Το νέο βιβλίο του Ευαγγέλου Αυδίκου ανταποκρίνεται στους όρους του μυθιστορήματος, όπως δηλώνονται, με την ικανότητα της ελληνικής γλώσσας να πλάθει συνθετικές λέξεις. Αντικαταστάθηκε ο αρχικά ευρωπαϊκός όρος roman, που σε εμάς τουλάχιστον δεν σήμαινε κάτι ιδιαίτερο. Η ελληνική ονομασία του μείζονος αυτού είδους της πεζογραφικής λογοτεχνίας περιλαμβάνει και την εν μέρει μυθική διάσταση της ιστορίας. Έτσι εξηγείται και ο τίτλος που έδωσε ο Σεφέρης σε μιαν από τις πρώτες συλλογές του: «Μυθιστόρημα» (1935).
Το μυθιστόρημα του Αυδίκου περιέχει εμφαντικά, όπως θα δει ο αναγνώστης, τη μυθική διάσταση, με την εξιστόρηση του βίου μαζί με το έργο (κατεξοχήν την ποίηση) του Κώστα Κρυστάλλη, ο οποίος έφυγε μετά από μια στερημένη, με αβάσταχτη φτώχεια και κλονισμένη υγεία βραχύβια ζωή του (πέθανε στα 26 χρόνια του). Αστοί πνευματικοί άνθρωποι της Αθήνας, εντελώς ανίδεοι για τον ιδεάζοντα πλούτο του τότε αγροτικού πολιτισμού, που εκείνος είχε δυνατά βιώσει, τον είδαν αφ’ υψηλού και τον αγνόησαν ή, χειρότερα, ευτέλισαν τη συνεισφορά του στη λογοτεχνία μας (ακραίο παράδειγμα υπήρξε ο καθηγητής της νεοελληνικής λογοτεχνίας Γιάννης Αποστολάκης, που πέταξε τον Παλαμά και τον Κάλβο στον κάλαθο των αχρήστων!.)
Ο Αυδίκος έχει το άξιο επαίνου θάρρος να χαρακτηρίζει τον Κρυστάλλη «σπουδαίο δημιουργό» και το δηλώνει μετά λόγου γνώσεως, γιατί γνώρισε, πράγματι, την ειλικρινή, ενδόμυχη φυσιολατρία του. Και με βάση αυτή, αλλά συγχρόνως και με μια σχεδόν εξαντλητική αναδίφηση στις πηγές, έγραψε την παρούσα βιογραφία, συμπληρωμένη, όπως είπα, με «μύθο». αυτός συνίσταται εδώ σε προεκτάσεις εσωτερικών διαθέσεων και αντιδράσεων του Κρυστάλλη. Οι προεκτάσεις αυτές κατέληξαν και σε προσωποποιήσεις. Μία από αυτές είναι του Κρυστ, Κριστ, Χρήστος, που είναι εγκατεστημένος οικογενειακά στην Αμερική, που αποφασίζει να έλθει στην Ελλάδα να ασχοληθεί με τον… Κρυστάλλη, ολοκληρώνοντας τη διατριβή του με το να μελετήσει και να πει τώρα όλα, όσα πριν από ενάμιση αιώνα δεν είχε προλάβει να πει.
Ο Κρυστάλλης αφικνείται στην Αθήνα το 1888 , όπου είχε καταφύγει μετά τη δημοσιοποιημένη ποιητική σύνθεσή του για την Ελλάδα «Αι Σκιαί του Άδου», αφού οι Τούρκοι ζητούσαν τη σύλληψη και τιμωρία του. Αναγκάστηκε να δουλεύει για ένα κομμάτι ψωμί κάτω από σκληρές συνθήκες, που οδήγησαν το αδύνατο σε αντοχές σώμα πολύ γρήγορα στο θάνατο. Πολύ του είχε κοστίσει και η απογοήτευσή του από ανθρώπους, που πολλά του είχαν υποσχεθεί, αλλά δεν τήρησαν καμία καμιάν υπόσχεση.
Η αφήγηση αρχίζει να υφαίνεται από την πρώτη στιγμή της άφιξής του στην Ελλάδα, με πλήθος περιστατικών και προσώπων που ανάγονται στην εποχή του δεύτερου μέρους του 19ου αιώνα, ενώ ο εξαμερικανισμένος Κρυστ, μολονότι αντιστέκεται μέσα του ο ψυχισμός ο ίδιος του Κρυστάλλη, μεταφέρει τον αντίστοιχο πολιτισμό των δικών του χρόνων. Χρησιμοποιεί το μετρό στις μετακινήσεις του, γράφει με το κομπιούτερ και όλα τα άλλα. Είναι στιγμές που οι δύο «κουλτούρες» τείνουν να προκαλέσουν ένα παράξενο γλωσσικό και γενικότερα πολιτισμικό ανακάτεμα, όμως ο Αυδίκος με την τεχνική του το μετατρέπει σ’ ένα εναρμονισμένο όλο. Γράφει ο ίδιος σ’ ένα σημείο, πως με αυτό αναμετράται το παραστρατημένο παρελθόν με το μέλλον.
Βέβαια δεν θέλει σαν ψευδομάντης να προφητεύσει και το μέλλον παραστρατημένο. Από στοιχεία εντούτοις, που ο προσεκτικός αναγνώστης μπορεί να εντοπίσει στο έργο, μπορεί, νομίζω, να υπολογίζει κι αυτό τέτοιο (ή και χειρότερο). Σκέπτεται ο παλαιός Κρυστάλλης, αλλά και ο νέος (που όμως φυλάει μέσα του και τον παλαιό, προσφυώς εφαρμόζεται εδώ το αρχαίο σχήμα «εν διά δυοίν»): « Νιώθω να χορεύουν οι φωνές. Δεν μπορώ να ησυχάσω. Μπερδεύονται η μία με την άλλη, σαν τους ραδιοφωνικούς σταθμούς που διεκδικούν την ίδια συχνότητα. Να ’ναι η αγωνία μου να μάθω; Να συνεχίσω αυτό που άφησα στη μέση; Μακαρίζω όσους πρόλαβαν να ακούσουν».
Λίγες γραμμές πιο κάτω βρίσκω κι έναν προεικασμό, από το παρελθόν, του μέλλοντος: «Κοιτάζω τους Καλαρρύτες και το Συρράκο. Σαν προσευχή σηκώνεται ο καπνός και σαν καπνός από καμένο σπίτι, χρόνια, που χρόνια όλοι έχουν φύγει κι αυτό καπνίζει μοναχό του». Οι Καλαρρύτες, το Συρράκο, ο καπνός, το καμένο σπίτι, η φυγή, όλες αυτές οι λέξεις έχουν κι έναν ευρύτατο συμβολισμό αναφοράς στο σύγχρονο πολιτισμό.
Στο βιβλίο εμφανίζονται πρόσωπα γυναικών, κορίτσια, όπως τα είχε αγαπήσει και πολύ τα είχε φανταστεί ο Κρυστάλλης- και στα όνειρά του. Νομίζω πως στο θέμα αυτό των γυναικών, απλωμένο σε μεγάλη έκταση, απαντάται και η πιο μεγάλη σχέση του «μύθου» με την «ιστορία».
Η Φωτεινή γράφει σε επιστολή της στον Κρυστ, μόνο σ’ αυτόν, κι έχει σημασία, καθώς μπορεί να του λέει και τα εξής: «Είχε κολλήσει πάνω μου, σα χαλκομανία, το μπλουζάκι που φορούσα, ένα με τη σάρκα .Ήθελα να είσαι μαζί μου, να πέσουν οι παλμοί μου».
Ο μύθος, το μυθικό στοιχείο, περιλαμβάνει δομικά και το στοιχείο της μεταφοράς. Από το συμβολικό η σκέψη μεταφέρεται στο πραγματικό, που μπορεί να είναι και περισσότερα από ένα, ανάλογα με τις ερμηνείες που είναι δυνατό να δίνονται..
Η «Οδός Οφθαλμιατρείου» είναι δυνατό να υποδηλώνει και τη σύγκριση δύο πολιτισμών: του παρελθόντος και του παρόντος πολιτισμού. «Αλλάζουν οι εποχές». Αλλά υπάρχουν και αλλαγές απατηλές. Δεν είναι παρά παραλλαγές μίας και μόνο εποχής, περιπλεκόμενης σε μια δεινή αντινομία που προκαλεί η τεράστια ανάπτυξη της τεχνολογίας και η προϊούσα πνευματική υπανάπτυξη.
Την αλλαγή αυτή υφίσταται και η ποίηση (με την ευρύτερη έννοια της λογοτεχνίας), πελαγωμένη σε στρυφνούς, στεγνούς, εγκεφαλικούς τρόπους διατύπωσης των νοημάτων. Οι αυτοεπαιρόμενοι ως μοντέρνοι και προοδευτικοί απαξιώνουν τους «ελάσσονες» του παρελθόντος. Ο Αυδίκος συνιστά ως σκόπιμη την καλόπιστη αναθεώρηση των βιαστικά απαξιωμένων προγενέστερων δημιουργών, μ’ ένα εύστοχο, εξαιρετικά μελετημένο και καλλιτεχνικά πλασμένο παράδειγμα.