Το μηδέν σε φωλιά

Το μηδέν σε φωλιά

Κλεοπάτρα Λυμπέρη, «Το μηδέν σε φωλιά», Γαβριηλίδης 2018

Δύσκολες ποιήσεις συναντούμε εδώ, αλλ᾽ ωστόσο είναι διαποτισμένες πάντα με πλημμυρίδες ομορφιάς, με καταρράχτες αιφνίδιων συγκινήσεων, που σε αποζημιώνουν για την υπομονή σου στην ακολουθία της ανάγνωσης και στη μέθεξή σου με έναν λόγο πτητικό και μεταφορέα πολυποίκιλων εννοιών.
Η δυσκολία εδώ έγκειται μόνο στην εκμετάλλευση και την κατανόηση του περιεχομένου μέχρι και την πιο μικρή του λεπτομέρεια. Αλλά η εγγενής αυτή δυσκολία είναι ίδιον της ποιητικής τέχνης, πόσο μάλλον της ουσιαστικής και εμπνευσμένης αυτής τέχνης. Ο Νερούντα είχε προεξοφλήσει αυτές τις καταστάσεις, εξηγώντας ότι το φαινόμενο είναι σύμφυτο των λέξεων που χρησιμοποιούνται ως εργαλείο, καθόσον οι λέξεις μοιάζουν με πρίσματα, που είναι ένα σύνολο ακμών και κάθε ακμή προτείνει τη δική της θέαση του κόσμου. Λοιπόν, πάντα εξαρτάται από ποια ακμή εξετάζουμε ή χρησιμοποιούμε τις λέξεις, από ποια ακμή τις πιάνει ο συγγραφέας και από ποια ακμή τις διαβάζει και τις αντιλαμβάνεται ο αναγνώστης. Μία ρευστότης συνθέσεως και μία ποικιλία της θέασης συνυπάρχουν μέσα στο καλειδοσκόπιο της γραφής.
Καθώς επικεντρωνόμαστε στο ανά χείρας βιβλίο βλέπουμε δύο κυρίαρχες λέξεις να καθορίζουν τον τίτλο και το εννοιολογικό βάθος της συλλογής: το μηδέν και τη φωλιά. Κατ᾽ αρχάς θέτουμε στην αντίληψή μας το ανύπαρκτο ως ύλη, δηλαδή αυτό που δεν περιέχει τίποτα και αμέσως απέναντί του το υπαρκτό οικοδόμημα, ήτοι αυτό το αντιφατικό περιέχον, που περιέχει όμως το κενό. Πρόκειται για κορύφωση της αντίφασης ή για κορύφωση της υπερβολικής λογικής; Μα, πάλι θα πούμε, με αντιφάσεις δεν ορίζεται η ζωή μας; Εδώ η ποιητική οπτική τοποθετεί το μηδέν μέσα σε μια προστατευτική φωλιά ή, διαφορετικά, προσπαθεί να το θέσει σε μια διαδικασία ροής, σε μια πορεία ή μια πτήση προς το σκοτεινό κέλυφος της προστασίας του. Από εκεί θα ξεπετάγεται συχνά μπροστά μας, για να μας αιφνιδιάζει και να μας επιβάλλεται.
Το ποιητικό δόμημα της Κλεοπάτρας Λυμπέρη ανήκει στα ποιήματα εκείνα που απολαμβάνονται χωρίς συγκεκριμένη αιτιολογία, αλλά απλώς επειδή τόσο κατ᾽ αρχάς όσο και εκ των υστέρων μας αρέσει η σύμπλευση μαζί του. Μας αρέσουν οι χώροι που υπαινίσσεται, η μουσικότητα της ακουστικής που κατευθύνει τον λόγο του, οι παράδρομοι που διανοίγονται και απασχολούν τους συνειρμούς μας. Μέσα σε μια τέτοια ποίηση πού, κατά περιπτώσεις, εξόχως αφαιρείται και όπου ἡ πολυσημία λάμπει σαν ένα ιδιότροπο στερέωμα, πάντα ψάχνεις να βρεις το δικό σου μονοπάτι για να βαδίσεις. Εν τω μεταξύ δέντρα ορθώνονται, λουλούδια ανθίζουν, νερά κρέμονται κι εσύ επιλέγεις πού θα σταματήσεις και σε ποια ώσμωση εννοιών θα υπεισέλθεις.
Ήδη πριν από εκατό πάνω κάτω χρόνια ὁ φανατικός συμβολιστής ποιητής Μιλτιάδης Μαλακάσης έλεγε σε συνέντευξή του και με ισχυρή χροιά νεωτερικότητας ότι το αληθινό τραγούδι δεν έχει δικό του συγκεκριμένο νόημα, λέει ό,τι καταλαβαίνει ὁ καθένας. Και συμπλήρωνε σ’ άλλη αποστροφή του λόγου του το εξής σημαντικό: Το θέμα είναι το τελευταίο της ποιήσεως. Είναι ό,τι υλικό την ενώνει ακόμα με τη ζωή. Γι᾽ αυτό ο ποιητής πρέπει να ξέρει να βγει από το θέμα του. Αυτός ὁ τρόπος του θεματικού εκτροχιασμού, συμπληρώνω ταπεινά, συνιστά και τη δυναμική του κάθε ποιητή.

Αναφέραμε όλα τα παραπάνω, για να δείξουμε πόσο ματαιόπονο είναι, όταν προσπαθούμε να εξηγήσουμε με όρους λογικής μια ποιητική σύνθεση, αντί να προχωρούμε κατ᾽ ευθείαν στη μέθεξη μαζί της. Ο αναγνώστης πρέπει να γνωρίζει πάντα να κολυμπά ασφαλής μέσα στις πολλαπλές έννοιες των λέξεων και να μην πνίγεται μέσα τους. Από το μηδέν και το τίποτα να φτάνει στο παν και το πάντοτε. Από την ανυπαρξία στην αιωνιότητα. Σε λέξεις πού, κατά την Κλεοπάτρα, μας βάζουν φωτιά και μας καίνε και όλο αυτό το γεγονός συμβαίνει επειδή η χαρά η λύπη ενιαία χορδή κι επειδή ακόμα ασαφές το ον στην ασάφεια πλέει.
Η ασάφεια λοιπόν είναι ένας από τους τρόπους που η ποιήτρια επιλέγει για να βγει από το θέμα της και η εν γένει ασάφεια είναι ένα μαγικό ποιητικό κλειδί, επειδή είναι στοιχείο του βίου μας και του θνητού προορισμού μας. Υπάρχει σαφής προορισμός; Υπάρχει νόημα στη συγκρότηση της ύπαρξης; Ως αναγνώστης λέω κυρίως το όχι, αφού συγκατοικούμε με το τέρας. Μένουμε, δηλαδή, στη φωλιά του μηδενός. Και μέχρι το τέρας να μας καταπιεί, φιλοσοφούμε μαζί του, ανασχηματιζόμαστε ολόκληροι μέσα από την επωφελή συνομιλία, το δε ποίημα ως εξολκέας του βαθύτατου Είναι μας ή ως ουράνιος επιβήτορας, κατά την ποιήτρια, μας χαρίζει ακέραιους στην κοσμική σωτηρία.
Το περί του μηδενός βιβλίο της ποιήτριας μοιάζει με ένα ποικιλόγραφο δοκίμιο, που δείχνει να περιφέρεται θεματικά γύρω από τη φιλοσοφία, την ποίηση, τη σάτιρα, την ψυχανάλυση της γραφής. Τελικά μπαίνει παντού και μένει κυρίως ως ποίηση και αναδεικνύει το βάθος του διαποτίσματος της ποιήτριας από τον κόσμο που την περιβάλλει και, ταυτόχρονα, την εμπεριέχει. Περισσότερο απ᾽ όλα μας συγκινεί και ο υψηλός βαθμός των αντιδράσεών της απέναντι στο σφιχταγκάλιασμα αυτό. Εν τέλει το βιβλίο καταδεικνύει εντέχνως τα δύο εργαστήρια του ανθρώπου ως νοήμονος όντος. Το εργαστήριο του φιλοσόφου και το εργαστήριο του ποιητή. Φαίνεται ότι τα δύο εργαστήρια είναι σε αντικριστά δωμάτια από τα οποία οι κάτοχοί τους επικοινωνούν οπτικώς από τ᾽ ανοιχτά παράθυρα ή περιπατητικώς από την κοινή αυλή. Έχουν όμως και κοινή κουζίνα, καθόσον η κάθε εξαγωγή σκέψεων είναι ζήτημα μαγειρέματος. Οι μεταφορές της ποιήτριας με βάση τις γεύσεις και τις καταπόσεις είναι πρωτότυπες και λίαν ευρηματικές:

Ο ποιητής ο ποιητής που καίει τον ουρανίσκο του
με κάτι παλιολέξεις σαν ξινόμηλα

ή

Ώρα δώδεκα και μισή· μαγειρεύω τις επιδιώξεις

Σ᾽ αυτήν την κοινή κουζίνα, λοιπόν, μαγειρεύονται άριες που άδονται με κοινή προσέγγιση από τον ποιητή και τον φιλόσοφο πάνω στα ζητήματα των επιστημών και των τεχνών τους με προεξάρχοντα τα θέματα της ψυχής, της αφθαρσίας και της φθοράς:

Λιθοξόος στα λόγια ὁ φιλόσοφος.
Έχει ξεχάσει: το σύμπαν τέμνεται οριζοντίως και καθέτως
από ιδέες που αναιρούν η μια την άλλη.

ή

Ο ποιητής δεν υποτάσσεται στη φθορά.
εράται τον έρωτα· τον χρόνο σώζει με τα τερτίπια του.

Ωστόσο η ύπαρξη ως ερώτημα και η εν γένει απορία ως συνθήκη επαφής και γνώσης του κόσμου είναι εκείνες που κατακαίνε το ποίημα: όλοι με κοιτάζουν γιατί φαίνομαι· να είμαι άραγε πώς θα ᾽ναι; Αλλά αποκαλυπτικός και ο μονόλογος: Μηδέν από μηδέν μηδέν. Αλλά το τίποτε προστίθεται στο πάντα. Παράξενη ζωή αυτό το τίποτε. Και στην προέκταση των συλλογισμών αναπλάθεται η συμφωνία της έσχατης σύλληψης:

Η λέξη αιώνιο βάζει φωτιά και μας καίει, σκέφτεται ὁ φιλόσοφος.
Ο ποιητής συμφωνεί.

Το βιβλίο εξυμνεί τη φιλοσοφία με μέτρα και σταθμά της ποίησης και αντιστρόφως, προβάλλοντας πάντα εικόνες έκπληξης και σκηνοθετώντας γεγονότα της ανατροπής. Τα θέματά του λειτουργούν με πολλαπλές διακειμενικές ἐξακτινώσεις και λελογισμένες εξατομικεύσεις. Ωστόσο η ελευθερία στην ανύψωση του ποιήματος είναι απεριόριστη και δεν τίθενται φραγμοί στη φαντασία που καλπάζει μέσα σ᾽ ένα ανακυκλούμενο σύμπαν γνώσεων. Η εναντιοδρομία του χρόνου, το ον, η σκέψη, η ραπτική των επιθυμιών, η ύπαρξη και η μη ύπαρξη, το υποθετικό των εκδοχών και εν τέλει η εξουσία του μηδενός είναι τροχιοδεικτικές αναφλέξεις των πολυάριθμων κατευθύνσεων που εκκινούν από αυτό το βιβλίο. Και όλες μαζί οι κατευθύνσεις επικυρώνουν τη μία και απολύτως εμπεριέχουσα τις άλλες οδό. Την ποιητική. Η Κλεοπάτρα Λυμπέρη είναι ποιήτρια και έχει τον τρόπο της να το δείχνει με μια αδιαπραγμάτευτη καθαρότητα:

Θα κοιτάζω συνέχεια, ώσπου ἡ σελήνη
να με κλειδώσει έξω από το σπίτι μου

ή

Όταν οι Άρπυιες των μουσών θα σε φωνάξουν, σε χλοερά λιβάδια
μην κοάξεις. Ανθάκια μαύρης Άνοιξης να διηγηθείς, σαλαμάνδρες,
απόκρυφους πατέρες.

Μέσα σ᾽ αυτήν την αμείλικτη μοναχικότητα του Είναι λαξεύεται ποιητικά η σκληρή επιθυμία του διαρκείν. Θραύσματα ποικίλων και συγκεχυμένων εντυπώσεων φωλιασμένων στο ασυνείδητο, σπαράγματα σκοτεινών αναμνήσεων και διφορούμενες αφετηρίες ποιημάτων συμπλέκονται με έναν απροσδιόριστο υποδόριο ρυθμό που οδηγεί πάντα στη μήτρα της απογοήτευσης, στην αποτρόπαιη φωλιά του μηδενός. Η ποιήτρια αντιμετωπίζει το γεγονός αυτό με οξεία σατιρική διάθεση και με βαθύ σαρκασμό, στοιχεία όμως πού, παρ᾽ όλη τη διακριτότητά τους, δεν υπερτερούν του τραγικού χαρακτήρα της ποιητικής σύνθεσης.
Οι διαρκείς κλίσεις και αποκλίσεις της φιλοσοφίας γίνονται στο βιβλίο συγκλίσεις και εγκλήσεις της ποίησης. Η ομορφιά μιας ιδέας ή ενός φαινομένου διατηρείται σε όποιο πεδίο και αν αναζητηθούν τα αιτιατά του. Η μεταφορά ενός γεγονότος από τη σφαίρα της φιλοσοφίας στην περιοχή της ποίησης γίνεται μέσα από μια αισθητική διολίσθηση του περιεχομένου του και ο ποιητής είναι εκείνος που κατέρχεται στα πεδία της πράξης από την ανάποδη φορά του φιλοσόφου. Κι αυτό το κάνει έχοντας πίσω του τον θάνατο εξασφαλισμένο σαν ορόσημο μιας διαδικασίας δημιουργικής και σαν αταλάντευτη προοπτική που λειαίνει τις ψευδαισθήσεις. Στο σημείο βέβαια όπου οι δύο οδοιπόροι των ιδεών συναντώνται, δεν επέρχεται πολύκροτη σύγκρουση, αλλά μια αθόρυβη ώσμωση της δημιουργικής αγωνίας.

Ο ποιητής ας μιλάει όσο κοιμάμαι, εύχεται η αδιάλειπτη εγρήγορση της ποιήτριας. Επειδή η ποίηση ενεργεί κατά έναν τρόπο αυτεπάγγελτο, πολύ συχνά και ερήμην του σώματος, του νου, της συνείδησης. Επειδή η εκφραστική αυτή έφεση είναι προγραμματισμένη από προμήτριες εποχές, από τοπία που μεταστοιχειώνονται μέσα στην ερημιά της σάρκας και φωτίζονται μόνο από τα φλόγιστρα του νου. Εμφανίζεται λοιπόν κάποια στιγμή αιφνιδίως και σαν να υπάρχει από καιρό και να την μπροστά μας που αναλαμβάνεται σαν γλώσσα μέσα από το υψηλό κύρος της εκφοράς της. Εδώ το επίσημο λεξιλόγιο της λογιοσύνης υπερίπταται του ανεπίσημου καθημερινού λόγου. Επιπολάζει και υπερίπταται, αφήνοντας το άλλο από κάτω του, χωρίς να το εκτοπίζει. Κι ενώ ἡ ποιήτρια σε άναυδες στιγμές απελπίζεται και φωνάζει πουθενά οι λέξεις, επέρχεται η αιφνίδια αντινομία να συλλαμβάνεται το ρητό από το άρρητο ή να φτιάχνει η φθαρτή σάρκα πολλές αιωνιότητες μέσα σ᾽ ένα συνονθύλευμα παραδοξοτήτων που βιώνει το ον, αυτό το μέγα αίνιγμα για τον ποιητή-φιλόσοφο:

Τι είναι το ον; Εγώ, εσύ, ή όλοι μαζί;
Η ύλη ως απείρως απτή μου λέει:
Κυλιόμαστε σε εν, εσύ κι εγώ
το σχηματίζουμε αργά
ο εραστής σου με μιμείται.
Αλλά, όταν έρχεσαι με λόγια, κάτι μετακινείται
από τη λογική μου. Η γλώσσα με ταράζει. Απορώ
μ᾽ αυτή την ασώματη βασιλεία.

Το ον, λοιπόν, είναι το εν; Υπάρχει εγγεγραμμένη στο DNA μας η αναγκαιότητα της σύζευξης ἤ της σύμπτυξης στο εν; Τι είναι τελικά το εν; Είναι το όντως ον; Είναι αυτό που κατά τον Παρμενίδη πολλαχώς λέγεται; Και ποιος είναι ο ενδεδειγμένος τρόπος που μας ταιριάζει να το πούμε; Ακόμα ίσως και μηδέ -εν, μηδέν;
Αλλά, ας πάμε πάλι μπροστά και ας παίξουμε με τον τίτλο: Το μηδέν σε φωλιά, ενώ το μηδέν είναι η φωλιά του παντός. Βέβαια στην ποίηση και στη φιλοσοφία είναι εγγενές παιχνίδι η αντιδιαστολή των πραγμάτων, διότι έτσι βελτιώνεται η έρευνα του αισθητού και του ιδεατού, του κοντινού και του απομακρυσμένου. Πώς εγκλωβίζεται το περιέχον που δεν περιέχει τίποτα; Ίσως με την ψευδαίσθηση της επινόησης που είναι ένα από τα στρατηγικά όπλα της ποίησης; Ίσως με την κατάκτηση της διάρκειας, που επεκτείνεται από ποθούμενο της καθημερινής πρακτικής μέχρι τα πολυσχιδή κι εμπράκτως νεφελώδη αινίγματα της φιλοσοφίας; Ο μύχιος πόθος της καλλιτεχνικής επιτέλεσης; Και τι είναι το ίδιο το μηδέν; Ο τόνος του κενού; Τι είναι η φωλιά; Η εσοχή της επιθυμίας; Η αιτιώδης προστασία; Εμείς;
Η ποιήτρια ανάβει φωτιές και, καθώς καίγεται, μας καίει μαζί της. Ο ποιητής ας μιλάει όσο κοιμάμαι, επιμένει και παραγγέλλει, γνωρίζοντας ότι η ποίηση δρα σε κατάσταση διαρκούς αφύπνισης. Η ποίηση φωλιάζει ταυτόχρονα σε νου και σώμα, συνεργάζεται παναρμόνια με το πνεύμα και τη σάρκα, τα πάντα είναι προεκτάσεις της, γι᾽ αυτό και κάποτε ενεργεί και μακράν τους. Ερήμην τους. Η ποίηση μπορεί να κουβαλά μαζί της ένα πανωφόρι μόνο, τη γλώσσα. Και η γλώσσα είναι ένα εργαλείο συνεχώς υπό κατασκευήν και αναβάθμιση.

Στην ποίηση της Κλεοπάτρας Λυμπέρη συνυπάρχουν πολλές φωνές ή μάλλον αναφύονται απόηχοι φωνών για το ενδιαφέρον της αγαστής συνομιλίας. Φιλόσοφοι, ποιητές, ζωγράφοι, ποιητικά και φιλοσοφικά σύμβολα, γλωσσικές τεχνοτροπίες που σφραγίζουν εποχές και πρόσωπα ανασύρονται ευθέως ή ανακαλούνται πλαγίως για να εκχυμωθούν και να ατμισθούν μέσα σε μια δίνη εκφραστικής εντροπίας. Εντέχνως αφαιρετικά, αλλά τόσο παραστατικά, ἡ ποίησή της έχει τη δύναμη να εφάπτεται εννοιολογικά με ανάερες διακειμενικές συναντήσεις, αλλά τροπικά να έχουν τη δική της χροιά στην διατυπωμένη τους εκφορά. Μέσα από τα πολυδουλεμένα σχήματά της προβάλλονται οι επάλληλες προσβλέψεις της σε βασικές έννοιες του διανοητικού λεξιλογίου μας. Πίστη στη θνητότητα, αλλά και πίστη υπό αίρεση στην αθανασία, πίστη απαράγραπτη στην αγάπη, αφού αθανασία είναι το ρήμα αγαπώ, αυτό το κωδωνοστάσιο, η ορθοστασία της ύπαρξης.
Το ποίημα της Κλεοπάτρας Λυμπέρη μοιάζει με το ρέον ύδωρ που τρέχει να καταλάβει τα κενά. Κενά όπως το ποιος, το πού, το πότε, το πώς. Από το φυσικό πεδίο, όπως το αποθανείν, μέχρι το μεταφυσικό, όπως το φαντασιακό προσμένειν. Όπως η έννομη ή έκνομη λογική της γλώσσας. Όπως οι πολλαπλοί χώροι του χθες, του σήμερα, του αύριο. Και όπως, ακόμα, ο τρόπος που εγγράφεται η παρουσία πάνω στην καμπύλη της ύπαρξης. Θύτης και θύμα του πνεύματος η ποιήτρια, αλλά κυρίως διαχειριστής του αισθάνεται να υποτάσσεται σ᾽ αυτό, καθ᾽ ην στιγμή το τιθασεύει. Το πνεύμα ποντικός που σιγοτρώει τη ζωή, παραδέχεται και, ταυτόχρονα, αμφιβάλλει: υπάρχει αυτό το πράγμα; Και καταλήγει επανειλημμένως στην οντολογία της διαχρονικής, όσο και τραγικής, απορίας. Ποιοι είμαστε, πώς είμαστε, από πού είμαστε. Μόνοι ἤ μέρος ενός κάτι; Αέναα ερωτήματα που απευθύνονται στον μοναδικό εραστή της, τον μάγο της ασώματης γραφής, αυτόν τον αόρατο ξένο που κατοικεί στο πληκτρολόγιό της, ενώ απορρέει ως οντότητα μεταφυσική από την σκέψη της.
Παρακολουθώντας τις ενότητες και υποενότητες του βιβλίου, διαπιστώνουμε τα ευρύχωρα πλαίσια της θεματικής του: περί ποιήσεως, περί διάρκειας και μη διάρκειας, περί εξουσίας και γλώσσας, περί νοήματος, περί της ενδιάμεσης όρασης, περί έρωτος, περί ευφωνίας, περί απώλειας κλπ., κλπ. Τα πλαίσια αυτά, όμως, είναι χαλαρά και διαστελλόμενα, όχι περιφραγμένα και συγκεκριμένα, με αποτέλεσμα η γραφίδα να εισέρχεται και στα παράπλευρα οικόπεδα των θεματικών αντιλήψεων. Πάντα θέλει κάτι ν᾽ αρπάζει και από δίπλα. Επειδή πάντα ἡ ποίηση είναι φυγόκεντρη και μη περιοριστική και μοιάζει με το χρώμα που διαποτίζει τον καμβά, όταν καμβάς είναι σύμπας ὁ κόσμος.
Επανερχόμενοι στην κοσμολογία του αχανούς ή καλύτερα στην οντολογία της θαυμαστής ενότητας, βλέπουμε πώς το ποίημα κορυφώνεται στην έννοια της μονάδας ως ασύμμετρης πιθανότητας και ορίζει το επίτευγμα του ενός μέσα από το πρωταρχικό διπολικό ζεύγος ως ακρογωνιαίο δημιουργικό ξεκίνημα. Το Εν, δηλαδή, συνίσταται από το δύο ίσον ένα. Δύο ομόλογες μονάδες που συνάπτουν τη σύμβαση της ενότητας, καθώς η μία περιλαμβάνει την άλλη με απορρόφηση και αφομοίωση. Έτσι η πλήρης ταυτοποίηση και όχι απλώς η συνταύτιση ορίζεται ως ιδανική αφετηρία δημιουργικού και ειρηνικού βίου. Ανδρόγυς, λέει το μυθολογικό παράδειγμα, ή Ερμαφρόδιτος. Η πληρότητα στο Εν. Εδώ ο αριθμός δεν είναι παρά ο ρυθμός, στην κλίμακα του οποίου το μοναδικό εν περιέχει κατά θαυμαστό τρόπο κι έναν άλλο. Στο ράγισμα του υποθετικού πεδίου η ποιήτρια διατυπώνει την εύλογη σύγχυση: μην είμαι ο άλλος; ερώτημα που υποδηλώνει ότι η ενοποίηση φθάνει μέχρι και την κοινή συνείδηση, εκεί κάτω στην ψυχή, σ᾽ αυτό το μυστηριακό κατάλυμα για κάθε αντανάκλαση του απείρου.

Το περί μηδενός βιβλίο της Κλεοπάτρας Λυμπέρη διεκτραγωδεί την ανθρώπινη μοίρα μέσα από μια θεωρία, μια πραγματεία της ποίησης σε σύστοιχη αντιδιαστολή με την ομόλογη πλευρά της φιλοσοφίας. Εστιάζει επανειλημμένως το βλέμμα πάνω στον γνόφο του χρόνου, που είναι μια ραφή πάνω στο τίποτα, εκεί ακριβώς που ανάβει και φωτίζει το φωτάκι της ύπαρξης και ανορθώνεται το μηδέν μέσα από την αίσθηση της απώλειας. Η ηχώ από την κραυγή της ποιήτριας μάς συγκινεί στο έπακρο:

Τίποτα δεν μου λέει το τίποτα, όμως το άδειο χέρι μου το σχηματίζει

Είναι η ηχώ που βγαίνει αλώβητη μέσα από το θαυμάσιο αυτό βιβλίο.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: