Μια φωνή που αυξάνει τον πλουραλισμό των απαντήσεων

Μια φωνή που αυξάνει τον πλουραλισμό των απαντήσεων

Δημήτρης Καρακίτσος, «Δον Υπαστυνόμος», Αντίποδες 2020

Θα ξε­κι­νή­σω με την εξής πα­ρα­δο­χή: δεν εί­μαι ένας ανα­γνώ­στης που μέ­χρι τώ­ρα δεν εί­χε έρ­θει σε επα­φή με το έρ­γο του Δη­μή­τρη Κα­ρα­κί­τσου. Ού­τε κά­ποιος που βρέ­θη­κε να κρα­τά τυ­χαία, έπει­τα από πα­ρό­τρυν­ση κά­ποιου φί­λου, στα χέ­ρια του το τε­λευ­ταίο του βι­βλίο αλ­λά ένας άπλη­στος ανα­γνώ­στης του. Και θέ­λω, επί­σης να ξε­κα­θα­ρί­σω εξαρ­χής ότι δεν σκο­πεύω να κά­νω μια ακα­δη­μαϊ­κή ανά­γνω­ση (που η αλή­θεια εί­ναι πως ού­τε μπο­ρώ ού­τε και θέ­λω να κά­νω) του Δον Υπα­στυ­νό­μου αλ­λά μία σχε­δόν προ­σω­πι­κή, χω­ρίς κα­μία προ­σπά­θεια τεκ­μη­ρί­ω­σης, προ­σέγ­γι­ση αυ­τού του βι­βλί­ου.

«Ξη­με­ρώ­νει και ο ξυ­λο­πό­δα­ρος Τίο Αρ­με­λί­νο κοι­μά­ται σ’ ένα στρώ­μα από κα­λα­μπο­κό­φυλ­λα. Η αγα­πη­μέ­νη του κου­κου­βά­για τσι­μπά σκου­λή­κια από την ανοι­χτή του χού­φτα. Ένα θα­μπό κάρ­βου­νο στο μα­γκά­λι ρί­χνει τις τε­λευ­ταί­ες του κο­φτε­ρές σαϊ­τιές». Ήδη από την πρώ­τη πα­ρά­γρα­φο του Δον Υπα­στυ­νό­μου, ο Κα­ρα­κί­τσος κά­νει σα­φή τη γλωσ­σι­κή ατμό­σφαι­ρα που δια­τρέ­χει ολό­κλη­ρο το βι­βλίο. Ξέ­ρει ότι αυ­τή εί­ναι η ατμό­σφαι­ρα που θα του επι­τρέ­ψει να φτιά­ξει μια ιστο­ρία, της οποί­ας η λει­τουρ­γία δεν θα βα­σί­ζε­ται στις απα­ντή­σεις που δί­νει αλ­λά στην ποιό­τη­τα των ερω­τη­μά­των που θέ­τει. Να συν­θέ­σει, να συν­δέ­σει με αυ­τόν τον τρό­πο, τις δυ­να­τές ει­κό­νες με τα δει­νο­πα­θή­μα­τα του ήρωα του και να μην προ­σπα­θή­σει απλώς να ανα­πα­ρα­στή­σει τη ζωή του αλ­λά να κά­νει κά­τι πιο ου­σια­στι­κό: να σχη­μα­τί­σει την ψευ­δαί­σθη­ση ότι μπο­ρεί να την προ­δια­γρά­ψει. «Σου­ρου­πώ­νει, κι από τον Πο­λι­κό Αστέ­ρα δί­νω ένα σάλ­το για να βρε­θώ στο πλάι του Αστόλ­φου, του λο­γο­τε­χνι­κού μου ήρωα, θα ανα­μι­χθώ διό­τι τον αγά­πη­σα, εύ­χο­μαι ο ξε­ρα­κια­νός ψη­λέ­ας με το λι­γδω­μέ­νο μαλ­λί και το στρα­βο­χυ­μέ­νο κού­τε­λο να ξυ­πνή­σει σε λί­γο – όταν δεν θα ’χω τί­πο­τα άλ­λο να πω».

Κα­θώς η ανά­γνω­ση προ­χω­ρού­σε, ο Αστόλ­φος Βαρ­να­κο­μπού­μπο μου θύ­μι­ζε ολο­έ­να και πε­ρισ­σό­τε­ρο έναν σχοι­νο­βά­τη (που πρό­λα­βε να δέ­σει τη μια πλευ­ρά του σχοι­νιού στον συγ­γρα­φέα και την άλ­λη στον ανα­γνώ­στη) ο οποί­ος προ­σπα­θού­σε να πά­ει από τη μία άκρη του σχοι­νιού στην άλ­λη, όχι χρη­σι­μο­ποιώ­ντας ένα κο­ντά­ρι ισορ­ρο­πί­ας, αλ­λά κρα­τώ­ντας στα χέ­ρια το σώ­μα, την ψυ­χή, δη­λα­δή την ιστο­ρία, του Τίο Αρ­με­λί­νο. Ενός χα­ρα­κτή­ρα που ενώ ξέ­ρεις ότι θα δο­λο­φο­νη­θεί από την πρώ­τη πρό­τα­ση του βι­βλί­ου, δεν χά­νει πο­τέ τον κε­ντρι­κό του ρό­λο σε αυ­τήν την ιστο­ρία. «Αγέ­ρας και μυ­ρω­διά κα­ται­γί­δας που πλη­σιά­ζει, κρύ­φτη­κα σε ένα εγκα­τα­λειμ­μέ­νο κα­ΐ­κι στα λα­σπο­χώ­ρα­φα, πί­σω από μια ξε­ρή κα­στα­νιά, δυο κου­ρού­νες ξε­μού­δια­ζαν τα φτε­ρά τους πά­νω στο φα­γω­μέ­νο τι­μό­νι – αδυ­να­τού­σα να κλεί­σω τα μά­τια μου: πα­ντα­χού πα­ρού­σα η σκιά του Τίο Αρ­με­λί­νο». Και πα­ρό­τι εί­ναι κά­τι δύ­σκο­λο, νο­μί­ζω πως ο Κα­ρα­κί­τσος το πε­τυ­χαί­νει κά­νο­ντας κά­τι απλό αλ­λά συ­νά­μα θαρ­ρα­λέο. Στρέ­φε­ται στο πα­ρελ­θόν και φτά­νο­ντας εκεί το αγκα­λιά­ζει (δεί­χνει να αρ­νεί­ται πει­σμα­τι­κά να ακο­λου­θή­σει την τά­ση του και­ρού μας, αυ­τήν την τά­ση που μας ωθεί να δια­γρά­φου­με τις πα­λιές τε­χνι­κές με την αι­τιο­λο­γία ότι πια δεν βρί­σκουν απή­χη­ση στον σύγ­χρο­νο κό­σμο, ότι πια δεν μπο­ρούν να δι­δά­ξουν τί­πο­τα στον σύγ­χρο­νο άν­θρω­πο) και η επι­λο­γή του αυ­τή τον αντα­μεί­βει. Του δί­νει έναν τρό­πο για να εν­σω­μα­τώ­σει στο κεί­με­νό του τις δια­φο­ρε­τι­κές από­ψεις της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας, αυ­τήν την ανο­μοιό­τη­τα που μας χα­ρα­κτη­ρί­ζει, του ξε­κα­θα­ρί­ζει πως άμα θέ­λει πραγ­μα­τι­κά ο σχοι­νο­βά­της του να μη χά­σει την ισορ­ρο­πία, πρέ­πει πρώ­τα να απο­δε­χτεί ότι ο άν­θρω­πος, για να κα­τα­νο­ή­σει τον κό­σμο, χρειά­ζε­ται ένα χέ­ρι βοη­θεί­ας. Και ο Κα­ρα­κί­τσος όχι μό­νο το απο­δέ­χε­ται αλ­λά το κά­νει και κτή­μα του. Και όπως ο Κάφ­κα έπλα­θε τους δι­κούς του βοη­θούς, τους δι­κούς του Gehilfen, έτσι και ο Κα­ρα­κί­τσος πλά­θει τους δι­κούς του. Αυ­τοί οι Gehilfen (δεν πρέ­πει να ξε­χνά­με ότι ο Δον Υπα­στυ­νό­μος εί­ναι ένα αστυ­νο­μι­κό σου­ρε­α­λι­στι­κό πα­ρα­μύ­θι, επο­μέ­νως οι βοη­θοί του θα εί­ναι προ­φα­νώς ένας άντρας που ζει μέ­σα σε ένα πη­γά­δι, ένας υπνο­βά­της, μια φτε­ρω­τή φώ­κια που μι­λά­ει, ή ακό­μα και ένα μη­χα­νι­κό μέ­ντιουμ), πα­ρό­τι στο τέ­λος κα­νείς δεν θα εν­δια­φερ­θεί να μά­θει την κα­τά­λη­ξή τους, μό­νο ασή­μα­ντοι δεν εί­ναι. Αντι­θέ­τως εί­ναι απα­ραί­τη­τοι για την ίδια αφή­γη­ση, αφού λει­τουρ­γούν ως ένα ενερ­γη­τι­κό σταυ­ρο­δρό­μι, ως ένα ση­μείο συ­νά­ντη­σης του απα­τη­λού κό­σμου με τον πραγ­μα­τι­κό, ένα σχί­σμα μέ­σα στον χρό­νο όπου κά­θε πρό­σω­πο προ­σπα­θεί να αυ­το­συ­στα­θεί. Βοη­θούν, ο κα­θέ­νας με τον δι­κό του τρό­πο, την ιστο­ρία να χα­θεί μέ­σα στο χά­ος της με­τα­νε­ω­τε­ρι­κό­τη­τας, μέ­σα σε αυ­τό το χά­ος που δεν επι­τρέ­πει στις κοι­νω­νί­ες να δη­μιουρ­γή­σουν κά­τι ή να δια­κρι­θούν σε κά­τι αλ­λά αντι­θέ­τως τις δια­χω­ρί­ζει, απο­μο­νώ­νει τους αν­θρώ­πους, κα­θι­στώ­ντας, έτσι, την προ­σω­πι­κή άπο­ψη του κα­θε­νός μια δια­λε­κτι­κή που δεν ση­κώ­νει αμ­φι­σβή­τη­ση, ένα χά­ος που οδη­γεί διαρ­κώς τον άν­θρω­πο να ζή­σει σε μια αφή­γη­ση που δεν εί­ναι δι­κή του.

Εδώ, όμως, συμ­βαί­νει το εξής πα­ρά­δο­ξο: ενώ ο Κα­ρα­κί­τσος αφή­νει αυ­τό το χά­ος να δια­πο­τί­σει τις σε­λί­δες του βι­βλί­ου του, δεν του επι­τρέ­πει πο­τέ να γί­νει κυ­ρί­αρ­χός του. Δη­μιουρ­γεί έναν αφη­γη­τή που εν­σω­μα­τώ­νει στο κεί­με­νο τις αλή­θειες που οι χα­ρα­κτή­ρες θέ­λουν να αφή­σουν απέ­ξω, ένα επο­πτι­κό βλέμ­μα που αρ­γά αλ­λά στα­θε­ρά ενώ­νει τα κομ­μά­τια και σχη­μα­τί­ζει το πλαί­σιο της ιστο­ρί­ας, μια φω­νή που αυ­ξά­νει τον πλου­ρα­λι­σμό των απα­ντή­σε­ων που μπο­ρούν να δο­θούν χω­ρίς να τις κρί­νει. Σαν να θέ­λει όλες οι από­ψεις, από όπου και αν προ­έρ­χο­νται, να εί­ναι το ίδιο έγκυ­ρες. Πώς το πε­τυ­χαί­νει αυ­τό; Με το κω­μι­κό στοι­χείο, που ο Κα­ρα­κί­τσος δεν φο­βά­ται να χρη­σι­μο­ποι­ή­σει. «Ελε­ει­νά ψέ­μα­τα! Τε­λευ­ταία φο­ρά που έλα­βα χρή­μα­τα, δη­λα­δή δω­ρεά, ήταν όταν επι­σκευά­ζα­με το κλι­μα­κο­στά­σιο – τό­τε ο Τίο ζού­σε και ήταν περ­δί­κι. Αλ­λά όχι, δεν θα παί­ξω το παι­χνί­δι σας νέε, ξέ­ρω πού το πά­τε, και ξέ­ρω κα­λά ποιος εί­ναι ο ρό­λος σας. Πού νο­μί­ζε­τε ότι ήρ­θα­τε; Σε παρ­θε­να­γω­γείο ασβών;» Και η ει­σχώ­ρη­ση αυ­τού του στοι­χεί­ου μέ­σα στο κεί­με­νο μό­νο τυ­χαία δεν εί­ναι. Ξέ­ρει, πα­ρά την αντί­θε­τη άπο­ψη πολ­λών, ότι η κω­μω­δία εί­ναι κά­τι πο­λύ ση­μα­ντι­κό. Για­τί; Επει­δή η κω­μω­δία ει­σά­γει στο κεί­με­νο έναν ρυθ­μό και χα­ρί­ζει στη γλώσ­σα μια αψά­δα που εί­ναι σχε­δόν αδύ­να­το να βρεις χω­ρίς αυ­τήν, για­τί η κω­μω­δία εί­ναι που μπο­ρεί να μι­λή­σει για το ανέ­φι­κτο χω­ρίς να υπερ­βεί τις προ­θέ­σεις του συγ­γρα­φέα. Έτσι, μέ­σω της κω­μω­δί­ας (που κα­λό θα ήταν να μην ξε­χνά­με ότι πολ­λές φο­ρές εί­ναι μέ­ρος του μυ­στη­ρί­ου, μια ακραία του μορ­φή), ο Κα­ρα­κί­τσος μι­λά για μια αλή­θεια δυ­σβά­στα­χτη αλ­λά την ίδια στιγ­μή επι­τρέ­πει στον ανα­γνώ­στη να απο­μα­κρυν­θεί από τη φρί­κη, να χα­θεί μέ­σα στην πλού­σια και δια­σκε­δα­στι­κή του αφή­γη­ση. Να του δώ­σει με κά­θε κω­μι­κό του ξέ­σπα­σμα, την ευ­και­ρία να κα­τα­νο­ή­σει πλή­ρως τον πε­ρί­πλο­κο τρό­πο λει­τουρ­γί­ας μιας κοι­νω­νί­ας. Την ταυ­τό­τη­τα, δη­λα­δή, της αν­θρω­πό­τη­τας.

Ο Δη­μή­τρης Κα­ρα­κί­τσος με τον Δον Υπα­στυ­νό­μο μας πα­ρα­δί­δει ένα βι­βλίο που κλεί­νο­ντας τα μά­τια του (χω­ρίς πο­τέ να κλεί­σει τα μά­τια σε όσα συμ­βαί­νουν γύ­ρω του) δη­μιουρ­γεί μια δι­κή του μα­τιά πά­νω στον κό­σμο, που κα­τα­φέρ­νει να απαλ­λα­γεί από τα βα­ρί­δια του ρε­α­λι­σμού αλ­λά ταυ­τό­χρο­να να απο­κτή­σει μια άδεια διέ­λευ­σης σε αυ­τόν, που τολ­μά να τον δια­ψεύ­σει χω­ρίς όμως να τον ακυ­ρώ­σει πο­τέ, ένα βι­βλίο που κα­τα­φέρ­νει να εκ­φέ­ρει τον δι­κό του λό­γο με τέ­τοιον τρό­πο που δεν επι­τρέ­πει σε κα­μιά άλ­λη ερ­μη­νεία να γί­νει εφι­κτή, πέ­ρα από τη βιω­μα­τι­κή εμπει­ρία κά­θε ανα­γνώ­στη.



Υ.Γ.1  Όπως κάθε βιβλίο του Δημήτρη, έτσι και ο Δον Υπαστυνόμος έχει το δικό του soundtrack.
Υ.Γ.2  Ένα μεγάλο μπράβο στην Μάρω Κατσίκα για το συγκλονιστικό εξώφυλλο.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: