Στην εξοχή

————————————————

ΑΠΟ ΤΙΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΝΙ

————————————————

Στην εξοχή

Επαρ­χια­κός σταθ­μός υπε­ρα­στι­κών, κυ­λι­κείο, χει­μώ­νας, συν­νε­φια­σμέ­νη μέ­ρα και μου­ντή, δέ­ντρα με γυ­μνά κλα­διά, ψο­φό­κρυο. Ο Κύ­ριος Νί ζη­τά­ει ζε­στό φα­σκό­μη­λο, πί­νει με μι­κρές κο­φτές γου­λιές, πε­ρι­μέ­νει το δρο­μο­λό­γιο. Δί­πλα του δύο ηλι­κιω­μέ­νοι, και οι δύο υπε­ρή­λι­κες με μου­στά­κι κά­τα­σπρο, πλού­σιο και τσιγ­γε­λω­τό σαν του στρα­τη­γού Νι­κό­λα­ου Πλα­στή­ρα στα επί­και­ρα επο­χής. Ερ­γα­τι­κοί; Συ­ντα­ξιού­χοι; Από­στρα­τοι; Ο Άλ­φα και ο Βή­τα. Ση­κώ­νουν τον για­κά από το παλ­τό τους, δεί­χνει ότι κρυώ­νουν.

Α΄:   Στο ξα­να­εί­πα κου­φιο­κε­φα­λά­κια, ο τα­ρα­μάς δεν εί­ναι άσπρος, εί­ναι κόκ­κι­νος.
Β΄:   Όχι, άσπρος εί­ναι ο τα­ρα­μάς.
Α΄:   Όχι, κόκ­κι­νος.
Β΄:   Ο άσπρος εί­ναι ο αγνός, στον κόκ­κι­νο βά­ζουν χη­μι­κά, πό­σες φο­ρές θα το επα­να­λά­βω;
Α΄:   Τα αυ­γά του ψα­ριού δεν εί­ναι άσπρα, κύ­ριε εξυ­πνά­κια. Ξέ­ρεις τι χρώ­μα έχουν τα αυ­γά του ψα­ριού; Τα ’χεις δει πο­τέ; Κόκ­κι­να.
Β΄:   Άσπρα εί­ναι. Ο κόκ­κι­νος εί­ναι τα­ρα­μάς βιο­μη­χα­νο­ποι­η­μέ­νος. Τον  χρω­μα­τί­ζου­νε με χη­μι­κά. Αυ­τά τα κόκ­κι­να εί­ναι υπο­προ­ϊ­ό­ντα για τον κο­σμά­κη σαν κι εσέ­να­νε, το πό­πο­λο.
Α΄:   Προ­χτές που βγή­κα εγώ από το σπί­τι μου ήταν μια μέ­ρα κα­τα­πλη­κτι­κή        
Β΄:   Τι μου θυ­μί­ζεις τώ­ρα, εγώ εί­χα έναν συ­νά­δελ­φο που πή­ρε σύ­ντα­ξη από  την Κο­ρέα. Ακούς ή κου­φά­θη­κες εντε­λώς;
Α΄:   Ποιά Κο­ρέα μου λες εσύ, ακούω και κα­λύ­τε­ρα από σέ­να, εδώ στην Κύ­προ ήταν όλοι έφε­δροι.
Β΄:   Ήμα­σταν κι εμείς να πά­με, κι εμείς να πά­με σου λέω για Κύ­προ αλ­λά τό­τε  ο Γρί­βας... Τι να σου λέω, ότι και να σου λέω, και με πιά­νει μια ανα­τρι­χά­δα.        
Α΄:   Να σου πω κι εγώ μια δια­φο­ρά; Το στρά­τευ­μα εδώ από το στρά­τευ­μα στην Κύ­προ; Πο­λύ σκλη­ρά τούς εί­χα­νε τα φα­ντά­ρια. Πο­λύ σκλη­ρά τούς  εί­χα­νε στο στρα­τό­πε­δο στη Χαλ­κί­δα και σκου­πί­ζα­νε. Όλη μέ­ρα     σκου­πί­ζα­νε, σκου­πί­ζα­νε, σφουγ­γα­ρί­ζα­νε. Και σκο­πιά; Δυο φο­ρές σκο­πιά, πρωί - βρά­δυ, όχι μία, δύο. Δι­πλο­σκο­πιές και γερ­μα­νι­κά νού­με­ρα. Λοι­πόν;
Β΄:   (Ση­κώ­νε­ται όρ­θιος, απαγ­γέλ­λει:) Τι εί­ναι η πα­τρί­δα μας; Μην εί­ν’ οι κά­μποι; / Μην εί­ναι τ’ άσπαρ­τα ψη­λά βου­νά;
Α΄: (Ακο­λου­θεί:) Μην εί­ναι ο ήλιος της που χρυ­σο­λά­μπει; / Μην εί­ναι τ' άστρα της τα φω­τει­νά;      

Κος Νί: (Μπαί­νει απρό­σκλη­τος, απαγ­γέ­λει ρυθ­μι­κά, οι Α' και Β' μα­ζί του).

Όλα η πα­τρί­δα μας! Κι αυ­τά κι εκεί­να
και κά­τι πού ’χου­με μες την καρ­διά
και κρά­ζει μέ­σα μας: Εμπρός Παι­διά!

Κος Νί (δεί­χνει με τον δεί­κτη του δε­ξιού:) Το λε­ω­φο­ρείο μας κύ­ριοι, εμπρός μαρς, πε­ρά­στε πα­ρα­κα­λώ...

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: