Επτά + ένα κομμάτια

Είσοδος της Εθνικής Βιβλιοθήκης στο Μπουένος Άιρες
Είσοδος της Εθνικής Βιβλιοθήκης στο Μπουένος Άιρες / φωτ. Δημήτρης Καλοκύρης

( Per me si va nella città eterna )

Είχαμε κλείσει, για πρώτη φορά –κι ας έχουμε κρυφό δεσμό τόσα χρόνια τώρα– ραντεβού σ’ ένα ξενοδοχείο, από εκείνα που πηγαίνουν τα ζευγάρια για λίγες ώρες, κάνουν έρωτα κι ύστερα φεύγουν και χωρίζουν. Γνώριζα ακριβώς πού βρίσκεται το ξε­νοδοχείο, τ’ όνομα της οδού, τον όροφο, τον αριθμό του δωμα­τίου, κι ότι εσύ θα πήγαινες εκεί νωρίτερα από μένα· ήδη με πε­ρίμενες. Ξε­κίνησα, λοιπόν, όλος βιασύνη να έρθω να σε βρω. Αλλά, αφού πέρασα κι απ’ τη ρεσεψιόν, στη συνέχεια μπήκα σ’ ένα λαβυριν­θώδη κήπο, με αμέτρητα διακλαδωτά μονοπάτια, που ήταν και ο­λό­κληρη πόλη. Άρ­χισα ν’ αναζη­τώ τον αριθμό του δωματίου ό­που με περίμενες. Όσο έψαχνα, γυρνώ­ντας δεξιά κι αριστερά, ανάμεσα σε μικρές οδούς και τεράστιες λεωφόρους, διαπίστωνα ότι όλα τα κτίρια κι όλα τα σπίτια ήταν δωμάτια του ξενοδοχείου, χωρίς όμως καμία πόρτα να έχει τον αριθ­μό του δικού μας δωματίου. Συνε­χίζω να περιπλανιέμαι, να σε ψά­χνω. Ούτε νυχτώνει ούτε ξη­με­ρώνει. Μάλλον ο χρόνος έχει στα­μα­τήσει. Στον αέρα αντηχεί –αὖε… αὖε… Εὐ…ι… – σαν μακρινή σειρήνα: tu non se’ in... tu non se’ in… Θα τελειώσει κάποτε, άραγε, η μορφίνη αυτού του ονεί­ρου;

 * * *

Καθώς, όσο ο καιρός περνάει, το κάθε ποίημα γίνεται ελεγεία – η φράση αυτή γράφτηκε απ’ τον Μπόρχες, για χρόνια γράφω, και δεν έχω πάψει ακόμη, άπειρα ερωτικά ποιήματα για μια άγνωστη γυναίκα που θα έρχεται. Ξέρω πως για να μην χαθεί μες στον ατέλειωτο λαβύρινθο του χρόνου, αφήνει για σημάδια της τα δάκρυα που τρέχουν απ’ τα μάτια της, μα μάταια, πασχίζοντας να έρθει να με βρει. Παράδοξο, γιατί είμαι πάντα εδώ. Το εδώ είναι η έξοδος του λαβύρινθου που είναι, όμως, μια ανάστροφη κλεψύδρα. Όταν εκείνη φτάνει πια σ’ εμένα, η άμμος του χρόνου την σκεπάζει με τη λήθη. Κι αν η ιστορία αυτή εκληφθεί ως αλληγορία, εύκολα εικάζεται η προέλευση της θάλασσας· που την απορροφά, όπως τα ποιήματα, η άμμος.


 * * *

( Σύνδρομο Klinefelter )

Καθώς κοιμόμουν, λίγη σάρκα απ’ το πλευρό μου, το γόνατό μου να γωνιάζει το σεντόνι μα κι ίσως κι οι χλιαρές πνοές της νύχτας που μπαίνανε απ’ το ανοιχτό παράθυρο πλάσαν στο πλάι μου την έφηβη γυναίκα που έριξε ρίζες στο κορμί μου μέχρι τα όνειρα κι είναι τα χρόνια της όσα έχουν και τα δέντρα. Έτσι, το ελπίζω, όταν κάποτε ξυπνήσω, θα ταξιδέψω μέχρι να βρω το κορ­μί της, κείνο το μέλος που θα χάσω και θα ψάχνω. Θα ταξιδεύω, διαρκώς θα ταξιδεύω, μέχρι να φτάσω στην οδό Adole­scenti, σ’ εκείνο το μικρό ξενοδοχείο της Ρώμης, στο δωμάτιο «La partenza». Κι εκεί, στα πυρωμένα του σεντόνια, ενώ θα ηχούν σειρήνες από ασθενοφόρα, τον υγρό Μάη του 2013, θα κοιμηθώ. Καθώς κοιμάμαι, λίγη σάρκα απ’ το πλευρό της θα με πλάθει... Σ’ ένα όνειρό της, που θα ζει, καθώς κοιμά­ται.

