Ένα πιθανόν από τα πιο ενδιαφέροντα ερωτήματα της θεατρικής έρευνας στο μέλλον θα σχετίζεται με το τι ώθησε το ελληνικό θέατρο των πρώτων χρόνων του νέου αιώνα σε αυτήν την εκρηκτική, ποσοτικά και ποιοτικά, άνθηση.[1] Τα όρια της αφετηρίας αυτής της ανανέωσης παραμένουν ακόμη θολά, μπορούμε ωστόσο με σχετική ασφάλεια να τοποθετήσουμε την αρχή της στα 2004, χρονιά που για πολλούς λόγους διεκδικεί μια ιδιαίτερη θέση στη συλλογική μνήμη.[2]
Το 2004 σηματοδοτεί μια λαμπρή χρονιά επιδόσεων για το σύγχρονο ελληνικό πολιτισμό, που εκτείνεται από την επιτυχία της διοργάνωσης των Ολυμπιακών Αγώνων, μέχρι την κατάκτηση του πανευρωπαϊκού Πρωταθλήματος Ποδοσφαίρου, (κι ακόμα, μέχρι την πρώτη, πολυπόθητη για κάποιους, πρώτη θέση στο διαγωνισμό τραγουδιού της Eurovision!) Η χρονιά αυτή υπήρξε η κορύφωση μια σχετικά μακράς πορείας δημιουργίας φαντασιώσεων συλλογικής επιτυχίας και εθνικής καταξίωσης, που ξεκίνησε μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, πέρασε από τα δεινά ενός Εμφυλίου, από την άναρχη αλλά εκρηκτική ανάπτυξη των δεκαετιών του ‘50 και ‘60, την πολιτική όξυνση και την φίμωση του προοδευτικού κινήματος, διάβηκε τη Δικτατορία της περιόδου 1967-74, και ωρίμασε στα επόμενα χρόνια της Μεταπολίτευσης.[3] Όλες αυτές οι περίοδοι έθεσαν η καθεμιά τα δικά της ιστορικά και πολιτικά κριτήρια για την εξέλιξη του ελληνικού θεάτρου. Σε γενικές γραμμές όμως, καθ’ όλη τη διάρκεια του 20ού αιώνα, και με όλες τις αντιφάσεις που περιλαμβάνονται σε ένα έθνος όπως το νεοελληνικό, όπου η ιστορία του είναι πολύ μικρότερη από την αφήγηση των χρόνων παρουσίας του στον ευρωπαϊκό πολιτισμό, το ελληνικό θέατρο τήρησε δύο βασικούς άξονες εξέλιξης: Ο πρώτος ακολούθησε πιστά το αίτημα για μια ελληνοκεντρική τέχνη, που θα φέρνει τους σύγχρονους θεατές σε πνευματική επαφή με τους αρχαίους προγόνους και που θα αναβιώσει για λογαριασμό της νεότερης Ελλάδας ένα μέρος από το μεγαλείο της παλιάς. Η άποψη αυτή, εκφρασμένη κυρίως στα φασιστικά ιδεώδη του «Καθεστώτος της 4ης Αυγούστου»[4] και της «Δικτατορίας των Συνταγματαρχών», περιγράφει στην πραγματικότητα μια αφανή αλλά υπαρκτή τάση διαμόρφωσης του ελληνικού θεάτρου, η οποία κατά καιρούς εμφανίζεται είτε στις αντιδράσεις του κοινού απέναντι σε ό, τι θεωρεί ως «βεβηλώσεις» του αρχαίου πλούτου, (ιδιαίτερα όταν αυτές συμβαίνουν στον πλέον παραδειγματικό τόπο, στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου), είτε, στην πολιτιστική πολιτική των κατά καιρούς ελληνικών κυβερνήσεων απέναντι στις δυο κρατικές σκηνές της χώρας και τους επιχορηγούμενους θιάσους της ανεξάρτητης σκηνής.
Ο βασικός όμως άξονας διαμόρφωσης του ελληνικού θεάτρου δεν υπήρξε αυτός. Για το μεγαλύτερο διάστημα του 20ού αιώνα, και μέσα από την πρακτική κατάθεση καλλιτεχνών, όπως ο Κάρολος Κουν,[5] το ελληνικό θέατρο διαμορφώθηκε με βάση τις επιταγές της Γενιάς του ’30,[6] και των ερευνών της για μια τέχνη η οποία προγραμματικά θα ανιχνεύει και θα προβάλλει την «ιθαγένεια», ως τη λαϊκή μετόπη ενός βαθύ και μακραίωνου πολιτισμού, και η οποία θα συμβάλλει στην καλλιέργεια ενός γνήσιου, αυθεντικού και αναγνωρίσιμου ίχνους της ελληνικής μέσα στην ευρωπαϊκή τέχνη.
Αυτή η επιταγή εμπεριείχε την πρόσκληση προς τους νέους καλλιτέχνες να γυρίσουν προς τις ρίζες του ελληνικού θεάτρου, να ανακαλύψουν εκεί τους κώδικες που αφορούν την ταυτότητα του, και μέσα από την καλλιέργειά τους να αποδώσουν με τη σειρά τους κι αυτοί ένα νέο ελληνικό θέατρο, με αυτοπεποίθηση, κύρος και αυτογνωσία. Η δεύτερη αυτή τάση, εξωστρεφής, όταν πρωτοδιατυπώθηκε από τους εκφραστές της στην περίοδο του Μεσοπολέμου, έφερε στην πράξη πολλούς σημαντικούς καρπούς στο ελληνικό θέατρο, πρώτα στο χώρο της δραματουργίας, με την ανίχνευση κοινωνικών φαινομένων της ελληνικής ζωής, κι έπειτα στον χώρο της σκηνικής πράξης, με την καλλιέργεια ενός ύφους που πατούσε γερά στην παράδοση και επεξεργαζόταν σημεία ενός νεοελληνικού ερμηνευτικού κώδικα.
Ωστόσο, η ίδια αυτή ιδεολογία έθεσε σοβαρά εμπόδια στη διάδοση όσων τάσεων δεν έμοιαζαν να ταιριάζουν στις διατυπώσεις της. Για παράδειγμα, ένα μέρος της διεθνούς αναζήτησης, κυρίως μετά το 1970, αφορούσε μεταξύ άλλων την ανανέωση των εκφραστικών σκηνικών μέσων, τη ζωντανή επικοινωνία με το κοινό, την πολιτική παρέμβαση της τέχνης και του θεάτρου ειδικότερα στη διαμόρφωση μιας ανοικτής κοινωνίας. Μέρος της τότε διεθνούς σκηνικής έρευνας στρεφόταν προς το θέατρο μιας παγκοσμιοποιημένης κοινότητας και των διεθνών Φεστιβάλ. Αντίθετα, στον ελληνικό χώρο, οι σύγχρονες παροτρύνσεις για ένα «ιθαγενές θέατρο» οδήγησαν στην ενδοσκοπική και τη διερεύνηση θεμάτων που περιστρεφόταν κυρίως γύρω από τη διαμόρφωση της ελληνικής κοινωνίας και τα αντιληπτά φαινόμενά της. Σε αυτό το πλαίσιο τα ερωτήματα σκηνικής έρευνας άρχιζαν να ατονούν και σταδιακά να απασχολούν ολοένα και λιγότερους καλλιτέχνες στη διάρκεια της Μεταπολίτευσης. Με λίγες αλλά αξιόλογες εξαιρέσεις το ελληνικό θέατρο μέχρι την αλλαγή του αιώνα έδειξε μια σποραδική και σε γενικές γραμμές αμήχανη διάθεση συμπόρευσης με τα ρεύματα της παγκόσμιας σκηνής. Είναι το σημείο όπου πρέπει να στρέψουμε την προσοχή μας στην προσφορά σκηνοθετών όπως ο Λευτέρης Βογιατζής, Γιάννης Κακλέας, Γιάννης Χουβαρδάς, Μιχαήλ Μαρμαρινός και Θόδωρος Τερζόπουλος.
Χωρίς να ανήκει συνειδητά ή να μπορεί να ενταχθεί αυτόματα σε κάποιο ρεύμα της νεότερης διεθνούς «πρωτοπορίας», ο Λευτέρης Βογιατζής υπήρξε μια από τις πιο εμβληματικές μορφές της ανανέωσης του ελληνικού θεάτρου μετά τη δεκαετία του ’80. Είτε σε συνεργασία με σημαντικούς σκηνοθέτες και διανοούμενους όπως ο Βασίλης Παπαβασιλείου στην ίδρυση της «Σκηνής» το 1982, είτε μόνος του κατά την μετεξέλιξή της στη «Νέα Σκηνή» το 1988, ο Βογιατζής συνέχισε την παράδοση του Θεάτρου Τέχνης για την υποδοχή ενός σημαντικού μέρους του διεθνούς προβληματισμού στη σκηνή του ελληνικού θεάτρου. Με δική του παρότρυνση το θέατρο της Μεταπολίτευσης υποδέχθηκε μερικούς από τους σημαντικότερους ξένους συγγραφείς (Πίντερ, Μπένχαρντ, Σάρα Κέην, Χάουαρντ Μπάρκερ, κ.ά.). Και με βάση τη δική του έρευνα γύρω από νέους τρόπους έκφρασης το ελληνικό θέατρο κινήθηκε πέρα από το στερεότυπο της ηθογραφίας και του κοινωνικού ρεαλισμού σε τοπία που συνδέονται με την ευρύτερη ρεαλιστική έως και ακραία υπαρξιακή κατάσταση του σύγχρονου ανθρώπου.[7]
Ο ίδιος καλλιέργησε με επιμονή έναν ερμηνευτικό κώδικα στηριγμένο στην παρουσία του ηθοποιού και την εκφορά του λόγου του ως ένα σύστημα «ανακάλυψης» εκ μέρους του της λέξης και του νοήματός της στον πραγματικό χρόνο της παράστασης. Αυτό το σύστημα εφαρμόστηκε στο αρχαίο δράμα, όσο και στο νεότερο ελληνικό θέατρο με επιτυχία, και είναι γεγονός ότι ο Βογιατζής υπήρξε ένας από τους βασικούς θεμελιωτές της μετατόπισης της σκηνικής εικόνας του Έλληνα κατά την τελευταία περίοδο του περασμένου αιώνα. Υπήρξε πρότυπο του δοσμένου καλλιτέχνη στην τέχνη του, περίφημος για την διάθεσή του να ανανεώνει διαρκώς το χώρο των παραστάσεών του, να γκρεμίζει και να ξανακτίζει το θέατρό του με αφορμή μια νέα παραγωγή, να δοκιμάζει και να αναδεικνύει νέους ηθοποιούς, να εμμένει στη λεπτομέρεια και στην εμβάθυνση των χαρακτήρων, να μένει μέχρι τέλους προσκολλημένος στις αρχές ενός θεάτρου τέχνης.
Την ίδια περίπου περίοδο με τον Λευτέρη Βογιατζή, αρχίζει να δραστηριοποιείται στον χώρο της εναλλακτικής ελληνικής θεατρικής σκηνής και ο Γιάννης Κακλέας, ηθοποιός που στράφηκε γρήγορα στη σκηνοθεσία έργων και στα τέλη της δεκαετίας του ΄80 προχώρησε στην ίδρυση του δικού του πειραματικού θιάσου («Ομάδα Θέαμα») και του δικού του χώρου (αρχικά «Παγοποιείο του Φιξ» και αργότερα «Τεχνοχώρος» και «Τεχνοχώρος υπό σκιάν»). Οι αναζητήσεις του Κακλέα αυτής της περιόδου εκκινούν από την παρακαταθήκη του Αρτώ και καλλιεργούν για λογαριασμό της ελληνικής σκηνής ένα θέατρο που ζητά να λειτουργήσει με την ενέργεια μιας «underground» σκηνής και στην ατμόσφαιρα ενός απελευθερωμένου από τις αστικές συμβάσεις θεάτρου. Οι παραστάσεις εκείνες στα τέλη της δεκαετίας του ‘80 και στη δεκαετία του ’90 πρόβαλλαν τη χαλαρή ατμόσφαιρα ενός «μπαρ» για να ελκύσουν το νεανικότερο κοινό.[8] Χρησιμοποιούσαν έντονη μουσική, φωτορυθμικά, οδηγούσαν στην γκροτέσκ απόδοση των μορφών και των καταστάσεων, και στηρίζονταν σε έναν δραστικό, μεταδραματικό λόγο, συχνά αποδομητικό ως προς το κλασικό ρεπερτόριο.
Η μεγαλύτερη επιτυχία του Κακλέα αφορούσε στο ανέβασμα παραγωγών που είχαν σαν βάση τους τα κόμικς (όπως το κλασικό πλέον, «Στο βάθος μύθος», 1987). Και η επιτυχία αυτή έδωσε σε πολλούς το έναυσμα για μια διαφορετική αντιμετώπιση του θεάτρου, ως τόπου συνάντησης και δραστηριοποίησης ενός νέου κοινού, χωρίς τα στεγανά της παλιότερης σοβαροφάνειας αλλά και της καθιερωμένης αστικής νοοτροπίας. Η προσφορά του Κακλέα της πρώτης περιόδου συνοψίζεται σε αυτήν την προσέλκυση του νέου κοινού, στην καθιέρωση πολλών νέων ηθοποιών, όπως και στην σποραδική αλλά έντονη παρουσία μιας διαφορετικής, μεταμοντέρνας προσέγγισης της σκηνικής τέχνης στον ελληνικό χώρο.
Ωστόσο ο πλέον παρεμβατικός σκηνοθέτης της δεκαετίας του ’90 υπήρξε ο Γιάννης Χουβαρδάς, σταθερός εκπρόσωπος μιας παράτολμης πρωτοπορίας στο ελληνικό θέατρο ήδη από την δεκαετία του ’80, με ορισμένες εξαιρετικά αμφιλεγόμενες προτάσεις ανεβάσματος κλαστικού ρεπερτορίου, οξύς εισηγητής νέων δραματουργικών φωνών με κέντρο την πειραματική σκηνή της εποχής, και ασφαλώς ένας από τους κύριους εκφραστές του μεταμοντέρνου κύματος στον ελληνικό χώρο στα επόμενα χρόνια. Η διαφορά του από τους άλλους συνοδοιπόρους του ήταν κυρίως θέμα κλίμακας. Για αρκετά χρόνια, μετά το 1991 και τη μεταφορά του «Θεάτρου του Νότου» του Χουβαρδά στο ανακαινισμένο παλιό θέατρο του «Αμόρε» (που λειτουργούσε ήδη από την περασμένη δεκαετία σαν θεατρική σκηνή), το πρόσωπο του Έλληνα σκηνοθέτη συνδέθηκε με μια πλατιά αποδοχή της εναλλακτικής πρότασης, όπως και με ένα σχετικά ευρύ κοινό που αποδείχτηκε εξαιρετικό πρόθυμο να στηρίξει την όλη προσπάθεια. Το «Αμόρε» για μια δεκαετία, μέχρι τη διακοπή της λειτουργία τους το 2007 έγινε το κέντρο μιας συζήτησης για το ελληνικό θέατρο που αφορούσε νέους συντελεστές, μια ολόκληρη γενιά νέων ηθοποιών, νέα έργα και νέους τρόπους ερμηνείας τους.[9] Το «Αμόρε» λειτούργησε σε δύο σκηνές -την κεντρική και τον «εξώστη»-, και πέτυχε ορισμένα εντυπωσιακά νούμερα: στα 17 χρόνια συνολικά της λειτουργίας του (μετά το 2000 ο Θωμάς Μοσχόπουλος έγινε συνδιευθυντής της επιχείρησης) το «Αμόρε» έδωσε 145 παραγωγές, 5 συμπαραγωγές και 1 φεστιβαλική παράσταση στην Επίδαυρο. Είκοσι πέντε απ’ τα έργα που ανέβηκαν ήταν ελληνικά και τα εξήντα τέσσερα εκδόθηκαν. Μαζί του συνεργάστηκαν 60 σκηνοθέτες, 52 μεταφραστές, 80 σκηνογράφοι κι ενδυματολόγοι, 65 διευθυντές φωτισμού και 500 ηθοποιοί. Σε όλη τη διάρκειά του προσκάλεσε 6 ξένους θιάσους, δημιούργησε και καθιέρωσε τον ετήσιο κύκλο των “Δοκιμών” κάθε Μάιο, δίνοντας τη δυνατότητα σε νέους συγγραφείς να παρουσιάζουν τα έργα τους, πρωτοπαρουσίασε έργα 25 ξένων, άγνωστων έως τότε στη χώρα μας, συγγραφέων, καθώς και κλασικά κείμενα που ανέβηκαν σε καινούριες μεταφράσεις. Το παρακολούθησαν περίπου μισό εκατομμύριο θεατές.[10]
Το πλέον σημαντικό στον πληθωρικό αυτό απολογισμό είναι πως το «Αμόρε» μπόρεσε να κρατήσει καθ’ όλη τη διάρκεια της λειτουργίας του τη σκυτάλη της αναζήτησης, της έρευνας και της τολμηρής πρότασης, λαμβάνοντας την από τους προηγούμενους και παραδίδοντάς την στους επόμενους. Ουσιαστικά στο «Αμόρε» γαλουχήθηκε μια νέα γενιά του ελληνικού θεάτρου και σε αυτό το θέατρο (ή τουλάχιστον στην επιτυχία του) βάσισε την αυτοπεποίθησή της. Ζητήματα όπως της χορικότητας, της αποδόμησης, της νέας δραματουργίας, θέματα όπως της συλλογικής ταυτότητας και της νέας ερμηνείας ετέθησαν ενώπιον ενός τόσο μεγάλου και πιστού κοινού και με την τόση έμφαση για πρώτη φορά στο θέατρο «Αμόρε».
