Μάτια oξιάς που στα κρυφά… (8.10.2009)
Μάτια oξιάς που στα κρυφά επουράνια ανάψανε
εγώ μονάχα για να τα φιλήσω·
χείλη δροσιάς που παραμίλησαν, τραγούδησαν και πάψανε
τον λόγο, στην ακέραια λέξη να τα κλείσω.
Πλάτη, σαν τόξο που θανάσιμο τανύζεται,
φαρμακωμένο βέλος που επάνω του έσυρα τη γλώσσα·
μπράτσα γυμνά, που σαν καμάρες το άκτιστο γεφύρι κτίζετε,
για του παραμυθιού τα λίγα και τα τόσα.
Χάνι, που κουρασμένος στρατοκόπος ύψωσα,
να πιω στα στήθη σου, χάλκινες κούπες, καμπανίτη·
κι ω η κοιλιά ! που γλύπτης ταπεινός το πρόπλασμά της γύψωσα,
για να το στήσω άγαλμα χρυσελεφάντινο, στο αδειανό μου σπίτι.
Πλέγμα εφηβαίο, μέταξα, φτερό, βελούδο που πολιόρκησα
όλη τη νύχτα των νυχτών, κι ήταν χαμένη η μάχη·
λάδι του σώματος, που φώτιζες λαμπρό και σ’ όρκισα
παντοτινά για μας να καις — και μείναμε μονάχοι.
Μηρών καστέλια, που γι’ αυτά χίλιους ρηγάδες πάλεψα και νίκησα,
να τα χορτάσω, μια στιγμή να ’ναι καταδικά μου·
σάρκα της γάμπας, που για χάρη σου τη σάρκα μου αδίκησα,
σφυρά, που ’στε τα νικηφόρα στέφανα του γάμου.
Και των ποδιών σου οι φάλαγγες, οι ανθρωποβόρες σάρισες,
που βαπτιστήκαν στο πηχτό, ληγμένο μου αίμα·
κι ό,τι αέναο πουλί μού έταξες και πρόσκαιρο μου χάρισες —
να τελειωθεί μέσα στου λιγοστού χαδιού το ψέμα.
Πρώτος Παρακλητικός
Σκούζουν κοράκοι, τα κωφάλαλα κρωξίματα
που απ’ ίσκιο τρόμου απλώνονται σ’ όλα τα μέρη.
μη σέρνεις, λύματα, τ’ αμαρτωλά σου βήματα,
στην επικράτεια που δε φέρει μεσημέρι.
αρνήσου τα δαιμονικά κρυφογνεψίματα,
τα μολυσμένα αρτύματα που σου προσφέρει.
θυμήσου ποιος περιπατεί πάνω στα κύματα,
κι είναι η καρδιά του αιματωμένο περιστέρι,
χέρι, που διώκει δόλους και φτενά κλεψίματα,
ποιος σφάζει τη θεότητά του κι υποφέρει.
οικεί σε ποιήματα κι υψόμετρα και κλίματα
που κελαηδεί κορυδαλλός και πνέει τ’ αγέρι,
και σβήνει του διαβόλου τα κακά ταξίματα
με το ν’ ανάφτει τον σταυρό του λιανοκέρι.
κι οίνο κερνάει την ανθρωπότητα απ’ τα κλήματα
που κάρπισαν στο σώμα του, όλο καλοκαίρι.
Δεύτερος παρακλητικός (23.11.2010)
Ποδήματα φθαρμένα, σαν της γριάς τα γνέματα,
και λαμπραστέρι μου έκπτωτο, τραυλό μαράζι,
κι εσύ, ψυχούλας σκιά, που βάλτωσες στα φλέματα
του γέρο-σατανά, που βλασφημά, κομπάζει,
τα τρόπαιά του πάρ’, τ’ αναίσχυντα, και κρέμα τα,
όπου η νύχτα, πιο από νύχτα, σε δαμάζει.
θαμμένος στου ανοσίου φαράγγια, λόγγους, ρέματα,
αιστάνσου το γλυκύτατον να πνεύσει αγιάζι,
σταλμένο, όλο, της σωτηρίας σου τα δέματα,
απ’ το Αρνίον, οπού πραότατα βελάζει.
