπειρίκου για την ερωτική ναυτοσύνη, προσεπικουρεί στην αφρόεσσα ζωγραφιά:
Ω υπερωκεάνειον τραγουδάς και πλέχεις
Στις τροχιές των βαθυπτύχων οργωμάτων
Που λάμπουν στο κατόπι σου σαν τροχιές θριάμβου
Αύλακες διακορεύσεως χνάρια ηδονής που ασπαίρουν
Μέσ’ στο λιοπύρι και στο φως ή κάτω από τ’ αστέρια
Όταν οι στρόφαλοι γυρνούν πιο γρήγορα και σπέρνεις
Αφρό δεξιά κι αφρό ζερβά στο ρίγος των υδάτων.
Και η «Ωδή στη Σαντορίνη» του Ελύτη, συμβάλλει με μια σύναψη «στην αγκαλιά του ήλιου».
Στα αρχαία ελληνικά το χελιδονόψαρο ονομαζόταν χελιδονιάς ή και χελιδών. Δεν τα κατάφερε τελικά κατά τις χιλιετίες της Εξέλιξης να αποκοπεί από τη θάλασσα και να παραμείνει στους αιθέρες. Κέρδισε ωστόσο επαξίως το όνομά του, γιατί πετά έστω για λίγο, προσπαθώντας, όπως ισχυρίζονται οι φυσιολόγοι, να ξεφύγει από τους διώκτες του, κινδυνεύοντας ωστόσο ανά πάσα στιγμή να καταβροχθισθεί από τους πειναλέους γλάρους. Η παρομοίωσή τους (στ. 9-10), με χρωστήρα
Πώς σκίζανε την άβυσσο οι ασίγητοι χρωστήρες
–σαΐτες των μαϊστραλιών– σμήνος χελιδονόψαρα
είναι καίρια, γιατί ο tertius comparationis είναι η ταχύτητα, ιδίως μάλιστα αν πρόκειται για νωπογράφο. Εμμέσως και ο κυκλαδίτης καλλιτέχνης που ζωγράφισε τα χελιδονόψαρα στη Φυλακωπή της Μήλου και το δικό του γρήγορο χέρι εγκωμιάζει. Ίσως μάλιστα να εντυπωσιάστηκε και από τον πλούτο των αποχρώσεων που έπαιρναν στο φως του ήλιου το σώμα και τα πτερύγια του ιπτάμενου ιχθύ. Παραθέτω ένα απόσπασμα από την αριστουργηματική περιγραφή του Δ. Ν. Παπαγιανόπουλου (Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαιδεία, λ. δακτυλόπτερος): «Τα λέπια της πλαγίας γραμμής δεν είναι ορατά δια γυμνού οφθαλμού. Η ράχις έχει υποκαστανόν ή υπόλευκον χρώμα με κυανομελάνας κηλίδας. Αι πλευραί έχουσι ερυθρωπόν χρώμα και η κοιλία υπέρυθρον. Το πρώτο ραχιακόν πτερύγιον φέρει 7 ακτίνας και έχει υπόφαιον χρώμα, το δεύτερον ραχιαίον φέρει 8 ακτίνας και έχει χρώμα υπόφαιον με υποκαστανάς κηλίδας. Τα στηθιαία πτερύγια φέρουσιν 6 ακάνθας και 29 ακτίνας έκαστον και έχουσιν χρώμα μελανό ελαιώδες με υποκυανάς κηλίδας. Τα κοιλιακά… χρώμα λευκοϋπέρυθρον. Το εδραίον πτερύγιον ερυθρόλευκον χρώμα. Το ουραίον… έχει υποκίτρινον χρώμα.» Η ποίηση της αυστηρής και κατά συνέπειαν σχολαστικής επιστήμης.
Οι συνειρμοί που οδηγούν από τα γοργοκίνητα χελιδονόψαρα του πελάγους και της Φυλακωπής στις μνημειακές τοιχογραφίες του Ακρωτηρίου, είναι ευεξήγητοι, γιατί και εκεί οι απεικονίσεις του φυσικού κόσμου, ανόργανου και οργανικού, κινούνται, περιδινούνται, και συστρέφονται. Ζώα απεικονίζονται σε ιπτάμενο καλπασμό, άνθη αναμαλλιάζονται από τους αέρηδες, δελφίνια εναμιλλώνται με τα πλεούμενα, βράχοι σείονται εκ θεμελίων, νερά συστρέφονται, φύκια εκπτύσσονται. Σε λίγο ο ταξιδευτής του ποιήματος (στ. 10-14), θα περιηγηθεί τα οικοδομήματα που διακοσμούσαν οι ζωγραφιές. Επιτέλους, να η Δυτική οικία, που κοσμούσαν ο «πορφυρός ψαράς», κρατώντας μια αρμαθιά αλιευμάτων στο κάθε του χέρι, οι «γρύπες και οι αγριόπαπιες» στη μικρογραφική ζωφόρο, οι «κόρες του κρίνου» στην «τοιχογραφία της Άνοιξης», οι «θαλασσοπόροι με τα δελφίνια». Ιδού και η Ξεστή με τις «κροκοσυλλέκτριες». Εδώ όμως χρειάζεται μια επεξήγηση: «Στο δωμάτιο 3, επάνω από τη “Δεξαμενή των καθαρμών’’ στον πρώτο όροφο, τρεις κροκοσυλλέκτριες σε ορεινό τοπίο. Στον βόρειο τοίχο, η “θεά της φύσης’’, η “Πότνια’’, που δέχεται ως προσφορά τους πολύτιμους στήμονες του κρόκου που συλλέγουν οι γυναίκες γι’ αυτήν αποτελεί το πιο εντυπωσιακό τμήμα της τοιχογραφικής σύνθεσης του χώρου και ίσως την αρχαιότερη αδιαμφισβήτητη απεικόνιση θεότητας με ανθρώπινη μορφή στην τέχνη του Αιγαίου» (Χ. Ν. Ντούμας, ό.π., σ. 219).
Οι νέοι, ελεητικοί και συμπονετικοί, όπως είναι, ακόμη και όταν πλέουν σε πελάγη ευτυχίας, ακούν τους γογγυσμούς του παρόντος και του παρελθόντος, τους οποίους προξένησαν περιστασιακοί διαγουμιστές και εγκαθιδρυμένοι δυνάστες, ενίοτε προβατόσχημοι. Σουρουπώνει ωστόσο. – Δύσετό τ' ἠέλιος σκιόωντό τε πᾶσαι ἀγυιαί. Είναι η γλυκιά εκείνη ώρα που οι κοπέλες στις αυλές, στις λοτζέτες και στα παράθυρα βαγιοκλαδίζουν και ποτίζουν βασιλικούς και ψιχαλιδάτες γαρουφαλιές. Κάποια από αυτές τις νησιωτοπούλες μπορεί και να ’χει βαφτιστεί Γαρυφαλιά. Εύγευστα και τα ασπρόσυκα, αλλά βέβαια δεν συγκρίνονται με τα αἱμάνια (: κόκκινα σαν το αίμα), που εξυμνούσε ο Αρχίλοχος από την κοντινή Πάρο (απ. 16):
Ἔα Πάρον καὶ σῦκα κεῖνα καὶ θαλάσσιον βίον.