 * * *

Διάβασα στον Μπόρχες ότι το καλύτερο μέρος για να κρύψεις ένα φύλλο είναι το δάσος. Ο καλύτερος τόπος για να κρύψεις ένα δάκρυ είναι η θάλασσα. Κι ο καλύτερος τρόπος για να μιλήσεις σ’ έναν δικό σου νεκρό είναι η σιωπή. Έτσι, το ότι εδώ σου μιλώ δεν είναι παρά ένα ρητορικό πρόσχημα. Όταν γύρισα ξανά στο σπίτι όπου έζησες, χωρίς εμένα, τα τελευταία είκοσι πέντε χρόνια της ζωής σου, και βρέθηκα μόνος μου, είχα για μια στιγμή την προσδοκία ότι θ’ ακούσω απ’ το διπλανό δωμάτιο τη φωνή σου να με καλεί με τ’ όνομά μου. Φυσικά, δεν άκουσα τίποτα. Αν άκουγα τη φωνή σου, δεν θα το έγραφα. Δεν αποκαλύπτεις ένα θαύμα. Αν υποθέσουμε ότι υπάρχουμε σε παράλληλα σύμπαντα, δεν γνωρίζεις ότι είμαι ζωντανός κι ότι σε σκέφτομαι και σ’ ονειρεύομαι συχνά ζωντανή. Η στάχτη του καμένου ρόδου είναι σκορπισμένη στο πάτωμα. Μόλις κλείσω πίσω μου την πόρτα του σπιτιού μας, μόλις απομακρυνθώ, θα ξαναγεννήσεις το ανθισμένο ρόδο. Η φωνή σου με καλεί, ξανά και ξανά, από το διπλανό δωμάτιο. Εγώ έχω φύγει.

 * * *

( Η γυάλινη σπείρα )

Ήθελα να σε δω, να σου μιλήσω. Έτσι έφτασα στην είσοδο απ’ τους πρώτους. Έβλεπα να ’ρχονται οι επισκέπτες ένας ένας. Άγνωστοι και γνωστοί, καλοντυμένοι – μάλιστα λίγοι με χαιρέτησαν εγκάρδια, χτυπούσαν το κουδούνι και τους άνοιγες την πόρτα. Άκουγα τη φωνή σου πεντακάθαρα. Αλλά, παρά τα αδιάσειστα στοιχεία πως όλα αυτά συνέβαιναν στ’ αλήθεια, όταν μπήκα απ’ την πόρτα τελευταίος, το σπίτι σου ήταν εντελώς κενό. Σαν να ’χες φύγει πριν καιρό κι έμεινε άδειο. Κρύο, φώτα σβηστά, κανένας ήχος… Κάτι ανάλογο συμβαίνει τώρα πάλι. Θέλω να σου μιλήσω, να σε δω. Σε ψάχνω σ’ όλα τα γεμάτα αμφιθέατρα. Παρά το πλήθος, σε διακρίνω μέσα σε όλα. Αλλά ποια απ’ όλες όσες βλέπω είναι η αληθινή; Ποια είσαι εσύ και ποια είναι τα είδωλά σου; Κι αν κάνω λάθος, θα χαθεί κι η αληθινή; Ή μήπως όσες βλέπω είναι οι σωσίες σου; Μήπως σ’ έχω εγώ επινοήσει, κοιτώντας στον καθρέφτη του καθρέφτη; Νιώθω πως βρίσκομαι μέσα σε μια γυάλινη σπείρα κι ενόσω πάω από το κέντρο προς την έξοδο, κινείται εκείνη με αντίθετη φορά. Έτσι κινούμαι μέσα στην ακινησία. Ή μένω ακίνητος –που είναι το ίδιο– μες στην κίνηση. Θυμάμαι, ενόσω ακούω τα βήματά μου –κι αυτό είναι κάποια απόδειξη ότι υπάρχω– τα λόγια που μου είχες πει σε μια συνάντησή μας, τόσο πραγματική που μάλλον εσύ έλειπες. Τα όνειρα υπάρχουνε χάρη σ’ ένα παράδοξο. Ενώ ο καθένας βλέπει τα δικά του, τα όνειρα ανήκουνε σε όλους μας. Για εκείνη την υπέροχη συνάντηση, δεν πρόκειται να μάθεις το παραμικρό.

 * * *

Ένα πρωί ξύπνησα και δεν ήμουν ο γνωστός εαυτός μου, αλλά επτά άλλοι άγνωστοι άνθρωποι, με διαφορετικό φύλο, ηλικία, γλώσσα, επάγγελμα, προβλήματα υγείας, συναισθηματική διάθεση, που είχαν ονειρευτεί επτά διαφορετικά όνειρα ξεχασμένα στο φως της μέρας. Ένα πρωί οι επτά αυτοί άνθρωποι ξύπνησαν και δεν ήταν ο εαυτός τους αλλά ο καθένας τους άλλοι επτά άνθρωποι. Η ιστορία αυτή συνεχίστηκε με τόσο προβλέψιμο τρόπο που περιττεύει η παραπέρα αφήγησή της. Ίσως θα την συνέχιζε ο Μπόρχες, με τη φωνή του Θεού: «Ούτε κι εγώ είμαι. Εγώ ονειρεύτηκα τον κόσμο όπως εσύ, και μέσα στις μορφές του ονείρου μου είσαι κι εσύ που, όπως εγώ, είσαι πολλοί και κανένας».

 * * *

Πάντοτε όλα συνέβαιναν στον πολύ ψηλό πύργο, κτισμένο στην κορυφή του λόφου. Βρέθηκα κι εγώ εκεί, μερικές φορές – όσο θυμάμαι. Οι έφηβες γυμνές παραθερίστριες, με τα μικρά στήθη και τις άγουρες θηλές και με τα κατάξανθα, όλες του –τι παράδοξο!– εφηβαία, περιφέρονταν αδιάφορες για την παρουσία μου, όπως και για την παρουσία των άλλων περιστασιακών επισκεπτών, με τα βαριά παλτά μας. Σαν να μην υπήρχαμε καν. Η θέα απ’ τον εξώστη απλωνόταν πανοραμικά προς όλο το νησί, τον πράσινο ατελείωτο καμβά του, κι έφτανε μέχρι τις ξαφνικές μαρμαρυγές του ορίζοντα – ό,τι θα έλεγε κανείς, υποψία της θάλασσας. Αλλά η υψοφοβία με έκανε κάθε φορά να θέλω να φύγω απ’ τον εξώστη κι απ’ τον πύργο, η αδιόρατη απειλή πώς κάποιος ή κάτι θα με σπρώξει βίαια στο κενό. Κι όσες φορές προσπάθησα να φτάσω στο λιμάνι, να πάω στο πλοίο που ετοιμαζόταν για την αναχώρηση, πάντοτε κάτι στεκόταν εμπόδιο – το χαμένο ταξί, ο δρόμος λαβύρινθος, ο δρόμος που στενεύει σαν το στόμιο μπουκαλιού… Μα πάνω απ’ όλα η ανησυχία μου για το ίδιο το ταξίδι, το πλοίο να πλέει στην άδεια νυχτωμένη θάλασσα, μες στο σκοτάδι. Κι αν ο άνεμος φυσάει δυνατά; Και τα ψηλά κύματα; Έτσι, χρόνο τον χρόνο, αναβολή την αναβολή, καταλαβαίνω πως η μητέρα μου είναι η θάλασσα. Και με περιμένει.

 * * *

Είχαμε κλείσει, για πρώτη φορά –κι ας έχουμε κρυφό δεσμό τόσα χρόνια τώρα– ραντεβού σ’ ένα ξενοδοχείο, από εκείνα που πηγαίνουν τα ζευγάρια για λίγες ώρες, κάνουν έρωτα κι ύστερα φεύγουν και χωρίζουν. Γνώριζα ακριβώς πού βρίσκεται το ξε­νοδοχείο «Room With A View» κι ότι εσύ θα πήγαινες εκεί νωρίτερα από μένα· ήδη με πε­ρίμενες. Ξε­κίνησα, λοιπόν, όλος βιασύνη να έρθω να σε βρω. Μόλις μπήκα στο δωμάτιο 112 – η πόρτα ήταν αφημένη μισάνοιχτη, σε είδα να κάθεσαι στη μοναδική καρέκλα, μπροστά στο στενό γραφειάκι, και να γράφεις ήδη το ποίημα που θα ήθελα να σου χαρίσω. Άρχισες να μου διαβάζεις:

Ήρθε η βροχή, τα δάκρυα του ουρανού.
Καιρό τώρα πασχίζω να στο γράψω αυτό το ποίημα
απ’ την ανάγκη μου να λάβεις την απάντηση.

Αν άλλαζαν οι χωροχρονικές συντεταγμένες,
αν αφαιρούνταν και προσθέτονταν τα χρόνια,
δέκα δικά σου κι άλλα είκοσι δικά μου,
τότε θα ζούσαμε μες στο βιβλίο του έρωτά μας.

Το θρόισμα των φύλλων τ’ απογεύματα,
μια εκδρομή που θα ξεφύλλιζε η Άνοιξη,
τα μάτια σου όπου ρίζωσαν τα όνειρα
και το χαμόγελό σου δύο πέταλα που ανοίγουν

…………………………………………

Να ’σαι τόσο κοντά που να μπορώ να φανταστώ
κάπου που δεν θα ταξιδέψουμε ποτέ,
ενώ η υγρασία του δειλινού νοτίζει τη σελίδα
…………………………………………

ό,τι έμεινε να ειπωθεί στο οπισθόφυλλο,
ήρθε η βροχή, τα δάκρυα του ουρανού.

ΒΡΕΙΤΕ ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ Ευριπίδη Γαραντούδη ΣΤΟΝ ΙΑΝΟ.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: