Όταν ήμουν μικρός, πηγαίναμε τα καλοκαίρια στη θεία μου στο χωριό. Το σπίτι της ήταν ένα άχαρο, πέτρινο τετράγωνο κτίσμα στη μέση ενός μεγάλου κτήματος, που είχε μποστάνια και μια περιποιημένη, ευωδιαστή αυλή. Εκεί περνούσα τις μέρες μου, παίζοντας μπάλα μοναχός μου. Την έστελνα με φόρα στη μάντρα της αυλής κι εκείνη μου την αντιγύριζε με φόρα, κι έτσι κάναμε καλή παρέα και δε βαριόμουνα. Ερχότανε καμιά φορά και κανένα γειτονόπουλο να παίξουμε μαζί, μα εγώ δεν ήμουνα για τέτοια, κρυβόμουνα ή έκανα πως με πονάει η κοιλιά μου και χωνόμουν στο κρεβάτι μου μασουλώντας φρυγανιές.
Κι έτσι κυλούσαν τα καλοκαίρια μου, χωρίς τίποτα ιδιαίτερο, ώσπου μια μέρα ανακάλυψα εκείνη τη μυρμηγκοφωλιά. Στην αρχή στάθηκα από πάνω της με περιέργεια, προσέχοντας μην πατήσω τα μυριάδες μυρμηγκάκια που ξεχύνονταν με βιάση από τα σπλάχνα της. Ήτανε σα μικροσκοπική σπηλιά μ’ ανεξάντλητο βάθος που ολοένα ξέβραζε ποδάρια και κεραίες. Κι εκείνα με τη σειρά τους σχημάτιζαν συμμετρικές λεωφόρους με πυκνή κίνηση που έρεε δίχως σταματημό. Πόσα πολλά μυρμήγκια! Πόσο μικροσκοπικά και πόσο δυνατά! Άλλα κουβαλούσαν σπόρους ή απομεινάρια από φαγητά, ή ακόμα και πέτρες και άλλα έντομα, ενώ κάποια έτρεχαν σαν παλαβά δίχως φορτίο. Είδα μια μεγάλη ακρίδα με τα πόδια στο θεό να την κουβαλάνε στους ώμους τους σα νεκρώσιμη, πένθιμη πομπή, κι έπειτα να φρακάρει για λίγο στο χείλος της μυρμηγκοφωλιάς, προτού χαθεί για πάντα στα βάθη της γης.
Πώς να ήταν άραγε εκεί μέσα; Να είχε δαιδαλώδεις στοές κι αναρίθμητα περάσματα, ανηφορικά και κατηφορικά, κατασκότεινα και υγρά; Να μπορούνε άραγε να μυρίσουνε το χώμα όπως το μυρίζουμε κι εμείς; Κι αφού με τόση μαεστρία κουβαλάνε κάθε λογής πράματα εκεί μέσα, τι άλλο να υπάρχει στα έγκατα της φωλιάς; Ποιο να ‘ναι το πιο μυστήριο, το πιο παράξενο απόκτημά τους;
Ξαφνικά μ’ έπιασε λαχτάρα μεγάλη να μάθω. Να δω τι θησαυρούς φυλάνε εκεί μέσα, πόσα είναι ακόμα, τρώνε; Κοιμούνται; Πονάνε; Αγαπιούνται; Αλλά πάνω απ’ όλα, τι έχουνε εκεί μέσα; Δίχως να το πολυσκεφτώ έφερα το λάστιχο της αυλής, έχωσα την άκρη του στην τρύπα κι άνοιξα το νερό. Θαρρούσα τότε πως η πλημμύρα θα ‘φερνε στην επιφάνεια ό,τι υπήρχε θαμμένο εκεί κάτω. Μάταια, έμελλε να περάσει ακόμα αρκετός καιρός μέχρι να ικανοποιηθεί η περιέργειά μου.
Μετά από αρκετά χρόνια, ξαναβρέθηκα κάποιο φθινόπωρο στο χωριό, φιλοξενούμενος στο ίδιο σπίτι. Η θεία μου ήταν από καιρό πεθαμένη, κι οι κόρες της είχαν αφήσει το κτήμα να ρημάξει. Δεν πατούσαν πια το πόδι τους εκεί, γι’ αυτό και μου είχαν δώσει εμένα τα κλειδιά για το σπίτι και το ελεύθερο να πηγαίνω πότε πότε. Αφού σεργιάνισα όλη μέρα στα δρομάκια του χωριού και γέμισα τα πνευμόνια μου μ’ ατόφιο οξυγόνο, σωριάστηκα σε μια καρέκλα στην αυλή ν’ ατενίσω τη δύση. Έκλεισα τα μάτια μου κι ακόμα έβλεπα τις φλογισμένες ανταύγειες να γλείφουν τις βουνοκορφές, κι έπειτα να εξαφανίζονται αργά, να υποτάσσονται δουλικά στο σκοτάδι. Γλυκό σκοτάδι. Μύριζε νυχτολούλουδο, ήτανε θαύμα πώς κρατούσε ακόμα και δεν είχε ξεραθεί.
Σηκώθηκα με βαριά καρδιά για να μπω μέσα, είχε ψυχράνει απότομα. Μέσα Νοέμβρη και ήδη ο χειμώνας βάδιζε με βήμα γοργό. Και τότε την είδα. Η μυρμηγκοφωλιά! Έρημη, σαν το σπίτι. Καμία κίνηση, κανένα ίχνος ζωής. Απλά ένας θλιβερός σωρός από ξεραμένο χώμα, δίχως ζωντάνια. Στ’ αυτιά μου τρύπωσε μια απόκοσμη σιωπή, μια ησυχία βαριά σαν κι αυτή που βασιλεύει στα εγκαταλελειμμένα ορυχεία, με τα εργαλεία βιαστικά παρατημένα και τους κόκκους της σκόνης να αιωρούνται. Μόνο που δεν είδα κανένα εργαλείο, ούτε και σκόνη εντόπισα, γιατί το σκοτάδι ήταν απόλυτο. Ήταν φρικιαστικό και ήταν παντού γύρω μου, το ένιωθα να μ’ ακουμπάει δειλά στην αρχή κι έπειτα να με αρπάζει γερά και να με τουμπάρει, κι έπεφτα και σηκωνόμουν τόσες πολλές φορές που στο τέλος δεν ήξερα πια αν στεκόμουν ή αν ήμουν ξαπλωμένος, οι διαστάσεις είχαν όλες πάψει να ισχύουν, ο χώρος ήταν σχετικός και απόλυτος μαζί. Τα μέλη μου ήταν μουδιασμένα κι αφέθηκα ανήμπορος στην αγκαλιά του σκοταδιού, παραδόθηκα να με πάει όπου θέλει.
Ξαφνικά μια λεπτή δέσμη φωτός τρύπησε το χώρο. Και τότε ήταν που αντίκρυσα τους υπηρέτες του σκοταδιού∙ ταπεινοί όπως πάντα, αεικίνητοι και αθόρυβοι. Μυρμήγκια, αμέτρητα μυρμήγκια, άπειρα μυρμήγκια. Με σήκωναν στους ώμους τους και τα λεπτά τους ποδαράκια ίσα που ακουμπούσαν τα μουδιασμένα μέλη μου, γαργαλώντας με ελαφρά. «Πού με πάτε;» φώναξα κι άρχισα να στριφογυρνάω σαν τρελός. Μάταια. Καμία απάντηση. «Πού με πάτε, πείτε μου πού με πάτε!»
«Σε πάμε να δεις το θησαυρό μας», ακούστηκε μια φωνή από το βάθος, κάπου πολύ μπροστά μου. «Ή τουλάχιστον, ό,τι απόμεινε απ’ αυτόν μετά τη μεγάλη πλημμύρα.» Ανατρίχιασα ολόκληρος. Η πλημμύρα. Να λοιπόν που είχε έρθει η ώρα να λογοδοτήσω για κείνη την παιδική μου απερισκεψία, και μάλιστα με τον πιο παράξενο κι απροσδόκητο τρόπο.
Με απόλυτα συντονισμένες κινήσεις κι εξαιρετική ακρίβεια με απόθεσαν μπροστά στη βασίλισσά τους, που έστεκε αγέρωχη σε ένα υπερυψωμένο κομμάτι της σπηλιάς. Με κοίταξε εξεταστικά από την κορφή ως τα νύχια. Εκκωφαντική σιωπή. Επιδείκνυε τη δύναμή της, εντείνοντας την αγωνία μου. Με μετρούσε. Χωρίς να ξεκολλήσει το βλέμμα της από πάνω μου, έγειρε το κεφάλι της στο πλάι και τότε μίλησε: «Ώστε εσύ είσαι.»
Μπορούσα να νιώσω στο πετσί μου το χαιρέκακο μειδίαμά της, που έκανε τον ιδρώτα να κυλάει ποτάμι και τις αρθρώσεις μου να τρέμουν. Αυθόρμητα γύρισα το κεφάλι, ψάχνοντας για μια έξοδο κινδύνου, μα το μόνο που αντίκρυσα παντού τριγύρω ήταν αδηφάγα βλέμματα.
«Ήθελες να δεις τι πολύτιμο κρατάμε φυλαγμένο, σωστά; Ε λοιπόν, θα σου δώσουμε την ευκαιρία να μάθεις! Θα σε φιλοξενήσουμε.»
«Μα … εγώ … δεν …», ψέλλισα με κόπο, ψάχνοντας μάταια κάπως να δικαιολογηθώ. Του κάκου, κανείς δεν ενδιαφερόταν να με ακούσει, μήτε κι εγώ ο ίδιος δε θα μου ‘δινα δίκιο.
«Μα … χαρά μας! Οδηγήστε τον καλεσμένο μας κάτω. Ω μην ανησυχείς, θα περάσουμε υπέροχα το χειμώνα!»
Και να ‘μαι τώρα εδώ κάτω, κουλουριασμένος στο σκοτάδι σε μια τεράστια υπόγεια αποθήκη βουτηγμένη στην υγρασία, να περιμένω την άνοιξη και να ονειρεύομαι πως όλα τούτα είναι ένα πικρό όνειρο. Απ’ αυτά που βλέπει κανείς όταν τον παίρνει ο ύπνος στην καρέκλα, σε μια έρημη αυλή, ατενίζοντας τη δύση.