μην κύπτεις, είναι πλάι σου, τα κακά πολέμα τα
με φως του, από σμαράγδι, αδάμαντα, τοπάζι.
διά του στεφάνου, πάντα καταλεί τα ψέματα
φουστάνι πια, της ανθρωπότητας, και νάζι,
κι ως οι άκανθες, τρυπώντας, πλημμυρίζουν αίματα,
η μυστική θυσία τον θάνατον αγιάζει.
Δεν βλέπω τίποτ’ άλλο
Άντε γαμήσου και χάσου,
πουτανίτσα φτιαγμένη στο Γαίηλ.
Θα κτενίσω τη νύκτα με κοκταίηλ
μολότωφ τα μαλλιά σου.
Χορεύουν σ’ ένα βελόνι
τρεις μονόχειρες χωροφυλάκοι·
ανοιχτοί μας προσμένουν δυο λάκκοι,
της χαράς μου τρυγόνι.
Ο συρφετός των αχρείων
μες στα ματάκια σου ανασαίνει.
Θα ζήσω λοιπόν τη ναρκωμένη
νύχτα των Εξαρχείων.
Κι όταν η μέρα ξυπνήσει
σε μια λαμαρίνα της Μεθώνης
θα με δει, θα σε δει, να καυλώνεις
α! στουπί στο μεθύσι.
Ίσως και να ’χεις εφεύρει
τους πεθαμένους που μας κοιτάνε.
Ήσυχα θ’ αποδημήσω και θα ’ναι
πρωινό του Νοέμβρη.
Θα ’ναι στα μπαρ του Παραδείσου
νυφούλα ραντισμένη με ρύζι
η ψυχή μου· κι εκεί να σφυρίζει
θε να βρει τη δική σου.
Το φως θ’ ανάψει πνοούλα,
απαλή σαν το χάδι κι η μνήμη,
και θα μοιάσει όλη η νύχτα απ’ ασήμι
και θα γίνεις δροσούλα
Βροχηδόν
ο θάνατος θα ’ρθεί να με γλεντήσει
μαχαίρι προσφυγιάς, πιρούνι ανέμου
(ακούω στρεβλές τις λέξεις μου να τρέμου-
νε προς την κάπως εύρυθμή του κλήση)·
προς τον αιτούντα τ’ Όνομα αναφέρω
να μην βελάζει Παραδείσου φήμη
(κι έχει κακοφορμίσει πλάνο ενθύμι-
ο: μ’ όρισε μεσήλικα και γέρο)·
ο θάνατος, ο πιο ακριβός μου φίλος
θα ’ρθεί να μεταλάβει τη φωνή μου
(υπάρχεις η φωνή μου; στης ερήμου
σου να υλακείς το πριν ως άγριος σκύλος; )
ο θάνατος θα ’ρθεί να με τσουλήσει
νύφη της παιδικής μου μαλακίας
(εδώ θροεί ένας κλώνος ακακίας,
εκεί το αίνιγμα προέταξεν η λύση)·
ω, πλέον δεινό, δειλό μου θανατάκι:
Ηλίας Λάγιος· βάστα το για πάντα
(την ύστατη ώρα θα κρατούν αβάντα
στίχοι Κάλβου, Καβάφη, Καρυωτάκη)·
βίζα φωτός πατείς στο μεσημέρι
με βάγια, κι από σκότος χορτασμένος
(δικέ μου, πώς κατάντησες; ασμένως
ο ξένος, που κανείς δεν θα προφέρει)·
κι εντέλει θά ’ρθεις, μόρτης στο πλευρό μου
το ελάχιστο κακό που ’χω ψαρέψει
(για να τελέσεις τη σεπτή μου στέψη
σ’ ανώνυμη στροφή εκλιπόντος δρόμου)·
Δελτάριο (9.05.2009)
Δεν μ’ αγαπούσες –μ’ αγαπούσες;–
στις μέρες μου τις επιούσες.
Κι έτσι είχεν Κύριος υποστείλει
όλο το φως που μου ’χες στείλει.
Πλην με παράστεκαν οι Μούσες,
με μαντολίνο, οι γρηγορούσες.
Και με παράστεκαν οι φίλοι
μ’ άσπρο χαμόγελο στα χείλη.
Η φωνή από τα υπόγεια δώματα (6.10.2009)
Φτάνω στην κόλαση αναλφάβητος. Μαθαίνω
τα βογγητά και τον ωμό τρόμο του ξένου.
Ακούω τριγύρα αυτό μονάχα· να πεθαίνου-
νε μ’ ένα «μάνα» στην ψυχή. Διαβαίνει τραίνο
με μηχανοδηγό τυφλό που ’χει βοηθό του
πανέμορφη, φρικτή την τύψη των ανθρώπων,
στη μνήμη των καρφί καιρών, των ένδον τόπων.
Του παντοαδύναμου γαμώ το κέρατό του.
Αίφνης, εδώ θα ψάλλουν δέντρα· ελάτια, πεύκα·
κι εν τέλει εδώ θ’ ανθίσει ρόδο η δικαιοσύνη·
θα ’ρθεί ο Θεός, κανέναν πλέον να μην κρίνει·
και θα υψωθεί στο φως, μια φουντωμένη λεύκα.
Ουράνια λεύκα που εν τω βίω ποτέ δεν είδα,
να με φέρει σ’ εσέ τερπνή, αληθής πατρίδα.
Πρωτοχρονιά (17.06.200)
Να φτάνεις ως το 2002
μ’ ένα κοστούμι μόδας του ’30.
Να λες του μεγαλόσχημου ήλιου: «Πάντα
μου αρκεί να δύω».
Να ’ρθείς στην γκρίζα χώρα του Σημίτη,
που ένα τραπέζης κάλπικο βιβλιάριο
θ’ αλλάξεις με μισθό, τζόκερ, ωράριο,
TV και σπίτι.
Μ’ αλκοόλ και νύχτα, μπάτσους κι ηρωίνη,
τ’ αδέλφια σου ενοικούν πλατεία Βάθης.
Σπεύσε το δίδαγμά σου να τους μάθεις.
Οργή κι οδύνη.
Τινάζεις απ’ τα ρούχα σου στου «Φλόκα»
άμμο απ’ τους σύσκιους δρόμους της Πρεβέζης.
Με τον Μαύρο μονότονα να παίζεις
πικέτο ή πόκα.
Περιστερές φρουρούν το Παρλιαμέντο.
Φλάσαρε ν’ ανεβείς στο Κολωνάκι.
Ίσκιος με ίσκιους θα πιεις σε λιγάκι
φαρμάκι φρέντο.
Και στην Δεξαμενή ως δεις ν’ απλώνει
του κυρ Αλέξανδρου ο επενδύτης,
θα τυλιχτείς πρηνής, θύμα και θύτης,
λευκό σεντόνι.
Να μπεις απλός πελάτης στην «Εστία»
κι όπως θ’ ακούς μεταμοντέρνους ήχους
να ψιθυρίσεις δυο δικούς σου στίχους,
έτσι στ’ αστεία.
Χλομούς δαίμονες βλέπεις υπεράνω
και στα έγκατα πύρινους ανθρώπους.
Ξέρεις να με πονάς με χίλιους τρόπους,
πριν καν πεθάνω.
Να ’χουνε σβήσει γύρω σου όλες κι όλοι,
δίχως να ονειρευτούν πράσινα δάση.
Ο θάνατος, μοιραίως, τους υφαρπάσσει
μ’ άδειο πιστόλι.
Κι αν παίξεις με τις κάργες, σαν παιδάκι,
στα κεραμίδια άφωνη μια λύρα,
ίσως συμμεριστείς εκ νέου, την μοίρα
του Καρυωτάκη.
Η Μαγδαληνή κατά το θρύλο
(ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ)
… που ένα κρατεί στα μάτια της, και χίλια μύρια λήγει τα,
προβαίνει η κόρη της ντροπής με στάμνα μυροφόρο,
όσα κατέχει το κορμί δε μίλησαν τ’ ανεξήγητα,
κι ειν’ το βυζί της προσφορά, κι ειν’ η κοιλιά της δώρο. […]
Και, κρούει τη θύρα τη θύρα του σπιτιού, τη θύρα του παραδείσου
να γένει η πόρνη, λιγερό κι απάρθενο κοράσι,
κρυφονεραϊδογέννητη, σταίνεις βωμό το χάδι σου,
κι είσαι νεράντζι, μανταρίνι, κόκκινο κεράσι.
Τον βλέπει, φύλλα τρέμουνε τα μυρισμένα χείλη της,
κι ως τη θωρεί, στα πόδια του, σαν τρομασμένο αλάφι,
κρατεί το, τάχα, μυστικό της δέησης της αμίλητης,
σα σφιχτοχέρης, που στο στρώμα κρύβει το χρυσάφι.
Κύριος πορεύεται, σιγή διδάσκει τ’ αποκάρωμα,
όπου γυμνή, ανυπόδητη, ομοιώνεται τη σάρκα.
Σπάζει στα πόδια του το βάζο, εκχέεται πλούτος τ’ άρωμα,
μα δεν ταξίδεψεν ο Αδάμ στων Μάγδαλων τη βάρκα.
Στριγγά αντιφώνησε ο Θωμάς κι έγρουξ’ ο Γιούδας γύρω της,
να πουληθεί και τα λεφτά να πάνε για τη φτώχια.
Μα, δίχτυ που κρυφάπλωσε, ειν’ το χυμένο μύρο της,
να πιάσει, κάθε αρσενικό πουλί, μέσα στα βρόχια.
Κι ο δάσκαλος δεν έσκυψε, να βυθιστεί στο ευώδισμα,
που απ’ την κοιλιάν ανάβρυσε στις απαλές λαγόνες.
Σαν τον τυφλό, στου κρυφανθού το νοτισμένο ρόδισμα,
στέρφα τα χρόνια γεύεται στους άτρεπτους αιώνες.
Μα, βγαίνει απ’ το θνητό κορμί, πέρα απ’ την άφραστη ύλη του,
καταλαλιά κι επίκληση, το σμίξιμο μαζί της.
Λυγμός του ανέραστου και πόθος άμετρος του αφίλητου,
Πούλια από φως κι Αυγερινός του αιδοίου κι Αποσπερίτης. […]
Ιντερμέδιο δ΄
Είναι το γάλα σας νερό κι αίμα η ψυχή γυρεύει·
Δράκο αν δεν φάει ο Δράκοντας, θεριεύει; Δε θεριεύει!…
—Ιωάννης Γρυπάρης
Της μοναξιάς σκοτάδι
Όχι πως σου παραπονιέμαι
Δεν είμαι διόλου φοβισμένος
Μ’ όλα σου τα πολλά φαντάσματα…
Οι σύντροφοι, τα δροσερά κλωνάρια,
Παλέψανε τον πόθο τους στ’ αλώνια του Μεταξουργείου,
Γέρασαν κάτω απ’ τ’ όνειρο
Μέσα στην προσευχή τους.
Απ’ τ’ άνθος του κορμιού μου βγήκε στρεβλωμένη ρίζα·
Ο χρόνος ήταν ο μεγάλος καταλύτης.
Οι σύντροφοι, τα δροσερά κλωνάρια,
Ωραία μελαχρινά κορμιά που εζούλεψε κι η νύχτα
Μες στον υστερικό σπασμό της,
Παραδοθήκανε στους αφανείς.
Έφυγε η θάλασσα. Τ’ αστέρια ουρλιάζουν δίχως μνήμη,
Μέσα στον ύπνο μου περιπολούνε σιδερένια κήτη.
Ο άνεμος μοιρολογάει, σφυρίζει ο άνεμος δρεπανηφόρος,
Στα ντόκια, στ’ αμμοβολιστήρια, στους τόπους του θυμού·
Οι πεθαμένοι βρικολάκιασαν, σηκώνονται
Με ρούχα επίσημα απ’ τις πλάκες της λινοτυπίας.
Μια βέργα πένθος χτύπησε τη θύρα μου. Μπουμπούκι,
Σα σώμα κοριτσιού π’ ανοίγει σε γυναίκα.
Οι σύντροφοι, τα δροσερά κλωνάρια,
Παραμυθάκια μου στη ρίζα του δέντρου των Χριστουγέννων
Λιανές ψυχές, στα θολά μέτωπά τους
Βόσκουν αστέρια.
Της μοναξιάς σκοτάδι
Όχι πως σου παραπονιέμαι
Μονάχα που ‘μαι λίγο φοβισμένος
Από τα τόσα σου φαντάσματα…
Δέομαι τοις θεοίς για μια λιγότερο έντιμη πενία.