Όπιο όπως μυθιστόρημα


{ 4 εποχές, νέο βλέμμα }

—————————————————————
Με αφορμή το μυθιστόρημα του Σαντέκ Χενταγιάτ «Η τυφλή κουκουβάγια»
Μετάφραση: Φωτεινή Σιδηροπούλου, Τουράζ Γιαζντανί
Εκδόσεις Τόπος 2009, σελ. 151
—————————————————————

Όπιο όπως μυθιστόρημα

«Υπάρχουν στη ζωή πληγές που μέσα στο σκοτάδι τρώνε αργά, σαν τη λέπρα, την ψυχή».

Γραμμένο ως κυκλικό μυθιστόρημα, το κείμενο μοιάζει να διαποτίζεται από το πρώτο τραύμα, την αρχική του κιόλας φράση, η οποία δίνει τον τόνο ώστε να ακολουθήσει το χρώμα, χρώμα νυχτερινό από ένα μαύρο φόρεμα και ένα μοβ λουλούδι.

Ο ήρωας-αντιήρωας ζωγραφίζει εμμονικά πάνω σε κασετίνες την ίδια μινιατούρα: ένα αγγελικό κορίτσι με μαύρο φόρεμα που κρατά μια μικρή καμπανούλα και έναν γέρο με σαρίκι. Πιο πέρα ένα κυπαρίσσι, ανάμεσά τους ένα ποτάμι. Η εικόνα κατακλύζει τη ζωή του αφηγητή, πιστεύει ότι την έχει δει ζωντανεμένη, αναζητά το κορίτσι στους δρόμους της πόλης, μέχρι που το βρίσκει στο κρεβάτι του νεκρό και το τεμαχίζει. Αυτό το κορίτσι κατακρεουργεί ή μήπως τη δική του γυναίκα που, σε μια άλλη πραγματικότητα-μη πταγματικότητα, την έσφαξε την ώρα της ηδονής; Ή μήπως πρόκειται για το ίδιο πρόσωπο;

Κλεισμένος στο σπίτι του, αφήνοντας το ενοχλητικό βουητό της πόλης μακριά, αποφασίζει να γράψει όσα συμβαίνουν στο πολυτάραχο μυαλό του, εμπλέκοντας και την ιστορία της γέννησής του, τη μητέρα, τον πατέρα, τον θείο και μια κόμπρα, πατώντας από αμφιβολία σε αμφιβολία, από ανατροπή σε ανατροπή, πετώντας πάντα σ’ ένα οπιούχο περιβάλλον, όπου τα πάντα σαλεύουν, αναδεύονται, χρωματίζονται ή αποχρωματίζονται και τίποτε δεν έχει οριστική μορφή.

Τα μέχρι τότε αφηγηματικά όρια σπάνε, το Νέο Μυθιστόρημα δεν είχε εμφανιστεί ακόμη στο Παρίσι, και ο Μπρετόν χαιρετίζει την Τυφλή κουκουβάγια ως το κατεξοχήν σουρρεαλιστικό έργο. Οι ελάχιστοι χαρακτήρες του λειτουργούν ως συγκοινωνούντα δοχεία με χρωματιστά υγρά που, ερχόμενα σε επαφή, αλλάζουν το ένα του άλλου τη μορφή ή αποκτούν την ίδια. Ο χασάπης, που βλέπει ο ήρωας κάθε μέρα από το παράθυρό του, του δανείζει το μαχαίρι του και το αίμα, το ανατριχιαστικό γέλιο του γέρου βγαίνει κάποια στιγμή απ’ το δικό του λαρύγγι, το αθώο, αγγελικό πλάσμα που κατακρεουργείται συγχέεται με τη γυναίκα που σφαγιάζεται και φέρει τον προσδιορισμό τσούλα. Ο γέρος μετατρέπεται σε οδηγό νεκρικής άμαξας, σε ψυχοπομπό, την ίδια ώρα που ο ήρωας, στο λόφο με τα μοβ λουλούδια, θα γίνει νεκροθάφτης.

Τα πάντα έχουν μια ονειρική λειτουργία, ο Χενταγιάτ ήταν γνώστης των ψυχαναλυτικών μηχανισμών, αλλά και των μηχανισμών των τεχνητών παραδείσων. Έτσι ο αναγνώστης βυθίζεται σε ένα οπιούχο κείμενο, με έναν αφιονισμένο ήρωα. Τα πάντα κολυμπούν μες στους αχνούς και στην αμφιβολία και εξαρχής καλούν στην αποπομπή της βεβαιότητας.

Με τίτλο αινιγματικό, που κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης διαρκώς αφήνει πίσω μελάνι σαν σουπιά, Η τυφλή κουκουβάγια είναι ένα απελπισμένο ταξίδι γνώσης σε αχαρτογράφητα νερά, όπου επαναλαμβάνονται οι κώδικες, όχι όμως ως κλειδιά αλλά ως φύλακες της αλήθειας που δεν μπορεί παρά να παραμείνει άγνωστη για πάντα.

Ή αλλιώς τυφλή. Ή μήπως και μονόφθαλμη; Ο ήρωας κρατάει στο χέρι του το μάτι της γυναίκας μετά από τη σφαγή. Ο ίσκιος του, στον οποίον απευθύνεται όταν αποφασίζει να γράψει, αποκαλύπτει μονάχα στο τέλος τη μορφή του. Ίσκιος κουκουβάγιας. Σύμβολο της σοφίας για τη Δύση, του θανάτου, φυσικού ή συμβολικού για το Ιράν. Ο Χενταγιάτ είναι μια ιρανική ποιητική ψυχή με δυτική παιδεία. Ακροβατεί ανάμεσα στα δυο και ο ήρωάς του είναι ένας νεκροζώντανος που αναζητάει κάποιο νόημα στη ζωή, ζωή που θα βαραίνει τον συγγραφέα μέχρι τέλους και θα αυτοκτονήσει στο Παρίσι το 1951.

———— ≈ ————


Η Φωτεινή Σιδηροπούλου και ο Τουράτζ Γιαζντανί μας χαρίζουν ένα επιμελώς μεταφρασμένο κείμενο. Ο σεβασμός και ο θαυμασμός τους όμως στον συγγραφέα δεν απογειώνουν δυστυχώς την ποίησή του.


Ο Σαντέκ Χενταγιάτ γεννήθηκε στην Τεχεράνη το 1903. Σπούδασε στο Βέλγιο και εγκαταστάθηκε στο Παρίσι το 1926. Έχει μεταφράσει μεταξύ άλλων Ομάρ Καγιάμ και Κάφκα. «Η τυφλή κουκουβάγια» θεωρείται το αριστούργημά του. Γράφτηκε το 1936 και, με έξοδα του συγγραφέα, εκδόθηκε για πρώτη φορά στη Βομβάη, πολυγραφημένο σε πενήντα αντίτυπα. Στο Ιράν βγήκε 1941 από τις εκδόσεις Αμίρ-Καμπίρ προκαλώντας σκάνδαλο. Στη Γαλλία εκδόθηκε από τον José Corti το 1953. Το 1987 γυρίστηκε ταινία από τον Γαλλοχιλιανό Ραούλ Ρουίζ. Στις 9 Απριλίου του 1951 ο Σαντέκ Χενταγιάτ σφραγίζει πόρτες και παράθυρα με βαμβάκι και αυτοκτονεί εισπνέοντας γκάζι, στο διαμέρισμά του στο Παρίσι. Ο τάφος του βρίσκεται στο Περ Λασαίζ. Σήμερα όλα του τα βιβλία είναι απαγορευμένα στο Ιράν.

Η τελευταία χειρόγραφη σελίδα του μυθιστορήματος
Η τελευταία χειρόγραφη σελίδα του μυθιστορήματος

ΒΡΕΙΤΕ ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΗΣ Σοφίας Διονυσοπούλου ΣΤΟΝ ΙΑΝΟ.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: