Το όνειρο, αυτή η via regia προς το ασυνείδητο, είναι ένα a posteriori αφηγηματικό εκφώνημα που μέσω της συμπύκνωσης και της μετάθεσης, ή αλλιώς της μεταφοράς και της μετωνυμίας, φέρει στην επιφάνεια παραμορφωμένη-μεταμφιεσμένη την εκπλήρωση της ασυνείδητης επιθυμίας[6] –«Αυτό που υπήρξε κι/αυτό που είναι: Ό,τι έρχεται»–, που αντιδιαστέλλεται προς την πραγματικότητα/ αντικειμενικότητα του εξημερωμένου λόγου, γιατί αρθρώνεται με τον αγριεμένο, αιφνίδιο λόγο, τον λόγο που μιλά για την α-λήθεια του επιθυμούντος υποκειμένου, τον λόγο της επιθυμίας. Μόνο που η επιθυμία, σύμφωνα με τον Lacan, είναι αρθρωμένη, αλλά ποτέ ολοκληρωτικά αρθρώσιμη, εξαιτίας της μεταφορικής και μετωνυμικής δομής της, που διαρκώς αναβάλλει το νόημα,[7] γι’ αυτό και η επιθυμία –αλλά και η απόλαυση, ως ενοποιητική δύναμη του ενορμητικού κατακερματισμένου σώματος– δεν μπορεί, τελικά, να αρθρωθεί, παραμένει άφατη: «Γυρεύω λοιπόν αυτή τη λέξη που θα με ενώσει» (σ. 108).
Με γνώμονα, λοιπόν, ότι στο σημασιακό μικροσύμπαν της Μ. Κυρτζάκη, όπως εκπροσωπείται από την Περίληψη για την νύχτα, ο τόπος της επιθυμίας και της απόλαυσης είναι το σημαίνον νύχτα, το οξύμωρο του τίτλου της συλλογής Ημέρια νύχτα[8] αίρεται και ο τίτλος παραπέμπει στη συνθήκη του ερωτικού πάθους, που εντοπίζεται όσον αφορά την αντικειμενική-εξωτερική του υπόσταση σε μια οριοθετημένη χρονική εμβέλεια.
Όπως εύστοχα παρατηρεί η Αθηνά Βογιατζόγλου το ερωτικό πάθος ανάγεται «σε αρχέγονη δύναμη, σε μιαν άλλη μορφή θανάτου».[9] Η στιγμή της συνάντησης του υποκειμένου με το πολύτιμο αντικείμενο της επιθυμίας, σημαδεύει την ύπαρξη, γιατί είναι μια στιγμή θανάτου –«Σαν θάνατος μ’ αγκάλιασε»– (σ. 161), αφού στην κατάσταση του ερωτικού πάθους το αντικείμενο απορροφά ένα πολύ μεγάλο μέρος της ναρκισσιστικής libido, και το Εγώ βρίσκεται στο έλεος του, χωρίς να μπορεί να υπάρξει πλέον χώρος παρά μόνο για το εγώ και το αντικείμενο.[10] Έτσι, το ερών υποκείμενο αιχμαλωτίζεται στη φαντασιακή ενική τοπολογία του έρωτα: «Εκ της σαρκός μου σαρξ και εκ του αίματός μου/ ούτος εστί» (σ. 168), και, λόγω της τεράστιας επένδυσης της ναρκισσιστικής libido στο αντικείμενο, αγγίζει τα όρια του αφανισμού του.
Η ορμή της ζωής/ Eros, με τη μορφή των άμεσων σεξουαλικών ορμών, εμφανίζεται κυρίαρχη: «Έρχεται προς εμένα/ […] Βυθίζομαι στην κόλασή του» (σ. 169), «Το σάλιο του ρουφώ Το αίμα του/ […] Ρυτίδα λυγμική Με σφράγισε» (σ. 170) , «Θέλω πάνω σου να στοιχειώσω/ […] Θέλω μέσα σου να στοιχειώσω/ […] Θέλω γύρω σου να στοιχειώσω» (σ. 181).
Κι αυτή η απόλυτη λιβιδινική επένδυση του αντικειμένου –άνευ όρων και ορίων– ενεργοποιεί την πανίσχυρη φαντασίωση της σαδομαζοχιστικής απόλαυσης που εγγράφεται μετωνυμικά: «Εσύριξε στο σώμα μου τον φόνο» (σ. 162), «Σαν νύχτα σου αφήνομαι τον πόθο μου/ Στο μισοσκόταδο/ Μ’ένα μαχαίρι» (σ. 174), «Παιχνίδι δίχως γυρισμό/ Μ’ έριξε τώρα στην αρένα» (σ. 179), «Τη βελόνα περνάς στο κορμί μου/ Σαν κλωστή το κορμί σου/ σαν νήμα» (σ. 183), «Φίλησέ με/ Όπως σκάβεις με νύχια με δόντια/ της σαρκός μου την άσπιλη πέτρα» ( σ. 185), «Το κορμί μου στα υπόγεια βυθίζω/Τον Προκρούστη φορώ» (σ. 185), «Σώματός μου κραυγή/ του θανάτου μου κράτα την άκρη/ τα μαχαίρια μου όλα στις θήκες/ και το αίμα Αντέχω και πάω» (σ. 187).
Στην επόμενη ποιητική συλλογή με τίτλο Σχιστή οδός,[11] συντελείται η αμετάκλητη απώλεια του αντικειμένου της επιθυμίας: «και το σώμα αποκόπηκε/και χωρίστηκε του σπασμού την ευφρόνη/ την ψυχή λησμονώντας» (σ. 239). Έτσι, περνάμε στο πεδίο της –εκ των υστέρων– κατασκευής της ανάμνησης. Δεδομένου ότι, σύμφωνα με τον Θανάση Τζαβάρα, «ο άνθρωπος διαθέτει δύο ξεχωριστά μνημονικά συστήματα: το σύστημα της πρωτογενούς μνήμης (μνήμη) και το σύστημα της δευτερογενούς μνήμης (ανάμνηση)»,[12] η ανάδυση στοιχείων του παρελθόντος, η ανάμνηση, δεν είναι παρά μια επανεγγραφή των ψυχικών στιγμών του υποκειμένου.
Συναντάμε, λοιπόν, την παλίμψηστη αφήγηση του ερωτικού πάθους –με τη διττή του σημασία, το πάθος ως καταλυτική επιθυμία και ως οδύνη, σύμφωνα με την ετυμολογική του προέλευση– με τα σπαράγματα των μνημονικών ιχνών: