Χήρα Τάκη

Dorothea Tanning, «Οικογενειακό πορταίτο». 1953-54 (λάδι σε καμβά. Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης (Centre Georges Pompidou), Παρίσι
Dorothea Tanning, «Οικογενειακό πορταίτο». 1953-54 (λάδι σε καμβά. Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης (Centre Georges Pompidou), Παρίσι

Κά­θε από­γευ­μα Σαβ­βά­του, στις έξι και μι­σή ακρι­βώς, η κυ­ρία Καί­τη, χή­ρα Τά­κη, επι­σκέ­πτε­ται την κα­λή της φί­λη και γει­τό­νισ­σα Βέ­ρα, χή­ρα Ναυάρ­χου. Η Βέ­ρα ζει σ’ ένα δια­μέ­ρι­σμα δευ­τέ­ρου ορό­φου. Όμως η Καί­τη δεν μπο­ρεί να ανε­βεί τα σκα­λιά μέ­χρις εκεί. Η δε Βέ­ρα, λό­γω γο­φού, δεν μπο­ρεί να τα κα­τέ­βει. Έτσι, τον τε­λευ­ταίο χρό­νο, κα­τά τη σαβ­βα­τιά­τι­κη έξο­δό τους, η Καί­τη κά­θε­ται στο πλα­τύ­σκα­λο του ισο­γεί­ου ενώ η Βέ­ρα στην κα­ρέ­κλα που βρί­σκε­ται μό­νι­μα στον διά­δρο­μο του δευ­τέ­ρου.
Πά­ει ένας χρό­νος που δεν έχουν δει η μια την άλ­λη μα αυ­τό δεν μειώ­νει στο ελά­χι­στο τη ζω­ντά­νια των συ­ζη­τή­σε­ών τους. Στις έξι και τρια­ντα­δύο πε­ρί­που, αφού βε­βαιω­θούν κι οι δυο πως βρί­σκο­νται αμ­φό­τε­ρες στις θέ­σεις τους, αρ­χί­ζουν να φω­νά­ζουν τα νέα τους. Στα­δια­κά, συ­ντο­νί­ζο­νται. Το αυ­τί τους προ­σαρ­μό­ζε­ται στη συν­θή­κη, πα­ρά τη βδο­μά­δα που έχει με­σο­λα­βή­σει. Όμως ού­τε η ακοή τους βρί­σκε­ται στην πρώ­τη της νιό­τη, με απο­τέ­λε­σμα να λαμ­βά­νουν χώ­ρα λο­γιών λο­γιών πα­ρε­ξη­γή­σεις. Η συ­χνό­τε­ρη εν­σκύ­πτει όταν η Καί­τη πη­γαί­νει στο κοι­μη­τή­ριο –δε θέ­λει να το λέ­ει νε­κρο­τα­φείο– και η Βέ­ρα τη ρω­τά­ει πώς τα βά­ψα­με, πώς τα βά­ψα­με, φρά­ση που η Καί­τη εκλαμ­βά­νει ως κά­ποιου εί­δους μομ­φή για τον πρό­τε­ρο βίο του Τά­κη της, πράγ­μα που πυ­ρο­δο­τεί κα­τα­στά­σεις μιας κι ού­τε ο Ναύ­αρ­χος στο κά­τω κά­τω υπήρ­ξε υπό­δειγ­μα συ­ζύ­γου. Αλ­λά αυ­τό η Καί­τη απο­φεύ­γει να το θί­γει ευ­θέ­ως κα­θό­τι του εκου­νιό­ταν του Ναυάρ­χου ελα­φρώς. Φι­λι­κά πά­ντα βε­βαί­ως κι ανέγ­γι­χτα. Έτσι η Βέ­ρα, με την υπερ­βάλ­λου­σα πί­στη στην πί­στη του συ­ζύ­γου της, έχει κά­θε φο­ρά τον τε­λευ­ταίο λό­γο επί του θέ­μα­τος.
Σή­με­ρα η Καί­τη φο­ρά και­νού­ριο φό­ρε­μα μα η φί­λη της δεν μπο­ρεί να το δει. Γι’ αυ­τό, της το πε­ρι­γρά­φει.

– Εί­ναι στο χρώ­μα του πά­γου...
– Α, θα κο­μπο­ζά­ρει με τα μαλ­λιά σου.
– Κι έχει κά­τι νε­ρά μαύ­ρα έτσι τό­πους τό­πους...
– Τι έχει;
– Κά­τι μαύ­ρα νε­ρά. Σα μάρ­μα­ρο σα να λέ­με. Μαρ­μπρέ.
– Σί­γου­ρα κο­μπο­ζά­ρει με τα μαλ­λιά σου.
– Κά­νει στη μέ­ση κι ένα ντρα­πε­δά­κι...
– Αυ­τό εί­ναι χάρ­μα.
– Ναι, κι εί­ναι κι οι ώμοι έτσι λί­γο παρ­τοί.
– Φαί­νε­ται μπρά­τσο;
– Τό­σον όσο.
– Ύφα­σμα; Δεν πι­στεύω να ‘ναι κα­νέ­να ρε­γιόν...
– Όχι κα­λέ! Ρε­γιόν εί­ναι. Με φό­δρα σα­τε­νά­κι.
– Εύ­γε, Καί­τη μου, εύ­γε. Έχεις κά­ποια πε­ρί­στα­ση;
– Όχι.
– Όχι;
– Όχι.
– Για σέ­να εί­ναι η ζωή, Καί­τη μου...

Η Καί­τη αντι­πα­ρέρ­χε­ται.

– Το ‘βα­λα στην Ανά­στα­ση.
– Πή­γες;
– Πή­γα έτσι να βγω λί­γο απ’ το σπί­τι, να δω κά­ναν άν­θρω­πο...
– Και;
– Τι και;
– Τον εί­δες;
– Έλα τώ­ρα, Βέ­ρα μου, σά­χλες.
– Μά­λι­στα. Πα’ να πει δεν ανέ­στη...

Η Καί­τη σκά­ει στα γέ­λια κι ο ήχος κά­νει πιγκ πογκ στους τοί­χους των δια­δρό­μων μέ­χρι τον πέμ­πτο και πά­λι πί­σω. Έχει το ίδιο γέ­λιο απ’ όταν ήταν εί­κο­σι. Η Βέ­ρα λέ­ει ακό­μη τα αστεία της με τον ίδιο σο­βα­ρό τρό­πο που τα σέρ­βι­ρε από μι­κρή, την ώρα του μα­θή­μα­τος ρα­πτι­κής, για να μη δί­νει στό­χο.

– Τσά­μπα το φό­ρε­μα, Καί­τη μου.
– Ου­δό­λως, Βέ­ρα μου. Ου­δό­λως. Προ­κά­λε­σε συ­ζη­τή­σεις. Η Φα­νή η Μπα­τα­ξή το βρή­κε αρ­κού­ντως προ­κλη­τι­κό.
– Ποιος τη γα­μεί αυ­τήν;
– Τι εί­πες, Βέ­ρα μου;
– Λέω: Ποιος τη γα­μεί αυ­τήν.
– Ήρ­θε ο εγ­γο­νός σου επί­σκε­ψη;
– Ναι, του ‘λει­ψα, εί­πε. Δυο μέ­ρες εί­χε να με δει.
– Πό­σο πή­γε;
– Πε­νή­ντα ευ­ρώ.
– Τι τα κά­νει πε­νή­ντα ευ­ρώ μέ­ρα πα­ρά μέ­ρα παι­δί πρά­μα;
– Έχει κο­ρί­τσι, λέ­ει.
– Πέρ­σι τέ­τοιες μέ­ρες δεν ήταν που ήτα­νε αδερ­φή;
– Άλ­λα­ξε τώ­ρα, λέ­ει, έχει κο­ρί­τσι. Τι να σου πω, βρε Καί­τη μου, ξέ­ρω κι εγώ; Λί­γο ακρι­βά μας βγαί­νει εφέ­το...
– Ό,τι θέ­λει σε κά­νει, Βέ­ρα, ό,τι θέ­λει. Μια ζωή τ’ αρ­σε­νι­κά ό,τι θέ­λουν σε κά­νου­νε.

Η Βέ­ρα κου­νά το κε­φά­λι σα να λέ­ει «δεν έχεις άδι­κο, Καί­τη μου, δεν έχεις». Μα δεν το λέ­ει. Οπό­τε: παύ­ση.

