«Μη με διαβάζετε [...]Όταν δεν ξέρετε πως ο ωραίος Modigliani / τρεις η ώρα τη νύχτα μεθυσμένος / χτυπούσε βίαια την πόρτα ενός φίλου του /
γυρεύοντας τα ποιήματα του Βιγιόν / κι άρχισε να διαβάζει ώρες δυνατά /
ενοχλώντας το σύμπαν» ———Νίκος Καρούζος, «Ρομαντικός επίλογος»
Μα ναι, ακόμα θυμάμαι Βιγιόν… Εκείνη τη νύχτα ακόμα τη θυμάμαι. Είχε τον πιο ξάστερο ουρανό, μπλε κοβάλτιο, αυτό του Βικέντιου το μπλε, του σταροχώραφου με κοράκια, θα το χεις ακουστά, μπλε του σύμπαντος, της λυπημένης φάλαινας το μπλε, το μπλε του πάνω και του κάτω, πολύ βαθιά πολύ πολύ βαθιά, το μπλε του αγέννητου, το μπλε του όπιου που στάλαζε στα μάτια μας, βαθύ μπλε σχεδόν μαύρο κι εκείνη η σιγαλιά, η σιγαλιά, Βιγιόν, μια παγωμένη ηχώ, μεταλλική, ο ψίθυρος του σύμπαντος. Και δεν ήταν τα ξίδια, στο λέω να το ξέρεις, είναι το αίμα μας που έπηζε ψηλά, πολύ ψηλά στο στήθος και κόχλαζε κι εγώ το άκουγα, γιατί όλοι θαρρούν πως ο ζωγράφος βλέπει μόνο χρώμα, μέγα λάθος, θα στο πω, τους ήχους βλέπουμε, Βιγιόν, τον μυστικό χορό των χεριών, μια σακούλα να ανοίγει το στάξιμο του λαδιού στο άλικο, το πνίξιμο της βούρτσας, την απαλή γραμμή του ευγενικού πινέλου, το σβήσιμο του κουρελιού επάνω στον καμβά, μετά η πηχτή σιωπή της κάμαρας που θρονιάζεται βασιλικά πάνω στους σκονισμένους τοίχους. Σαν την ανάσα της Ζαν που πλάι μου κοιμισμένη ανάσαινε για δυο…
Κι εκείνη η νύχτα Βιγιόν, με ζάλιζε, ήθελα να σ’ακούσω, είσαι η φωνή που με νανούριζε από τα βάθη των αιώνων, αυτός που ό,τι κι αν πει είναι για μένα, όπως κι εγώ όποια μάτια κοιτάξω είναι τα μπλε των γυναικών, τα λόγια σου σα νύχια αρκούδας μού γραπώνουν το μυαλό, με πνίγει ο θάνατος, με πνίγει κι η ζωή και το φεγγάρι, Βιγιόν, μια παγωμένη λίμνη στον ουρανό – μα πώς μπορείτε να κοιμάστε πλάι σε μια τέτοια λίμνη; Μία λίμνη το φεγγάρι, δύο λίμνες τα μάτια της, χίλιες λίμνες οι λέξεις σου να βυθιστώ και να πνιγώ. Γιατι θάνατος δεν είναι να πνίγεσαι γιατί σου σώνεται ο αέρας, θάνατος είναι να πνίγεσαι γιατί δεν έχεις ομορφιά.
Τώρα, Βιγιόν, που είμαστε κι οι δυο πια πεθαμένοι, θα στο πω. Τις ξένες πόρτες τις είχα κατουρημένες μα ποιος βαστά τέτοιο ψοφόκρυο και τόσο μηλίτη;
Κι ύστερα ήταν κι εκείνος ο κατεργάρης ο Πάμπλο, μούτρο, μπασμένος στα κόλπα ως το λαιμό, μου κούναγε το πινέλο στη μύτη, «Μόντι», μου έλεγε, «Μόντι maudit, φτωχέ μου διάβολε, θα πεθάνεις στην ψάθα γιατί είσαι ρομαντικός».