Δεν πιστεύουν, ασφαλώς, όλοι οι ποιητές σε κάποιον Θεό· όλοι, ωστόσο, ανεξαιρέτως –ακόμα και οι πλέον άθεοι και άθρησκοι– πιστεύουν στον Έρωτα· και όλοι προσεύχονται σε αυτόν.
Κι είναι αλήθεια αυτό που έχει τόσες φορές ειπωθεί –και που υπογραμμίζουμε εδώ–, ότι τα θέματα της λυρικής ποίησης, με όλες τις απειράριθμες εξακτινώσεις της και τη φαντασμαγορική πολυειδία της, πίσω από όλες τις μορφές και μέσα στους κάθε λογής τρόπους, δεν είναι παρά μόνον δύο – ο Έρωτας και ο Θάνατος.
Ο Ηλίας Λάγιος υπήρξε ποιητής βαθύτατα ερωτικός· που σημαίνει έμπλεος πάθους μπροστά στην Ομορφιά και στο τρομερό της μυστήριο· κι όχι απλώς ποιητής ερωτικός, αλλά κατά καιρούς, μάλιστα, ποιητής πραγματικά ερωτόληπτος· «… μεθυσμένος τραγουδώ τη γυναίκα», γράφει σε ένα από τα πρώτα του πεζά ποιήματα.
Ακόμα και η πλέον γρήγορη περιδιάβαση στο πολύμορφο έργο του, όπου παρελαύνουν δυσαρίθμητα πρόσωπα ή προσωπεία και όπου απαντάμε κάθε άλλο παρά ευάριθμες τάσεις και τροπές, αρκεί για να αντιληφθούμε ότι ο Έρωτας το συνέχει απ’ άκρου εις άκρον, ότι το ρυθμίζει, ότι του διανοίγει ορίζοντες και του δίνει προσανατολισμό. Μάλιστα, προϊόντος του χρόνου, ενώ ο ποιητής προχωρά από βιβλίο σε βιβλίο, ο Έρωτας γίνεται το «κυρίαρχο θέμα», αυτό που προσπορίζει τρόπον τινά και όλα τα επιμέρους θέματα.
«Τραγουδώ τη ρουθ, την εσθήρ, τη ρεβέκκα, την καλλιπάρηο ελένη, την αστάρτη διάδημα της νύκτας, την άλκηστη έπαινο των συζύγων, την άμωμη φρέγια, την έντα γκάμπλερ υπέρτατο άνθος των φιορδ», γράφει σε ένα από τα πρώτα του παστίς, δανειζόμενος τον τρόπο του Ουίτμαν, με τους περίφημους «ποιητικούς καταλόγους» του.
Ειπώθηκαν πολλά –ίσως υπερβολικά πολλά κατά καιρούς– για τον Λάγιο τον παρωδό, παρότι, ομολογουμένως, αυτός του ο τρόπος καταλαμβάνει μεγάλο σε έκταση μέρος του έργου του· ο ίδιος, συνοψίζοντας εύστοχα σε δύο μόλις στίχους αυτήν την πρακτική, γράφει χαρακτηριστικά: «σκληρό να παίρνω σβάρνα κάθε οικείο μου μνήμα, / να κλέβω τους νεκρούς, να τους αλλάζω σ’ ήχο». Όπως κάθε τεχνίτης άξιος του ονόματος, ο Ηλίας Λάγιος δεν ήταν απλώς κύριος των μέσων του στον αγώνα του με τη Γλώσσα, δεν είχε απλώς συνείδηση τού τι έκανε ανά πάσα στιγμή δουλεύοντας τον Στίχο, αλλά ήταν προικισμένος και με το ένστικτο εκείνο, το ακονισμένο και τελειωμένο από την πολυετή και την εντατική εργασία, να επιλέγει κάθε φορά τους τρόπους εκείνους που θα υπηρετούσαν στον ύψιστο βαθμό το ποιητικό του όραμα. Οι δάνειοι τρόποι ήταν σύμφυτοι με αυτό. Όμως, ακόμη και όταν δανείζεται, υπάρχει κάτι που είναι ολοκληρωτικά δικό του – και αυτό το κάτι είναι το Πάθος· και τούτο δεν είναι ζήτημα τεχνοτροπίας αλλά ιδιοσυγκρασίας και της συνακόλουθης στάσης που η τελευταία υπαγορεύει απέναντι στον κόσμο· το πάθος λοιπόν σε όλες τις μορφές που αυτό προσλαμβάνει. Τα πάθη του, αν προτιμάτε. Κι αυτά τα πάθη, που τα τραγουδά από την πρώτη έως την τελευταία σελίδα του έργου του, είναι πάντα σαρξ εκ της σαρκός του· όπως και να τα αποκαλέσουμε, φέρουν εν τέλει το όνομά του.
Αυτό το πάθος, λοιπόν, για τα πρόσωπα και τα πράγματα, για τη χαρά και τον πόνο, για τη γνώση και την ηδονή, για την έκφραση, για τη ζωή σε κάθε της φανέρωμα, για τον κόσμο σε όλη του την πληρότητα, το πάθος μια πλούσιας ύπαρξης –που με όλες τις αντίμαχες ροπές παραμένει ενιαία, και ακέραιη παρά τις όποιες της ελλείψεις, και ίσως χάρη σ’ αυτές– πού αλλού αναζητά την πλήρωση, την κορύφωση, την αποθέωσή του ακόμα, αν όχι σε δύο δρόμους που είναι μαζί πορεία και σκοπός, πού αλλού αν όχι στον Έρωτα και στη Δημιουργία;
Όσο πιο έντονο είναι το Εγώ –και δεν μιλάμε φυσικά για τον μικρόψυχο εκείνον εγωισμό που λιγοστεύει τον άνθρωπο–, όσο πιο ισχυρή είναι μια προσωπικότητα, τόσο επαχθέστερο νιώθει το φορτίο του ίδιου της του εαυτού, κι όσο ευρύτερη είναι, τόσο ασφυκτικότερα νιώθει τα όριά της, τόσο περισσότερο τα εχθαίρεται και με τόσο μεγαλύτερη ορμή γυρεύει να τα υπερβεί· τρέχει προς συνάντηση εκείνου που δεν είναι Εγώ, ζητώντας το Εσύ, τον Άλλον.
Ο Έρωτας και η Δημιουργία είναι οι προσφυέστεροι, αν και τραχύτεροι, δρόμοι γι’ αυτό· γιατί και οι δύο υπόσχονται εκείνο που το ερωτευμένο και το δημιουργικό υποκείμενο ποθεί πάνω απ’ όλα –την Ελευθερία, τη Λύτρωση– μέσα σ’ έναν κόσμο όπου ξυπνάμε από εφιάλτη σε εφιάλτη. «Αυτός ο κόσμος, καστανιά μου, είναι ένα απέραντο Νταχάου», γράφει ο ποιητής. Και φυσικά την Ελευθερία ετούτη ο ερωτευμένος, όντας ο κατεξοχήν «μεταφυσικός της ύλης», όπως μαζί με άλλους σημειώνει και ο Λάγιος, δεν την αναζητά σε έναν κόσμο υπερβατικό, «που θα’ ναι κατοικημένος απ’ τη φρίκη του Θεού», αλλά σε αυτή τη ζωή, στο εδώ και στο τώρα, γιατί μόνο αυτό μπορεί να αποκαλέσει δικό του και μόνο αυτό μπορεί να σμιλεύσει κατά την αγάπη του και να του δώσει μορφή. Νύχτα μακρά και αξημέρωτη ο κόσμος, μα όσο πυκνώνει το γύρω σκοτάδι, ανάβει ο πόθος και το πάθος του Έρωτα και της Ποίησης. «Και θα σου γράψω τα πιο όμορφα ποιήματα. / Το πουλί λυονή, με πτέρωμα απ’ το οπτικό φάσμα έξω, / γλώσσα που κανείς δεν μιλησάκουσε, δεν ονειρεύτηκε ποτέ του». Πόσο υπέροχα περήφανη υπόσχεση και διακήρυξη μαζί ερωτευμένου. Κι αυτός ο σύνδεσμος, τοποθετημένος σοφά στην αρχή του πρώτου στίχου, με πόση ορμή τον εισάγει, πόσο επιταχύνει την εκφορά του κι ας τον μεγαλώνει κατά μία συλλαβή, ώστε να γίνεται ανάγλυφη για εμάς όχι απλώς η αποφασιστικότητα του ποιητή για τα πιο όμορφα ποιήματα αλλά σχεδόν απτή, παρούσα, πραγματωμένη ήδη και η υπόσχεσή του. Αν έλειπε αυτό το «και», πόσο πιο χλομός και ξέθωρος θα ακούγονταν ο στίχος. «Θα σου γράψω τα πιο όμορφα ποιήματα». Υπό αυστηρώς λογική έννοια θα μας έλεγε ακριβώς το ίδιο πράγμα. Αλλά το νόημα θα ήταν τελείως διαφορετικό, γιατί το νόημα της ποίησης δεν εδράζεται στο τι μας λέει λογικά ο εκάστοτε στίχος. Εικόνες, σύμβολα, ρυθμοί, μέτρα, ρίμες, παρηχήσεις, παύσεις, σιωπές, φωνηέντων πάθη και πόσα μα πόσα άλλα – όλα γεννούν αυτό το νόημα που δεν κυριεύεται ποτέ απλώς και μόνον διά του Λόγου, αλλά στέκει εκεί, σχεδόν απόρθητο, μέσα στην τελειωμένη, την απολύτως συγκεκριμένη, μοναδική και ανεπανάληπτη Μορφή. Σημαίνει και μας κοιτάζει.
