ΠΡΟΚΛΗΣΗ
Το αλιευτικό βγήκε στην ακτή κατάφορτο λέξεις. Λέξεις που σπαρταρούσαν αμφισημία. Όλες σε ιριδίζουσες αποχρώσεις για να θυμίζουν τον βυθό των ποιημάτων. Ο ψαράς χαμογέλασε πηδώντας στη στεριά με πόδια γυμνά, μάτια λαβύρινθους, ενώ τα χέρια του ανίχνευαν σημασίες ψηλαφώντας επιδέξια τα δίχτυα των νοημάτων. Έπιανε μια-μια τις λέξεις και, αφού ξερίζωνε τα ασθμαίνοντα βράγχια πετώντας στη θάλασσα τα κόκκινα εντόσθια, τις απολέπιζε από το ασήμι των εντυπώσεων, τις ξέπλενε με νερό, τις βουτούσε στο αλάτι και τις τοποθετούσε, έτσι γδαρμένες κι αγνώριστες, σ’ ένα πανέρι εννοιών.
Κατόπιν, στράφηκε σ’ εμένα και μου έδειξε το σώμα τους με το κεφάλι γυρτό. Χωρίς φαντασία, οι λέξεις δεν είναι πλέον αμφίβιες, είπε και, προκαλώντας με σχεδόν ειρωνικά, σχολίασε: Για να δούμε τι ψάρια πιάνεις εσύ. Αν μπορείς –χωρίς ωκεανό– φτιάξε μ’ αυτές τις λέξεις ένα ποίημα πλωτό.
ΧΡΟΝΙΚΟ
Τα χέρια της φτεροκοπούν ετοιμάζοντας το πρωινό στην κουζίνα, λίγο προτού ξυπνήσει τα παιδιά αγγίζοντας –με τα ματοτσίνορα– τα βλέφαρά τους. Ύστερα, χωρίς δισταγμό, μονώνει τις χαραμάδες στις πόρτες φορώντας τις λέξεις κατάσαρκα, νιώθοντας τα λεπίδια των γιώτα σφηνωμένα στο στήθος και τις καμπύλες των όμικρον να σφίγγουν τον λαιμό, με μια γλώσσα που χαράσσει τα λάθη μας στις αναπάντεχες ρωγμές της.
Το δωμάτιο γεμίζει ασφόδελους που μαρτυρούν εγκατάλειψη˙ ένας για κάθε απειλή την ώρα που η λέαινα ανοίγει το γκάζι και βάζει το κεφάλι της στον φούρνο, ανασηκώνοντας το πέλμα για να διανύσει μέσα σε μια στιγμή την απόσταση μυριάδων χιλιομέτρων.
ΔΙΑΦΥΓΗ
Όταν το φως δεν φέγγει πια, όταν τα μέλη εγκαταλείπουν το σώμα, όταν το πεπρωμένο στρώνει τις κλίνες για ν’ αναπαυθούν απαλλαγμένα από το βάρος τους τα οστά, παίρνω της γραφής τον παυσίλυπο δρόμο αναζητώντας την ομορφιά που αποκαλύπτει μες στα συντρίμμια το κάλλος.
Αχ, το περιπόθητο χ της λαχτάρας καίει μέσα μου χίλια καμίνια. Το τραίνο ξεφεύγει από τις ράγες˙ υποβρυχίως ίπταται βυθιζόμενο σ’ έναν απύθμενο ουρανό, γιατί κάθε στιγμή μνημειώνει το ασήμαντο, αναδεικνύοντας στο ελάχιστο το μεγαλείο του μηδαμινού.
ΑΝΑΡΡΙΧΗΣΗ
Γέρνει, διαρκώς γέρνει το κυπαρίσσι. Ραγίζει τον μαντρότοιχο σχεδιάζοντας ρωγμές πάνω στην πέτρα. Πήραν οι ρίζες τον ανήφορο˙ δεν τις χωράει η γη. Διασχίζουν το σκοτάδι, τινάζουν το χώμα, ξεριζώνουν τις πλάκες κι αναδύονται στην επιφάνεια ρουφώντας αχόρταγα ήλιο και αέρα. Όσοι αναπαύονται στον ίσκιο του κυπαρισσιού δεν ησυχάζουν. Σκαρφαλώνουν αδιάκοπα, τεντώνουν τις παλάμες, υψώνουν τ’ ακροδάχτυλα, σηκώνονται στις μύτες των ποδιών, ώσπου ξεμυτίζουν στο φως. Σήμερα σκόνταψα στους κόμπους των μαλλιών τους που είναι αδέξια πλεγμένα με τις ρίζες.
ΕΦΙΑΛΤΗΣ
Ανέβαινα. Διαρκώς ανέβαινα. Είχα την αίσθηση πως ήμουν ένα φύλλο ή ένα φτερό. Ένα πούπουλο παρασυρμένο από την άνωση, αφού το βάρος μου είχε εκλείψει και μπορούσα να αισθανθώ την αβάσταχτη ελαφρότητα της ύπαρξης που μου έδινε μια πρωτόγνωρη ευφορία.
Όταν έφτασα ψηλά, ένιωσα ξαφνικά ότι η περίοδος χάριτος είχε λήξει κι εντελώς απότομα άρχισα να πέφτω. Το βάρος μου πολλαπλασιαζόταν δυσανάλογα και η ταχύτητα της πτώσης ξεπερνούσε τον νόμο της βαρύτητας, σημαίνοντας την επερχόμενη καθολική συντριβή μου. Ήθελα να ουρλιάξω, αλλά η κραυγή παγιδεύτηκε στο ορθάνοιχτο απελπισμένο στόμα. Κι αντί να ξυπνήσω κάθιδρη από την αγωνία λίγο πριν τσακιστώ στο έδαφος, είδα τον εαυτό μου να σφηνώνεται με το κεφάλι στη γη κι ένιωσα να θρυμματίζονται το κρανίο και τα οστά μου. Όταν έφτασε το ασθενοφόρο, όσο οι τραυματιοφορείς μάζευαν τα κομμάτια μου, φώναζα «λάθος κάνετε… είμαστε σε όνειρο… λάθος κάνετε… αν και συντρίμμια, είμαι ακόμη ζωντανή…».
Και τώρα έχασα την ήρεμο ενατένιση.
Που ν’ αφήσω το βάρος του εαυτού μου;
Κ. Γ. ΚΑΡΥΩΑΤΑΚΗΣ
ΔΙΑΛΟΓΟΣ
Αισθάνομαι την πραγματικότητα με σωματικό πόνο. Αλγεβρικές εξισώσεις τα βήματά μου.[1] Ποιά βήματά μου; Η ισορροπία έχει πλέον χαθεί. Ένα αραβικό άλογο καλπάζει στο μυαλό μου. Δεν υπάρχει αναβάτης· μονάχα καπίστρια, πέταλα, γκέμια. Η χαίτη του, μια ολόμαυρη εσάρπα στιλπνή που με τυλίγει. Σβήνει η φωνή μου. Σε ποιον μιλώ, αφού κανείς δεν ακούει;
Τις νύχτες μπαίνει η θάλασσα στο δωμάτιο· κολυμπάω στη μήτρα της, ο βυθός με διεκδικεί· «είσαι δική μου», φωνάζει· μ’ αρπάζει βίαια, «σε ονομάζω νύχτα», λέει και μου περνάει το φεγγάρι στο δάχτυλο· «για σένα τώρα πια ο βυθός είναι η θάλασσα, το προσωπείο της θάλασσας το πρόσωπό σου…»
Την επομένη, πλάι στο πτώμα της γυναίκας, βρέθηκε ένα σημείωμα με τα εξής λόγια: «Η θάλασσα είναι η μόνη μου αγάπη. Γιατί έχει την όψη ενός ιδανικού. Και τ’ όνομά της είναι ένα θαυμαστικό.[2] Το αποτύπωμα μιας σφαίρας στον κρόταφο ή ένα κομμάτι μέταλλο σφηνωμένο στο στήθος.»