ΤΡΙΛΟΓΙΑ ΜΟΝΟΠΡΑΚΤΩΝ ΜΕ ΘΕΜΑ ΤΟ ΖΟΡΙΚΟ, ΕΝΙΟΤΕ,
ΖΗΤΗΜΑ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ ΠΑΤΡΟΣ – ΥΙΟΥ
ΚΑΙ ΜΕ ΓΕΝΙΚΟ ΤΙΤΛΟ
«Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ (ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΟΝ ΤΖΙΟΡΤΖΙΟ ΝΤΕ ΚΙΡΙΚΟ)»
Θεατρική τριλογία -1
A' Συγχώρεση
—————————
Το σκηνικό είναι το εσωτερικό εκκλησίας.
Στην τοιχογραφία, κάτω από τον εσταυρωμένο ανοίγεται μια μαύρη άβυσσος, όπου δεσπόζει μια νεκροκεφαλή υπογραμμισμένη από δυο κόκκαλα χιαστί και την οποία ραίνουν σταγόνες αίμα του βασανισμένου Χριστού.
Σε μια ξύλινη τάβλα, στο κέντρο της σκηνής, είναι ξαπλωμένος ένας ηθοποιός με κάτασπρη, βαμμένη μούρη: Ο άσωτος πατέρας.
Φορά κοστούμι και έχει πάνω του λουλούδια.
Πάνω απ’ το κεφάλι αυτουνού είναι όρθιος ένας ακόμα ηθοποιός, καλοντυμένος με τα χέρια σταυρωμένα: Ο γιος.
Παραδίπλα ένας παπάς ακούνητος, που δεν φαίνεται ζωντανός αλλά ομοίωμα ντυμένο.
Από τηλεβόα ακούγεται μια ψαλμωδία που την κεντάει μπαινοβγαίνοντας στη μείξη το μπζζζζ μιας μύγας.
Όταν η μύγα —εμφανώς κρεμάμενη από πετονιά την οποία κρατάει ένας αόρατος χειριστής ψηλά— πηγαίνει και σταματάει στο κεφάλι του πατέρα, ο γιος, με κίνηση απότομη, την αποδιώχνει.
Κάποτε το χέρι πετυχαίνει το κεφάλι σε μια σφαλιάρα.
Ύστερα το χέρι–με κάθε προσγείωση της μύγας– καταφέρνει στο κεφάλι φάπες διαδοχικές, που έχουν προκαλέσει τα μουρμουρητά του κοινού.
Ο (ξαπλωτός) πατέρας ανοίγει το ένα μάτι και λοξοκοιτάει τον (όρθιο) γιο.
Το κλείνει πάλι και ο γιος –με κάποια ικανοποίηση στο βλέμμα– σταματάει εφεξής να ρίχνει τις φάπες.
Ύστερα εμφανίζεται ένα σμήνος από μύγες (κρεμάμενες από πετονιά κι όλες μαζί κοντά-κοντά), οι οποίες κάθονται για τα καλά και ανενόχλητες στο κεφάλι του άσωτου πατέρα. Συνέχεια ψαλμωδίας. Fade Out. Κλείσιμο αυλαίας.
***
Β΄Αγάπη
ΑΦΗΓΗΤΗΣ:
Εκείνος δε γνώρισε πραγματικά τα παιδιά του. Τα παιδιά του δε γνώρισαν πραγματικά εκείνον. Η οδυνηρή ετερότητα σφραγίστηκε δια παντός. Μα όπως χωρίζει το λάδι απ’ το νερό, έμεινε δω πίσω μια παχιά κηλίδα αγάπης.
(παύση)
Η μάσκα ήταν πλατιά – ένα κυβιστικό ανάπτυγμα των χαρακτηριστικών του πεθαμένου – σε μόνιμο ανφάς. Έτσι που όλα τα χαρακτηριστικά μένουνε ορατά από την κάθε οπτική γωνία του παρατηρητή.