Η προσφορά του «Αμόρε» δεν θα έπρεπε ωστόσο να επικαλύψει την παράλληλη, ταυτόχρονη κι εξίσου αξιόλογη δράση στο ίδιο διάστημα ενός ακόμα ερευνητικού θιάσου, με το όνομα «Διπλούς Έρως», και του ηθοποιού και σκηνοθέτη Μιχαήλ Μαρμαρινού στη διεύθυνσή του. Η εταιρεία θεάτρου «Διπλούς Έρως» συστήθηκε το 1983 σαν ένα σχήμα με καθαρά ερευνητικό χαρακτήρα. Το 2003 το «διπλούς Έρως» μετονομάστηκε σε «Theseum Ensemble» και διαθέτει από το 1997 σαν μόνιμο χώρο παραστάσεων το θέατρο «Θησείον (ένα θέατρο για τις τέχνες)», που λειτουργεί σε διατηρητέο χώρο στο κέντρο της πόλης.
Από την αρχή κιόλας ο Μαρμαρινός προκάλεσε αίσθηση κυρίως με τις εικονοκλαστικές σκηνικές του προτάσεις. Οι παραγωγές του στη δεκαετία του ‘90 κινήθηκαν στο χώρο του μεταμοντέρνου, της συνειρμικής σύνδεσης φόρμας και περιεχομένου, στη διάχυση της του ερμηνευτικού κώδικα σε συλλογικές συμπεριφορές και στερεότυπα («Αλτουσέρ Ροκ» 1996, «Ρομαντισμός» 1997, «Ρωμαίος και Ιουλιέτα» 2004, κ.ά). Οι παραστάσεις του συγκέντρωσαν γρήγορα ένα αρχικά αμφίθυμο, και πολύ σύντομα αφοσιωμένο νεανικό κοινό, ενώ δεν έλειψαν και οι αντιδράσεις, κυρίως στα σημεία που οι παρεμβάσεις του έμοιαζαν να θίγουν θέσφατα του αρχαίου ελληνικού δράματος και της αναβίωσής του.[11] Κομβικό ίσως σημείο στην παρουσία και στην απήχηση του θιάσου υπήρξε η παράσταση με τίτλο «Εθνικός ύμνος» (2002), όπου το κοινό αποδέχτηκε μια ριζικά προσέγγιση της νεότερης ταυτότητας του ελληνικού κράτους (κυρίως μετά την κατάρρευση των καθεστώτων της Ανατολικής Ευρώπης και την μαζική είσοδο προσφύγων στην μέχρι τότε μάλλον στεγανή ελληνική κοινωνική πραγματικότητα).
Αυτό που φάνηκε σταδιακά ήταν ότι ο Μαρμαρινός ανέπτυξε μια δική του σκηνική γλώσσα, η οποία βασίζεται στην προσέγγιση της σκηνοθεσίας με τους όρους και τις τεχνικές της δραματουργίας. Με αυτόν τον τρόπο η σκηνική δράση αναπτύσσεται στο πνεύμα δημιουργίας ενός γενικότερου περιβάλλοντος που γεννά αυτόνομα δράση και νόημα. Σε αυτόν τον επί σκηνής κόσμο δεν είναι πλέον αναγκαία η συνδρομή μιας ενδιάμεσης φάσης ερμηνείας ή κριτικής, η οποία θα έπαιζε κανονικά στο συμβατικό θέατρο το ρόλο του μεσάζοντα. Με τον ίδιο τρόπο που ο αναγνώστης διαβάζει το θεατρικό έργο και οραματίζεται το ανέβασμά του, αντίστροφα, ο θεατής μπορεί να παρακολουθεί την παράσταση και να προβαίνει στη «συγγραφή» του. Με αυτόν τον τρόπο ο Μαρμαρινός επέδρασσε σημαντικά στη διαμόρφωση νεότερων σκηνοθετών, όπως ο Δημήτρης Καραντζάς, και θεατρικών ομάδων, όπως οι Blitz, σημειώνοντας τον δρόμο της σύμμειξης της σύγχρονης θεωρίας με τη σκηνική πράξη.
Από την ομάδα αυτών των σκηνοθετών που διατήρησαν το πνεύμα της αναζήτησης στο ελληνικό θέατρο στα χρόνια της Μεταπολίτευσης, δεν μπορούσε βέβαια να απουσιάζει το όνομα του Θόδωρου Τερζόπουλου, ίσως σήμερα του πλέον αναγνωρισμένου στο διεθνές θέατρο. Ακολουθώντας τα διδάγματα των Πολωνών σκηνοθετών για ένα φτωχό θέατρο, επεκτείνοντας τα με τις αρχές του ανατολικού ερμηνευτικού κώδικα, διερευνώντας τα όρια του ηθοποιού και του σωματικού θεάτρου με τεχνικές που απλώνονται από τις σπουδές του στο μπρεχτικό θέατρο, μέχρι τις αφρικανικές τελετές των Σαμάνων, ο Τερζόπουλος κατέληξε τελικά σε μια δική του, ιδιαίτερη μέθοδο, που καλλιεργεί τη φωνή και την σωματική τέλεση του ηθοποιού, αφήνει να γίνει ορατή η σιωπή και στρέφει το λόγο στο χώρο του αοράτου, του μαγικού και του ανέκφραστου. Αφετηρία ίσως του ενδιαφέροντος για αυτή τη Μέθοδο –που σήμερα διδάσκεται διεθνώς και διερευνάται από τις κεντρικές Σχολές υποκριτικής παγκοσμίως– στάθηκε η παράσταση των «Βακχών» (1986). Στην παράσταση έγινε αντιληπτή όχι μόνο η μεθοδική προσέγγιση της εκφραστικής απελευθέρωσης από τον Τερζόπουλο, αλλά και η ιδιαίτερα δυναμική απόδοση του υπόβαθρου που στηρίζει την εν λόγω τραγωδία του Ευριπίδη αλλά και το αρχαίο δράμα εν γένει. Στα επόμενα χρόνια ο Τερζόπουλος διεύρυνε στο θεάτρο Άττις τη ίδια προσέγγιση και την εμπλούτισε με νέα έργα, στα οποία κάποιες φορές πέρα από το ίδιο το φορμαλιστικό ενδιαφέρον δεν λείπουν και οι πολιτικές και κοινωνιολογικές αναφορές.[12]
Οι παραπάνω περιπτώσεις λειτουργούσαν όπως είναι προφανές ως φωτεινή εξαίρεση μέσα στο μάλλον μονότονο τοπίο της ελληνικής σκηνής στα τέλη του αιώνα. Η κατάσταση άρχισε να αλλάζει ραγδαία με την είσοδο του νέου αιώνα, και κυρίως, όπως είπαμε, με αφετηρία το 2004. Οι λόγοι για την αλλαγή θα αποτελέσουν όπως είπαμε ένα από τα πιο ενδιαφέροντα θέματα μελλοντικής συζήτησης. Ωστόσο μπορούμε να διακρίνουμε ήδη ορισμένους: είχε διαμορφωθεί μια σταθερή επικοινωνία με την Ευρώπη, και ο αριθμός των καλλιτεχνών που σπούδαζε, ταξίδευε και επισκεπτόταν τα διεθνή φεστιβάλ ήταν ήδη τέτοιος ώστε να δημιουργηθεί η κρίσιμη μάζα εκείνων που ζητούσαν την ανανέωση. Από τη μεριά της ελληνικής σκηνής, έπειτα, ήταν ολοένα και πιο φανερό πως παλιότερες θεματικές και αισθητικές είχαν πλέον κουράσει και ανακυκλωνόντουσαν στο Ελληνικό Φεστιβάλ ή σε κατά τόπους θεατρικές εκδηλώσεις της περιφέρειας. Οι κεντρικοί συντελεστές είχαν δημιουργήσει την εντύπωση ενός «κατεστημένου» που τρεφόταν από την κρατική πολιτιστική πολιτική. Και από την άλλη, σκηνές όπως το θέατρο «Αμόρε», που διηύθυναν ο Γιάννης Χουβαρδάς και ο Θωμάς Μοσχόπουλος, πρότασσαν το αίτημα της ανανέωσης με μεγάλη επιτυχία, γεγονός που δημιούργησε μια σχετικά μικρή αλλά δραστήρια κοινότητα εναλλακτικού θεάτρου στον ελληνικό χώρο.