– Βλέ­πει, που λες, το φό­ρε­μα η Φα­νή η Μπα­τα­ξή κι όλη τη λει­τουρ­γία δε μ’ άφη­σε απ’ τα μά­τια της η γρου­σού­ζα. Δυο μέ­ρες πο­νο­κέ­φα­λο εί­χα ύστε­ρα. Κι όταν αρ­χι­νά­νε τα Χρι­στός Ανέ­στη και τ’ Αλη­θώς ο Κύ­ριος και πιά­νου­με να φι­λιο­μά­στε­νε, γυρ­νά­ει και μου κά­νει στ’ αυ­τί «στις ομορ­φιές σου, Καί­τη μου, ού­τε παι­δού­λα...».
– Α, τη φαρ­μά­κω...
– Ού­τε παι­δού­λα! Ακούς εκεί λό­για;
– Για­τί το ‘πε αυ­τό, λες;
– Ξέ­ρω κι εγώ; Μην ήτα­νε το ντρα­πε­δά­κι στη μέ­ση;
– Δεν εί­ναι η μέ­ση σου όπως ήτα­νε, Καί­τη μου, κά­τι άλ­λο θα εν­νο­ού­σε...
– Το ντρα­πε­δά­κι θα ‘τα­νε, το ντρα­πε­δά­κι.
– Κά­τι κρύ­βεις, Καί­τη, κά­τι κρύ­βεις.
– Εντά­ξει, εί­ναι λί­γο ανοι­χτό στο λαι­μό...
– Χα­μό­γε­λο σαν να λέ­με;
– Α πα πα, όχι, όχι χα­μό­γε­λο. Ας πού­με κά­νει έτσι ένα βε.
– Ένα βε! Πό­σο βε;
– Ε, κά­νει.
– Τε­ντώ­νει το χέ­ρι;

Η Καί­τη βά­ζει τον αντί­χει­ρα στο πη­γού­νι της και το μι­κρό της δά­χτυ­λο ανά­με­σα στο στή­θος.

– Τε­ντώ­νει λί­γο.

Η Βέ­ρα κου­νά το κε­φά­λι της πα­ρα­δο­μέ­νη.

– Δεν πει­ρά­ζει, Καί­τη μου. Πό­σο θα τα φο­ρά­με ακό­μα νο­μί­ζεις...

Συμ­βαί­νει εδώ μια παύ­ση, κά­ποιος δι­σταγ­μός.

– Ο Τά­κης λέ­ει πως με φω­τί­ζει όπως εκεί­νο το κόκ­κι­νο που ‘χα­με πά­ρει μα­ζί στο Βου­κου­ρέ­στι, θυ­μά­σαι;
– Τι πρά­μα;
– Το Βου­κου­ρέ­στι. Θυ­μά­σαι που ‘χα­με πά­ει με τη χο­ρω­δία στο Βου­κου­ρέ­στι;

Μι­κρή παύ­ση.

– Βέ­βαια θυ­μά­μαι...
– Δεν εί­χα­με πά­ρει μα­ζί ένα κόκ­κι­νο γκρε­νά;
– Βι­σκόζ.
– Α, μπρά­βο.
– Ναι, τι;
– Όπως εκεί­νο με φω­τί­ζει, λέ­ει.
– Ποιος το λέ­ει;
– Ο Τά­κης.

Παύ­ση.

– Ο Τά­κης με τα ψι­λι­κά;
– Ο Τά­κης ο άντρας μου, Βέ­ρα.

Παύ­ση δι­σταγ­μού ξα­νά. Ύστε­ρα η Καί­τη ψι­θυ­ρί­ζει δυ­να­τά.

– Μου μί­λη­σε χτες...
– Ο Τά­κης εί­ναι πε­θα­μέ­νος, Καί­τη.
– Το ξέ­ρω κα­λέ, δεν τα ‘χα­σα.
– Εί­πα κι εγώ, στρα­βο­στό­μη­σα.
– Μου μι­λά­ει όμως... Έρ­χε­ται και μου μι­λά­ει μό­λις ανά­βω τον απορ­ρο­φη­τή­ρα.

Με­γά­λη παύ­ση.

– Τι έφτια­ξες;
– Βέ­ρα, σου λέω μου μι­λά­ει... Πα­τάω το κου­μπί και πιά­νει την πάρ­λα. Ό,τι φαΐ και να κά­νω.

Τά­κη, φύ­γε, του λέω, εί­σαι πε­θα­μέ­νος...

– Κα­λά του λες!
– Ναι, αλ­λά δε φεύ­γει!
– Να σβή­νεις τον απορ­ρο­φη­τή­ρα, δεν εί­ναι συ­μπε­ρι­φο­ρές αυ­τές.
– Δε μου πά­ει η καρ­διά... Την άλ­λη φο­ρά που τον έκλει­σα, βά­νω την άλ­λη μέ­ρα να ζε­στά­νω τον αρα­κά κι ήτα­νε κει ο Τά­κης κι έκλαι­γε.
– Ήτα­νε κει ο Τά­κης;
– Από την προη­γού­με­νη...
– Κι έκλαι­γε;
– Σαν το μω­ρό γα­τί.

Μι­κρού­λα παύ­ση δυ­σπι­στί­ας.

– Καί­τη;
– Έλα.
– Μπας και δεν εί­ν’ ο Τά­κης;
– Και ποιος να ‘ναι;
– Πό­τε έκλα­ψε μα­ρ’ συ ο Τά­κης για να κλά­ψει τώ­ρα πε­θα­μέ­νος;
– Αυ­τό εί­πα κι εγώ, τώ­ρα το θυ­μή­θη­κες;, του εί­πα.
– Και τι εί­πε;
– Με­τά­νιω­σε, λέ­ει, κι έκλαι­γε.
– Τι έκα­νε;
– Με­τά­νιω­σε!
– Τι πρά­μα;
– Ξέ­ρω κι εγώ; Κι ύστε­ρα μου ‘λε­γε κά­τι...
– Τι;
– Κά­τι... Ξέ­ρεις.
– Τι, Καί­τη;
– Κά­τι μυ­στή­ρια. Πώς μου πά­ει το φό­ρε­μα και τι ωραίο το μπού­στο και κά­τι τέ­τοια χα­ζά.
– Σε φλερ­τά­ρι­ζε σα να λέ­με.
– Παι­δί μου, ού­τε ζω­ντα­νός δε μου ‘χε μι­λή­σει έτσι ο Τά­κης. Και πό­σο μου ‘λει­ψες, Καί­τη μου, και τώ­ρα κα­τα­λα­βαί­νω, Καί­τη μου, και τι άμυα­λος ήμου­να...
– Τι λες βρε, Καί­τη μου...
– Κι έφυ­γα, Καί­τη μου, και δε σε χά­ρη­κα...
– Τι δε σε χά­ρη­κε; Πε­νή­ντα χρό­νια σ’ εί­χε.
– Ερω­τι­κώς εν­νο­ού­σε, βρε Βέ­ρα μου.
– Α!
– Ερω­τι­κώς. Σί­γου­ρα ερω­τι­κώς. Για­τί με­τά...
– Τι γί­νη­κε με­τά;
– Ντρέ­πο­μαι και να το πω... Αρ­χί­νη­σε, Βέ­ρα, να βογ­γά­ει.
– Τι να κά­νει;
– Βογ­γού­σε, έτσι, α α α...
– Μην πο­νού­σε που­θε­νά;
– Πε­θα­μέ­νος εί­ναι, Βέ­ρα, το λέ­ει κι η νε­κρώ­σι­μος, «έν­θα ουκ έστι πό­νος».
– Σω­στά. Άρα λες ήταν...
– Ερω­τι­κό ήταν. Δε λέ­ει που­θε­νά «ουκ έστιν έρως»...
– Δεν το λέ­ει...
– Για­τί δεν το λέ­ει;
– Για­τί, Καί­τη μου;
– Για­τί έστιν!

Παύ­ση.

– Καί­τη, ξε­μω­ρά­θη­κες.
– Μία φο­ρά να χα­ρείς με τη χα­ρά μου, μία!
– Αφού μου λες αρ­λού­μπες! Άκου κει εί­ν’ ο Τά­κης μες στον απορ­ρο­φη­τή­ρα και βογ­γά.
– Σου λέω, Βέ­ρα μου, εί­ναι!
– Ο Τά­κης, Καί­τη μου, μια ζωή βογ­γού­σε έξω ‘πό το σπί­τι, δεν μπο­ρεί να ‘ρθε τώ­ρα στο ύστε­ρο να βογ­γή­ξει μέ­σα. Δεν εί­ναι Τά­κης αυ­τό, πώς να σ’ το πω;
– Κι άμα με­τά­νιω­σε; Αφού το εί­πε, τον άκου­σα! Εί­πε «Καί­τη, με­τά­νιω­σα».

Παύ­ση με­γά­λη εδώ. Η Καί­τη κοι­τά­ει προς τα πά­νω με αγω­νία. Η Βέ­ρα κοι­τά­ει προς τα κά­τω τα νύ­χια της. Βρί­σκει τα χέ­ρια της ακό­μα πο­λύ κομ­ψά, κι ας έχει και­ρό να τα φρο­ντί­σει.

«Τι να πω, μπο­ρεί...», λέ­ει τε­λι­κά η Βέ­ρα στην Καί­τη.