(Ο θάνατος είναι οριστικός, πανηγυρικός. Και η εικόνα του νεκρού πλήρης από κάθε πιθανή όψη της.)
Ο γιος την πήρε στα χέρια και τη φόρεσε.
Έχετε ποτέ ανασάνει μέσα από πλαστικές μάσκες τις απόκριες;
Αυτή ήτανε η ανάσα του.
Την άκουγε δυνατά στ’ αυτιά του. Τού ζέσταινε το πρόσωπο. Τον έκανε να ιδρώνει.
Έχετε ποτέ κοιτάξει μέσα από μια τέτοια μάσκα;
Θα είδατε, ίσως, το παιδικό σας σπίτι.
Το βλέμμα σας θα γύριζε σε κάποιο δωμάτιο.
Θα βλέπατε αυτά που γίνονταν στο ύψος των ματιών.
Ο γιος φόρεσε τη μάσκα του νεκρού.
Η μνήμη του κατέλαβε ολόκληρο τον χώρο της ύλης.
Τα φώτα ανάβουν. Στη σκηνή, ο ηθοποιός φοράει ένα προσωπείο χρυσό που μοιάζει με το φερόμενο ως «προσωπείο του Αγαμέμνονα» που βρέθηκε στις Μυκήνες το 1876.
Κινείται αργά και με τα χέρια προτεταμένα σαν περιφερόμενος τυφλός. Κοιτάζει επάνω, στρίβει και ξαναστρίβει το κεφάλι, ύστερα μένει λίγη ώρα ακίνητος να κοιτάζει κάτω και, τέλος, σκύβει και φαίνεται να ανοίγει κάτι στο έδαφος και να το παρατηρεί.
ΑΦΗΓΗΤΗΣ:
Ο γιος προσπαθεί να κοιτάξει μέσα από το περιορισμένο οπτικό πεδίο της μάσκας.
Είδε τη λάμπα του παιδικού δωματίου του, τους γνώριμους τοίχους.
Βλέπει τα πόδια του πατέρα του – παντελόνι με τσάκιση, σκαρπίνια.
Η οπτική γωνία είναι αυτή ενός παιδιού που το βαστούν αγκαλιά.
Γύρω απ’ τα πόδια του πατέρα του, αντί για πάτωμα, βλέπει το μαύρο χώμα.
Στο χώμα είναι λίγα απ’ τα παιδικά του παιχνίδια και δύο μεταλλικά κουτιά.
Το ένα πολυγωνικό και αστραφτερό σαν καινούργιο. Επάνω του χαραγμένη είναι η λέξη «Ο ΚΕΡΒΕΡΟΣ».
Από το άλλο, που είναι ορθογώνιο και κατασκουριασμένο, ξεπροβάλλουν καφετιά, λερωμένα από χώμα οστά κι ένα μέρος από λευκό σεντόνι. Επάνω του χαραγμένο έχει το όνομα του πατρός του.
Ανοίγει το πολυγωνικό κουτί. Οι πλευρές του εσωτερικά είναι καθρέφτες και στο κέντρο του κουτιού είναι τοποθετημένο ένα κεφάλι σκύλου.
Πολλαπλασιασμός του σκυλοκέφαλου.
Από τον τηλεβόα ακούγεται ένας ορυμαγδός από γαβγίσματα πολλών σκυλιών, που δυναμώνει και δυναμώνει. Κλείσιμο αυλαίας. Απότομη σιγή.
***
Γ΄Νέκυια
Ο πατέρας εμφανίζεται στη σκηνή.
ΠΑΤΕΡΑΣ: «Αυτό το πρωί, το μαξιλάρι δεν είχε το σχήμα του κεφαλιού μου. Ήτανε άκαμπτο.»
Μπαίνει με φούρια ο Χάροντας. Μιλάει με φωνή βροντερή και παραμορφωμένη –καταφανώς playback –, που ακούγεται από τον τηλεβόα.
ΧΑΡΩΝ: «Ο πεθαμένος δεν επηρεάζει την ύλη! Το προσκεφάλι του πεθαμένου είναι πέτρα αβαθούλωτη.»
ΠΑΤΕΡΑΣ: «Φαίνεται πως εισήλθα ήδη στην περιοχή την κατουρημένη του Κέρβερου.»
Από τ’ αριστερά της σκηνής εισέρχεται ο γιος. Στέκεται. Έχει προτεταμένα τα χέρια σε μια αγκαλιά.
ΓΙΟΣ: «Ξεκινάω –Μπαμπάκα– να έρθω σε σένα, κι όλο απομακρύνομαι αντίς να προσεγγίζω.»
ΧΑΡΩΝ: «Για τη μετακίνηση ενός σώματος από σημείο Α ενός επιπέδου προς σημείο Β ενός άλλου, παραλλήλου επιπέδου, η όποια κίνηση θα έπρεπε να γίνεται όχι ΟΡΙΖΟΝΤΙΩΣ/ΠΑΡΑΛΛΗΛΩΣ, αλλά ΚΑΤΑΚΟΡΥΦΩΣ/ΚΑΘΕΤΩΣ εν είδει τομής. Κοίταξε δω αγαπητέ αυτήν εδώ την καλοσκαμμένη λακκούβα, κι άμα θες κατέβα την.»
ΓΙΟΣ: «Έχεις δίκιο παλιο-Χάροντα περί τα γεωμετρικά. Σου διαφεύγει ωστόσο μάλλον ότι –απ’ το να την πατήσω και να χωθώ σαν θεόκουτος στον τάφο κι εγώ του πατέρα μου, όπως εσύ ποθείς– υπάρχει μια, ήδη δοκιμασμένη αφενός –στη ραψωδία λ΄ της Οδύσσειας– και κατά πολύ επωφελέστερη για του λόγου μου αφετέρου, λύση-ασανσέρ για το υπό εξέταση πρόβλημα κι αυτή δεν είναι παρά το άφθονο μαύρο αίμα από σφάγια.»
Ο γιος βγαίνει από τη σκηνή και ξαναμπαίνει βαστώντας ένα μεταλλικό μπιτόνι. Αρχίζει να ρίχνει κάτω –εκεί που ο Χάροντας υπέδειξε την ύπαρξη λακκούβας– ένα μαύρο υγρό.
ΧΑΡΩΝ: «Βλάκα! Πίστεψες, ακόμα και στιγμιαίως, ότι δεν έχω το αντίδοτο για το τσουρούτικο κολπο που βρήκες να χρησιμοποιήσεις; Εμπρός! Χαρείτε το μίζερο αυτό επισκεπτήριο όσο ακόμα προλαβαίνετε! Διότι πρόκειται να διαρκέσει τόσο λίγο μονάχα, όσο λίγο θα μου πάρει και να ξεπλύνω στην εντέλεια –όπως εγώ ξέρω καλά– τα βρωμοαίματα, τα οποία ποιος ξέρει από που τα κουβάλησες και που με δαύτα γέμισες τον τόπο. Κι άμα νομίζεις ότι επειδή, όντας σκέτα κόκκαλα, δεν διαθέτω καν τη σχετική κύστη, μάθε πως αντ’ αυτού κατέχω πανίσχυρη ΤΗ ΔΙΟΥΡΗΤΙΚΗ ΦΑΝΤΑΣΙΑ.»
Ο Χάροντας παίρνει θέση, γυρνώντας την πλάτη στο κοινό και κάνει ότι κατουράει γύρω γύρω τα τοιχώματα της λακκούβας. Ο γιος με τον πατέρα αγκαλιάζονται για λίγο και ύστερα ο πατέρας απομακρύνεται –οδυνηρά, αργά– και πάλι με βήματα προς τα πίσω. Κλείσιμο αυλαίας.