Για να έρθει, λοιπόν, ο Έρωτας στη Γλώσσα, χρειάζονται χρώματα πέρα απ’ το οπτικό φάσμα, λέξεις που κανείς δεν «μιλησάκουσε» και δεν ονειρεύτηκε ποτέ. Δεν αρκεί η γλώσσα του λογικού. Χρειάζεται μια γλώσσα νέα· και τότε προστρέχουμε στην Ποίηση. Κι ας μας λέει αλλού ο ποιητής, με τη σοφία που του δίνει ο πόνος, πως «κάποιες αγάπες δεν τις χωρά κι ο πλατύτερος λόγος», γιατί γνωρίζει πως όλος ο αγώνας της ποίησης δεν είναι παρά η με λέξεις πολιορκία του αρρήτου, δεν είναι εν τέλει παρά αυτό – το να έρθουν στη Γλώσσα, να μιληθούν ψήγματα, αλίμονο, της ακέραιης αγάπης και ομορφιάς.
Βλέπουμε τον ποιητή να δέρνεται από την πείνα και τη δίψα του Έρωτα· και να τον δέχεται κάθε φορά ως ένα ανέλπιστο και ανεκτίμητο δώρο, και μάλιστα ως ευλογία· να τον βιώνει ως θαύμα, το μόνο που έχει απομείνει ακόμη δυνατό. «Έτσι ευλογήθηκα μια νύχτα του Δεκέμβρη αξημέρωτη... Θεού θέλημα ο Αλέξης να γνωρίσει τη Μαρία… Τέτοιαν μεγάλη χάρη έκανε του δούλου Του ο Αφέντης… Εκ χειρός Του όλα. Πολύ ο Αλέξης τη Μαρία ν’ αγαπήσει, / από αυτήν οι μέρες του να φέξουν, ν’ αποθεωθούνε». Στέκεται μπροστά στην αγαπημένη έκθαμβος, και γίνεται ολότελα παιδί. Δέχεται την εύνοια της γυναίκας με βαθύτατη ευγνωμοσύνη, με ευλάβεια πραγματικά θρησκευτική, και τότε το λυρικό του εγώ ξεσπάει σε ύμνους και σε ενθουσιώδη δοξολογήματα σαν αυτό του Νυχτερινού του: «Εσύ, θα ’σαι το Άσμα των Ασμάτων, εσύ η Ιλιάδα, εσύ η Βεατρίκη, εσύ η Ιουλιέτα και η Μαργαρίτα, εσύ η Ντόνα με το μαγνάδι / Και θα κλειδοκρατείς στ’ άσπρα σου χέρια την Εδέμ, και θα ’σαι μέσα της το πιο ατίμητο πετράδι». Ο στίχος διαστέλλεται, γίνεται πολυσύλλαβος, πιάνει δυο και τρεις γραμμές τυπωμένης σελίδας, προκειμένου να χωρέσει όλα αυτά που συγκλονίζουν μια καρδιά που ξεχειλίζει. «Θα χτίσω για σένα μια πρωτόκοπη πατρίδα, θα τη βάλω ελληνικό νησί καταμεσής του πελάγους. / Πνιγμένη στη μυρτιά, στη νεραντζιά και στο θυμάρι, κυκλωμένη από ιππόκαμπους και δελφίνια, μ’ έναν αρχαίο ναό πλεγμένο κίονες αττικούς και μέσα στον ναό πεπλοφόρες ιέρειες και μάγους…» Το ερωτευμένο υποκείμενο, όπως ακριβώς νιώθει ότι του χαρίζεται διά του Έρωτα ο κόσμος, θέλει να χαρίσει στο αγαπώμενο πρόσωπο έναν νέο κόσμο, πιο σύμφωνο με τον Έρωτα, πιο άξιο του Έρωτα, με όλα τα στοιχεία που η πραγματικότητα φαίνεται να μας αρνείται πεισματικά μα που αληθεύουν στην Ποίηση.
Χαρακτηριστική στον Λάγιο –και πρέπει να τονιστεί αυτό– είναι μια αίσθηση ριζικής τρόπον τινά αναξιότητας απέναντι στο αντικείμενο του έρωτα. Ασφαλώς έρωτας χωρίς θαυμασμό δεν υπάρχει και δεν μπορεί να υπάρξει. Και πάντοτε θαυμάζουμε αυτό που μας υπερβαίνει ή τουλάχιστον αυτό που νομίζουμε ότι μας υπερβαίνει. Ο ποιητής μας, ωστόσο, προχωρά πέρα από τον θαυμασμό, που είναι μεν αναγκαία αλλά ασφαλώς όχι και η μόνη συνθήκη του Έρωτα. Θεωρεί το αντικείμενο της αγάπης του ως κάτι το άρρητα υψηλό, ως έναν θεό επί γης, που κι όταν ακόμη του προσφέρεται, και ίσως κυρίως όταν του προσφέρεται, αδυνατεί να φανεί στον βαθμό που θα το επιθυμούσε αντάξιός του. Ένα διαρκές, ένα επίμονο αίσθημα ενοχής υφέρπει, ανερμήνευτο με όρους ψυχολογικούς και μόνον, καθώς είναι γερά ριζωμένο στα βάθη της ύπαρξης.
Η γυναίκα είναι αυτή που έρχεται και φεύγει, και από μιαν άποψη είναι πάντα η δυνατότερη· είναι το μέγα δέντρο εν μέσω της ερήμου, είναι η Μαριάννα που του ζητάει ένα σονέτο, είναι η ουράνια εταίρα που αγάπησε ο φτωχός Φωκάς, είναι η Μαρία που γίνεται το πάθος του Αλέξη, είναι το Φονικώ, είναι η Δηώ-Δήμητρα, η ίδια η Γη δηλαδή, είναι το Ποίημα μού Λείπεις, η Γυναικογυναίκα, η Καταγάτα, η Γατογυναίκα και η Γυναικόγατα, αυτή που αιλουροτρέχει στη νύχτα, η Γαταφέντρα και η Καταθήλυκια, η Γατογάτα, είναι όλες αυτές οι υπέροχες σύνθετες λέξεις που φτιάχνει ο Ποιητής στην προσπάθειά του να αρθρώσει κάτι από την ουσία της και που όλες αποτελούν ευρηματικούς και εξαίρετους τρόπους του υπερθετικού.
Μέσα σε αυτήν την πνευματική ατμόσφαιρα, όπου συνυπάρχουν η αίσθηση μιας ευλογίας και η συναίσθηση μιας ενοχής, όπου η γυναίκα προβάλλει ως παρουσία δεσποτική, πολύ λίγος χώρος μένει για τον άντρα-κατακτητή, για το αρσενικό που διαφεντεύει τις θηλυκές· αυτό μας δίνεται μόνον εξ αντανακλάσεως και προς στιγμήν στο ποίημα που επιγράφεται η Απόκριση της Αριάδνης – αλλά με πόσο λαμπρούς στίχους: «Άντρα, γενιά του λιονταριού, άντρα γενιά του καημού και της ελαφρόπετρας… κι η εντολή σου του άντρα, αρμενίζει στις φλέβες μου, η σαγίτα σου καρπίζει τη γης μου… Άντρα, κύριε και αυθέντη, απαλή η φτερούγα σου στο πλευρό μου, η πρόθεσή σου όνυχας αητού…» Εδώ, η κάθε λέξη καίει κι αστράφτει. Τα μάτια της γυναίκας πληρούνται από το εκτυφλωτικό όραμα του αρσενικού ζώου. «Άντρα, νύχτα σκοτεινή, χροιά αλμύρας στα μέλη μου, κισσέ βαφτισμένε σε λίμνες φωτιάς… Άκου, τον λόγο μου της γυναίκας· αγάπη μου, είμαι από το σώμα σου κι από ήθος περήφανων ηρώων».
Στα περισσότερα ποιήματα, ωστόσο, εκεί όπου ο άνδρας παίρνει τον λόγο για να μιλήσει τον Έρωτά του, βλέπουμε να εκτυλίσσονται μπροστά μας κόσμοι ανείπωτης τρυφερότητας, όπου ο στίχος γίνεται σπασμός και λυγμός, σχεδόν γυναικείος. Ο ποιητής κλίνει το γόνυ μπροστά στην αγαπημένη. Δεν γνωρίζω άλλη ποίηση που να κάνει τόσο ευρεία χρήση των υποκοριστικών θέλοντας να εκφράσει αυτό ακριβώς το σπάραγμα. Κι όταν πάλι χρησιμοποιεί την κτητική αντωνυμία και μας λέει «δική μου», εμείς διαβάζουμε αυτό που όντως σημαίνει ο ποιητής και ακούμε «δικός της».
Βέβαια ο Έρωτας, όπως κι αν τον θεωρήσουμε, θεός ή όχι, έχει ένα θεμελιώδες χαρακτηριστικό – την ευθραυστότητα. Ένα σπάνιο άνθος που δύσκολα ευδοκιμεί και που, πολύ συχνά, εξαιρετικά γρήγορα μαραίνεται· «η Έρωτας», καθώς μας λέει ο Λάγιος, και ο πανταχού παρών εχθρός της, ο Θάνατος· που ρίχνει πάνω της τη βαριά σκιά του και «που γουρούνος μες στους λασπολάκκους, / σκούζει φρικτά και κόβει τους καλούς ανθρώπους, / γυρνά, μολεύει κι ασχημαίνει όλους τους τόπους»· ο Θάνατος που παίρνει χίλιες δυο μορφές όταν προσβάλλει την Αγάπη και που καταφέρνει πάντα πλήγματα καίρια, λες και φωλιάζει εξαρχής στην ίδια της την καρδιά. «Η αγάπη κακοφόρμισε και ζέχνει», διαβάζουμε στη Λαίδη Οθέλος. «Φεύγει η Μαρία, φεύγει, η Μαρία φεύγει, φεύγει, φεύγει». Μικρή η σημασία τού πώς και του γιατί αυτού του θανάτου. Η ουσία είναι ο Θάνατος του Έρωτα. Και τότε; Τότε ξανά η ερημία και το απόλυτο σκοτάδι του κόσμου, κι ο άνθρωπος ξανά παραδομένος στη φρίκη της Ιστορίας. Μένει στα χέρια, σαν σώμα νεκρό, ένας θρήνος σπαραξικάρδιος, γιατί το τέλος της Αγάπης είναι πάντα ένας ζωντανός θάνατος. «Ο ζωντανός ο χωρισμός παρηγοριά δεν έχει», λέει το δημοτικό τραγούδι· και ο Λάγιος, «όλα όσα γνώρισα για μένα έχουν πια χαθεί… και να είμαι εγώ, πλέον, κάτι από λίγο τίποτε… και μήτε κάποιας το κορμί και μήτε κάποιας τ’ όνομα… Τώρα τι μένει πια να δούμε; / Αγάπες, έρωτες και πάθη… / Αυτό είν’ το μόνο που ’χω μάθει, / πως θα πεθάνει ό,τι αγαπούμε…» Μετά τον Έρωτα ο θρήνος του Έρωτα, και μετά τον θρήνο το άλαλο πένθος γι’ αυτό που χάθηκε και δεν μπορεί να ξανακερδηθεί. «Ας θυμηθούμε, ας κλάψουμε, μα πια ας μην πούμε λέξη». Τα υπόλοιπα –πόσο συχνά ισχύει ο σαιξπηρικός λόγος– είναι σιωπή…
Εντούτοις, μέσα στη συγκλονιστική απώλεια και την απόλυτη καταστροφή, ο ποιητής, ο απελπισμένος, ο θανάσιμα πληγωμένος ποιητής, κατορθώνει να διατηρήσει ζωντανή μια πίστη· «Τώρα, γνωρίζω, επακριβώς. Σε κάποιο ευσπλαγχνικό μονοπάτι του σύμπαντος χρόνου ένας άντρας και μια γυναίκα θα συναντηθούν. Θα κοιταχθούν πρόσωπο προς πρόσωπον και θα αναγνωρίσουν ο ένας τον άλλον. Φιλάνθρωποι καιροί και τόποι θα εξαπλωθούν προς χάριν τους. Δεν θα είμαστε βέβαια εσύ κι εγώ, αλλά τι σημασία μπορεί να έχει αυτό μπροστά σε τόσην αιωνιότητα». Ο ορίζοντας παραμένει ανοικτός, ίσως μάλιστα ανοίγεται περισσότερο μέσα από το μαρτύριο της απώλειας, και το θαύμα μπορεί ακόμη να συντελεστεί. Πόσο παλιά είναι τούτη η ιστορία, τόσο παλιά κι όμως κάθε φορά τόσο καινούργια. «Η γριά Ζωή ακουμπώντας με / χαϊδευτικά στα στήθη, / μού λέει το παραμύθι της, / το αιώνιο παραμύθι», γράφει ο Παλαμάς. Κι άλλο δεν κάνουν οι ποιητές από το να λένε την «Ιστορία της Ιστορίας με κόλπα της δικής τους διαλέκτου», μάς λέει ο Λάγιος.
Και με το τελευταίο αυτό, φτάνουμε στην ενότητα τού «τελικού κύκλου», από το βιβλίο «Φεβρουάριος 2001», για να βρούμε μερικά από τα ωραιότερα, τα πιο δυνατά ερωτικά ποιήματα που συνέθεσε ο Ηλίας Λάγιος καθώς και αυτό που, για λόγους εν μέρει υποκειμενικούς, θα χαρακτήριζα ως το κορυφαίο του ερωτικό ποίημα και ως ένα από τα πιο μεστά, τα πιο πλήρη ερωτικά ποιήματα της ελληνικής γλώσσας. Πρόκειται για το έβδομο σε σειρά, αυτό που αρχίζει με τον στίχο «Μάτια οξιάς που στα κρυφά επουράνια ανάψανε…» και που, αν ο χρόνος μάς το επιτρέψει, θα άξιζε να ακουστεί ολόκληρο. Εδώ φτάνουμε στην αποθέωση του αγαπημένου σώματος· έχουμε μπροστά μας έναν ύμνο, ένα δοξολόγημα, ένα ποίημα στο οποίο ο Λόγος σαρκώνεται και η σάρκα γίνεται Γλώσσα. Το σώμα του Έρωτα σκοτώνει τον εραστή του, κι αυτός, περήφανος για την πληγή του και τον τέτοιο του θάνατο, μάς ιστορεί την τρομερή στοιχειακή ερωτική πάλη. Απέναντι σε τέτοια ποιήματα, όπου η κάθε λέξη, η κάθε συλλαβή προβάλλει ανάγλυφη, όπου ο ήχος γίνεται σχεδόν μεταλλικός και οι εικόνες πλημμυρίζουν από κίνηση και ζωή στέκουμε έκθαμβοι και ευγνώμονες για την τόση τους αλήθεια…
Η γλώσσα των ποιητών και η δική μας είναι η ίδια γλώσσα· είναι η γλώσσα που μένει δεμένη στο δικό μας στόμα μα που έχει αρχίσει να λύνεται στο δικό τους, καθώς μας λέει ο Ουίτμαν. Και συμπληρώνει ο Λάγιος: «Τότε κατάλαβα πως, αν αγαπάμε λιγάκι τους ποιητές, είναι γιατί τήδε κείνται, τοις ημών ρήμασι πειθόμενοι». Πέφτουν οι ποιητές, όπως όλοι μας, αλλά μένει το έργο τους, τουλάχιστον το καλύτερο μέρος του, για να μας συντροφεύει, να μας παρηγορεί, να μας δίνει δύναμη. «Η Ποίηση δεν μπορεί, ασφαλώς, να σώσει τον κόσμο. Μας θυμίζει, ωστόσο, ότι ο κόσμος αξίζει να σωθεί». Ακόμα και στις σκοτεινότερες στιγμές της μάς δείχνει την ομορφιά εντός της φρίκης που μας περιβάλλει. Και το άτροπο της μοίρας μας, που ούτε αυτή βέβαια μπορεί να το αλλάξει, τραγουδώντας το, ωστόσο, σαν να το καθιστά ακόμα πιο άξιο να βιωθεί… Έξοχα το έδωσε ο Παλαμάς, τον οποίον ο Λάγιος μελέτησε επισταμένως, μέσα σε τέσσερις στίχους του, που σαν να συγκεφαλαιώνουν τα όσα ειπώθηκαν παραπάνω. «Κανείς, θεός ή νόμος εδώ κάτου, / δε μας λύτρωσε και δε θα μας λυτρώσει / μήτε από τα νύχια του έρωτα, / μήτε από τα δόντια του θανάτου».
(2013)