Η μεγάλη αλλαγή όμως ήλθε από μια απρόσμενη πηγή: Από την Κυβέρνηση της Κεντροδεξιάς που ανήλθε στην εξουσία λίγο πριν τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας, το 2004. Με πρωθυπουργό τον Κώστα Καραμανλή και με υπουργούς πολιτισμού τον ίδιο αρχικά και έπειτα τον Γιώργο Βουλγαράκη, η νέα Κυβέρνηση προχώρησε στις θεαματικές αναθέσεις καίριων θέσεων του θεάτρου με δυο καταρχήν «εκπλήξεις». Διόρισε στα 2005 στη θέση του διευθυντή του Ελληνικού Φεστιβάλ τον διευθυντή της Όπερας της Λυών, Γιώργο Λούκο, έναν άνθρωπο με ευρεία γνώση του διεθνούς θεάτρου. Και λίγο αργότερα, το 2007, διόρισε τον Γιάννη Χουβαρδά, διευθυντή της μέχρι τότε πιο δραστήριας και έγκυρης εναλλακτικής πρότασης του «Αμόρε» στη θέση του καλλιτεχνικού διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου. Οι δύο αυτοί διορισμοί υπήρξαν αναγνώριση της ανάγκης για ανανέωση, καθώς και έκφραση της κοινής διαπίστωσης πως το ελληνικό θέατρο έπρεπε να περάσει σε μια νέα φάση εξέλιξης.
Αυτή η περίεργη επίδειξη ριζοσπαστικής πολιτικής από μια μάλλον συντηρητική κυβέρνηση αποτελεί ακόμη ένα ζήτημα προς διερεύνηση. Ωστόσο η παρουσία και η δράση των δύο αυτών προσώπων σε κεντρικές θέσεις έδωσε ασφαλώς νέα ώθηση στο ζήτημα της εναλλακτικής σκηνής. Το Εθνικό Θέατρο στράφηκε με τον Γιάννη Χουβαρδά σχεδόν αυτόματα σε μια ριζοσπαστική –για τα μέχρι τότε δεδομένα– απόδοση του ρεπερτορίου. Και το Ελληνικό Φεστιβάλ, επί Γιώργου Λούκου, απέκτησε νέα ταυτότητα, με νέους χώρους, νέες και πιο ευέλικτες δομές, με έντονη εξωστρέφεια, με πολλές και τολμηρές μετακλήσεις ξένων θιάσων.
Σε αυτό το σημείο πρέπει να σημειώσουμε πως την ίδια περίοδο η ανανέωση υποστηρίζεται και από άλλες, εξίσου δραστήριες, δομές. Μετά το 2004 αυξάνονται θεαματικά οι χώροι ποικίλης καλλιτεχνικής δράσης, μικρές συνήθως σκηνές, που ζητούν από το νεανικό κυρίως κοινό να επιλέξει χώρους επικοινωνίας και έκφρασης. Αυτή η ανάπτυξη έρχεται και ως αποτέλεσμα της εκρηκτικής αύξησης των νέων ομάδων και των παραγωγών, που πλέον προς το τέλος της πρώτης δεκαετίας ξεπερνούν τις 1000 (χίλιες).