Η Καί­τη παίρ­νει ανά­σα. Για λί­γο, δε μι­λά­ει κα­μια τους. Με­τά:

– Βέ­ρα; Εί­σαι εκεί;
– Ναι.
– Ε, πες τί­πο­τα.

Η Βέ­ρα δε μι­λά­ει.

– Τι έχεις τώ­ρα;
– Τί­πο­τα. Να παίρ­νεις τα χά­πια σου.

Μι­κρή παύ­ση. Η Καί­τη γε­λά­ει.

– Ανη­συ­χείς για τη φι­λε­νά­δα σου;

Η Βέ­ρα δεν απα­ντά.

– Τα παίρ­νω τα χά­πια μου, να μην ανη­συ­χείς για τα χά­πια μου...
– Να πας να κοι­τα­χτείς, μπο­ρεί να θέ­λεις και­νού­ρια.
– Ού­τε δυο μή­νες δεν εί­ναι που κοι­τά­χτη­κα.
– Να πας στον Πα­πα­πο­στό­λου που δε χα­ρί­ζει κά­στα­να.
– Στον Πα­πα­πο­στό­λου πάω.
– Στον Σπύ­ρο;
– Στον Σπύ­ρο, Βέ­ρα μου, στον Σπύ­ρο.

Παύ­ση.

– Απλώς ο Τά­κης με­τά­νιω­σε. Αυ­τό εί­ν’ όλο κι όλο.

Η Βέ­ρα δεν απά­ντη­σε. Ακού­στη­κε πά­νω σούρ­σι­μο πα­ντό­φλας κι ύστε­ρα ένα ψυ­γείο να κλεί­νει. Άνοιγ­μα βρύ­σης και το τσικ του αλου­μι­νί­ου των χα­πιών. Με­τά από λί­γο, ένας απο­κα­μω­μέ­νος στε­ναγ­μός.

– Βέ­ρα, εί­σαι κει;
– Ναι, το θερ­μο­σί­φω­νο πή­γα ν’ ανά­ψω...
– Εσύ κα­νέ­να νέο από τον Ναύ­αρ­χο;
– Μπα, εμείς τα ίδια. Ησυ­χία...
– Κα­λή εί­ν’ η ησυ­χία, Βέ­ρα μου, κα­λή.
– Κα­λή εί­ναι...

Μι­κρή παύ­ση. Και πά­λι η Βέ­ρα, σι­γά, ίσα που ακού­γε­ται:

– Κα­λή.

Αρ­γό­τε­ρα το ίδιο βρά­δυ, στην ξύ­λι­νη ρο­τό­ντα της κου­ζί­νας, η Βέ­ρα βά­φει τα νύ­χια της με ροζ περ­λέ μα­νό. Όταν στε­γνώ­σουν, σπρώ­χνει με προ­σε­κτι­κές κι­νή­σεις την κα­ρέ­κλα της δί­πλα στον φούρ­νο. Κά­θε­ται, βο­λεύ­ε­ται, κι ανοί­γει λί­γο το ρο­μπά­κι της στα μπού­τια. Παίρ­νει βα­θιά ανά­σα και πιέ­ζει το κου­μπί του απορ­ρο­φη­τή­ρα στο τρία. Βουή αέ­ρα ξε­χύ­νε­ται μες στο δω­μά­τιο μα τί­πο­τ’ άλ­λο. Η Βέ­ρα πε­ρι­μέ­νει. Πε­ρι­μέ­νει και πε­ρι­μέ­νει. Όλο το βρά­δυ πε­ρι­μέ­νει μα μό­νο αέ­ρας κο­πα­νι­στός ακού­γε­ται, μέ­χρι που φτά­νουν με­σά­νυ­χτα και τα βλέ­φα­ρά της αρ­χί­ζουν να σβή­νουν. Ση­κώ­νε­ται τρί­ζο­ντας απ’ την κα­ρέ­κλα της και σέρ­νει τις κα­λές της τις πα­ντό­φλες μέ­χρι την κά­μα­ρα. Σκέ­φτε­ται πως τ’ αυ­τιά της γε­ρά­σαν πριν από κεί­νην, πως έχει χρό­νια να πά­ρει ένα και­νού­ριο φό­ρε­μα, πως ίσως τε­λι­κά ο Τά­κης να με­τά­νιω­σε στ’ αλή­θεια.

ΒΡΕΙ­ΤΕ ΤΑ ΒΙ­ΒΛΙΑ ΤΗΣ Αλε­ξάν­δρας Κ* ΣΤΟΝ ΙΑ­ΝΟ.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: